Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου
Τετάρτη 7 Σεπτεμβρίου 2016
ΣΕΡΒΙΚΟ ΠΑΤΕΡΙΚΟ. 4 Ιανουάριου Ο ΒΙΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΜΑΡΤΥΡΙΟ ΤΟΥ ΝΕΟΜΑΡΤΥΡΟΣ ΟΝΟΥΦΡΙΟΥ ΤΗΣ ΜΟΝΗΣ ΧΙΛΑΝΔΑΡΙΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ (1818) (ΟΤΑΝ Η ΠΙΣΤΗ ΝΙΚΑ ΤΟ ΙΣΛΑΜ)
4 Ιανουάριου
Ο
ΒΙΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΜΑΡΤΥΡΙΟ ΤΟΥ ΝΕΟΜΑΡΤΥΡΟΣ ΟΝΟΥΦΡΙΟΥ
ΤΗΣ ΜΟΝΗΣ ΧΙΛΑΝΔΑΡΙΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ(1818)
Για
να μην νομίζουμε πώς κάνουμε κάτι σπουδαίο με τις ασκητικές μας προσπάθειες καί
τούς πολλούς στεναγμούς καί τά δάκρυα, μάς δίνεται ή γνώση τών μαρτύρων τον Χριστού
και τών Αγίων Του. ’Άγ. Πέτρος ό Δαμασκηνός
Ο
ΑΓΙΟΣ ΝΕΟΜΑΡΤΥΣ ΗΜΩΝ ΟΝΟΥΦΡΙΟΣ γεννήθηκε τό 1785 στο χωριό Γκάμπροβο, πού
βρίσκεται στην Δικαιοδοσία τού Τύρνοβο, στην Βουλγαρία. Οι γονείς του,
θεοφιλείς Χριστιανοί, βάπτισαν τό παιδί τους, δίνοντας του τό όνομα Ματθαίος.
"Όταν
ό Ματθαίος έφθασε σε ηλικία να πάει στο σχολείο, οι γονείς του του παρείχαν τά αναγκαία
για την μόρφωσή του, για την όποια αυτός έδινε πολλές ελπίδες διακρίσεως καί
επιτυχίας.
Κάποτε,
έφηβος, μετά τό σχολείο ό Ματθαίος κατηγορήθηκε ότι δημιούργησε κάποιο
πρόβλημα. Πολύ φυσικό ήταν οι γονείς του να τον τιμωρήσουν• αλλά ό Ματθαίος, ό
όποιος είχε ένα νεανικό καί μερικές φορές επαναστατικό πνεύμα, ένοιωσε προσβεβλημένος καί πληγωμένος από την τιμωρία
τών γονέων του. Επαναστάτησε, λοιπόν, εναντίον τους καί άρχισε να κυκλοφορεί
κάνοντας παρέα μέ κάποιους νεαρούς Τούρκους στο Τύρναβο. Έκανε, μάλιστα,
κάποιες νύξεις σε έναν από αυτούς ότι σκεπτόταν να σπασθεί την μουσουλμανική
θρησκεία. Αυτό τό είδος της επιθυμίας ήταν κατ’ αρχήν ανήκουστο καί, έπειτα,
μπορούσε εύκολα να τακτοποιηθεί, διότι οι τουρκικές αρχές παρείχαν προστασία
καί έδιναν ακόμη καί πολιτικά δικαιώματα σε όποιον Χριστιανό θα ασπαζόταν την
θρησκεία τους. Παρ’ όλην όμως αυτήν την πνευματική του πτώση, σηκώθηκε καί πάλι
μέ τις συνεχείς μεσιτείες των γονέων του υπέρ του υιού τους Ματθαίου, καί
τελικά, αποδόθηκε δόξα καί τιμή στον Κύριό μας καί Θεό καί Σωτήρα Ιησού Χριστό
καί την Αγία Ορθοδοξία.
Καθώς
ό Ματθαίος ωρίμαζε, γινόταν πιο μειλίχιος στο πνεύμα του καί τιμούσε καί πάλι τον
πατέρα του καί την μητέρα του καί την άγια Ορθόδοξο πίστη εν Χριστώ Ιησού• όμως
δεν ξέχασε ποτέ τό γεγονός ότι είχε απορρίψει τούς γονείς του καί τον Ιησού
Χριστό. Έτσι, αποφάσισε, αφού τελείωσε τό σχολείο, να ταξιδέψει στο Αγιον Όρος,
στο Σέρβικο Μοναστήρι τού Χιλανδαρίου καί να γίνει μοναχός. Έλαβε τό μοναχικό
σχήμα καί τό όνομα Μανασσής, καί μέσα σε λίγο χρόνο, χάρη στον ζήλο καί τούς ασκητικούς
του αγώνες, χειροτονήθηκε διάκονος. Έξετέλεσε πλήρως τά καθήκοντα τού διακόνου,
αποκτώντας την αρετή μέ τό να υπηρετεί την αδελφότητα όπως μία θεοφιλής μητέρα
υπηρετεί τά παιδιά της. Αλλά, σύμφωνα μέ την εμπειρική διδασκαλία ιών Αγίων
Πατέρων, όσο περισσότερο πλησιάζει κανείς τον Κύριο, ι όσο περισσότερο βλέπει την
αμαρτία του• καί στον ασκητή πού έχει τον φόβο τού Θεού, τό παραμικρότερο
άμάρτημα ή ελάττωμα στον χαρακτήρα είναι μία πελώρια άβυσσος ανάμεσα σε αυτόν
καί τον Κύριό του. Έτσι ό Μανασσής εξέταζε διαρκώς καί πρόσεχε τον εαυτό του
καί ή ψυχή του ξεσχιζόταν από τον πόνο της παλιάς του νεανικής πτώσης, την απόρριψη,
δηλαδή τού Χριστού τού Κυρίου του όταν ήταν έφηβος. 'Η καρδιά του ένοιωθε
διαρκώς καταδικασμένη κάθε φορά πού άκουγε τούς λόγους τού Σωτήρος: «Πας ούν
όστις ομολογήσει εν έμοί έμπροσθεν των άνθρώπων, ομολογήσω κάγώ εν αύτω
έμπροσθεν τού Πατρός μου τού εν Ούρανόϊς• όστις δ’ άν άρνήσηταί με έμπροσθεν
των ανθρώπων, άρνήσομαι αυτόν κάγώ έμπροσθεν τού Πατρός μου τού εν Ούρανοΐς»
Ό
Μανασσής πάλευε μέ αυτούς τούς λόγους καί γέμιζε μέ φόβο κάθε φορά πού τούς
άκουγε. «Πώς γίνεται», σκεφτόταν, «να μην έχω ειρήνη στην καρδιά μου ακόμη καί αφού
μετανόησα; Είμαι δούλος της ίδιας μου της μετάνοιας; Τί θα απογίνω την Μεγάλη
Ημέρα της Κρίσεως τού Χριστού όταν Αυτός θα πρέπει να μέ απορρίψει ενώπιον τού
Ουρανίου Πατρός μας αφού εγώ Τον απέρριψα ενώπιον των ανθρώπων; Επιθυμώντας να καθαρισθεί
εντελώς από τις αμαρτίες του, ό Μανασσής αναζήτησε φλογερά τον Κύριο μέ
προσευχή. Στην καρδιά του αναδευόταν ή ιδέα ότι θα μπορούσε να εξαγνιστεί μόνον
όταν θα αναγνώριζε καί θα ομολογούσε την πίστη του στον Κύριο Ιησού ενώπιον τών
άπιστων. Έτσι ό Μανασσής αποφάσισε να αποδώσει δικαιοσύνη για την απόρριψη τού
Χριστού πού είχε κάνει, παρουσιαζόμενος ένώπιον τών τουρκικών αρχών καί να Τον
ομολογήσει καί καταλάβαινε ότι αυτό δεν σήμαινε τίποτε λιγότερο για αυτόν από τον
θάνατο!
'Η
επιθυμία αυτή δεν τον άφηνε ήσυχο. Ήταν στον νου του ημέρα καί νύχτα. Μη
εμπιστευόμενος στον εαυτό του, ακόμη μία φορά, ταπεινά καί μέ Αγάπη παρακάλεσε τον
Κύριο να τού φανερώσει «τί τό θέλημα τού Θεού, τό άγαθόν καί εύάρεστον καί
τέλειον» (Ρωμ. 12:2). Επί πλέον, ζήτησε την χάρη τού Θεού να τον δυναμώσει καί να
τού δώσει τό ηρωικό θάρρος πού χρειαζόταν για να εκπληρώσει ένα καθήκον, τό
όποιο θα σήμαινε σίγουρο μαρτύριο. Καί «καθόσον λογισμοί θνητών δειλοί, καί
επισφαλείς αι έπίνοιαι ήμών• φθαρτόν γάρ σώμα βαρύνει ψυχήν, καί βρίθει τό
γεώδες σκήνος νούν πολυφρόντιδα» (Σοφία Σολομώντος 9:14), έτσι ό Μανασσής
άρχισε να νηστεύει καί να προσεύχεται, καί να ζητά τις θεόπνευστες συμβουλές
τών Αγίων Πατέρων.
Ό
Μανασσής έλαβε την συμβουλή τών θεοφόρων αυτών ασκητών μέ μεγάλη χαρά, τιμή καί
ταπείνωση, καθώς τον υποκινούσε σε μεγαλύτερη εγρήγορση για την ψυχή καί τό
σώμα του. Ή σκέψη τού μαρτυρίου για τον Χριστό θέρμαινε την ψυχή του, ιδιαίτερα
όταν έμαθε για τούς πόνους καί τό μαρτύριο τριών συγχρόνων του, των Νεομαρτύρων
Ιγνατίου (την 20ή Οκτωβρίου), Ακακίου (την 1η Μαΐου) καί Αρτεμίου (την 20ή Οκτωβρίου),
τό όποιο συνέβη τό 1814 Ό Μανασσής επισκέφτηκε τον πνευματικό του πατέρα
Νικηφόρο, ό όποιος κατοικούσε στην Χιλανδαρινή Σκήτη τού Άγ. Ίωάννου τού Βαπτιστού,
πού βρισκόταν στο δάσος έξω από τά εδάφη της Μονής. "Όταν ό Μανασσής
εξήγησε τον σκοπό του να μαρτυρήσει όπως έκαναν οι τρεις σύγχρονοί του, ό
Νικηφόρος τον συμβούλευσε: «Αγαπητό μου παιδί, δέχομαι καί επαινώ τά σχέδια καί
τούς σκοπούς σου μόνον μην πεις σε κανέναν την επιθυμία σου να μαρτυρήσεις για τον
Χριστό, καί πέρασε τον χρόνο της προετοιμασίας σου για τό μαρτύριο σε συνεχή
πόλεμο εναντίον των παθών σου καί τών άτακτων επιθυμιών».
Ό
Μανασσής απάντησε: «Θα εκτελέσω, Άγιε Πατέρα, τις οδηγίες σου καί την εντολή
σου». Ό Μανασσής επέστρεψε στην Μονή Χιλανδαρίου καί εκεί μοίρασε τά επίγεια υπάρχοντα
του καί τά χρήματα, δίνοντας τά μισά στούς φτωχούς καί τά υπόλοιπα στο
μοναστήρι, για να χρησιμοποιηθούν ως μέσα προς συντήρηση τού φυσικού του πατέρα
ό όποιος, εκείνον τον καιρό, είχε τόσο συγκινηθεί από την αφοσίωση τού γιού του
στον Χριστό καί Κύριο καί την Αγία Ορθόδοξο πίστη, πού πήγε καί αυτός στο
Χιλανδάρι για να ζήσει ως μοναχός.
Σύντομα
μετά από αυτά, μέ τό πρόσχημα ότι θα ταξίδευε στην Ιερουσαλήμ για να επισκεφτεί
τούς Αγίους Τόπους, ό Μανασσής κρύφθηκε από όλους καί ήρθε στο κελί τού
πνευματικού του πατέρα. Εκεί έμεινε εντελώς μόνος, μη μιλώντας μέ κανέναν.
Περνούσε τις νύχτες καί τις ημέρες του μέ προσευχή καί αγρυπνία, εξαγνίζοντας την
ψυχή καί τό σώμα του, κάνοντας 3500 μικρές μετάνοιες καί αναρίθμητες άλλες
στρωτές
μετάνοιες την ημέρα, πέφτοντας στα γόνατα μέ τό πρόσωπο κολλημένο στο έδαφος.
Επίσης έτρωγε μόνον τό Σάββατο καί την Κυριακή, καί τότε μία μόνον φορά την ημέρα.
Τότε έλαβε, μέ την χάρη τού Θεού, τά δώρα τών δακρύων καί της ακατάπαυστης
νοεράς προσευχής, ή όποια ήταν τώρα σταθερά ριζωμένη στην καρδιά του.
Έπειτα από τέσσερεις μήνες, ό πνευματικός του,
π. Νικηφόρος, επέστρεψε στο κελί του καί έκανε την κουρά του δίνοντάς του το Μεγάλο
Αγγελικό Σχήμα καί ονομάζοντας τον Ονούφριο. Με απόφαση όλης της αδελφότητας, ό
Ονούφριος πήρε την άδεια να ταξιδέψει στο ελληνικό νησί της Χίου για να εκπληρώσει
τό πνευματικό του καθήκον—νά πεθάνει για τον Χριστό. Μέ τις ευχές καί τις
ευλογίες της Χιλανδαρινής κοινότητας, ό γενναίος στρατιώτης του Χριστού,
Ονούφριος, έφυγε από τό Αγιον Όρος μαζί μέ τον Μοναχό Γρηγόριο, τον ίδιο
Γέροντα πού οδήγησε τούς τρεις μάρτυρες Αγίους, Ιγνάτιο, Ακάκιο καί Αρτέμιο,
στην πιο ευλογημένη μαρτυρία του Σταυρού καί της Αναστάσεως του Κυρίου καί Θεού
καί Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού.
Αφού
έφθασαν μέ ασφάλεια στην Χίο, μέ την χάρη του Θεού, οι δύο μοναχοί έμειναν στο
σπίτι ενός φιλόξενου Χριστιανού. Ό Ονούφριος πέρασε τις επόμενες επτά ημέρες μέ
προσευχή, νηστεία, καί προετοιμασία για να λάβει μέρος στην Θεία Ευχαριστία.
Αφού κοινώνησε, γεμάτος μέ τό "Άγιο Πνεύμα καί ενισχυμένος από τό φάρμακο του
Κυρίου, ό Ονούφριος αποφάσισε την επόμενη Παρασκευή, ημέρα αφιερωμένη στον
Σταυρό καί τά μαρτύρια τού Χριστού, να χύσει καί τό δικό του αίμα, ως εξιλέωση
των παλαιών του παραβάσεων καθώς καί ως μαρτυρία της ένδοξου καί νικηφόρου ζωής
εν Χριστώ. Κάποια νύχτα, εξαντλημένος από την προσευχή, ό Ονούφριος έπεσε σε
βαθύ ύπνο. τότε είδε ένα όραμα, στο όποιο στέκονταν μπροστά του ένας Αρχιερέας,
ένας Ιερέας καί ένας Στρατιώτης πού μέ μία φωνή του είπαν: «Σήκω καί πήγαινε στον
Βασιλιά ό Όποιος επιθυμεί να σε δει».
«Για
ποιό λόγο»; ρώτησε ό Μακάριος Ονούφριος. «Γιατί ό Βασιλιάς να θέλει να δει
εμένα, έναν ανάξιο καί αμαρτωλό άνθρωπο; Σάς παρακαλώ αφήστε με».
«Αυτό
είναι αδύνατον», απάντησαν οι Ουράνιοι Επισκέπτες, «Πρέπει να σηκωθείς καί να
έρθεις μαζί μας».
'Ο
Ονούφριος σηκώθηκε καί άκολούθησε αυτούς τούς Μακάριους ’Άνδρες σε έναν τόπο
γεμάτο από ένα εκπληκτικά λαμπρό φως καί θερμότητα πέραν των αισθήσεων. Στο
κέντρο βρισκόταν ό θρόνος τού Βασιλιά. Ό Ονούφριος έκανε μία βαθειά μετάνοια
ένώπιον τού Βασιλιά. Ό Βασιλιάς, σηκώνοντάς τον μέ τό χέρι Του, του έδειξε έναν
τόπο γεμάτο φως, λέγοντάς του: «Εκεί, παιδί Μου, έχω ετοιμάσει μία θέση για εσένα
στην Ουράνια μου Κατοικία».
Μέ
αυτές τις λέξεις, ό Ονούφριος ξύπνησε από τό όνειρό του μέ μία ουράνια χαρά,
πού αιχμαλώτισε την καρδιά καί την ψυχή του. Αινώντας τον Κύριο καί Θεό για αυτό
τό θαυμαστό όραμα, ξανάρχισε την προσευχή του στον Μέγα Βασίλειο, καθώς ήταν ή
παραμονή της γιορτής του (1 Ίαν., 1818). Την επόμενη, όμως, νύχτα ό Ονούφριος αισθάνθηκε
να ψυχραίνεται αυτή ή Ουράνια χαρά καί περιέπεσε σε λύπη μέχρι καί τρόμο. Σε αυτήν
την κατάσταση, όρμησε μέ δάκρυα στον σύντροφό του, τον Γέροντα Γρηγόριο, καί
κλαίγοντας του είπε: « Ό Πάτερ, ή θεία φωτιά πού είχε θερμάνει την καρδιά καί την
ψυχή μου έχει σβήσει! Γιατί συνέβη αυτό»;
«Εξ
αιτίας της υπερηφάνειας», είπε ό Γέροντας, «γιατί φαντάσθηκες τον εαυτό σου ότι
τώρα είναι μεγάλος στα μάτια του Θεού• πράγματι, παιδί μου, έχεις κρύψει την
χάρη του Θεού».
«Κύριέ
μου καί Θεέ μου! Τί μου συνέβη; φώναξε ό Ονούφριος. «Πώς θα μέ δεχθούν οι
Αθωνίτες αδελφοί μου, έμενα πού πρόκειται να γίνω γενναίος μάρτυρας του Σταυρού
του Χριστού»!
Στο
σημείο αυτό, ό Μοναχός Γρηγόριος ένοιωσε γεμάτος συμπάθεια για αυτήν την απλή
ψυχή, καί δίδαξε τον Ονούφριο να μείνει σταθερός στην προσευχή καί να φυλάγει την
ψυχή του επαναλαμβάνοντας την Ευχή του Ιησού: «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του
Ζώντος Θεού, ελέησον με, τον αμαρτωλό». Μέσα σε λίγο χρονικό διάστημα, δάκρυα
χαράς ήρθαν καί πάλι στον Ονούφριο, καθώς ξαναβρήκε την πνευματική του ζωντάνια
καί υγεία. «Ευλογημένε Πατέρα Γρηγόριε, δόξα τον Κύριο καί Θεό, είμαι καλά τώρα», είπε.
Την
επόμενη ημέρα, ό Γέροντας Γρηγόριος κατηύθυνε από κοντά την πνευματική
κατάσταση του Ονούφριου για να τον προστατεύσει από ενδεχόμενη πτώση. Τον
συμβουλέυσε να κάνει ένα ενάρετο έργο πού θα τον καθιστούσε ικανό να μην είναι
εγωκεντρικός καί να μην συγκεντρώνεται υπερβολικά στην δική του πνευματική
κατάσταση. 'Ο Γρηγόριος τού έδωσε την εντολή να προσεύχεται για κάθε μέλος τού
σπιτιού στο όποιο έμεναν καί έπειτα να βάζει μία στρωτή μετάνοια στον καθένα,
φιλώντας τά πόδια τους. Αφού ό Ονούφριος τά έκανε αυτά, τότε τον έστειλε να
πάει στον ναό της πόλης εκείνης για να προσευχηθεί μόνος. 'Ο Ονούφριος άρχισε να
προσεύχεται μέ δυνατή φωνή, στενάζοντας καί εκφράζοντας ανοιχτό στον Θεό τούς πιο
εσωτερικούς φόβους καί τά προβλήματά του. Ό Γέροντας Γρηγόριος, επειδή δεν
ήθελε να τού διακόψει τον πόθο για προσευχή, τον άφησε να τελειώσει. Αλλά όταν
τελείωσε, ό Γρηγόριος, από Αγάπη, είπε στον Ονούφριο: «Δεν γνωρίζεις τούς ευαγγελικούς
λόγους τού Κυρίου: «Μη γνώτω ή άριστερά σου τί ποιεί ή δεξιά σου» (Ματθ. 6:3).
Γιατί προσευχόσουν τόσο δυνατά; "Όλοι σε άκουσαν. Δες, πάλι έπεσες σε
πλάνη (πνευματική απάτη ή υπερηφάνεια)».
Ακούγοντας
τούς λόγους αυτούς τού Γέροντος Γρηγορίου, ό Μακάριος Άγιος απήντησε,
«'Αμάρτησα, Άγιε Πατέρα! Συγχώρησέ με καί προσευχήσου στον Θεό για έμενα, να
λυτρωθώ από τις παγίδες τού διαβόλου».
Ό
Γρηγόριος, βλέποντας αυτήν την τρομερή ταπείνωση από την πλευρά τού Ονούφριου,
χάρηκε εν Κυρίω για αυτόν, γιατί γνώριζε ότι τώρα ό διάβολος θα ανατρεπόταν από
την ταπείνωση καί την πραότητα τού Ονούφριου. Ό Ονούφριος τώρα, ήταν, όπως
έβλεπε ό Γρηγόριος, έτοιμος να γίνει σημείο καί μάρτυρας τού Κυρίου καί Σωτήρος
του, τού Χριστού, πού είναι «ό Αμνός τού Θεού ό αϊρων την αμαρτίαν τού κόσμου».
"Έπειτα από αυτό, ό Ονούφριος πέρασε όλο τό βράδυ με προσευχή και ο πρωί της επόμενης ημέρας μετέλαβε των
Άχράντων Μυστηρίων κατά την διάρκεια της Θείας Λειτουργίας.
Έπειτα ό
Γρηγόριος την έντυσε μέ τουρκικά πολιτικά ρούχα, έκοψε τά μαλλιά τού Ονούφριου
καί ξύρισε τά γένια του, στέλνοντάς τον στον δρόμο του για να εκπληρώσει τό ηρωικό
Χριστιανικό του καθήκον.
Καθ’
οδόν, ό Ονούφριος συνάντησε έναν πιστό Χριστιανό, στον όποιο απεκάλυψε την
επιθυμία του—νά πεθάνει για τον Χριστό. Ό νέος αυτός χάρηκε αλλά πρόσεξε ότι από
την στολή τού Ονούφριου, αν καί ήταν εντελώς τουρκικού στυλ, έλειπε εν τούτοις ακόμη
ένα μέρος: τά κόκκινα παπούτσια. Τότε ό Χριστιανός αγόρασε στον Ονούφριο ένα
ζευγάρι κόκκινα παπούτσια καί τού έδειξε τον δρόμο για τό τουρκικό Ανώτατο
Δικαστήριο. Φθάνοντας στο Δικαστήριο, ό Ονούφριος ζήτησε από τον δικαστικό υπάλληλο
να δει τον δικαστή. «Τί τον θέλεις»; ρώτησε ό υπάλληλος αντί άλλης απαντήσεως.
«
Έχω ένα παράπονο», απάντησε ό Ονούφριος.
«Τότε
γιατί δεν κάνεις πρώτα αίτηση στο δικαστήριο»;
Ό
Ονούφριος τάχασε καί δεν είχε τί να τού απαντήσει.
«Τότε
δεν μπορείς να δεις τον δικαστή», είπε ό υπάλληλος».
"Έχοντας
αποτύχει ό Ονούφριος, επέστρεψε στο σπίτι τού νεαρού Χριστιανού πού τον βοήθησε
καί τού αγόρασε τά κόκκινα παπούτσια. Ό Χριστιανός τον συμβούλευσε να επιστρέψει
στο Ανώτατο Δικαστήριο, αλλά μονάχα, αυτήν την φορά να μην εμφανιστεί ενώπιον
τού δικαστικού υπαλλήλου• αντίθετα, τον συμβούλευσε απλώς να χτυπήσει τό
κουδούνι πού συγκαλούσε τό ίδιο τό δικαστήριο, καί έπειτα να μπει μέσα.
Ό
Ονούφριος Έξετέλεσε αυτές τις οδηγίες καί βρέθηκε ενώπιον τού δικαστηρίου. Είπε
τά παρακάτω λόγια: «Δεκαπέντε χρόνια πριν έπαθα μία πάρα πολύ επικίνδυνη καί
θανάσιμη ασθένεια, καί έχω πάει σε αναρίθμητους γιατρούς σε διάφορες πόλεις, αλλά
κανένας δεν στάθηκε• ικανός να μέ θεραπεύσει. "Όλοι τους μού είπαν ότι ή ασθένεια
μου μπορεί να θεραπευθεί μόνον μέ τον αντίστροφο τρόπο από αυτόν πού την
κόλλησα. Έχω έρθει, επομένως, ενώπιον σας για να θεραπευθώ.
«Καί
ποιά είναι ή ασθένεια σου»; ρώτησε ό δικαστής. «Τί θέλεις από εμάς»;
«Ή
ασθένεια μου», απάντησε ό Ονούφριος, «είναι αυτή: Ως νέος, όταν δεν καταλάβαινα
πολλά πράγματα, απέρριψα την Ορθόδοξη Χριστιανική πίστη ενώπιον των
συμπατριωτών σας Μουσουλμάνων.
Τότε,
όμως, δεν άκολούθησα την μουσουλμανική θρησκεία σε καμία περίπτωση, γιατί έχω
κρατήσει την πίστη της Ορθόδοξης Εκκλησίας καί έχω τηρήσει τις εντολές της. Όμως
καθώς μεγάλωνα καί ωρίμαζα, αυτή ή πτώση μου μου κεντούσε την καρδιά καί
συνεχώς βασάνιζε την ψυχή μου μέ βαθύ πόνο καί λύπη. Επισκέφτηκα πολλά μέρη τού
κόσμου ελπίζοντας να θεραπεύσω την ψυχή μου, αλλά χωρίς κανένα όφελος, γιατί ή
μετάνοιά μου δεν μου χάρισε ποτέ τέλεια ειρήνη. Γι’ αυτό, καταριέμαι την
θρησκεία σας μέ τον ψεύτικο προφήτη σας τον Μωάμεθ, καί ομολογώ ενώπιον όλων
σας ότι είμαι Ορθόδοξος Χριστιανός». Λέγοντας αυτό, ό Ονούφριος πέταξε μπροστά
τους τό πράσινο τουρμπάνι πού φορούσε, τό ένα άκρο τού όποιου χτύπησε τό πρόσωπο
τού δικαστή καί τό άλλο τού δεσμοφύλακα.
Ολόκληρο
τό δικαστήριο έξεμάνη καί έμεινε κατάπληκτο από τέτοια τόλμη (καί θάρρος) από
μέρους τού Ονούφριου. "Ένας από τούς υπαλλήλους, τότε, μέ αγανάκτηση τού
είπε: «Τί κάνεις, ανόητε;! Σήκωσε τό κεφάλι σου καί φόρεσε αυτό τό άγιο
ένδυμα»! "Όμως ό μάρτυρας πήρε κουράγιο καί αρνήθηκε, ομολογώντας για άλλη
μία φορά την πίστη του στον Κύριο Ιησού Χριστό.
Ακούγοντας
αυτήν την βλασφημία της θρησκείας τους, ό δικαστής επέβαλε την ποινή: «Θάνατος σε
αυτόν τον άνθρωπο»! καί διέταξε να δέσουν μέ αλυσίδες τον Ονούφριο καί να τον
στείλουν στην φυλακή.
Στην
φυλακή, ό "Άγιος συνάντησε ορισμένους άλλους Χριστιανούς πού ζήτησαν να
μάθουν τό όνομά του καί τό παρελθόν του• αλλά ό στρατιώτης τού Χριστού, μη
θέλοντας να πέσει ξανά σε πνευματική έπαρση φανέρωσε μόνον ότι είναι από τό Τύρναβο
καί ότι ονομάζεται Ματθαίος. ) Μακάριος Ονούφριος δεν έμεινε πολύν καιρό στην
φυλακή, καθότι οι υπάλληλοι του δικαστηρίου, όταν τον εξέτασαν, έμαθαν ότι επέμενε
να μην αρνείται την πίστη του στον Ιησού Χριστέ. Έτσι του επέβαλαν την ποινή να
τον αποκεφαλίσουν καί να ρίξουν τό σώμα του στην θάλασσα.
Μετά
από την δημόσια επιβολή της ποινής, μετέφεραν τον Ονούφριο στον ίδιο ακριβώς
τόπο όπου δολοφονήθηκε ό Νεομάρτυρας Όσιος Μάρκος (5 Ιουνίου).
Εκεί ό Ονούφριος
έπεσε στα γόνατα καί αποκεφαλίστηκε ως πράος αμνός του Θεού, καί ή αγνή καί
άσπιλη ψυχή του ανέβηκε στις Ουράνιες Κατοικίες, όπου του είχε ετοιμασθεί ένας
τιμημένος τόπος. Αυτό συνέβη την Παρασκευή, στις 4 Ίανουαρίου του 1818, στις
τρεις ή ώρα τό απόγευμα, την ίδια ώρα καί ημέρα της εβδομάδος στην όποια
σταυρώθηκε ό Κύριός του. Ό Νεομάρτυς Ονούφριος ήταν 33 ετών, στην ίδια επίσης
ηλικία μέ τον Σωτήρα του, τον Κύριο Ιησού Χριστό, όταν Εκείνος σταυρώθηκε «υπέρ
της του κόσμου ζωής».
"Όταν
τό έργο αυτό ολοκληρώθηκε, ό μαρτυρικός δούλος του Κυρίου μας καί Σωτήρος Ιησού
Χριστού, Ονούφριος ό "Όσιος Νεομάρτυς, απελευθερώθηκε από την απόρριψη του
Χριστού πού είχε κάνει ως νέος• καί πηγαίνοντας πέρα από αυτήν, ό "Άγιος
έγινε μάρτυρας της σωτήριας χάρης του Σταυρού του Κυρίου μας καί της Αναστάσεως.
Οι τουρκικές αρχές δεν επέτρεψαν μέ κανέναν τρόπο στούς Χριστιανούς να θάψουν
τό λείψανο του Ονούφριου, επειδή φοβούνταν την Χριστιανική πίστη στις
θαυματουργικές καί ζωοποιές ιδιότητες τών σωμάτων τών άγιων του Κυρίου. Αντί για
αυτό, τοποθέτησαν τό σώμα του σε έναν σάκο από λινάτσα καί τό έριξαν κρυφά στην
θάλασσα. I ύ σώμα του δεν έχει ξαναβρεθεί ποτέ, όμως ό Κύριος ό Θεός τό
προστατεύει κατά τούς λόγους της Γραφής: «Πολλαί αι θλίψεις τών δικαίων, καί έκ
πασών αυτών ρύσεται αυτούς ό Κύριος- φυλάσσει Κύριος πάντα τά οστά εν εξ αυτών
ου συντριβήσεται. Θάνατος αμαρτωλών πονηρός καί οι μισοϋντες τον δίκαιον
πλημμελήσουσι. Λυτρώσεται Κύριος ψυχάς δούλων αυτόν, καί ον μη πλημμελήσουσι
πάντες οι έλπίζοντες έπ' αυτόν». (Ψαλμ. 3 3:20-2 3 )•
Ω,
Σεπτέ Άγιε Μάρτυς Ονούφριε, είχες τό προνόμιο να επιδείξεις καί να αποκαλύψεις
ότι τό αληθινό μαρτύριο αρχίζει «από τον οίκο», με την θανάτωση των δικών μας
παθών καί άτακτων επιθυμιών. Σε παρακαλούμε, Πανάρετε, ικέτευε τον Χριστό, τον αληθινό
μας Θεό, να γίνουμε καί εμείς, οι πανάθλιοι αμαρτωλοί, μάρτυρες του Σωτηρίου
Του Πάθους καί της πλούσιας Του Αναστάσεως μέ την ταπείνωση του νου μας καί την
πραότητα της καρδιάς, γινόμενοι άξιοι να κληρονομήσουμε τον αιώνιο στέφανο της δόξας
Του, στον 'Οποίο ανήκει ή δόξα, ή τιμή καί ή λατρεία, μαζί μέ τον Άναρχο Πατέρα
Του καί τό Ζωοποιό Του Πνεύμα, νΰν καί άεί καί εις τούς αιώνας τών αιώνων.
Αμήν.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ. ΣΕΡΒΙΚΟ ΠΑΤΕΡΙΚΟ. ΑΓΙΟΙ ΤΗΣ ΣΕΡΒΙΚΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ. ΠΑΤΗΡ ΔΑΝΙΗΛ ΡΟΓΚΙΤΣ. ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΓΙΟΣ ΣΕΡΑΦΕΙΜ ΤΟΥ ΣΑΡΩΦ. ΤΟΜΟΣ ΠΡΩΤΟΣ 2015.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου