ΠΕΠΑΙΔΕΥΜΕΝΟΣ και αρχαιολάτρης ήταν ό JAMES DALLAWAY εφημέριος και γιατρός της αγγλικής πρεσβείας στην Κωνσταντινούπολη, γύρω στα 1794. Είχε σπουδάσει στην Οξφόρδη κι' έγραψε σατιρικούς στίχους πού σκανδάλισαν τούς ακαδημαϊκούς κύκλους. Αναγκάσθηκε γι' αυτό να εγκατάλειψη το πανεπιστήμιο. Ακολούθησε τον ιερατικό κλάδο και σε ηλικία 30 χρόνων τοποθετήθηκε στην Πόλη με τη διπλή ιδιότητα του πνευματικού και του γιατρού της αγγλικής διπλωματικής αντιπροσωπείας.
Από την πρωτεύουσα του τουρκικού κράτους πραγματοποίησε μια σειρά περιηγήσεις στα παράλια και κυρίως στο εσωτερικό τής Μ. Ασίας, καθώς και στα νησιά του Αιγαίου. Ασχολήθηκε με το οθωμανικό στοιχείο και ιδιαίτερα με τούς αρχαιολογικούς χώρους. Ωστόσο στο χρονικό του , ανάμεσα στις ιστορικές αναδρομές και τις αναγωγές στα αρχαία κείμενα, ανακαλύπτει κανείς και μερικές πληροφορίες για το σύγχρονο Ελληνισμό.
Ό Άγγλος περιηγητής επιχειρεί να απεικόνιση το χαρακτήρα του Τούρκου εμπόρου, του Έλληνα, του Αρμένιου και του Εβραίου, πού αποτελούσαν το μωσαϊκό των εθνοτήτων τής οθωμανικής αυτοκρατορίας.
«Ό Τούρκος κάθεται στο μαγαζί του σταυροπόδι. Στον ξένο δείχνει ευγένεια μονάχα όταν ελπίζει πώς θα αποκομίσει κάποιο κέρδος. Συνήθως του προσφέρεις παζαρεύοντας τα δύο τρίτα τής τιμής πού αξιώνει. Στους άλλους έμπορους, Έλληνες κ.λπ. μόνο το μισό. Ό Έλληνας έμπορος είναι πιο ευλύγιστος, εγκωμιάζει με μεγαλοστομίες την πραμάτεια του και βάζει τα δυνατά του να ξεγελάσει και τον πιο δύσπιστο μουστερή. Ό Αρμένιος, βαρύς και ήρεμος, ζωντανεύει μονάχα σαν άντικρύζη παρά. Κι' είναι αδύνατο να του αντισταθεί. Οι Εβραίοι απασχολούνται συνήθως με το επικερδέστερο επάγγελμα του μεσίτη. Των κατωτέρων τάξεων είναι ντελάληδες των παζαριών. Περιφέρουν τις πραμάτειες διαλαλώντας την τελευταία τιμή. Όλα αυτά τα έθνη πού συνθέτουν τον πληθυσμό τής Πόλης φορούν διαφορετικό κάλυμμα κεφαλής. Οι Αρμένιοι, οι Εβραίοι και οι χειρώνακτες Έλληνες συνηθίζουν το γαλάζιο χρώμα, πού θεωρείται από τούς Τούρκους ταπεινωτικό, και παπούτσια από άθλιο κόκκινο δέρμα» .
Ό JAMES DALLAWAY παρακολούθησε στην Πόλη έναν ελληνικό γάμο. Ή τελετή άρχισε με αντρικό χορό υπό τούς ήχους νταουλιού και πίπιζας. Ό κορυφαίος ανέμιζε μια μικρή σημαία. Το κεφάλι της νύφης στόλιζαν μακριές ταινίες με χρυσές πούλιες, τόσο πυκνές, πού καθώς έπεφταν πάνω στο πρόσωπο, σχημάτιζαν ένα είδος βέλου. Τα χέρια των νεόνυμφων ήταν ενωμένα με ασημένια θηλυκωτήρια και γιρλάντες. Μπαίνοντας στην κάμαρα οπού περίμενε ό παπάς, ελευθερώνονταν τα χέρια κι' άρχιζε ή τελετή. Στα κεφάλια των νεόνυμφων είχαν τοποθετηθεί χάρτινα λεπτοδουλεμένα στέφανα. Ή οικοδέσποινα στάθηκε ανάμεσα στο γαμπρό και τη νύφη και άπλωσε τα χέρια της στα δυο στέφανα. Ό παπάς διάβασε μια μικρή ευχή κι' ακούμπησε μια βούλα σε πέντε σημεία του κορμιού τής νύφης, υποδηλώνοντας ότι αυτά τα πέντε σημεία ανήκουν στο σύζυγο. Το ζευγάρι ώδηγήθηκε υστέρα σε άλλη κάμαρα, κάθισε σ' ένα σοφά και δέχτηκε τα μικρά δώρα των καλεσμένων. Για αντίδωρο οι νεόνυμφοι πρόσφεραν τριαντάφυλλα δεμένα με κορδέλες καταστόλιστες από πούλιες λέγοντας: «τραβάτε και κάνετε το ίδιο». Ή τελετή τελείωσε με ένα τροπάριο πού έψαλαν ό παπάς και μερικά παιδόπουλα
Κατά την περιοδεία στην Τρωάδα ό Άγγλος περιηγητής έφθασε στο μοναστήρι του χωρίου Λαμπάδιον ή Ούλαμπάντ, όπου γινόταν το ετήσιο πανηγύρι. Μόλις βασίλεψε ό ήλιος, οι πανηγυριώτες χωρίσθηκαν σε ομάδες και στρώθηκαν καταγής για να δειπνήσουν με τα φαγητά πού είχαν φέρει μαζί τους. Ό ηγούμενος, κρατώντας την εικόνα της Παναγίας, γύρισε σ' όλες τις συντροφιές. Ασπάσθηκαν όλοι την εικόνα και πρόσφεραν τον όβολό τους. Ύστερα άρχισε ή διασκέδαση. Στέριωσαν ένα μεγάλο δαδί σε μια πέτρινη κολώνα, οι μουζικάντες κούρδισαν τις λύρες τους και τα κορίτσια μπήκαν στο χορό. Οι τρεις λυράρηδες κι' ένας πού έπαιζε τσαμπούνα τραγουδούσαν βηματίζοντας πίσω από τούς χορευτές .
Ή Χίος αποτελούσε πάντοτε τη γοητευτικότερη γωνιά της Ανατολής. «Ολόκληρος ό κάμπος πού απλώνεται από την πρωτεύουσα ως τη θάλασσα είναι τόσο πυκνά κατοικημένος και τόσο εντατικά καλλιεργημένος πού θαρρείς πώς αποτελεί συνέχεια τής πολιτείας. Αγροικίες, περιβόλια, μπαξέδες καλύπτουν μια ζώνη έξη επτά μίλια. Τα χτήματα με τις λεμονοπορτοκαλιές περιτριγυρίζονται από τοίχους ψηλότερους από τα δέντρα. Το άρωμα των λουλουδιών γίνεται αισθητό σε απόσταση πολλών μιλίων από την ακτή. Τα σπίτια είναι πέτρινα, ευρύχωρα, επιβλητικά, με θαυμάσιες κάμαρες στο δεύτερο πάτωμα και βεράντες. Μερικά αποκομίσει' αυτά μοιάζουν με μικρά περίκομψα κάστρα».
Εγκάρδια υποδοχή στο σπίτι του πρόξενου τής Αγγλίας (ήταν Χιώτης). Όπως συνηθίζουν σ' όλα τα ελληνικά σπίτια παρουσιάσθηκε, αμέσως μετά την άφιξή μας, μια υπηρέτρια κρατώντας έναν ασημένιο δίσκο με πολλά κουτάλια φορτωμένα γλυκό. Ή νεαρή οικοδέσποινα πρόσφερε στους επισκέπτες πολλές φορές γλυκό με χάρη και κομψότητα πραγματικά αρχαϊκή. Ακολούθησαν ποτηράκια με νερό και τέλος καφές. Σε κάθε επίσκεψη μας κατά τη διάρκεια της ημέρας επαναλαμβανόταν ή ίδια περιποίηση»
Ήταν Κυριακή βράδυ κι' ό DALLAWAY , καθώς περιδιάβαζε στην πολιτεία, έβλεπε τούς δρόμους «κατάμεστους από γυναίκες πού χόρευαν ή κάθονταν παρέες παρέες στις πόρτες των σπιτιών τους».
Τα κορίτσια είχαν ελκυστικά σώματα και χαρακτηριστικά λεπτά και ευγενικά . Όταν δεν φορούσαν βέλο σκέπαζαν το κεφάλι με μια σκούφια πού έκρυβε όλα τα μαλλιά έκτος από μερικές τούφες πού πλαισίωναν το πρόσωπο. «Έτσι όπως έλουζαν τα μαλλιά τους με αρωματικό λάδι σου θύμιζαν πορτραίτα του Βάν Ντάϊκ ή του Λέλυ». Μερικά φορούσαν βέλο από μουσελίνα δεμένο αρχαιότροπα, πού κυμάτιζε πίσω με χάρη. Τα μανίκια του πουκάμισου πλούσια και ανοιχτά, ήταν από λεπτή γάζα. Το εξωτερικό φουστάνι μόλις ξεπερνούσε τα γόνατα, ενώ ή χρωματιστή ποδιά ξεκινούσε από ψηλά, από το στήθος. Αυτό το φουστάνι είχε τις αμέτρητες στενές πτυχές στερεωμένες με μπαλένες ψηλά έτσι πού να σχηματίζει στεφάνι, σφίγγει κάτω από το πηγούνι και πέφτει κάθετα στο στήθος. «Θαρρείς πώς βλέπεις τις πιο κομψές Αγγλίδες να φορούν τη φούστα τους από το λαιμό και τα χέρια να βγαίνουν από το πλάι, ή μια χελώνα πού περπατάει όρθια». Τα παπούτσια τους είναι ευρύχωρα και κεντημένα και οι κάλτσες τους, από άσπρο μεταξωτό ή μπαμπακερές, πεντακάθαρες. «Οι τούφες των μαλλιών πού πλαισίωναν το πρόσωπο θύμιζαν τούς «πλοκάμους από υάκινθο», πού περιγράφει ό Μίλτων, έτσι όπως πρόβαλλαν σγουρές σαν από κάλυκα λουλουδιού. Ή φορεσιά κρύβει ολότελα τις γραμμές του κορμιού. Αλλά σε αποζημιώνουν τα πρόσωπα με τις χίλιες εκφράσεις, από το απαλό ως το παράφορο. Ή αρχαία κομψότητα έχει παρακμάσει αλλά το κεφαλομάντηλο, ή μέση, τα σαντάλια, μας δίνουν μια φευγαλέα εντύπωση τής γοητείας των φορεμάτων πού θαυμάζουμε στα αρχαία αγάλματα» .
Ό DALLAWAY υπολογίζει τον πληθυσμό τής Χίου σε 150.000 κατοίκους. Από' αυτούς, μονάχα το ένα τεσσαρακοστό είναι Τούρκοι. Το 1782, σχεδόν το ένα τρίτο των κατοίκων αφανίσθηκε από την πανούκλα. Οι Ιησουίτες μισσιονάριοι έλεγαν στους καθολικούς του νησιού ότι δεν κινδυνεύουν από την επιδημία κι' ότι μόνο τούς Τούρκους και τους «σχισματικούς Έλληνες» θα θερίσει. Ή επιδημία μεταδόθηκε από ένα δέμα με πανουκλιασμένα υφάσματα πού έστειλε κάποιος παπάς από νοσοκομείο της Πόλης χωρίς να φροντίσει να καπνισθούν προηγουμένως τα πράγματα .
Ό DALLAWAY αφιερώνει ένα κεφάλαιο του χρονικού του στη νεοελληνική γλώσσα. Δημοσιεύει μάλιστα και ένα ερωτικό ποίημα, δείγμα στιχουργικής κάποιου λόγιου της εποχής. «Μου το έδωσε», σημειώνει, «ένας Έλληνας, γνωστός για τη μόρφωση και την καλλιέργειά του».
Πάντα λέγεις να ελπίζω, πάντα λες να καρτερώ,
την ελπίδα να μην κόψω, στο εξής δεν να χαρώ.
Και μου τάζεις πώς αφεύκτως θέ να φθάσω στον σκοπό
κι' ότι πρέπει να βρεις τρόπο να μου πεις το σ' αγαπώ.
Όλα αυτά είναι του κάκου, δεν είναι ποσώς σωστά,
τα κινήματα σου όλα φαίνονται πώς ειν` πλαστά.
Δεν χρειάζονται ένταδής (;) σ' έναν έρωτα πιστόν
μη με βάνεις στην αράδα των άπιστων εραστών.
Πάντοτε είμαι με πίστιν, πάντα είμαι σταθερός
το έγνώρισες ως τώρα, σου το έδειξε ό καιρός.
Συλλογίσου το ωστόσο κι' αποκρίσου φανερά
και είπε μου τον σκοπό σου και το τέλος καθαρά.
Κόψε και το λακαρδή (;) σου κι' αποφάσισε το πια
και είπε μου και σε θέλω, σ' αγαπώ με την καρδιά .
ΒΙΒ. ΞΕΝΟΙ ΤΑΞΙΔΙΩΤΕΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ. 1700- 1800
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου