ΖΩΝΤΑΝΕΣ ΔΙΗΓΗΣΕΙΣ ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΣΤΑΡΕΤΣ ΒΑΡΣΑΝΟΥΦΙΟΥ. 10
Σε ένα μοναστήρι ήταν ένας μοναχός από την Ουκρανία, ό π. Ποιμήν. Άνθρωπος μορφωμένος, γύρω στα 70. Σαν διακόνημα είχε την μέριμνα να κόβει καυσόξυλα, να μεταφέρει νερό και να ανάβει την φωτιά στο μαγειρείο. Ό μάγειρας της μονής ήταν άνθρωπος πολύ θυμώδης. Όταν θύμωνε, άρπαζε ότι ετύχαινε να βρει μπροστά του: μασιά, σκούπα... και ξέσπαγε στον π. Ποιμένα, χωρίς ποτέ ό ίδιος να του έχει φταίξει σε κάτι. Ποτέ δεν τον είδε κανείς να θυμώνει εναντίον του, ούτε να του γυρίζει πίσω κουβέντα, όταν εκείνος (ό μάγειρας) τον «έλουζε». Μερικοί πατέρες του έλεγαν: «Καλά πάτερ, με τόσο ξύλο πού τρως, δεν πονάς;» Και εκείνος, με ένα πλατύ χαμόγελο πού φώτιζε τον πρόσωπο του, απαντούσε: «Πάει καλά, πού τις άρπαξα στην πλάτη- και όχι σε κάποιο άλλο σημείο πιο ευαίσθητο!»
Κάποτε ένας ιερομόναχος, ενώ προσευχόταν στο κελί του, αποκοιμήθηκε και είδε τον έξης όνειρο. Βρισκόταν σε ένα τεράστιο κήπο γεμάτο με ασυνήθιστα πανέμορφα δένδρα, κατάφορτα από ευωδέστατα φρούτα. Απορούσε, ποιου άραγε να ήταν ό θαυμάσιος αυτός κήπος. Και ξαφνικά βλέπει να έρχεται προς τον μέρος του ό π. Ποιμήν.
- Πώς βρέθηκες εδώ, πάτερ; τον ρώτησε.
- Ά, του λέει εκείνος, αυτό είναι τον εξοχικό μου. Κάθε φορά πού δοκιμάζω στενοχώριες έρχομαι εδώ και παρηγοριέμαι
- Σε παρακαλώ, του λέει, μπορώ να έχω έστω και μόνο ένα από αυτά τα ευωδέστατα φρούτα του παραδείσου;
- Δώσε μου τον ράσο σου!
Και του τον γέμισε.
Εκείνη την στιγμή ό ιερομόναχος βλέπει να πλησιάζει προς τον μέρος του, ό μακαρίτης ιερέας πατέρας του. Και μέσα σε ένα ξεχείλισμα χαράς έτρεξε και τον αγκάλιασε φωνάζοντας: Πατέρα, πατέρα! Είσαι και εσύ εδώ; Την ιδία στιγμή χύθηκαν από τον ράσο του όλα τα φρούτα- και αμέσως ξύπνησε. Άγριες φωνές τον έφεραν στο παράθυρο του κελιού.
Ακούστηκε ή φωνή του μαγείρου: «Ρε παλιάνθρωπε, πάλι λίγο νερό έφερες; Όλες οι βρύσες γεμάτες ήταν! Δεν σταμάτησες, ούτε καν να ιδείς, ρε γουρούνι;» Και ξεστομίζοντας κατάρες, ό μάγειρας, πήρε την μασιά και με όλη του την δύναμη χτυπούσε τον π. Ποιμένα. Ό Ιερομόναχος έτρεξε να τον γλυτώσει. Αφού κατάφερε και τον απέσπασε από τα χέρια του τον πήρε κατά μέρος και τον ερώτησε:
- Πάτερ Ποιμήν, πού ήσουν πριν από λίγο;
- Εδώ στην κουζίνα. Είχα αποκοιμηθεί. Και επειδή ξέχασα να φέρω αρκετό νερό, έγινα αφορμή να οργιστεί ό μάγειρας εναντίον μου.
- Όχι πάτερ, δεν είναι έτσι. Μην μου κρύβεις την αλήθεια. Είπε μου, που πράγματι βρισκόσουν, πριν σε φωνάξει ό μάγειρας;
- Καλά, δεν ξέρεις; Εκεί πού ήσουν και εσύ! Ό Κύριος από την μεγάλη Του ευσπλαχνία μου χάρισε εκείνον τον τόπο όπου αξιώθηκες να βρεθείς και εσύ.
- Και τί θα συνέβαινε, πάτερ, αν δεν μου
έπεφταν τα μήλα από τον ράσο;
- Θα τα είχες βέβαια τώρα μαζί σου αλλά εγώ θα είχα φύγει πια από τον μοναστήρι!
Δεν πέρασε πολύς καιρός μετά από αυτό τον περιστατικό, και ό π. Ποιμήν μετακόμισε οριστικά πια στον τόπο τής αναπαύσεως του, στο «εξοχικό» πού του είχε ετοιμάσει ό Κύριος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου