Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου
Δευτέρα 6 Οκτωβρίου 2014
Ο ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΤΙΜΟΘΕΟΣ ΤΖΑΝΝΗΣ Ο ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΣ.Η ΜΕΓΑΛΗ ΑΠΟΦΑΣΗ.
Ή μεγάλη απόφασης
Για εκείνον, που δέχτηκε το «αγκάλιασμα» της Θείας Χάριτος,
ή μεγάλη απόφασης της ολοκληρωτικής αφιερώσεως στον Θεό, ή εγκατάλειψης κι
άποταγη πάντων των του κόσμου τερπνών, δεν είναι μια θυσία, πού τον πονάει. Δεν
υπάρχει πια τίποτε, πού να τού δίδη χαρά κι ευτυχία ή Αγάπη τού Θεού μόνο.
Ή μεγάλη απόφασης τού μελλοντικού πατρός Τιμοθέου,
ξεσήκωσε και μεγάλη θύελλα αντιδράσεων ολόγυρά του αντιδράσεων, πού τον
έθλιψαν, τον πόνεσαν, τον απογοήτευσαν, γιατί ακριβώς ήθελαν να τον έ μποδίσουν
απ' αυτό, πού γι' αυτόν ήταν πια ή μόνη επιθυμία, ή μόνη χαρά του. Ήθελε να
γίνει ιερέας, για να αφιερωθεί μόνο στη δούλεψη τού Χριστού, το ποθούσε με όλη την
δύναμη της υπάρξεως του. Και να, που όλοι, μια όλοι ξεσηκώθηκαν εναντίον του και
προσπαθούσαν να τον αποτρέψουν.
Κι αυτή ακόμα, ή τόσο συνετή, αφοσιωμένη και σωφρονέστατη
σύζυγός του, δεν θέλησε με κανένα τρόπο να δεχτή να ίερωθή ό σύζυγός της! Είναι
| αλήθεια βέβαια, ότι την εποχή εκείνη ό αγρονόμος είχε μέσα στην κοινωνία μεγαλύτερη, τρόπον τινά, «αξία» απ' ότι ένας
παπάς. Είχε πιο περίοπτη θέση, κι οπωσδήποτε καλύτερη οικονομική κατάσταση.
Αργότερα βέβαια, μετανόησε για την πρώτη αντίδραση της, και μάλιστα δέχτηκε να ζουν
ζωή αγνή κι εγκρατή, μαζί με τον ιερέα πια σύζυγό της. Στην αρχή όμως, πριν γίνει ιερέας, αντιμετώπισε τόσο μεγάλο πόλεμο,
πού κλονίστηκε: μήπως πράγματι δεν είχε το
δικαίωμα να πίεση την σύζυγό του να γίνει παπαδιά,
χωρίς την θέλησή της; Βρέθηκε σέ φοβερό αδιέξοδο.
Τί να έκανε; κι όμως την φλόγα, πού 'χε ανάψει μέσα του, δεν μπορούσε να σβήσει
με τίποτα.
Μέσα στην αγωνία του, στον πόνο του έθεσε την υπόθεση
στα χέρια του Θεού. Προσευχόταν θερμά, πύρινα, με πόνο και δάκρυα και παρεκάλεσε
τον Κύριό του: «Κύριε, αν είναι όντως θέλημά Σου, να γίνω ιερέας, τότε δείξε
μου σημείο φανερό». Το ίδιο βράδυ, βλέπει όραμα, ότι βρισκόταν στον Άγιο Μηνά, το
Μητροπολιτικό ναό της Αρχιεπισκοπής Κρήτης, όπου λειτουργούσε κάποιος άγνωστος,
νέος στην ηλικία Δεσπότης. Ήταν ξανθό υψηλός με γαλανά μάτια και γενάκι
χωρισμένο στα δύο. Κάποια στιγμή τον κάλεσε: «Κωνσταντίνε, πες τά πληρωτικά». -
«Μα, Δέσποτα, πώς να| πω τά πληρωτικά; δεν είμαι ούτε διάκονος, ούτε ιερέας». Ό
Δεσπότης χαμογέλασε και έκανε νεύμα στο διάκο του. Ό διάκονος ήρθε από τη
νοτικη διακονική θύρα, πήρε από το χέρι τον Κωνσταντίνο και τον πήγε στο
Δεσπότη, ό όποιος τον χειροτόνησε. Είπε έπειτα τά «πληρωτικά». Συνέχισε
κανονικά, και στη Θεία Λειτουργία, όταν ήρθε ή ώρα να τού δώση τά Άγια να τά βγάλει
έξω, ξύπνησε. Άρχισε να σκέφτεται το όραμά του και να 'χη λογισμούς αμφιβολίας, μήπως και δεν
ήταν από το Θεό και πλανηθεί. Τότε είπε: «Θεέ μου, κι αν πράγματι αυτό το
όνειρο ήταν δική Σου απάντηση, κάνε Σέ παρακαλώ να συνεχιστή ή Λειτουργία απ' εκεί,
πού έμεινε στο προηγούμενο όραμα μέχρι να τελείωση». Αφού προσευχήθηκε πολλή
ώρα αποκοιμήθηκε και πράγματι είδε να συνεχίζεται ή Λειτουργία απ' εκεί, που
'χε διακοπεί, έως τέλους. Κατάλαβε τότε, ότι ήταν όντως θέλημα Θεού να ίερωθή.
Αμέσως την επομένη κιόλας ημέρα, αψηφώντας απειλές
κι αντιδράσεις έφυγε για την Τήνο και γράφτηκε σέ σχολή ταχύρρυθμου εκπαιδεύσεως
κληρικών. Δίνει την παραίτηση του από αγρονόμος. Οι ταπεινώσεις και εξευτελισμοί
τον περιλούζουν από παντού. Συγγενείς και φίλοι, γνωστοί και συνάδελφοι, όλοι τον
έβλεπαν με οίκτο, με περιφρόνηση, σαν να ήταν τρελός και παράφρων! «Τρελάθηκε ό
Τζαννής - έλεγαν - γιατί παραιτήθηκε»; Έφτασε στο σημείο γνωστός του, πού τον
συνάντησε στο δρόμο να τού πει: «Φτού σου, μωρέ, πώς κατάντησες»! Κάποιος
συγγενής της σύζυγο του, όταν την είδε της είπε: «Έ, ανιψιά, ή έμαθα πώς ό
άντρας σου, ό Κωστής
έγινε παπάς.
Όπου τεμπέλης και καλοφαγάς γίνεται παπάς- έ, ανιψιά»; Δεν πέρασε, βέβαια, και
πολύς καιρός κι ό ίδιος εκείνος συγγενής, όταν την ξανασυνάντησε, της είπε: «Έμαθα,
μπρέ ανιψιά, πώς ό παπάς σου, είναι ο καλύτερος παπάς τσής χώρας....»
Προς τό παρόν όμως, ό μέλλων ίερεύς είναι ό στόχος
πάντων. Ή σύζυγός του δεν τού μιλούσε, οι δικοί της, μα κι οι δικοί του ήταν «πυρ
και μανία», όλοι εναντίον του έκτος από τον παπά-Μανώλη, πού μετά από ένα αποκαλυπτικό
όραμα, πού είδε, τον στήριξε.
Όλα όμως τά σήκωσε με ταπείνωση, με πραότητα, με υπομονή
και καρτερία άφταστη. Όχι μόνο πέταξε από πάνω του κάθε κοσμική δόξα κι αξία,
πού 'χε αποκτήσει μέχρι τότε, αλλά σήκωσε και τον βαρύ σταυρό τών εξευτελισμών,
χωρίς γογγυσμό και παράπονο, για την Αγάπη τού Χριστού.
Έτσι δοκιμασμένος,
προσήλθε στο Άγιο Θυσιαστήριο.
Χειροτονήθηκε σέ διάκονο από τον Σεβασμιότατο
Αρχιεπίσκοπο Κρήτης, κυρό Ευγένιο, την Κυριακή της Τυρινής, 10 Μαρτίου τού
1968•καί το πρώτο Σάββατο τών Νηστειών 16 Μαρτίου 1968, πού εορτάζεται ή ανάμνησης
τού θαύματος τών Κολλύβων τού Αγίου Θεοδώρου τού Τήρωνος, χειροτονήθηκε σέ
πρεσβύτερο. Ό μεγάλος του πόθος έχει πια εκπληρωθεί.
Ό Σεβασμιότατος, εκτιμώντας τά πνευματικά του
προσόντα, αλλά και την μόρφωση του, πολύ σπάνια για κληρικό εκείνης της εποχής,
τουλάχιστον στο Ηράκλειο, τον τοποθέτησε αρχικά στα γραφεία της Αρχιεπισκοπής.
Ό πατήρ Κωνσταντίνος έμεινε λίγο καιρό «για την υπακοή». Μετά όμως ζήτησε την απαλλαγή
του από τά γραφεία. «Έγινα - είπε - παπάς, για να λειτουργώ, όχι για να κάθομαι
σέ γραφεία. Τά γραφεία τά 'χα και και τά εγκατέλειψα. Παρακαλώ να με βάλετε σέ
ενορία, οπουδήποτε».
Συγκινημένος
ό Σεβασμιότατος τον διορίζει στην ενορία της Αγίας Βαρβάρας Καμινίων Ηρακλείου.
Εκεί στη νεοσυσταθείσα τότε ενορία της Αγίας
Βαρβάρας - ό ναός ήταν ακόμη ημιτελής - πέρασε ό παπά-Κωστής, όπως τον φώναζαν
τώρα πια όλοι, μια από τις ωραιότερες και ειρηνικότερες περιόδους της ζωής του.
Σ' αυτό συν
έβαλλε τά μέγιστα ό προϊστάμενος της ενορίας πατήρ Εμμανουήλ Στρατάτης, αλλά κι
οι άλλοι συνεφημέριοί του, πού έβλεπαν με θαυμασμό το Γέροντα.
Ό παπά-Μανώλης είχε γνωρίσει τον Γέροντα, όταν ήταν
ακόμη λαϊκά υπό ανάρρωση, μετά το φοβερό ατύχημα του. Κι όχι μόνον είχε πολλές και
βαθιά πνευματικές συζητήσεις μαζί του, αλλά ό τότε Κωνσταντίνος τον είχε κάνει και
Πνευματικό του. Από τότε συνδέθηκαν μ' έναν βαθύ πνευματικό δεσμό, πού ούτε κι
ό θάνατος θα μπόρεση να διακόψει.
Ό παπά-Μανώλης, καθώς έλεγε, από λαϊκό θαύμαζε το Γέροντα,
για τη βαθιά του πνευματικότητα, τις πνευματικές εμπειρίες και τά θεία βιώματα
του, πού τού τά ομολογούσε, ώς Πνευματικού του. Όταν ξεσηκώθηκε ή λαίλαπα τών αντιδράσεων
γύρω απ' το Γέροντα, οι συγγενείς του προσπάθησαν να πείσουν τον παπά-Μανώλη να
τούς «βοηθήσει», να τον άποτρεψη κι αυτός από την Ίερωσύνη. Πίστευαν πώς ώς
Πνευματικός του, θα τον άκουγε, και τον πίεζαν πολύ. Ό παπά-Μανώλης βρέθηκε σέ
δύσκολη θέση, δεν ήξερε, τί να κάνη, ποιόν ν' άκούση; Τότε είδε κάποιο όραμα.
Όλη τη νύχτα έβλεπε το ίδιο όραμα: «Τον άνθρωπο μην τον εμπόδισης, μην αντιστρατευθείς..
.» μόλις λίγο έκλινε τά μάτια του, άκουγε: «Μην εμπόδισης μή σταθείς εσύ
εμπόδιο σ' έναν άνθρωπο, πού τον θέλω εγώ, πού είναι σκεύος εκλογής μου..»
Πειθαρχώντας τότε ό παπά-Μανώλης στη φωνή τού Θεού,
έγινε ό μόνος αλλά θερμός υποστηρικτής
του. Τον εμψύχωσε, τον ενθάρρυνε ν' αψηφήσει τά πάντα και να προχώρηση. Ή Αγάπη
κι ή εκτίμησης, πού έτρεφε ό παπά- Μανώλης για τον Γέροντα, ήδη από τότε,
φαίνεται κι από την απόκριση, πού έδωσε, όταν τον ρώτησαν, αν θα τον ήθελε
συνεφημέριο: «Ρωτάτε 'μένα για τέτοιο πράγμα; Για μένα θα 'ναι ή πιο μεγάλη ευλογία,
πού έχει: να μού δώση ό Θεός στην ιερατική μου ζωή»! Ό πατήρ Εμμανουήλ, παρ'
όλο πού ήταν μεγαλύτερος και στην ηλικία και στα πρεσβεία της Ιεροσύνης, αλλάζει
τούς ρόλους, κι από Πνευματικός γίνεται υποτακτικός τού παπά-Κωστή! Μόλις
διορίστηκε στην ενορία, τον έκανε Πνευματικό του!
Όπως έλεγε, τον έβλεπε μπροστά του άγιο, τον
σεβόταν, τον φοβόταν! φοβόταν την αγιότητα. Έλεγε: «Τόσο μικρός εγώ, κι εκείνος
τόσο μέγας και νά'μαστε μαζί, να συλλειτουργούμε!»
Όταν συλλειτουργούσανε, έβλεπε το πρόσωπο τού
Γέροντα λαμπρό, αλλοιωμένο κι αυτό
ηύξανε το φόβο, το δέος, την εύλάβειά του προς τον Γέροντα. «Στην εξομολόγηση
μου», έλεγε ό παπά-Μανώλης, «δεν είχα ανάγκη να πω πολλά, εκείνος τα βρίσκε,
μού το 'λεγε καθαρά, ξεκάθαρα..».
Ο ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΤΙΜΟΘΕΟΣ ΤΖΑΝΝΗΣ Ο ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΣ.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου