Συνάντηση νεωτέρου υιού με τον πατέρα
Πριν φθάση στο σπίτι, ό πατέρας τον βλέπει και τρέχει. Χωρίς να του πει τίποτε, πέφτει ολόκληρος στον τράχηλο του, τον αγκαλιάζει και τον καταφιλεί.
Ήδη ό γιός κατάλαβε, πήρε την απάντηση: Ό πατέρας άκουσε την εξομολόγηση, την ξέρει πριν τού την πει. Βλέπει τον γιό του πριν να γυρίσει. Ήταν μαζί του χωρίς να τον βλέπει ό γιός. «Αυτός πού αγαπάμε την τέλεια αγάπης απών ως παρών συναναστρέφεται μη ορώμενος υπό τίνος».
Ό γιός όμως αρχίζει την εξομολόγησν λέγεται μόνη της, βγαίνει από την καρδιά του, πρέπει να έξωτερικευθή. Είναι μια ανάσα πού πρέπει να βγει από τα σπλάγχνα του, για να ελευθερωθεί. Την λέει όπως ακριβώς γεννήθηκε μέσα του, αλλά δεν την τελειώνει. Αναφέρει τον αμάρτημα, το έγκλημά του, και σταματά. Δεν τολμά να συμπληρώσει την φράση• να ζητήσει να γίνει δούλος τού πατέρα. Τα χάνει με τον χείμαρρο της αγάπης πού τον παρασύρει, τον διαλύει• και δεν μπορεί να κάνει σ' Αυτήν υποδείξεις. "Ομολογεί τον έγκλημα του και σιωπά.
Τον λόγο παίρνει ό Πατέρας, πού με τον ίδιο τρόπο μιλά ξεκάθαρα ενδιαφέρεται σιωπή: Δεν λέει τίποτε στο παιδί του για τον εαυτό του• ούτε ανταρσία πόνεσε, ούτε πόσο πόνεσε, όταν έφυγε• ούτε πόσο χαίρεται ή ανταρσία χαίρεται, τώρα πού γύρισε. Αυτά δεν λέγονται- διαγράφονται όλα ως περιττά. Δεν μπορεί να μιλήσει σ' αυτόν τον γιό πού είναι άξιος της σιγής, της άφατης πατρικής του αγάπης. Πώς να αρθρώσει τα άρρητα ή πώς να μείωση την ενάργεια όσων λέγονται ενδιαφέρεται σιγή;
Στο γιό -δεν λέει τίποτε. Ή μυσταγωγία τής σχέσεώς τους ιερουργείτε σε
χώρο βαθειάς σιωπής. Πυράκτωμα αγάπης πού παραλύει τη γλώσσα.
Μιλά, δίδει εντολές στους δούλους: εξενέγκατε την στολήν... ενδύσατε... θύσατε τον μόσχον τον σιτευτόν, ας ευφρανθούμε, γιατί ό υιός μου ούτος ήταν νεκρός και ανέζησε και απολωλώς και ευρέθη.
Μόνο στους άλλους μπορεί να μιλήσει για τον θέμα τού γιού του.
Τον νεκρός ην και ανέζησε και απολωλώς και ευρέθη», πού ό πατέρας λέει στους δούλους, δείχνει τον μεγάλο δράμα και τη χαρά πού έζησαν και πού ζουν οι δύο τους, πατέρας και γιός.
Δεν μίλησε ό Πατέρας στην αρχή ούτε τώρα, όχι γιατί ήταν αδιάφορος ή δεν γνώριζε τον μέγεθος τού δράματος ή δεν είχε συνείδηση τού κινδύνου πού επρόκειτο να περάσει τον παιδί του. Δεν έχει κανένα στοιχείο απαθείας πού φανερώνει αδιαφορία ή έλλειψη αισθήσεως. "Όλα τα ζή. "Όλα τα ξεπερνά με την άπειρη αγάπη του. Τον παρακολουθεί, τον συνοδεύει μέχρι την απώλεια, τον θάνατο. Συνθάπτεται μαζί του. Ξέρει, χωρίς να τού πει ό γιός λεπτομέρειες, όλη την οδύσσεια πού πέρασε, ότι γεύτηκε όντως την κόλαση, τον χαμό, τον θάνατο.
Και βρέθηκε, σώθηκε, ανέζησε από άλλη δύναμη, πού υπήρχε μέσα του και τον παρακολουθούσε γύρω του διακριτικά. Υπάρχει ή δύναμη τής υιότητος και της πατρότητος. Ήταν αυτός γιός και είχε πει στην αρχή «Πάτερ»(και όταν έφευγε και όταν γύρισε). Και αυτός ήταν πατέρας, δεν ήθελε να στραπατσάρει τον παιδί του, έστω και ανάσα υπήρχε ό κίνδυνος .τού χαμού, τού θανάτου τού ίδιου τού παιδιού. Τού έδωσε την επικίνδυνη και σωτήρια αγωγή τής ελευθερίας καλύπτοντάς τον με την άπειρη αγάπης του πάντοτε.
Και νίκησε ή πατρική αγάπης τον θάνατο. Και άναψε τούτη ή χαρά, τον πανηγύρι, πού θύεται ό μόσχος ό σιτευτός. Αυτός ό μόσχος λένε οι Πατέρες ότι είναι ό Υιός τού Θεού και τον πανηγύρι ή θεία Λειτουργία, ή σύναξη και ή ζωή τής Εκκλησίας.
Επιστροφή πού σε ελευθερώνει
Ό νεώτερος υιός σκεφτόταν να ζητήσει να μείνει στο σπίτι «ως εις των μισθίων». Αυτός ανάσα τού διδόταν, θα ήταν ήδη παράδεισος μέγας γι' αυτόν. Θα βρισκόταν σε δρόσο Αερμών. Όμως ό Θεός Πατέρας τον κάνει τον κεντρικό πρόσωπο και την αφορμή τού μεγάλου πανηγυριού. Και αυτόν τον καταπλήττει και τον κατακαίει. Ό Θεός καταδικάζει με τον πλήθος τής αγάπης Του. Και νιώθεις ανάξιος γι' αυτήν. Αποτραβιέσαι στην θέση τού δούλου, πού σού ταιριάζει, σού ύπεραρκεί, σε αναπαύει. Δεν αναπαύει Όμως τον Θεό, πού τόσο αγαπά, πού τόσο συγχωρεί, πού σε συνθλίβει, σε λιώνει με την αγάπης Του την άμετρη. Και κλαις από χαρά για τον θαύμα τούτο. Και τον κλάμα φανερώνει την πλησμονή τής αγαλλιάσεως.
Γι' αυτόν οι Άγιοι, τα παιδιά τού Θεού, ονομάζουν τον εαυτό τους δούλο Χριστού. Και νιώθουν ότι αυτόν ξεπερνά την άξια τους και τούς πλημμυρίζει από τιμή. Τον άλλο, τον να γίνεται παιδί κατά χάρη και τον κεντρικό πρόσωπο τού πανηγυριού, όπου θύεται ό μόσχος ό σιτευτός, αυτόν ξεπερνά τις ανθρώπινες προσδοκίες• υπαγορεύεται και πραγματοποιείται μόνο από την άπερινόητη και άφατη αγάπης τού Θεού Πατρός.
Εξουθενώνει τον εαυτό του και δοξάζεται. Δεν βλέπει ανθρώπινα τη δόξα πού θα ακολουθήσει. Μένει μόνο στην εξουθένωση. Τού αρκεί να είναι στο σπίτι τού Πατρός. Έξελεξάμην παραρριπτείσθαι εντολές τω οίκω του Θεού μου μάλλον ή οικείν με εντολές σκηνώμασιν αμαρτωλών». Δεν ζητά χαρίσματα — αυτόν γίνεται εκ βαθέων —, γι' αυτόν τού δίδονται όλα.
Όταν ζητάς κάτι μικρό, ένα ερίφιο, δεν παίρνεις τίποτε. Όταν δεν ζητάς τίποτε — ούτε να γίνεις δούλος —, τα παίρνεις όλα.
Επειδή είναι αληθινή ή μετάνοιά του, ήδη τον έβαλε στον παράδεισο διαιτάται σε χαρά πού ακατάπαυστα αυξάνει. Αυτός τον ξέρει ό Πατέρας. Γι' αυτόν θύει τον μόσχο τον σιτευτό. Ενδύει τη χαρά με τη χαρά. Τον υιό τον άξιο τού Πατέρα με τη στολή την πρώτη. Αυτός γίνεται αυθόρμητα. Όπως από τον τάφο τής σκοτεινής γης, ό σπόρος πού πεθαίνει, προχωρεί φυσιολογικά και φτάνει στην ανθοφορία — «Ή γη αυτόματη καρποφορεί» — έτσι από την συντετριμμένη καρδιά τού ταλαιπωρημένου, τού χαμένου γιου ανατέλλουν τα πάμφωτα χαρίσματα και τον ντύνουν. Τον περιβάλλει τον φώς ως ιμάτιο στολή πρώτη και ανέγγιχτη.
Αλλιώς — ανάσα δεν είχε αύτη τη διαλυτική των πάντων συντριβή — δεν θα μπορούσε να άνθέξη και τα ελάχιστα χαρίσματα, θα τού κάνανε κακό. Θα τα πέταγε πέρα. Και ό ίδιος θα πεταγόταν έξω από τη μοναδική χαρά, την πανηγύρι τής αγάπης• όπως έκαμε ό πρεσβύτερος υιός.
«Και την χαραν υμών ούδεις αίρει αφορμή' υμών». Κανείς δεν μπορεί να τού πάρει τούτη τη χαρά, να τού την αφαιρέσει, να την απομακρύνει. Γιατί πηγάζει από μέσα του, από τον εαυτό του, είναι ό Χριστός πού ζει μέσα του. Δεν ζει πια αυτός.
Επιστροφή πού σε πνίγει
Μια διαφορετική επιστροφή, όχι θεϊκή εντολές ταπεινώσει και εξουθενώσει — πού είναι γεννητική τής άφθαρτου δόξης — αλλά σύμφωνα με τη λογική και τη στάση τού πρεσβυτέρου υιού, πού δεν είναι επιστροφή αλλά περιπλοκή χειρότερη των πραγμάτων, θα ήταν κάπως έτσι:
Λοιπόν, πατέρα, γυρίζω να τα συζητήσαμε, να δούμε τα πράγματα ψύχραιμα. Να δούμε σε τί φταις και σε τί φταίω. Να βρούμε ίνα τρόπο συμβιώσεως. Όχι ότι δεν μπορώ να ζήσω μακριά από σένα. Μπορώ κάλλιστα, αλλά είπα, μια και είσαι πατέρας μου, να γυρίσω. Τώρα όμως πρέπει να προσέξουμε, για να μην επαναληφτούν τα ίδια. Γιατί ανάσα δεν έδινες αφορμή με τη συμπεριφορά σου, δεν είμαι ανόητος να σηκωνόμουνα να έφευγα στάση καλά καθούμενα.
Λοιπόν, τί λες τώρα; Υπάρχει τρόπος συμβιώσεως, ναι ή όχι;
Και μην κρατήσεις κακία. Αλλά να τα ξεχάσεις όλα. Και να μού βάλεις την πρώτη στολή, για να μην νιώθω μειωμένος απέναντι των άλλων.
Για πανηγύρι χαράς δεν τού κάνει λόγο, γιατί δεν έχει αυτήν ή λογική σχέση με καμιά χαρά. Αυτήν είναι ή αρρώστια, τα ράκη της πεπτωκυίας φύσεως, όχι ή στολή της πρώτης καινής κτίσεως. Αυτήν είναι ή κόλαση της» δικαιοσύνης».
Υπάρχει παραμονή στο σπίτι πού είναι περιπλάνηση σε χώρα μακρινή. Υπάρχει επιστροφή πού είναι μεγαλύτερη απομάκρυνση από τον σπίτι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου