ΚΟΝΤΑ στο Γιαροσλάβ [της Ρωσίας] ζούσε ένα αγόρι πού ονομαζόταν Θεόδωρος. Όταν ήταν έξι ετών επισκέφτηκε μία προορατική Γερόντισσα πού ονομαζόταν Ξένη και αυτή του είπε:
«Ποιος ήλθε να με δή! Θεόδωρε, τι χαρά! Σαράντα πέντε χρόνια θα βόσκεις αγελάδες και κατσίκες. Να μη χρησιμοποίησης ποτέ ξύλο ή ράβδο α αυτά και ποτέ να μη πεις άσχημη ή θυμωμένη κουβέντα, και τα ζώα θα σε υπακούουν. Μετά θα πάς στην Πετρούπολη, στην Μακαρία Ξένη, την προστάτισσα μου και μετά θα πάς στην άγια μας γη, στην Βυρίτσα, στον Γέροντα»!
Ό Θεόδωρος ζούσε με τούς γονείς του και τέτοιες σκέψεις ποτέ δεν πέρασαν από το μυαλό του. Όμως, σύντομα έμεινε ορφανός και πράγματι από την ηλικία των έξι ετών έβοσκε αγελάδες.
Εργάσθηκε ως βοσκός ακριβώς για 47 χρόνια, όπως του είχε προείπε ή Γερόντισσα. Ποτέ δεν κτύπησε κάποιο ζώο και ποτέ δεν είπε μια άσχημη κουβέντα- ποτέ δεν έχασε ούτε μία αγελάδα .
Είχε κατασκευάσει ένα κέρας (βούκινο), το όποιο φυσούσε και με αυτό καλούσε τις αγελάδες. Μέχρι πού πέρασε την ηλικία των πενήντα έβοσκε αγελάδες· ποτέ δεν έπαιρνε χρήματα, αλλά έτρωγε στα σπίτια των Ιδιοκτητών των αγελάδων, οι όποιοι επίσης τον έντυναν. Όλοι τον συμπαθούσαν για την ευγένεια και την αθωότητα του.
Συχνά ήταν πολύ λυπημένος πού δεν μπορούσε να έκκλησιασθή στις μεγάλες Εορτές, διότι έπρεπε να βγάζει στην βοσκή τις αγελάδες καθημερινώς.
Κάποτε, στην Εορτή της Μεταμορφώσεως, ήταν εξαιρετικά λυπημένος και προσευχήθηκε στον Θεό:
«Όλοι οι πιστοί προσεύχονται στην Εκκλησία σήμερα και εγώ δεν μπορώ να είμαι μαζί τους είμαι πάντοτε με τις αγελάδες και τις κατσίκες»...
Όταν ό Θεόδωρος πήγε τις αγελάδες στην βοσκή, τοποθέτησε μία Εικόνα σε ένα δένδρο και προσευχόταν για ώρες εκεί ενώπιων της. Εκείνη την ημέρα προσευχήθηκε με Ιδιαίτερη θέρμη.
Ξαφνικά είδε μία λάμψη ενός εξαιρετικού φωτός επάνω από την Εικόνα- το φώς ήταν πιο λαμπρό από τον ήλιο. Μετά εμφανίστηκε ό Σωτήρας μας με τον Μωϋσή και τον "Ηλία και τούς Αποστόλους Πέτρο, Ιάκωβο και Ιωάννη! Ό Θεόδωρος δεν κατάλαβε πόσο κράτησε ή δράσις...
Όταν ήλθε στις αισθήσεις του ήταν πια απόγευμα κατάλαβε ότι θα έπρεπε να γυρίσει τα ζώα στο σπίτι, ότι ήταν ώρα για άρμεγμα και την στιγμή εκείνη ή δράσις εξαφανίστηκε. Ό Θεόδωρος σηκώθηκε και έκλαυσε και παρεκάλεσε τον Κύριο να του αποκάλυψη αν αυτό πού συνέβη ήταν μία πραγματική δράσις ή μόνον ή φαντασία του.
Πήρε το κέρας του και κάλεσε τις αγελάδες και στράφηκε προς το κοπάδι. Συγκλονίσθηκε από αυτό πού είδε: όλες οι αγελάδες ήσαν γονατισμένες και δάκρυα έρρεαν από τα μάπα τους!...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου