ΖΩΝΤΑΝΕΣ ΔΙΗΓΗΣΕΙΣ ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΣΤΑΡΕΤΣ ΒΑΡΣΑΝΟΥΦΙΟΥ. 11
Στις 22 Φεβρουαρίου 1901 ή Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ρωσίας είχε αφορίσει τον περίφημο λογοτέχνη κόμητα Λέοντα Τολστόι για τις αιρετικές - βλάσφημες δοξασίες του.
Στις 28 Οκτωβρίου 1910 προς τον απόγευμα ό Λ. Τολστόι κατέφθασε στον ξενώνα της μονής της Όπτινα. Στον χρονικό της Σκήτης αναγράφεται σχετικά τον έξης:
Ό μεγάλος λογοτέχνης κόμης Λέων Τολστόι έφτασε στον μοναστήρι της Οπτινα. Κατά την παραμονή του στον ξενώνα ερώτησε τον άρχοντάρη π. Μιχαήλ, εάν ή επίσκεψη ενός «αφορισμένου» αποτελούσε πρόβλημα για την αδελφότητα. Έχω έρθει, είπε, με σκοπό να κουβεντιάσω με τούς γέροντές σας. Αύριο αναχωρώ για τον Σαμορντίνο.
Τον απόγευμα επισκέφτηκε τον αρχονταρίκι. Τον ενδιαφέρον του για τον μοναστήρι και τούς αδελφούς ήταν φανερό. Ιδιαίτερα ενδιαφέρθηκε για την υγεία του π. Ιωσήφ και ρώτησε αν δεχόταν επισκέψεις. Την επομένη βγήκε δύο φορές για περίπατο. Τον είδαν να κατευθύνεται προς την Σκήτη. Μα ούτε στην Σκήτη μπήκε ούτε τούς γέροντες είδε. Στις 3 τον απόγευμα αναχώρησε για το Σαμορντίνο. Ό προεστώς αμέσως ενημέρωσε τον επιχώριο επίσκοπο της Καλούγας.
Για την επίσκεψη του στον γυναικείο μοναστήρι του Σαμορντίνο έχομε τις έξης πληροφορίες:
Συναντήθηκε με την αδελφή του, μοναχή Μαρία. Στην επικοινωνία του μαζί της ό Τολστόι εκμυστηρεύτηκε τον πόθο της ψυχής του, να ενδυθεί τον ταπεινό ράσο του μονάχου και να μείνει μια για πάντα στην Όπτινα με την προϋπόθεση να μην τον «ζορίζουν» με τις ακολουθίες. Ή αδελφή του τον ενημέρωσε, πώς πρώτα θα πρέπει να αποβάλει τις διδασκαλίες του, γιατί οι γέροντες δεν θα του τον επιτρέψουν ποτέ να κάνει έργο διδασκαλίας, ούτε σε πατέρες, ούτε σε προσκυνητές. Εκείνος της είπε πώς εδώ θα έρθει για να καταταχθεί στην τάξη του μαθητή και όχι του δασκάλου.
Για τον Σαμορντίνο είπε καλά λόγια. Μάλιστα εξέφρασε την επιθυμία ότι δεν θα τον ενοχλούσε να κλεινόταν για την υπόλοιπη ζωή του μέσα σε ένα κελί προετοιμαζόμενος για τον θάνατο. Την επομένη ημέρα είχε προγραμματίσει να επισκεφθεί τους γέροντες. Δεν πρόλαβε. Εντελώς απροσδόκητα, ήρθε ή κόρη του και τον πήρε μαζί της!
Όταν φτάσανε στον σιδηροδρομικό σταθμό στον Άστάποβο, ό Τολστόι αρρώστησε βαρειά. Ή Ιερά Σύνοδος, έχοντας υπόψη της την επιθυμία του κόμητα για συζήτηση με τους γέροντες της Όπτινα, αρχικά εξουσιοδότησε τον π. Ιωσήφ να τον επισκεφθεί. Επειδή όμως, λόγω υγείας ό π. Ιωσήφ δεν ήταν σε θέση να ταξιδέψει, εστάλη ό π. Βαρσανούφιος. Μόλις αναχώρησε ό π. Βαρσανούφιος, ό π. Ιωσήφ έστειλε τηλεγράφημα στον διευθυντή τού σιδηροδρομικού σταθμού, θέλοντας να μάθει περισσότερες πληροφορίες για τον κόμητα Τολστόι. Ή απάντηση πού έλαβε ήταν κατηγορηματική: Ό κόμης δεν δέχεται καμία επίσκεψη, από κανένα.
Ενδιαφέρον τω μεταξύ ό π. Βαρσανούφιος φθάνοντας . στον Άστάποβο με τον νοσοκόμο της μονής π. Παντελεήμονα (μετέπειτα ιερομάρτυρα) έλαβε μήνυμα από την Αλεξάνδρα Λβόβνα - κόρη τού Τολστόι, πώς ό πατέρας της δεν δέχεται επισκέψεις. Ό π. Βαρσανούφιος της έγραψε επιστολή με την παράκληση να τού επιτραπεί να ιδεί τον ετοιμοθάνατο. Ή Αλεξάνδρα αρνήθηκε. Ή επιθυμία τού πατέρα της, έλεγε, ήταν γι' αυτήν υπόθεση ιερή. Ό π. Βαρσανούφιος της απάντησε:
- Ευχαριστώ την εξοχότητα σας για την επιστολή. Σέβομαι την τοποθέτησή σας, ότι ή επιθυμία τού πατέρα σας κατέχει την πρώτη θέση στην ζωή σας και ολόκληρης της οικογένειας. Σας πληροφορώ όμως, πώς ό ίδιος ό κόμης εξέφρασε στην αδελφή του, θεία σας μοναχή Μαρία, την επιθυμία, να μας ιδεί και να συζητήσωμε αλλά για κάποιο λόγο ή επιθυμία του αυτή δεν πραγματοποιήθηκε τότε.
Ή Αλεξάνδρα τελικά αποδείχθηκε ανένδοτη. Ό π. Βαρσανούφιος στον τηλεγράφημά του προς τον επίσκοπο Καλούγας Βενιαμίν έγραφε: Ό κόμης Λέων Τολστόι έκοιμήθη σήμερα 7 Νοεμβρίου στις 6 τον πρωί. Απέθανε αμετανόητος. Δεν με κάλεσαν ούτε στην κηδεία. Επιθυμία του ήταν να μεταφερθεί ή σορός του στην Γιάσναγια Πολιάνα και να ταφή χωρίς καμία εκκλησιαστική τελετή στον κήπο τού κτήματός του.
Με βαρειά καρδιά, έλεγε στην συνέχεια ό π. Βαρσανούφιος, επέστρεψα στην Όπτινα, με τον πικρό παράπονο, ότι χάθηκε μια ψυχή μέσα απόγευμα τα χέρια μου! Αχ, και να τον ήξερα. Έφτασε μέχρι την πόρτα μας και κανείς δεν βρέθηκε να τον σπρώξει να μπει μέσα!
Έτσι, οι συγγενείς του στάθηκαν εμπόδιο στον να σβήσει μια για πάντα «ό Τολστοϊσμός», ή θρησκεία χωρίς Θεό!
Αυτό ήταν, δυστυχώς, τον πικρό τέλος του μεγάλου λογοτέχνη κόμητα Λέοντος Τολστόι.
Κάπως διαφορετική ήταν ή τύχη του αδελφού του Σεργίου.
Σε όλη του την ζωή ό Σέργιος ήταν κάτω απόγευμα την επιρροή του Λέοντος, ό όποιος ασκούσε φοβερή γοητεία επάνω του. Φαίνεται όμως, πώς ό Σέργιος είχε ξεπεράσει τον αδελφό του στην αθεΐα και στην ασέβεια.
Όταν ό Σέργιος έπεσε στον κρεβάτι βαρειά άρρωστος, ζήτησε να ειδοποιήσουν τα αδέλφια του: την μοναχή Μαρία του Σαμορντίνο και τον Λέοντα πού τότε βρισκόταν στην Γιάσναγια Πολιάνα.
Λίγο πριν πεθάνει, μέσα στην ψυχή του συντελείτο μία «αλλοίωση». Κάποια στιγμή γύρισε στον αδελφότητα του και του είπε:
-Αδελφέ, τί λες, να μεταλάβω;
-Καλά θα έκανες. Όσο πιο γρήγορα, τόσο πιο καλά. Ήταν ή απάντηση, πού έδωκε ό Λέων.
Ό ίδιος ό Λέων έδωσε εντολή να φωνάξουν τον ιερέα της ενορίας. Μόλις ξομολογηθεί και κοινώνησε των Αχράντων Μυστηρίων, ό Σέργιος παρέδωσε εν ειρήνη την ψυχή του.
Ό Λέων, όταν άκουσε την αδελφή του να λέει ότι χάρηκε πού ό αδελφός της κοινώνησε, γιατί έτσι τουλάχιστο δεν θα είχαν να αντιμετωπίσουν τις γκρίνιες των ιερέων, οργίστηκε και της έβαλε τις φωνές:
- Μόνο αυτό σε ενδιαφέρει; Δεν έχεις ακόμη καταλάβει τί σημαίνει θεία κοινωνία και εξομολόγηση;
Στην κηδεία του αδελφού του δεν παραβρέθηκε, γιατί σε αφορισμένο δεν επέτρεπαν την είσοδο στην εκκλησία. Και έτσι έφυγε αμέσως για τον σπίτι του.
Ή μοναχή Μαρία, όταν γύρισε στον μοναστήρι της, στον Σαμορντίνο, είδε στον ύπνο της κάτι πού κυριολεκτικά την συγκλόνισε:
«Είδα, διηγείται, τον αδελφό μου Λέοντα, να κάθεται ακουμπισμένος στον γραφείο του. Στον πρόσωπο του ήταν ζωγραφισμένη ή απελπισία. Τον υπόλοιπο δωμάτιο, εκτός απόγευμα τον γραφείο επάνω στον όποιο ήταν τοποθετημένη μία λάμπα, ήταν όλο βυθισμένο στον σκοτάδι. Τον σκοτάδι ήταν τόσο πυκνό πού νόμιζε κανείς ότι είχε υλοποιηθεί. Και να! Ξαφνικά, βλέπω τον ταβάνι να ανοίγει, και απόγευμα ψηλά ένα εκτυφλωτικό φως να διοχετεύεται σε όλο τον δωμάτιο. Μέσα σ' αυτό τον άκτιστο φως, ό Κύριος Ιησούς Χριστός, με την ίδια μορφή πού Τον βλέπομε στην εικόνα τού άγιου μάρτυρος Λαυρεντίου τού αρχιδιακόνου Ρώμης. Τα πανάχραντα χέρια Του απλώνονταν προς τον μέρος τού Λέοντος, σαν να ήθελε να πάρει κάτι απόγευμα τα χέρια τού δημίου. Τον απερίγραπτο αυτό φως όλο και χυνόταν επάνω στον Λέοντα, μα εκείνος έδειχνε πώς δεν είχε αντιληφθεί την παρουσία του. Εγώ τότε φώναξα:
-Λέων! Λέων, κοίταξε προς τα επάνω!
Ξαφνικά απόγευμα πίσω του είδα με φρίκη να ξεχωρίζει ή σιλουέτα μιας φιγούρας απόγευμα τον φόβο μου άρχισα να τρέμω ολόκληρη. Ή φιγούρα αύτη άπλωσε τα χέρια της και κάλυψε τα μάτια του Λέοντος για να μη βλέπει τον θαυμαστό εκείνο φως. Εκείνος προσπαθούσε απελπισμένα και μάταια, να απομακρύνει τα ξένα χέρια απόγευμα τα μάτια του...
Σ' αυτό τον σημείο ξύπνησα. Και μόλις πού άνοιξα τα μάτια μου άκουσα μία φωνή πού έλεγε:
«Φως Χριστού φαίνει πάσι».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου