Τον ανανεούμενο βάσανο του πατέρα. Συνάντηση με τον πρεσβύτερο υιό
Είναι άνανεούμενο βάσανο ή ζωή τού πατέρα. Μόλις τελειώνει ή μια δοκιμασία, άρχιζα ή άλλη. Όταν ό νεώτερος επιστρέφει από την ασωτία, ό πρεσβύτερος πού μένει στο σπίτι, αρνείται να μπει μέσα.
Κάθε μεγάλη μέρα ό πειρασμός δημιουργεί προβλήματα, προκαλεί αφορμές θλίψεως. Θέλει να μολύνει τη χαρά, να θολώσει την καθαρότητα τής γιορτής. Να μην αφήσει καρδιά απλήγωτη. Αλλά ό πατέρας τής παραβολής είναι ωκεανός αγάπης και ανοχής: «Εξελθών παρεκάλει αυτόν».
Ό πατέρας γνωρίζει την αρρώστια τού μεγαλύτερου παιδιού του, ότι ζηλεύει και φθονεί. Γι` αυτόν, από αγάπη κινούμενος, μετριάζει τις εκδηλώσεις τής πατρικής του στοργής. Δεν τρέχει —«δραμών»— όπως στην περίπτωση τού νεωτέρου, αλλά εξέρχεται βαρύς από τον πόνο. Και δεν τον «καταφιλεί» — ανοχής έκανε κάτι τέτοιο, θα τον κατέκαιγε, θα τον τάραζε ολόκληρο — ούτε καν τον φιλεί.
Μόνο του μιλά παρακλητικά. Και δέχεται καρτερικά όλα τα κύματα τής οργής του πρεσβυτέρου υιού.
Σαν να είχε έτοιμη την επίθεση (όπως ό νεώτερος την εξομολόγηση). Λες και περίμενε την αφορμή για να ξεσπάσει, να βγάλει έξω όσα μαζεύονταν και έβραζαν μέσα του ολόκληρη σειρά ετών.
«Τοσαύτα έτη δουλεύω σοι...».
Δεν τον ονομάζει καμιά φορά ούτε τον βλέπει ως πατέρα, αλλά σαν αφεντικό, και μάλιστα άδικο. Τον εαυτό του τον υποτιμά, τον βλέπει σαν μισθωτό δούλο.
Μέσα σ' όλην αυτή την νομικίστικη σχέση δικαιώνει εξομολόγηση ολοκλήρου τον εαυτό του και καταδικάζει απόλυτα τον πατέρα του.
«Ουδέποτε έντολήν σου παρήλθαν . Είμαι εν τάξει πάντοτε. Είμαι άμεμπτος. Ποτέ δεν έσφαλα σε κάτι.
Εσύ αντίθετα είσαι ολοκληρωτική αποτυχία. «Ουδέποτε έδωκας εριφον ίνα μετά των φίλων μου ευφρανθώ».
Εγώ ουδέποτε έκαμα κάτι κακό. Εσύ ουδέποτε έκαμες κάτι καλό.
Τον αδελφό του δεν τον ονομάζει αδελφό, άλλα γιό του πατέρα του. Και τον σφάλμα τού νεωτέρου, πού δεν τον έχει διορθώσει, δεν είναι ότι πρόσβαλε τον πατέρα του, αλλά ότι ξόδεψε χρήματα, κατέφαγε περιουσία. Και αυτός πρώτος και μόνος κατηγορεί τον αδελφό του ότι κατέφαγε την περιουσία «Μετά πόρνων».
Ή πρώτη διόρθωση τού Πατέρα γίνεται με την προσφώνηση: «Τέκνον». Εσύ δεν με καλείς πατέρα, εγώ σε θεωρώ και σε ονομάζω παιδί μου. Αυτόν είναι τον πρώτο. Δεν είσαι δούλος μου, ούτε καταδυναστευόμενός μου.
Στο αρνητικό επίρρημα «ουδέποτε» του πρεσβυτέρου υιού ό πατέρας αντιπαραθέτει τον θετικό «πάντοτε»: «Σύ πάντοτε μετ' εμού ει». Είσαι πάντοτε μαζί μου. Αυτός είναι ό παράδεισος, ή ελευθερία, ό πλούτος του υιού, τον ότι μένει εν την οικία (Ιω. 8, 35), μένει με τον πατέρα μαζί. «Εγώ εν τω Πατρί και ό Πατήρ εν εμοί έστι».
Και στην αίτησι τού ελαχίστου και μικρού —εριφίου— άπαντά με τον «πάντα». «Πάντα τα εμά σαν έστι».
Στην οργή και στο μίσος πού τον κατατρώει («ωργίσθη και ουκ ήθελε εισελθείν») αντιπαραθέτει τον «ευφρανθήναι και χαρήναι έδει», γιατί ό αδελφός σου αναστήθηκε και σώθηκε.
Χαρακτηριστικά του νεωτέρου υιού
Στο νεώτερο υιό εφαρμόζεται ό λόγος τής Αποκαλύψεως: «'Οφελον ψυχρός ης ή ζεστός» (Αποκ. 3, 15).
Όταν έφυγε, ήταν απόλυτος αντάρτης: «συναγαγών άπαντα ό νεώτερος υιός απεδήμησεν εις χώραν μακράν». Έπεσε με τα μούτρα στην αμαρτία. Τα έδωσε, τα έχασε όλα.
Όταν έφτασε στην έσχατη ανάγκη, «εκολλήθη ενί των πολιτών της χώρας εκείνης». Τον εκολλήθη δείχνει την ολόψυχη του προσπάθεια, να πιαστεί από κάποια σανίδα σωτηρίας.
'Όταν επέστρεφε, ήταν τον ίδιο θερμός και απόλυτος: Ήρθε να ομολογήσει απερίφραστα την ολική του αποτυχία και αμαρτία.
Τα χάνει όλα την πρώτη φορά. Προσφέρει τώρα όλο του τον εαυτό, έστω χαμένο και νεκρό —πάντως όλο— στον πατέρα του χωρίς κανένα ενδοιασμό, χωρίς καμιά επιφύλαξη ή όρο.
Ή φιλαυτία — ή αρρωστημένη προσκόλληση στο εγώ μας — είναι ξένη προς την Αγάπη πού μάς έπλασε, προς την πνοή πού Αυτή μάς φύσηξε στα σπλάγχνα. Γι' αυτόν κάνοντας τον θέλημά του αντάρτικα ό νεώτερος γιός, χάνει τον άξονα τής ζωής του, αθετεί την φύση του, καταστρέφει τον εαυτό του βρίσκεται εκτός εαυτού. Μόλις έλθει εις εαυτόν», επιστρέφει στα σπίτι του. Βρίσκει τον πατέρα του, πού είναι αγάπη, πού δεν κλείνεται στον εαυτό του, αλλά «διόρθωση' υπερβολήν τής έρωτικής άγαθότητος έξω εαυτού γίνεται ……και εν πάσι κατάγεται». Τον πατέρα πού τρέχει έξω από τον σπίτι, για να αγκαλιάσει τον νεώτερο του γιό πού επιστρέφει, και βγαίνει έξω από τον σπίτι του, από την ίδια αγάπη κινούμενος, για να παρακαλέσει τον πρεσβύτερο.
Ή εκστατική αγάπη — προσφορά στον Άλλον — μάς οδηγεί στον εαυτό μας. Βρίσκομε τον είναι μας και όλους τούς άλλους. Αν αυτήν έχουμε — όσο μακριά κι ανοχής βρισκόμαστε — θα μάς φέρει στον παράδεισο. Αν δεν την έχουμε — και στην πόρτα τού παραδείσου να είμαστε — ή έλλειψη τής αγάπης, τον μίσος, δεν θα μάς αφήσει να μπούμε, αλλά θα μάς πετάξει μακριά.
Χαρακτηριστικά του πρεσβυτέρου υιού
Ό πρεσβύτερος νοσεί, έχει μέσα του κόλαση. Μόνο βάσανο και ταραχή τού προκαλεί ή αγάπη τού πατέρα προς αυτόν, ή αγάπη των ανθρώπων μεταξύ τους.
Δεν μπορεί να εφαρμοστή εδώ ή εντολή τού μεγάλου Δειπνοκλήτορος: «ανάγκασον εισελθείν». Μια τέτοια επιμονή για είσοδο στον παράδεισο σε άνθρωπο πού ζηλοφθονεί, πολλαπλασιάζει τον δαιμονισμό. Τον βασανίζει περισσότερο. Τού κάνει την ζωή αβάσταχτη κόλαση.
Αυτός με σίγουρους συλλογισμούς και ατράνταχτα επιχειρήματα ανατρέπει όλα. Τα αποδεικνύει απαράδεκτα. Βρίσκει ένοχους και καταδικαστέους όσους συνέπραξαν για μια τέτοια γιορτή για έναν παράδεισο, όπου ό άνθρωπος μπορεί να επιστρέψει, να σωθεί, να ζήση για ένα πασχάλιο δείπνο, όπου «ο μόσχος πολύς» και ακούγεται ή κλήσι: «Πάντες απολαύσατε του συμποσίου τής πίστεως, του πλούτου τής χρηστότητος». Δεν ανέχεται τέτοιες καινοτομίες. Δεν μπορεί να μπει σε τέτοιο κλίμα. Δεν υποφέρει «συμφωνίες και χορούς». Του είναι ξένο και απαράδεκτο τον γεγονός ό Θεός να αγκαλιάζει τον άσωτο πού μετανοεί και να τού χαρίζει την στολή την πρώτη. Δεν μπορεί να άνεχθή αυτή την αδικία, αυτή την προσβολή προς την «αλήθεια», την »δικαιοσύνη».
Ό πατέρας μειλίχια τον προσκαλεί στη χαρά, στο ευχαριστιακό τραπέζι. Και είναι σαν να τού ζητά να μπει στην κόλαση. Φουντώνει μέσα του τον μίσος και ακούει την στοργική πρόσκληση τού πατέρα σαν οργισμένη αποπομπή.
Μήπως όλα αυτά λένε κάτι για τον πώς θα γίνει ή τελική κρίσι στην δευτέρα Παρουσία;
Μήπως ή οργής («ώργίσθη και ουκ ήθελεν είσελθείν») κάνει την μοχθηρή καρδιά να βλέπει οργισμένο και βλοσυρό τον ιλαρό πρόσωπο τού ελεήμονος Θεού; Και τον μίσος, πού δεν αφήνει τον άνθρωπο πού τον έχει να μπει στο κοινό πανηγύρι τής χαράς, παραποιεί γι' αυτόν τον ίδιο την πρόσκληση για τον παράδεισο σε αποπομπή προς τον πυρ τον εξώτερο; Μήπως τον μίσος είναι κόλαση πού κατατρώει τα σωθικά μας; Και ή θεία αγάπη παράδεισος πού μάς αναζωογονεί; Μήπως ή ίδια ή αγάπη τού Θεού είναι παράδεισος για τούς σωσμένους, υγιείς, πού αγαπούν, πού μετανοούν και έχουν νουν Χριστού; Και ή ίδια ή αγάπη είναι κόλαση για τούς αρρώστους, δηλαδή για κείνους πού δεν αγαπούν, δεν μετανοούν, δεν έχουν νουν Χριστού;
Μήπως ή μία κλήσι τής αγάπης τού Θεού, ό οποίος «θέλει πάντας σωθήναι και εις έπίγνωσιν άληθείας ελθείν», θα άκουσθή από όσους δεν αγαπούν, λόγω τής διαστροφής και τής αμετανοησίας τους: «πορεύεσθε από' εμού οι κατηραμένοι εις τον πυρ τον αίώνιον». Και από' αυτούς πού αγαπούν: «Δεύτε οι ευλογημένοι του Πατρός μου...»;
Μήπως από σήμερα δεν κρινόμαστε; Μήπως από σήμερα δεν ετοιμαζόμαστε για τον ποιά θέσι θα πάρωμε τότε μόνοι μας; Δεν ετοιμαζόμαστε για την κρίσι τής αγάπης; Δηλαδή για τον ανοχής δεχώμαστε, ανοχής ζούμε την αγάπη ως παράδεισο ή ως κόλαση;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου