Γράφει ὁ Γέροντας Ἐφραίμ ὁ Φιλοθεΐτης: «Ἐπάνω στή Μακεδονία, σέ κάποιο προσκυνηματικό ναό, μέ θαυματουργό Ἅγιο, θά γινόταν ἡ πανήγυρι τοῦ ναοῦ. Ἐκεῖ ἦταν μιά ἐνάρετη “καντηλανάφτισσα”-καλογριά, ὅπως λέει ὁ λαός. Αὐτή ἐργάσθηκε πολύ, γιά νά καθαρίση, νά περιποιηθῆ τό ναό καί τό ἀπογευματάκι ξάπλωσε λίγο νά κλείση τά μάτια της, γιά νά μπορέση κατόπιν νά συνεχίση τά ὑπόλοιπα.
Ἔπεσε νά κοιμηθῆ, ἀλλά ποῦ νά ξυπνήση; Κοιμόταν γιά μέρες. Φώναξαν τό γιατρό, γιά νά δοῦν τί συμβαίνει, καί τούς λέει:
—Μήν τήν ξυπνᾶτε· κάτι τῆς συμβαίνει, πού δέν μποροῦμε νά τό ἑρμηνεύσουμε ἰατρικῶς. Πάντως, κάποια στιγμή θά ξυπνήση.
Μετά ἀπό μέρες —δέν θυμᾶμαι πόσες— ἦρθε στόν ἑαυτό της, ξύπνησε καί ρώτησε:
—Μήπως ἄρχισε ἡ ἀγρυπνία; Αὐτή νόμιζε ὅτι κοιμήθηκε λίγες ὧρες. Τῆς ἀπαντοῦν:
—Ὄχι, δέν ἄρχισε· σέ λίγο θ᾽ ἀρχίση!
Αὐτή τό πίστεψε.
Ὅταν συνῆλθε καλά, εἶπε στούς προϊσταμένους ἐκεῖ τοῦ ναοῦ:
—Σᾶς παρακαλῶ, φωνάξτε ὅλες τίς γυναῖκες τοῦ χωριοῦ νά ᾽ρθουν ἐδῶ.
Πράγματι, μαζεύθηκαν ὅσες ἦταν δυνατόν νά πᾶνε, καί τούς εἶπε:
—Ἀκοῦστε τί εἶδα: Ἐμένα μέ ὁδήγησε ἕνας λαμπρός ἄνθρωπος πρός τά κάτω. Κατέβαινα, κατέβαινα στό βάθος τῆς καρδιᾶς τῆς γῆς. Εἶδα ἐκεῖ φυλακές, εἶδα σκοτάδι, εἶδα φυλακισμένους, εἶδα πολλά πράγματα. Κι ἀνάμεσα σ᾽ αὐτούς τούς ὁποίους μοῦ ἔδειχνε, εἶδα καί τίς γυναῖκες πού εἶχαν κάνει ἔκτρωσι νά τρῶνε ἀπ᾽ τά αἵματα τῶν ἐκτρώσεών τους! Ἔφριξα ἀπ᾽ τή θέα αὐτή κι ἄκουσα τόν ἄγγελο νά μοῦ λέη: “τώρα πού θά σέ ἐπιστρέψω πάνω στή γῆ, νά καλέσης ὅλες τίς γυναῖκες καί νά διηγηθῆς τί εἶδες· νά τίς ἀποτρέψης ἀπ᾽ αὐτό τό ἔγκλημα. Γιατί ἄν δέν μετανοήσουν ἀνάλογα, σ᾽ αὐτή τήν κατάστασι θά ἔλθουν ἐδῶ κάτω!”».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου