Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου
Κυριακή 20 Δεκεμβρίου 2015
Η ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΛΑΥΡΑΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟ ΕΥΣΕΒΙΟ ΓΙΑΝΝΑΚΑΚΗ.
ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ
ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΛΑΥΡΑΣ
ΑΠΟ
ΤΟΝ ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟ ΕΥΣΕΒΙΟ ΓΙΑΝΝΑΚΑΚΗ.
Δεκέμβριος
τού 1943.'
Η
Μονή της Άγιας Λαύρας ύφίστασταται βαρύ πλήγμα από τους Γερμανούς κατακτητές. Ο
π. Ευσέβιος
έζησε από πολύ κοντά την ωμότητα της πυρπολήσεως τού Μοναστηριού και της
εκτελέσεως των πατέρων. Γεγονότα δραματικά, πού αποτέλεσαν σταθμό όχι μόνο στην
ιστορία της Μονής αλλά και στην προσωπική του πορεία- σκηνές φρικτές, στιγμές
βαθιάς οδύνης, πού χαράχθηκαν ανεξίτηλα στην καρδιά του και στη μνήμη του.
Κάθε
χρόνο, στη θλιβερή αυτή επέτειο, χρέος ιερό τον έφερνε στη Μονή της Μετάνοιας
του, για να λάβει μέρος στη Θεία Λειτουργία και στο Μνημόσυνο των εκτελεσθέντων
πατέρων. Τέτοια μέρα ξαναζούσε τά γεγονότα εκείνα και με καταφανή συγκίνηση
μιλούσε γι’ αυτά. Ή αφήγηση πού άκολουθεί
είναι τά προσωπικά βιώματα τού π. Ευσεβίου από τις συγκλονιστικές εκείνες ώρες.
Την
Κυριακή 12 Δεκεμβρίου, ανέβηκαν οι Γερμανοί στην Αγία Λαύρα. Επισκέπτονταν
συχνά το Μοναστήρι, περιεργάζονταν τά κειμήλια, έπαιρναν το κέρασμα των μοναχών
και έφευγαν. Αυτή τη φορά όμως ή συμπεριφορά τους ήταν διαφορετική. Ό αρχηγός
τους και το επιτελείο του ανέβηκαν στο ηγουμενείο και ζήτησαν να δουν το
μοναχολόγιο. Οι στρατιώτες δεν πήγαν όπως άλλες φορές να δουν το Μοναστήρι,
αλλά έμειναν με τούς μοναχούς κάτω στο προαύλιο. Όπως φάνηκε εκ των υστέρων, περίμεναν
εντολή να τούς εκτελέσουν, και δεν θα γλύτωνε κανείς.
Ύστερα
από αρκετή ώρα ό αρχηγός τους, κάποιος Τένερ, κατέβηκε. Κάθισε λίγο πιο πέρα
από τον πλάτανο μόνος του επί δεκαπέντε περίπου λεπτά, με σκυμμένο το κεφάλι.
Προφανώς θα σκεπτόταν: «’Άν σκοτώσω πρώτα αυτούς έδώ πού έχω στα χέρια μου, θα
το μάθουν οι Καλαβρυτινοί και θα φύγουν». Σφύριξε λοιπόν και έφυγαν εις φάλαγγα
κατά δυάδες. Είχε ήδη καταστρώσει το εγκληματικό του σχέδιο- θα άρχιζαν από τά
Καλάβρυτα.
Εκείνο
το πρωί ό π. Ευσέβιος δεν ένιωσε κανένα φόβο, παρ’ ότι οι Γερμανοί δεν
απομακρύνθηκαν στιγμή από κοντά τους. Μάλιστα, φιλόξενος όπως ήταν, κρατούσε
ένα μεγάλο δίσκο και τούς προσέφερε ψωμί και τυρί, κι εκείνοι, πού γνώριζαν τί θα
ακολουθούσε, τον κοίταζαν περίεργα. Από τη στιγμή όμως πού έφυγαν οι Γερμανοί,
ένας αδιόρατος φόβος κυριάρχησε στην ψυχή του.
ΦΥΛΑΞ
ΤΩΝ ΚΕΙΜΗΛΙΩΝ
Τις
τελευταίες ή μέρες οι κατακτητές είχαν σκορπίσει τον όλεθρο στα γύρω χωριά. Οι
πατέρες, για κάθε ενδεχόμενο, είχαν ήδη αρχίσει να ασφαλίζουν ότι πολύτιμο
διέθετε ή Μονή.
Ό
π. Ευσέβιος, δραστήριος και επινοητικός, ήταν ένας από εκείνους πού
πρωτοστάτησαν στην προσπάθεια αυτή. Είχε τότε και το διακόνημα τού
«εκκλησιαστικού». Συγκέντρωσε τά καλύτερα ιερά σκεύη και πολλά από τά κειμήλια,
τά όποια τοποθέτησε σε μια κρύπτη τού ισογείου, πού στη συνέχεια την έκτισε από
μπροστά, όπως αναφέρει και ό π. Δωρόθεος Θεοδώνης στη μαρτυρία του .
Επίσης,
μαζί με τον π. Νεόφυτο έβαλαν τά καλύτερα ιερατικά άμφια, ράσα, κοντόρασα και
άλλα ρούχα σε κασέλες, τις όποιες έκρυψαν σ’ ένα λάκκο πού άνοιξαν στο
περιβόλι. Τον πολυτιμότερο θησαυρό της Μονής, τη θαυματόβρυτη Κάρα τού Αγίου
Αλεξίου -σύμφωνα και με τη μαρτυρία τού π. Δωροθέου- ό π. Ευσέβιος και ό π.
Άνθιμος την ανέβασαν επάνω στο τέμπλο, το όποιο ήταν αρκετά φαρδύ και μπορούσε
να χρησιμοποιηθεί ως κρύπτη. Το Λάβαρο της Επαναστάσεως, αφού το προστάτευσαν
ανάμεσα σε λαμαρίνες, το έκρυψαν στη σκεπή τού Ναού.
Με
πρόταση τού Πνευματικού της Μονής π. Βασιλείου, οι πατέρες άνοιξαν μια μεγάλη
γούβα στο υπόγειο κάτω από την αίθουσα των κειμηλίων. Την έκτισαν εσωτερικά
γύρω γύρω και έκρυψαν εκεί τά υπόλοιπα κειμήλια. Επίσης, φύλαξαν μέσα σε
μπαούλα πολύτιμα χειρόγραφα και όσα βιβλία μπόρεσαν.
Ο
ΚΙΝΔΥΝΟΣ ΠΛΗΣΙΑΖΕΙ
Την
επομένη, Δευτέρα 13 Δεκεμβρίου, είχε πέσει μια παράξενη καταχνιά προς τά
Καλάβρυτα. Ό π. Ευσέβιος ήταν πολύ ανήσυχος. Χωρίς να τού έχει πει κανείς
τίποτε, ένας δυνατός φόβος είχε καταλάβει τη σκέψη και την καρδιά του. Πήγε να
παρακολουθήσει τά ζώα, πού έβοσκαν σε μια πλαγιά. Ό νους του όμως ήταν κάτω
στην πόλη. «Τί να γίνεται άραγε στα Καλάβρυτα;» συλλογιζόταν με αγωνία.
Θα
ήταν δώδεκα και μισή το μεσημέρι, όταν ξαφνικά, στην ησυχία της υπαίθρου,
ακούει τά μυδραλιοβόλα να δουλεύουν επί πέντε ως δέκα περίπου λεπτά. Ή καρδιά
του σφίχτηκε περισσότερο. «Μεγάλο κακό γίνεται στα Καλάβρυτα» σκέφθηκε.
Εν
τω μεταξύ πήγαν εκεί και άλλοι πατέρες. Ατένιζαν προς την πόλη με ανησυχία. Ό
ορίζοντας ατό βάθος ήταν κόκκινος. Σε λίγο άκουσαν μεμονωμένους πυροβολισμούς.
«Θα είναι χαριστικές βολές» είπε ό π. Ευσέβιος, πού ήξερε από τον πόλεμο της
Αλβανίας. Δύο αρχιμανδρίτες της Λαύρας, ό π. Παρθένιος και ό π. Δωρόθεος,
καθηγητές θεολόγοι στο Γυμνάσιο των Καλαβρύτων, είχαν καταφύγει στην πόλη από
το βράδυ. Μαζί τους ήταν και ό δόκιμος Κωνσταντίνος Αντωνόπουλος, φοιτητής
θεολογίας. Ή ώρα όμως περνούσε και κανένας δεν είχε επιστρέψει.
Οι
Γερμανοί είχαν απαγορεύσει αυστηρά την είσοδο και την έξοδο από τά Καλάβρυτα,
και έτσι οι πατέρες δεν μπόρεσαν να μάθουν τί ακριβώς έγινε εκεί.
Στο
Μοναστήρι επικρατούσε φαινομενικά ησυχία, όμως όλοι είχαν το φόβο ότι θα
έρχονταν ξανά οι Γερμανοί, με κακό σκοπό. Πολλοί σκέπτονταν να φύγουν. Μάλιστα,
ό π. Αγαθάγγελος είχε ετοιμάσει ένα μίγμα από καρύδια και σταφίδες και μοίραζε
σε όσους ήθελαν, για να το πάρουν μαζί τους.
ΣΩΤΗΡΙΑ
ΠΡΩΤΟΒΟΥΛΙΑ
Το
βράδυ αποφασίστηκε να εξομολογηθούν όλοι οι πατέρες και την επομένη να γίνει
Θεία Λειτουργία, για να κοινωνήσουν. Ό ηγούμενος και αρκετοί μοναχοί
διανυκτέρευσαν στο βουνό, και το πρωί επέστρεψαν στο Μοναστήρι για τη Θεία Λειτουργία.
Ξημέρωνε
ή 14η Δεκεμβρίου, ημέρα Τρίτη, ιστορική για την Ιερά Μονή της Αγίας Λαύρας. Ό
π. Ευσέβιος έπρεπε κανονικά να σημάνει για την Ακολουθία στις τεσσερισήμισι.
Είχε όμως μια πολύ κακή προαίσθηση.
«Έβλεπα
μπροστά μου τούς Γερμανούς να δρουν» έλεγε ό ίδιος αργότερα. Με δική του,
λοιπόν, πρωτοβουλία σήμανε στις τρεις και τέταρτο. Εντούτοις, ούτε ό ηγούμενος
ούτε κανείς άλλος τού έκανε παρατήρηση.
Αν ο π. Ευσέβιος δεν κτυπούσε μία
ώρα και πλέον ενωρίτερα, οι Γερμανοί θα τούς έπιαναν όλους μέσα στο Ναό και ή
Αγία Λαύρα θα αφανιζόταν. Αλλά «όλα τά κατευθύνει ή Αγάπη τού Θεού», όπως έλεγε
ό ταπεινός Γέροντας, αναφερόμενος σ’ εκείνο το γεγονός.
Είναι
δύσκολο να διανοηθεί κανείς με τί συναισθήματα παρακολούθησαν οι πατέρες εκείνη
τη Λειτουργία, πού για μερικούς επρόκειτο να είναι και ή τελευταία. Είχε ήδη
αρχίσει να φωτίζει - ήταν περίπου επτά ή ώρα- όταν τελείωσαν και βγήκαν στο
προαύλιο. Ό π. Ευσέβιος έβαλε βιαστικά σ’ ένα κοφίνι τά καλύτερα καλύμματα της
άγιας Τραπέζης κι έτρεξε να τά κρύψει και αυτά στο περιβόλι.
Αμέσως
ό ηγούμενος κάλεσε την Αδελφότητα σε σύναξη, για ν’ αποφασίσουν τελικά τί
έπρεπε να κάνουν, σε περίπτωση πού οι Γερμανοί θα εμφανίζονταν ξανά- να μείνουν
στο Μοναστήρι ή να φύγουν;
Οι
Γέροντες συζητούσαν, χωρίς να καταλήγουν κάπου. Το λόγο τότε πήρε ό π.
Αγαθάγγελος, ό γραμματέας της Μονής και υπεύθυνος των συνάξεων: «Έχω διαβάσει
ότι οι Ταβεννησιώτες πατέρες σε περίπτωση βαρβαρικής επιδρομής έφευγαν
προσωρινά από τά Μοναστήρια τους, έως ότου περάσει ό κίνδυνος». Αυτή ή άποψη
φάνηκε καλή σε όλους. Ή συζήτηση όμως παρατεινόταν.
Την
ώρα πού ό ιεροδιάκονος π. Τιμόθεος πήγαινε προς το κελί του να πάρει λίγη τροφή
και ένα κοντόρασο για να φύγει, φάνηκαν οι Γερμανοί απέναντι στα κυπαρίσσια.
«Πραγαλά- πραγαλά, ένας-ένας, σαν κυνηγοί έρχονταν στη Μονή' αθόρυβα. Είχε και
ομίχλη. Τρέχει ό π. Τιμόθεος και φωνάζει: “Μάς πιάσανε οι Γερμανοί!”. Το τί
ακολούθησε δεν περιγράφεται» διηγείτο ό Γέροντας.
Οι
Μοναχοί έτρεχαν τρομαγμένοι, άλλοι από δώ και άλλοι από κει. Μόλις πού πρόλαβαν
να φύγουν, όχι όμως όλοι. Ό ηγούμενος τράβηξε προς τον Προφήτη Ηλία μαζί με
άλλους πατέρες. Τον π. Χαρίτωνα τον έβλεπαν πού έφευγε, αλλά δεν τον
πυροβόλησαν.
Ό π. Ευσέβιος με τον π. Πολύκαρπο, τον υποτακτικό τού Γέροντα Αγαθάγγελου,
έτρεξαν προς το περιβόλι. Τούς άκολούθησε και ό δόκιμος Φίλιππος.
Καθώς
ροβολούσαν στο μονοπάτι, ό π. Πολύκαρπος είπε: «Πάτερ Ευσέβιε, οι Γερμανοί κει
πάνω!». Έπεσαν κάτω και μπουσουλώντας κρύφθηκαν κάτω από ένα πουρνάρι.
Οι
Γερμανοί έφθασαν στο προαύλιο και φώναζαν: «Να μη φύγει κανείς! Δεν θα σάς
κάνουμε τίποτα. Μόνο το Μοναστήρι θα κάψουμε».
—
Φωνάξτε και τούς άλλους να γυρίσουν πίσω, είπαν στους πατέρες πού βρήκαν εκεί.
Ό
π. Νεόφυτος προχώρησε προς το Παλιομονάστηρο για το σκοπό αυτό και μπορούσε να
τούς είχε ξεφύγει, όμως γύρισε πίσω.
ΠΥΡΠΟΛΗΣΗ
ΤΗΣ ΜΟΝΗΣ ΚΑΙ ΕΚΤΕΛΕΣΗ ΤΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ
Ό
π. Ευσέβιος, πενήντα μόλις μέτρα πιο κάτω, άκουγε τις φωνές τους. «Φασαρία,
μεγάλο κακό γινόταν επάνω. Σε λίγο άρχισαν τά φλογοβόλα. Ξύλινο το Μοναστήρι,
πήρε φωτιά και άρχισε να τριζοβολάει. Χάλαγε ό κόσμος από τις οκτώ ως τις
έντεκα...» διηγείτο με πόνο ψυχής.
Οι
ώρες εκείνες ήταν δραματικές. Το αγαπημένο του Μοναστήρι καιγόταν και -το πιο
λυπηρό- κάποιοι πατέρες είχαν μείνει πίσω. Αλλά και ό ίδιος διέτρεχε μεγάλο
κίνδυνο. Λίγα βήματα αν κατηφόριζαν οι Γερμανοί, θα τον έβρισκαν. Ακίνητος κάτω
από το πουρνάρι προσευχόταν θερμά και ακατάπαυστα.
Κάποτε
τελείωσαν το έκαψαν το Μοναστήρι. Και ξαφνικά ακούστηκαν δεκατρείς
πυροβολισμοί. «Πάτερ Πολύκαρπε, ψιθύρισε με αγωνία, πολύ φοβούμαι για τούς
πατέρες». Μετά από λίγο άκουσαν τούς Γερμανούς να φεύγουν «χασκαρίζοντας», όπως
έλεγε ό Γέροντας.
Άφησαν
να περάσει κάμποση ώρα. Βγήκαν από το πουρνάρι και προχώρησαν προς το
Μοναστήρι. Ήταν οι πρώτοι πού επέστρεφαν. Ό π. Ευσέβιος προπορευόταν. Όταν
έφθασε στο προαύλιο και κοίταξε προς τον πλάτανο, τί να δει! «Παναγία μου!»
φώναξε. Τέσσερις πατέρες σκοτωμένοι κάτω από τον πλάτανο- πεσμένοι ό ένας κοντά
στον άλλον. Ό φύλακας της Μονής, ό Παναγιώτης Μπράτσικας, ήταν καθιστός στο
πεζούλι και έμοιαζε σαν ζωντανός από μακριά. Ήταν όλοι νεκροί «ιέρεια έμψυχα,
ολοκαυτώματα λογικά» , πού πότισαν με το μαρτυρικό αίμα τους τά αγιασμένα
χώματα της Λαύρας.
Φρίκη
και σπαραγμός! Ό π. Ευσέβιος ξέσπασε σε βουβό, ασταμάτητο κλάμα.
Ήταν ό άγιος
Πνευματικός του π. Βασίλειος, ό π. Αγαθάγγελος, τον όποιο τόσο θαύμαζε και
σεβόταν, ό συνυποτακτικός του π. Νεόφυτος και ό π. Ευθύμιος ό παράλυτος. Όλοι
εκλεκτοί και αγαπημένοι συμμοναστές του. Γονάτισε, έκανε το σταυρό του και
σπάσθηκε στο μέτωπο τούς μάρτυρες. Το ίδιο έκαναν και οι άλλοι δύο.
Το
Μοναστήρι δίπλα τους καιγόταν. Φλόγες και καπνοί παντού. Ή ιστορική και όμορφη
Άγια Λαύρα ήταν τώρα ένας σωρός από ερείπια. Εικόνα θλιβερή, πού πρόσθετε πόνο
επάνω στον πόνο τους. Παρ’ όλο πού υπήρχε κίνδυνος να ξαναγύριζαν από στιγμή σε
στιγμή οι Γερμανοί, εκείνοι έμειναν να εκτελέσουν το χρέος τους.
Ό
π. Ευσέβιος μαζί με τον π. Πολύκαρπο μετέφεραν με την κουβέρτα ένα-ένα τά ιερά
λείψανα των πατέρων στο Ναό τού κοιμητηρίου. Στην τσέπη τού Πνευματικού βρήκε
το άγιο Αρτοφόριο με τον Αμνό της Μεγάλης Πέμπτης . Το σπάσθηκε με ευλάβεια και
το μετέφερε στην εκκλησία, ή όποια δεν είχε καεί.
Την
ίδια ημέρα μόνο εκείνοι γύρισαν στο Μοναστήρι, γιατί είχαν κρυφθεί πολύ κοντά.
Την επομένη, κατά το μεσημέρι, λίγοι- λίγοι επέστρεφαν και οι άλλοι μοναχοί.
«Το τί έγινε δεν περιγράφεται» διηγείτο ό Γέροντας. «Ιδίως ό ηγούμενος θρηνούσε
απαρηγόρητα, πού βρήκε πέντε δικούς τον ανθρώπους σκοτωμένους». Διάβασαν τη
νεκρώσιμη ακολουθία, ενώ δύο μοναχοί φύλαγαν έξω για το φόβο των Γερμανών. Με
βαθύ πόνο ενταφίασαν τούς πατέρες στον κοινό τάφο πού άνοιξαν.
«Πονέσαμε
για το βίαιο και μαρτυρικό τέλος τους, άλλα και τούς μακαρίσαμε, έλεγε
αργότερα' εξασφάλισαν την αιωνιότητα. Τί ωραίος θάνατος μετά τη Θεία Λειτουργία
και τη Θεία Κοινωνία! Μακάρι να ήμουν κι εγώ ένας απ’ αυτούς... Με άφησε για
τις αμαρτίες μου ό Θεός...» .
Στην
Αθήνα αλλά και στο Γεωργίτσι είχε διαδοθεί ότι μεταξύ των εκτελεσθέντων ήταν κι
εκείνος. Ό Θεός όμως, «κρείττον τι προβλεψάμενος» (Έβρ. ια', 40), είχε
οικονομήσει τά πράγματα κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να επιζήσει. Μόλις δύο μήνες
πριν, στις 11 Οκτωβρίου, είχε κοιμηθεί ό Γέροντάς του, ό π. Σεραφείμ. Από το
σημείο αυτό ξεκινάει το θαύμα της διασώσεως τού π. Ευσεβίου.
«Ήταν
φύσει αδύνατο, αν ζούσε ό Γέροντάς μου, να έφευγα. Αδύνατο των αδυνάτων! Θα
έμενα κοντά του να τον φυλάω και θα το θεωρούσα καύχημα. Αποκλείεται να τον
άφηνα. Θα προτιμούσα να πεθάνω μαζί του. Θα πίστευα, μάλιστα, ότι, αν ό
Γέροντας ήταν κοντά μας, δεν θα μάς έκαναν κακό οι Γερμανοί... Αφού όμως
σκότωσαν τον παράλυτο στο στρώμα, θ’ άφηναν εμάς;»
Αλλά
και λίγο πιο κάτω αν προχωρούσαν οι κατακτητές, θα τον ανακάλυπταν, διότι δεν
ήταν καλά κρυμμένος. Στο σχέδιο τού Θεού λοιπόν ήταν ή διάσωση τού π. Ευσεβίου,
ό όποιος επρόκειτο να δοξάσει το ύπερύμνητο όνομά Του και να οδηγήσει αμέτρητες
ψυχές στη σωτηρία.
ΤΟ
ΔΡΑΜΑΤΩΝ ΚΑΛΑΒΡΥΤΩΝ
Εν
τω μεταξύ έμαθαν τί είχε συμβεί στα Καλάβρυτα. Τη Δευτέρα 13 Δεκεμβρίου, μια
ημέρα δηλαδή πριν από την πυρπόληση της Αγίας Λαύρας, οι Γερμανοί είχαν
σκορπίσει εκεί τον όλεθρο.
Εγκλώβισαν
τα γυναικόπαιδα στο σχολείο και οδήγησαν με δόλο τούς άνδρες, από δεκατεσσάρων
ετών και άνω, στον τόπο τού μαρτυρίου. Πρώτα παρέδωσαν την πόλη στις φλόγες
μπροστά στα μάτια τους και ύστερα τούς εκτέλεσαν όλους. Τέλος, έβαλαν φωτιά στο
σχολείο. Τά γυναικόπαιδα σώθηκαν την τελευταία στιγμή σαν από θαύμα.
Αναλογίζεται
κανείς τί άκολούθησε, όταν βρήκαν όλους τούς άνδρες σκοτωμένους. Ήταν χίλιοι
τριακόσιοι Καλαβρυτινοί. Ανάμεσα τους ό π. Παναγιώτης Δημόπουλος, ό
«παππά-Καλός», όπως τον αποκαλούσαν όλοι, ό όποιος θυσιάσθηκε μαζί με το
ποίμνιό του, και οι ιερομόναχοι της Λαύρας π. Παρθένιος και π. Δωρόθεος με το
δόκιμο Κωνσταντίνο.
Τά
θύματα πού θρήνησε ή Άγια Λαύρα ήταν συνολικά εννέα. Τέσσερις μοναχοί και ό
φύλακας εκτελέστηκαν στο Μοναστήρι, τρεις στα Καλάβρυτα και ό π. Αμβρόσιος στο
μετόχι τού Αγίου Αθανασίου.
Η
ΖΩΗ ΣΤΟ ΔΑΣΟΣ
Ή
φωτιά στο Μοναστήρι έκαιγε ακόμη. Τά κελιά είχαν καταστραφεί' μόνο τά υπόγεια
είχαν μείνει. Οι πατέρες αγωνίστηκαν να σώσουν ότι μπορούσαν. Με απεγνωσμένες
προσπάθειες έσβησαν τη φωτιά στη βιβλιοθήκη. Βρήκαν στην αποθήκη το σιτάρι να
καίγεται, το έσβησαν και το άπλωσαν έξω να στεγνώσει. Μύριζε κάπνα και είχε
σουρώσει, αλλά μ’ αυτό πέρασαν αρκετό καιρό- έδωσαν και σε όσους δεν είχαν.
Από
τότε άρχισε μια πολύ δύσκολη περίοδος. Οι Γερμανοί κάθε τόσο έκαναν εφόδους από
τά Καλάβρυτα και οι μοναχοί αναγκάστηκαν να ζουν στο ύπαιθρο, από το Δεκέμβριο
μέχρι τον Απρίλιο πού οι κατακτητές έφυγαν. Οι ταλαιπωρίες και οι στερήσεις
τους δεν είναι δυνατόν να περιγράφουν.
Μέσα
στο πυκνό δάσος απέναντι από τη Λαύρα, είχαν βρει ένα πλάτωμα. Γύρω γύρω
υψώνονταν ψηλά πουρνάρια πού τούς έκρυβαν. Εκεί μαγείρευαν και έτρωγαν όλοι
μαζί. Τά βράδια έψαχναν ένα στεγνό χώρο μέσα στα πουρνάρια και τά κυπαρίσσια,
για να κοιμηθούν. Όμως οι δυσκολίες αυτές τούς ένωναν περισσότερο με το Θεό και
μεταξύ τους. Την εποχή εκείνη, με τη χάρη τού Θεού μορφοποιήθηκε κοινοβιακά ή
ζωή τους. Ό π. Ευσέβιος χαιρόταν πολύ αυτή την ενότητα.
«Μάς
έκαψαν οι Γερμανοί στη Λαύρα, έλεγε αργότερα, και από ιδιόρρυθμο, χωρίς να το
καταλάβουμε, γίναμε κοινόβιο. Εντεύθεν, πόση ή χαρά και πόση ή ικανοποίηση!
Κοινόβιο! Ακολουθία, πνευματική συζήτηση, φαγητό όλοι μαζί...» .
Σιγά
σιγά άρχισαν να πηγαίνουν τη νύχτα στο Μοναστήρι για τις ακολουθίες. Έξω φύλαγε
πάντα ένας δόκιμος, μήπως έλθουν οι Γερμανοί, και, όταν άκουγαν αυτοκίνητο,
έτρεχαν να κρυφθούν. Τη Μ. Παρασκευή, τη στιγμή πού ετοιμάζονταν να ψάλλουν το
«Σε τον άναβαλλόμενον το φως» , ακούστηκε μια φωνή: «οι Γερμανοί!», και έφυγαν
αμέσως για το Παλιομονάστηρο. Εκείνη τη χρονιά έκαναν Πάσχα στο δάσος.
«Τά
δύσκολα και τά κουραστικά σημεία είναι εκείνα πού φτιάχνουν και καταρτίζουν τον
άνθρωπο, όταν τά δέχεται ευχαρίστως» έλεγε αργότερα, αναφερόμενος σ’ εκείνη τη
δύσκολη περίοδο της ζωής του. «Όταν ή ψυχή ή αφιερωμένη αντιμετωπίζει τη
δυσκολία με λίγη συναίσθηση της σταυρικής θυσίας τού Κυρίου, νιώθει τόση χαρά
και τόση ικανοποίηση» .
Μέσα
στη θλίψη ό π. Ευσέβιος διατηρούσε ακμαίο το φρόνημα της ψυχής. Ήταν ό άνθρωπος
τού Θεού, πού γνώριζε να υποτάσσεται στο άγιο θέλημά Του και να βλέπει τά πάντα
μέσα από το πρίσμα της αιωνιότητας. Με την πίστη και την ελπίδα, υπερνικούσε
τις δυσκολίες, και γινόταν πνευματική δύναμη και για τούς αδελφούς του.
Την
ημέρα εργαζόταν στο Μοναστήρι ακαταπόνητα, μαζί με τούς άλλους πατέρες.
Προσπαθούσαν να επισκευάσουν κάπως τούς παλιούς ορνιθώνες της Μονής, για να μείνουν
εκεί. Το βράδυ έπαιρνε την κουβέρτα στον ώμο, και πορεία για το δάσος.
Δεκέμβριος μήνας, και διανυκτέρευε έξω, πότε στο ένα σημείο, πότε στο άλλο. Και
εκεί, κάτω από τά μεγάλα πουρνάρια, μέσα στην παγωμένη νύχτα προσευχόταν
εκτενώς. Δεν τον εμπόδιζε ούτε το κρύο ούτε ή βροχή. Στην καρδιά του έκαιγε το
πυρ της θείας αγάπης, πού τον θέρμαινε.
Ό
αείμνηστος π. Άνθιμος, ό όποιος συνδέθηκε μαζί του εκείνη την περίοδο με
ακατάλυτο πνευματικό δεσμό, φύλαγε στην καρδιά του μέχρι το τέλος της ζωής του,
ως ιερές αναμνήσεις, τις ανεπανάληπτες εκείνες προσευχές πού έκαναν τά βράδια
στο ύπαιθρο. «Μια από τις προσευχές εκείνες πού λέγαμε το Δεκέμβριο μαζί με το
Γέροντα, τη συνεχίζω- ήταν τόσο ωραία! Οι σταγόνες της βροχής έπεφταν πάνω μας
κι εμείς λέγαμε: “Βασιλεύ των αιώνων...”, και κλάματα! ...». Και πρόσθετε
ταπεινά: «Όσο διδάχθηκα από την αναστροφή μου με τον π. Ευσέβιο, δεν διδάχθηκα
από τούς Γεροντάδες μου και όλη τη μοναχική μου ζωή» .
ΤΟ
ΠΡΩΤΟ ΚΟΙΝΟΒΙΟ
Μετά
τον Απρίλιο, πού έφυγαν οι Γερμανοί, οι μοναχοί εγκαταστάθηκαν στις
«χαμοκέλες». Ήταν τά κοτέτσια πού τά μετέτρεψαν σε κελιά. «Μάς εξυπηρέτησαν μια
χαρά, μέχρι να κτισθει το Μοναστήρι. Δόξα Σοι ό Θεός!» έλεγε ό π. Ευσέβιος, πού
έπαιρνε τά πράγματα πάντα από την καλή πλευρά. Στην πραγματικότητα όμως οι συνθήκες
διαβιώσεως ήταν δραματικές.
«...
Πήγαινα στο κελί να κοιμηθώ μετά το Απόδειπνο, διηγείτο ό π. Άνθιμος, και
έβλεπα στον τοίχο τριακόσιους σκορπιούς... και τότε άρχιζε ό εσωτερικός
πόλεμος. Δύσκολες ημέρες... Στη χαμοκέλα τού π. Ευσεβίου, στο υπόγειο, είχαμε
το κοινόβιο και τρώγαμε όλοι μαζί ... Ό Ευσέβιος ουδέποτε εξεδήλωσε προτίμηση
για φαγητό, ήταν εγκρατής' έδινε και το δικό του. Ήμασταν επτά: ό π.Ίωαννίκιος,
ό π. Πολύκαρπος, ό π. Συμεών, ό π.Ήλίας, εμείς οι δυο και ένας δόκιμος. Τον π.
Ευσέβιο τον είχαμε σαν Γέροντα- τον υπολογίζαμε, τον ρωτούσαμε. Εκείνος βέβαια
δεν το εκμεταλλεύτηκε αυτό. Ένιωθε πάντοτε ίσος προς ίσους... Το 1946 ήρθε στο
κελί τού π. Ευσεβίου ως υποτακτικός και ό π. Ηλίας Τσακογιάννης . Οι άλλοι
μοναχοί, όταν περνούσαν έξω από το κοινόβιό μας, έλεγαν αστειευόμενοι: Έδώ
είναι οι «Ηνωμένες Πολιτείες»
Υπήρχαν
και δυο τρία ακόμη μικρότερα κοινόβια. Οι ανάγκες και οι στερήσεις τους ήταν
τόσες, πού θα είχαν διασπασθεί, αν ό Κύριος δεν τούς είχε στηρίξει με τη χάρη
Του στην ταπείνωση και την Αγάπη. Ό π. Ευσέβιος και όλοι οι μοναχοί της Αγίας
Λαύρας αγωνίστηκαν με ανδρεία και υπομονή «εν θλίψεσιν, ... εν άνάγκαις, εν
διωγμοίς, εν στενοχωρίαις» (Β' Κορ. στ', 4 και ια', 10), και έδωσαν την καλή
μαρτυρία. Εργάστηκαν με όλες τους τις δυνάμεις να αναστήσουν το Μοναστήρι τους
μέσα από τά ερείπια και να οργανώσουν ξανά τη ζωή της Αδελφότητας τους.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ. ΕΚΔΟΣΕΙΣ Ι.Μ. ΑΓΙΟΥΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ ΑΙΓΙΑΛΕΙΑΣ
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου