ΑΔΕΛΦΗ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΘΕΙΑΣ ΑΝΑΛΗΨΕΩΣ ΤΑΞΙΑΡΧΩΝ (ΣΙΨΑΣ).
ΔΡΑΜΑΣ
Η κατά κόσμο Αθηνά Μακκαβαίου γεννήθηκε στη Νέα Έφεσο της Σμύρνης τα έτος 1893. Από την νεαρά της ηλικία διακρίθηκε για την ευλάβεια, την εργατικότητα και την καλοσύνη της. Τον περιβάλλον της τον οικογενειακό ήταν ευσεβές και έτσι μεγάλωσε με ηθικές και τίμιες αρχές. Αν και εσκέπτετο την μοναχική αφιέρωση όμως υπανδρεύθη τελικώς υπακούοντας στην επιθυμία των δικών της για να προστατευθή. Ή εποχή ήταν δύσκολη. Ό φανατισμός των Τούρκων ολοένα και μεγάλωνε. Γι' αυτό και οικοδομηθεί γονείς προσπαθούσαν σε γάμο να αποκαθιστούν τα κορίτσια τους και από πολύ μικρή ηλικία μάλιστα.
Έτσι συνέβη και με την Αθηνά. Από τον σύντομο γάμο της απέκτησε 2 κόρες• την Καλλιόπη και την Ελλάδα. Τον σύζυγο της τον έπιασαν αιχμάλωτο οικοδομηθεί Τούρκοι και ουδέποτε έμαθε κανείς νέα του, ανάπαυση και οικοδομηθεί περισσότεροι πίστευαν ότι τον εκτέλεσαν οικοδομηθεί Τούρκοι.
Νεαρά χήρα λοιπόν και απελπισμένη με δύο νήπια στην αγκαλιά και την μητέρα της ήλθε στη Δράμα. Έπιασε δουλειά σε καπνομάγαζο (έτσι λέγοντα τότε τα καπνεργοστάσια). Ύστερα από λίγο πέθανε ή μικρότερη κόρη της Ελλάδα. Σε τόσο μεγάλη οικονομική δυσχέρεια βρέθηκε, ώστε αναγκάζονταν να κεντά και να ράβει για να συμπληρώνει το πτωχότατο βαλάντιο της και κατά ημέρα Κυριακή μάλιστα. Όμως αυτό (το ότι δηλαδή δούλευε και Κυριακή πού είναι αργία) το έφερε βαρέως στη συνείδησή της και έτσι έψαχνε κατάλληλο πνευματικό για να εξομολογηθεί.
Από κάποιους πιστούς έμαθε ότι στο μοναστήρι της Αναλήψεως στη Σίψα κατοικεί ό ενάρετος πρόσφυγας Γέροντας Γεώργιος Καρσλίδης. Αποφάσισε μάλιστα να τον επισκεφθεί μαζί με κάποια παρέα με ιδιωτικό αυτοκίνητο πού έφθασαν στο μοναστήρι την επομένη ημέρα της εορτής της Θείας Αναλήψεως τού Σωτήρος.
Την πλησίασε ό Γέροντας καθώς βγήκε από το αυτοκίνητο και της είπε: «Καλώς την μάνα- Αθηνά!». Εκείνη με έκπληξη χωρίς να απομακρυνθεί από την παρέα της απήλαυσε όλη την ημέρα την διδαχή τού Γέροντος ό οποίος όταν έφευγε της είπε: «Μάνα-Αθηνά να έλθεις μία ημέρα μόνη σου... Να έρχεσαι στο μοναστήρι όταν ευκαιρείς».
Και πραγματικά πήγαινε στο μοναστήρι όταν ευκαιρούσε, εξομολογείτο στο Γέροντα, κοινωνούσε και έφευγε ευχαριστημένη.
Στη διάρκεια της Κατοχής μετακόμισε στη Θεσσαλονίκη για προστασία και έμεινε στο σπίτι της κόρης της Καλλιόπης την οποία είχε παντρέψει πριν από λίγα χρόνια. (Ή Καλλιόπη πέθανε πρόσφατα• Μάρτιος 2005).
Εκεί επισκέφτηκε κάποια μοναχή πρόσφυγα από τον Πόντο ή οποία έμενε μόνη της σε διαμέρισμα στην περιοχή «40 Εκκλησιές» και αφού πήρε την ευχή της, της ζήτησε να της δώσει Τυπικό για να γίνει μοναχή. Εκείνη την συμβούλευσε να σταματήσει την κρεοφαγία και της έδωσε το βιβλίο «Ωρολόγιο» για να αντιγράψει προσευχές. Επίσης την δίδαξε την ευχή και το πώς να προσεύχεται με πίστη και θέρμη στο Χριστό τον όποιον αποκαλούσε
«Πεφιλημένε μου Ιησού».
Τα χρόνια της κυλούσαν με πολλή προσευχή και υπομονή μέχρι να ξαναδεί τον αγαπημένο της Γέροντα, όπως και έγινε μετά την απελευθέρωση. Όταν την είδε εκείνος, «διάβασε» το λογισμό της και τής είπε: «Αυτό πού έχεις στο νου σου, θέλει πολύ υπομονή». Και όταν εκείνη κατέθεσε την επιθυμία της για αφιέρωση ό Γέροντας τής σύστησε: «Μάνα Αθηνά, εσύ όπως βαδίζεις βάδιζε, μη νομίσεις ότι το ράσο και το άγιο σχήμα σώζουν τον άνθρωπο. Όχι, πρώτον είναι τα έργα τα καλά τού Θεού, ή ταπείνωση, ή υπακοή, ή αγάπη, ή ελεημοσύνη...».
Κάποια φορά τον ρώτησε τί πρέπει να ετοιμάσει και εκείνος τής έδωσε εντολή να ράψη τα ρούχα της τα όποια ό ίδιος τα φύλαξε στο Ιερό. Πέρασαν από τότε τρία χρόνια και ή Αθηνά άρχισε να ανησυχεί. Εκείνος για να την καθησυχάσει τής είπε: «Μάνα Αθηνά, όταν κάνεις βάπτιση ενός παιδιού, πρέπει να έχεις απαραίτητα την συγκατάθεση του αναδόχου. Ό ανάδοχος, ό νονός των Μοναχών είναι ό Τίμιος Πρόδρομος. Από εκείνον περιμένω την συγκατάθεση για να σε κείρω μοναχή!!!».
Κάποιο φορά πού ό Γέροντας ξεκουραζόταν στο σπιτάκι στο Λειβαδερό είδε σε όραμα τον Τίμιο Πρόδρομο. Αμέσως το κοινοποίησε στα πνευματικά του παιδιά και ζήτησε να ειδοποιήσουν την Αθηνά να ανέβη στη Σίψα.
Μικρόσχημη μοναχή την έκανε ό Γέροντας στις 12 Σεπτεμβρίου. Ή Γερόντισσα Άργυρώ φίλη της Αθηνάς και νύν Γεροντίσσης Άννας διηγήθηκε ότι είδε τον Πρόδρομο χαρούμενο στην εικόνα να χτυπά τα φτερά Του! Μετά 6 μήνες, την Κυριακή της Ορθοδοξίας την έκειρε και Μεγαλόσχημη.
Τον Αύγουστο του 1959 την κάλεσε κοντά του και της ανακοίνωσε την επερχόμενη κοίμησή του (4 Νοεμβρίου 1959). «Εγώ θα φύγω, θα σε περιμένω όμως και θα εύχομαι για σένα. Έδώ θα γίνει μεγάλο μοναστήρι και έδώ κάποτε θα μήνης.»
Τον Οκτώβριο την κάλεσε ξανά και της έδωσε την ύστατη νουθεσία: «Σου παρήγγειλα να έλθεις, γιατί θα φύγω, εδώ πού βρίσκομαι είμαι με άδεια... θα υποφέρεις, να φέρεσαι όμως καλά στον κόσμο, θα σε κλέψουν, θα σε συκοφαντήσουν, θα σε κατηγορήσουν και πολλά άλλα θα πάθεις. Όχι, όχι, δεν θα φταις εσύ, αυτά πρέπει να γίνουν για να άνοιξη ή είσοδος....
Ό μοναχός πού ζει στην πόλη πρέπει να τα ακούσει αυτά, διά να σωθεί... Δεν θα ζητήσεις τον λόγο από κανένα, μόνο θα κάνης προσευχή διηγήθηκε' αυτούς και αγρυπνία, να τους συγχωρέσει ό Θεός... Τώρα να φύγεις, να πάς στην ευχή του Θεού. Θα έλθεις όταν λάβεις τηλέγραφο- τότε θα έλθεις». Σε 13 ημέρες, στις 4 Νοεμβρίου πήρε τηλεγράφημα για την κοίμηση τού Οσίου Γέροντος.
Όταν το μοναστήρι τού Γέροντος αναγνωρίστηκε από την Εκκλησία και έγκατεβίωσε σ' αυτό Γυναικεία Αδελφότης, ή Γερόντισσα Άννας εγκατέλειψε το σπίτι και την οικογένεια τής κόρης της στη Θεσσαλονίκη και χαρούμενη συγκατελέγη στην Αδελφότητα και πλησίον τού τόπου αναπαύσεως τού Γέροντος της.
ΩΣ μοναχή αγαπήθηκε πολύ από τις συνασκήτριές της και αυτό γιατί ήταν άνθρωπος τής διακονίας και τής υπομονής. Ήταν φίλεργη. Αν και έφθασε στο μοναστήρι στα 77 της χρόνια, σκούπιζε ακούραστα τις αυλές, μάζευε και τακτοποιούσε ξύλα για τις θερμάστρες και προσέφερε πολλές βοηθητικές διακονίες και πάντοτε χωρίς να διακόπτη την ευχή. Όταν έπεσαν οι δυνάμεις της, ετοίμαζε πλεκτά και άλλα εργόχειρα για την έκθεση. Είχε πάρει σαν διακόνημα την προσευχή για όσους ζητούσαν προσευχή και πνευματική συμπαράσταση από το μοναστήρι. Για την προσευχή ήταν πάντα έτοιμη και μάλιστα με δάκρυα πάντοτε σταύρωνε όσους τής το ζητούσαν.
Όταν την ρωτούσαν οι αδελφές για τα δάκρυα, εκείνη απαντούσε με ταπείνωση: «Αν δεν πονά ή καρδιά, τα μάτια δεν τρέχουν...» το οποίο σήμαινε ότι εκτός από την καθαρά προσευχή είχε αποκτήσει πλάι στο χάρισμα των δακρύων και το χάρισμα τού συμπάσχει.
Υπήρξε πρότυπο υπακοής στη Γερόντισσα και μάλιστα χωρίς δευτερολογία ή αντιλογία. Έλεγε: «Γερόντισσα σημαίνει Άγγελος. Αυτήν να υπακούσουμε. Ποτέ να μην την λυπούμε, γιατί θα δώσει απολογία για τις ψυχές μας.»
Διακρίθηκε για την βαθειά ταπείνωση και την ανεξικακία της.
Ή προσευχή της είχε πάντοτε θαυμαστά αποτελέσματα. Το Νοέμβριο τού 1973 πού ή Ηγουμένη χειρουργήθηκε στην καρδιά της, εκείνη προσευχήθηκε με θέρμη ένδακρυς στον τάφο τού Γέροντα απέκτησε' όπου άκουσε την φωνή του να τής λέγει: «Μην φοβάσαι, θα γίνει καλά!».
Άλλη φορά κάποιοι εμπόδιζαν να φθάση το νερό στο μοναστήρι, κάνοντας μάλιστα φασαρίες.
Εκείνη ατάραχη ζήτησε τα ονόματα τους για προσευχή και φυσικά ή προσπάθειά της αυτή έφερε το επιθυμητό αποτέλεσμα...
Συνήθιζε δε εκτός από τα απειράριθμα κομποσκοίνια πού έκανε να ψάλλει και 10 Παρακλήσεις ημερησίως σε διαφόρους Αγίους.
Τις παραμονές τής κοιμήσεως της βρισκόταν σε κατάσταση δοξολογίας. Ευχαριστούσε συνεχώς το Θεό για τα πάντα. Το κομποσκοίνια δεν έλειψε καθόλου από τα χέρια της. Είπε μάλιστα στις αδελφές και το έξης: τής παρουσιάστηκε ένας δαίμονας με κέρατα και μεγάλα δόντια και τής φώναξε: «Παλιόγρια, αυτό πού φοράς (δηλ. το κομποσκοίνια), δεν με αφήνει να σε σκοτώσω». Για αυτό και έδωσε εντολή στις αδελφές: «Πάντα να το φοράτε στα χέρια σας το κομποσκοίνια.»
Συμβουλές έδωσε και στην κόρη της Καλλιόπη και βεβαίωσε απαντάς ότι θα εύχεται για αυτούς. Το πρωί της 12ης Ιανουαρίου 1981 είπε στις αδελφές: «Το απόγευμα θα κάνω εσπερινό με το Γέροντα».
Ζήτησε μάλιστα από μία αδελφή να τής διαβάσει την Παράκληση τής Παναγίας γιατί δεν είχε πλέον δυνάμεις. "Όμως τα 800 ονόματα πού είχε γραμμένα και σε κατηγορίες (χήρες, ορφανά, στρατιώτες, μέθυσοι, ασθενείς, δαιμονιζόμενοι κ.τ.λ.) ανασηκώθηκε λίγο και με υπομονή τα διάβασε μόνη της.
Ήρεμη, με την ευχή τού Χριστού στα χείλη της, παρέδωσε το πνεύμα στις 2 παρά τέταρτο το μεσημέρι εις ηλικία 88 ετών.
Το λείψανο της παρουσίασε σημεία άγιότητος και παρέμεινε ζεστό και ευλύγιστο μέχρι τον τάφο.
Στο μοναστήρι πού διακόνησε άφησε αγαθή μνήμη ως και την αυθεντική της μαρτυρία περί τού Γέροντος Γεωργίου ως ή μόνη μοναχή ή λαβούσα το σχήμα από αυτόν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου