Η προγιαγιά και ο προπάππους μου αγαπιόντουσαν πολύ. Μετά τη γέννηση της πρώτης τους κόρης, ο προπάππους τους οδηγήθηκε στον πόλεμο (Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος). Πέρασαν χρόνια, δεν γύρισε, υπήρχαν φήμες ότι είχε πεθάνει εδώ και καιρό. Η προγιαγιά μου ήταν μόνη.
Όλοι την καταδίκασαν για το γεγονός ότι στην εκκλησία προσευχήθηκε και άναψε ένα κερί για την υγεία του προπάππου της και όχι για τους υπόλοιπους. Οι γείτονες έψαχναν για νέο σύζυγο για εκείνη, ήρθαν μνηστήρες για να την προσελκύσουν, αλλά εκείνη ήταν ανένδοτη, καλώντας συνεχώς τον άντρα της στο σπίτι σε προσευχές.
Και μετά ήρθε η μέρα που η πίστη της προγιαγιάς όντως χάλασε, αποφάσισε να πάει στην εκκλησία και να ανάψει ένα κερί για ανάπαυση. Όταν έφυγε από την αυλή, ο προπάππους μου στεκόταν δίπλα στον φράχτη. Περπάτησε για αρκετές μέρες χωρίς ανάπαυση, λέγοντας ότι δεν μπορούσε να κοιμηθεί, η φωνή της που καλούσε συνεχώς του φαινόταν.
Η προγιαγιά τότε έκλαψε για αρκετή ώρα και κατηγόρησε τον εαυτό της που σταμάτησε και τούς πίστεψε ο παππούς της την καθησύχασε: «Ακόμα κι αν πέθαινα, με φώναξες τόσο δυνατά που θα έπρεπε να σηκωθώ από το έδαφος και να επιστρέψω σπίτι». Αυτή η ιστορία είναι γραμμένη από το χέρι της γιαγιάς μου σε μια παλιά φωτογραφία της προγιαγιάς μου, του προπάππου μου και των τεσσάρων κορών τους...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου