Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Πέμπτη 20 Ιανουαρίου 2011

Στο Ρωσικό Κονάκι, με... «μαέστρο» τον τρελό Κώστα.


Πρόκειται για την τελευταία είσοδο της Εικόνος και της Λιτανείας σε αντιπροσωπεία. Την υποδέχεται πολυμελής αντιπροσωπία από ιερομονάχους και διακόνους, ενδεδυμένους με τις χαρακτηριστικές απαστράπτουσες χρυσοΰφαντες στολές, Μοσχοβίτικης κι' Άγιο Πετροπουλίτικης προελεύσεως και Τσαρικής ενδόξου εποχής, και από μοναχούς κατάξανθους, εμφανούς ρωσικής κατατομής και εμφανίσεως, πού έρχονται προς τούτο από' την Τ. Μονή των, την του ' Αγίου Παντελεήμονος, και στο εσωτερικό τούτο ναού τούτο Κανακιού ή δέησης και ή όλη σχετική τελετή γίνεται στην σλαβονική λατρευτική γλώσσα, ή δέησης μουσική σε κλασσική τετραφωνία. Όλα εδώ αποτελούν μια ξεχωριστή νότα και τάξι, εντελώς διάφορη και ιδιόμορφη μέσα στο σύνολο της λιτανείας.

Τον πήρε τον μάτι μου ανάμεσα στο πλήθος, μόλις ανεβήκαμε τις αρκετές σκάλες τούτο Κανακιού και μπήκαμε μέσα, ακουμπισμένο στην γωνιά τούτο νάρθηκα, με τον σφιχτοδεμένο με λινόσχοινο στην μέση του παληόπαλτο, με ανάκατα τα σταχτόχροα γένια του, και εντελώς απρόθυμα τα περισσότερα μαλλιά του, ρερυπωμένα κι' αυτά, να υποταθούν κάτω από' την καλογερική του σκούφια, μονίμως μπερδεμένα και κατακατσιασμένα, πρωτότυπα να προσπαθούν να πλαισιώνουν τον ρυτιδωμένο αλλά συμπαθέστατο πρόσωπό του.

Ξεθωριασμένα, χιλιοτσαγκρούνιστα, στραβοπάτητα και άδετα τα ταλαίπωρα παπούτσια του, πού ακάλτσωτος φορούσε, κι' απορίας άξιο τον πώς μπορούσαν ακόμα, χειμώνες καλοκαίρια τα ίδια, να τον υπακούνε και να συμβαδίζουν.

Είχε στραμμένο τον βλέμμα προς τα κάτω, και ενώ μουρμούριζε ποιός ξέρει τί, φαίνεται πώς είχε στραμμένη την προσοχή του στο ρωσσιστί και τετραφωνιστί άδόμενο μέλος, και κουνούσε ευρύθμως και διάπλατα τα χέρια του σαν μαέστρος σε σκαμνί, διευθύνων πολυμελή, πολυόργανο και πολυφωνική ορχήστρα. Όλοι τον ήξεραν όμως σαν «σαλλεμένο» και γι' αυτό κανείς δεν έδινε προσοχή και σημασία.

Μυστήριο επτασφράγιστο τούτος ό άνθρωπος στην Καρυώτικη μικροκοινωνία. Και να, κι' εγώ δεν ξέρω για ποσοστή φορά, πάλι τον ερώτημα ενώπιων μου: είναι; υπήρξε ποτέ τρελός, ή τον τρελός μας παριστάνει;

Όλοι στις Καρυές έτρεφαν αγάπη και συμπόνια για τον Κώστα, ενώπιων αυτός από κανέναν δεν την ζητούσε. Ξετρύπωνε κάπου, κάπου από' τα λαβυρινθώδη ενδότερα κάθυγρα και βοριόπληκτα εγκαταλελειμμένα Σεραγιώτικα δώματα, προς πολλού χωρίς πορτοπαράθυρα, και τσαλαβουτώντας στις λάσπες και στα χιονόνερα πήγαινε στα Καρυώτικα σπίτια, και πλησίαζε την εξώπορτα όπου νόμιζε και έκρινε από' όλα. Δεν την χτυπούσε. Περίμενε ολόρθος σιγοψιθυρίζοντας τα ακαταλαβίστικα του.

Τον πόσο θα περίμενε, εξαρτιόταν από τον πότε θα άνοιγαν οι νοικοκυραίοι Γεροντάδες, είτε επειδή κάποιος τον είχε άντιληφθή ή επειδή τον επέβαλε ή περίπτωσης ή ή ανάγκη οπότε τού έδιναν ένα κομμάτι ψωμί και ότι προσφάγια βρισκόταν στο «φανάρι». Τότε φυσιολογικώτατα και λογικότατα και με τέλεια άρθρωση έλεγε «ευχαριστώ», έκανε βαθειά υπόκλιση και έπαιρνε τον μονοπάτι της επιστροφής στο καταφύγιο του.

Στα «ευλογείτε» μας, τύχαιναν και φορές πού απαντούσε με τον «ό Κύριος», όπως συνηθίζεται στο Όρος. Δεν μας έκανε όμως ποτέ την χάρι να σταματήσει και ν' ανταλλάξει μαζί μας λίγα λόγια. Εκείνη δέησης ή φήμη, την όποια αρκετοί με επιμονή και ζωηρότητα υπεστήριζαν, ότι ενδεχομένως να είναι «διά Χριστόν σαλός», ήταν πού όχι μόνο έκοβε κάθε διάθεση αστεϊσμού μας μαζί του, αλλά και μας γέμιζε με δέος, οσάκις περνούσε από δίπλα ή από' ανάμεσα μας. Και γινόταν αυτός πολύ συχνά, αφού κοινή ήταν ή αυλή τούτο Σεραγιού και της Άθωνιάδος.

Δεν ήταν λίγες και οι φορές πού σκόπιμα παρεμβληθήκαμε στο διάβα του και κάναμε κινήσεις και διατυπώσαμε παρακλήσεις να μας κάνη την χάρι να 'πή κάτι. Εκείνος αθόρυβα και διακριτικά μας παρέκαμπτε, συνέχιζε να κινεί άτακτα τον ελεύθερο χέρι -με τον άλλο συνήθιος κρατούσε τον μπακράτσι- και να λέει «τα δικά του». Επιταχύνοντας μάλιστα κάπως τον βήμα χανόταν στου Σεραγιού τα δαιδαλώδη και ατέλειωτα ένδον, όπου κάπου άλανθάστως πάντως έβρισκε τον κατάλυμά του.

Στην Άθωνιάδα πάντοτε περίσσευε φαγητό και κάμποσοι του «τάγματος» αλλά και άλλοι άποροι έλυναν τον πρόβλημά τους. Είχαν δώσει «ευλογία» οι Έφοροι και ό Σχολάρχης. Από συμπόνια προτείναμε ό Κώστας, πού ήταν και γείτονάς μας, να μη κοπιάζει και υποφέρει, και δη τον χειμώνα, αναζητώντας τροφή μακριά μας, αφού μπορούσαμε να του προσφέρουμε εμείς. «Ματαιοπονείτε- -είπε ό Σχολάρχης-, Προηγήθησαν άλλοι σε καλή θέληση, αλλά απέτυχαν δεν δέχθηκε» και ό λόγος ήταν, μάλλον επειδή στην Άθωνιάδα... κρεωφαγούσαμε.

Δεν τον είδε ποτέ κανείς, στα φανερά του τουλάχιστον, να κρατάη βιβλίο, να διαβάζη κάτι- αλλά ούτε και θυμήθηκε κάποιος να απουσίασε από Κυριακή ή μεγαλογιορτή από' τον Πρωτάτο. Ένας τρελός, τελείους απομονωμένος και ασυντρόφευτος, χωρίς βιβλία και βοηθήματα, πώς μπορούσε να έχει ημερολογιακή γνώσι, εορτολογική συνείδησι και εκκλησιαστική συμμετοχή;

«Σπάζαμε» τα κεφάλια μας αλλά οι απορίες μας έμεναν αναπάντητες και μεγάλωναν ακόμα περισσότερο όταν τον διαπιστώναμε παρόντα και κατά τις εθνικές επετείους, όπως της 25ης Μαρτίου και της 28ης Οκτωβρίου, κατά τις εκδηλώσεις των όποιων και τις εκφωνήσεις λόγων, έδειχνε τόσο προσεκτικός και σύννους αλλά έβαζε και σε μεγίστη δοκιμασία την ψυχραιμία και την σοβαρότητά μας μόλις αρχίζαμε να ψέλνουμε τον Εθνικό Ύμνο. Γιατί κάθε φορά είσπηδούσε προς τον κέντρο, και αυτοκλήτους και εμφανώς από' όλους, μεταβαλλόταν μάλλον σε επιτυχημένο μαέστρο, αφού κουνούσε τόσο «εκφραστικά» τα χέρια και πρόδιδε γνώσι ρυθμού και μέτρου, φαινόμενο πού ενέβαλλε σε πρόσθετες απορίες...

Βαλθήκαμε με έναν συσπουδαστή μου να εξιχνιάσουμε επί το τελειότερο τα κατ' αυτόν. Επί ημέρες, όταν οι άλλοι έκαναν περίπατο, εμείς «κόβαμε βόλτες» εξωτερικώς και κάτω από' τούς βορεινούς μαντρότοιχους τού Σεραγιού. Ακροποδητί ό δικός μας «περίπατος» και ή αναπνοή μας ακόμα προσεκτική, μη και από

λάθος μας σκιαχτεί τον «ελάφι», όπως λένε οι καλοί κυνηγοί. Κάποιο σύρσιμο ακούσαμε, λουφάξαμε εποχής' αρκετό πίσω από θάμνο και διακρίναμε την μορφή του στο άνοιγμα ενός παραθύρου. Κάτι έλεγε, αλλά δεν ξεχωρίζαμε λέξεις, γιατί ήμασταν αρκετά μακριά. Συγκίνησης όμως μας κυρίεψε όταν τον είδαμε κατακάθαρα να κάνη τον Σταυρό του. Με την ίδια προσοχή απομακρυνθήκαμε από' τον παρατηρητήριο μας και επιστρέψαντες διηγηθήκαμε την επιτυχία μας στον Σχολάρχη.

Ήταν Σάββατο- κι' αφού δεν είχαμε διάβασμα για την άλλη 'μέρα, θελήσαμε να δώσουμε συνέχεια στο θέμα. Σύμφωνος και πρόθυμος σε τούτο και ό Σχολάρχης, αφού κι' εκείνον ή ίδια περιέργεια τον «έτρωγε» εδώ και χρόνια, για τον τί τέλος πάντων ήταν και ποιόν ρόλο έπαιζε ό Κώστας. Είχε ήδη σκοτεινιάσει και επομένως δεν χρειαζόταν και πολλή προσοχή να βρεθούμε άνυποψιάστως γι' αυτόν κάτω ακριβώς από' τον παράθυρο του. Και αντιπροσωπεία ακόμα ακούσει τίποτα θορύβους μας -σκεφθήκαμε- σίγουρα θα μας νομίσει για «θηρία του δρυμού» και επομένως ήσυχος και αμέριμνος θα μείνει.

Και ενώ προσπαθούσαμε να βολευθούμε και να καθίσουμε στων κισσών τον φυλλόστρωμα, πού άρχιζε να απλώνεται και να έρπει από πολύ πιο κάτω μας, να σκαρφαλώνει ύστερα τον μαντρότοιχους και πάνω ακόμα από' τον παράθυρο τούτο Κώστα, κρεμώντας προς εμάς την πλούσια και ασυμμάζωχτη χαίτη του, έκοψε την αναπνοή μας και παρά λίγο και την καρδιά μας ή φωνή του Κώστα- σοβαρά και ευκρινέστατα άρχιζε τον εσπερινό του!...

Ακούγαμε, και δεν τον πιστεύαμε, πώς κατακάθαρα απάγγελνε τον Προιμιακό. Άρχιζε, κατά τον Κυριακοδρόμιο, από' εκείνο τον Σάββατο ό ήχος Γ, και μου πέρασε ή ιδέα πώς αντιπροσωπεία πράγματι σε τρίτο ήχο θα έψελνε τον «Κύριε έκέκραξα» και ενδεδυμένους συνεχεία τα αναστάσιμα στιχηρά, τότε θα έπρεπε να τρελαθώ στην πραγματικότητα εγώ. Και όμως, έτσι εξελίχθητε ό εσπερινός και τα περαιτέρω του. Σε ήχο τρίτο άναυδοι ακούαμε, και μουσικώς αλάνθαστα τα κεκραγάρια, την στιχολογία, τα τροπάρια!... Άποτραβηχθήκα- με ανοιχτότερα για να δούμε προς τα επάνω καλλίτερα. Ούτε λάμπα, ούτε κερί αναμμένο. και τον σκοτάδι ήδη πυκνό. Άρα όλα από μνήμης και από στήθους τα έλεγε. Αυτός, πού ποτέ και κανένας δεν τον είδε να πλησιάσει αναλόγιο και δεν τον άκουσε πουθενά να 'πει ούτε ένα «Κύριε έλέησον»:

«Τω σω σταυρώ Χριστέ Σωτήρ θανάτου κράτος λέλυται...» «Πεφώτιστε τά σύμπαντα τη άναστάσει σου Κύριε...», «Δοξάζω τον Πατρός και του Υιου την δύναμιν και Πνεύ­ματος Άγιου υμνώ την έξουσίαν...»

όλα άπό στήθους καί έμμελώς, ό ευλογημένος· και υστέρα σε αργότερο χρόνο άρχισε τό Δογματικό Θεοτοκίο:

«Πώς μή θαυμάσωμεν τόν θεανδρικόν σου τόκον Πανσεβάσμιε».

Πρόσθετο δέος, άγάπη καί σεβασμό αισθάνθηκα νά εγκαθί­στανται στά βάθη της ψυχής μου γιά τόν Κώστα, καί συνειδητο­ποίησα ότι τό περί αυτόν μυστήριο έπαιρνε πλέον καί άπόκοσμες διαστάσεις. Ενοιωσα όμως καί 'ντροπή γιά τόν έαυτό μου γιατί, καί αν ακόμη τό προσπαθούσα, ποτέ δέν θά κατώρθωνα νά άποστηθίσω όλα τά άναστάσιμα έσπέρια.

Συνέχισε ό Κώστας τό προκείμενο, είπε τό «Καταξίωσον Κύ­ριε» καί «μπήκε» καί στά άπόστιχα...

Οταν αποχωρούσαμε άπ' έκεϊ, ψαχουλευτά σχεδόν καί τοίχο τοίχο, εκείνος έλεγε τό «Νύν απολύεις τόν δούλον σου»· καί τώρα, παρά τήν απόστασι, ευάκουστα, γαλήνια καί οιονεί άγγελικά ενηχούσε στά αυτιά μας, καί γλυκυθυμία χάριζε στις ψυχές μας τό αναστάσιμο απολυτίκιο: «Έφραινέσθω τά ουράνια αγαλλιάσθω τά επίγεια».

Ξένοιαστος ό Κώστας, -ό «τρελλός»- γιά τό ότι έκείνη τήν ώρα κανείς δέν μπορούσε νά είναι κάτω άπ' τό ένδιαίτημά του, καί στραμμένος πρός τόν ιστορικό Λάκκο τοϋ Αδειν καί τήν Καψαλιώτικη ερημιά, άφηνε ελεύθερα νά έκφράζεται ή ψυχή του πρός τόν Σωτήρα Κύριο, καί «εκ βαθέων» νά δοξάζη καί ανυμνή τήν ανάστασι καί τά μεγαλεία Του.

Αναφέραμε λεπτομερώς τά καθέκαστα καί ήταν καί του Σχολάρχου μας ή έκπληξις μεγάλη. Του γνωστοποιήσαμε όμως συγ­χρόνως καί τόν σχεδιασμό μας, πώς σύντομα θά έπιχειρούσαμε επέλασι καί στήν κέλλα του· ξέραμε τώρα ποιά άπ' τις πολλές εκα­τοντάδες είναι καί που του Σεραγίου βρίσκεται, γιά νά κατοπτεύ­σουμε τόν προσωπικό του χώρο καί συμπεράνουμε τις λεπτομέ­ρειες της ένδιαιτήσεώς του.

Βέβαιος εκείνος, γιά τό ότι κλειδαριές οπωσδήποτε δέν θά μας εμπόδιζαν γιατί τό δώμα του καί ό ίδιος δέν τις χρειαζόταν, άλλά κι' εμείς δέν αμφιβάλλαμε γι' αυτό αφού άπ' τό παράθυρο του -όπως παρατηρήσαμε- έλλειπαν τά τζαμλίκια καί μόνο ή «κάσα» στεκόταν στή θέσι της, έδωκε τήν συγκατάθεσι. Μόνο πού συνέστησε μεγάλη προσοχή ώς πρός τήν έπιλογή της ώρας της «επιχειρήσεως». Επρεπε νά βεβαιωθούμε ότι ό Κώστας θά βρισκόταν στίς Καρυές, ή πάντως νά έλλειπε οπωσδήποτε- γιατί θά ήταν σφάλμα, ντροπή καί άδιακρισία, νά ταράξουμε τήν ησυχία του καί νά τόν στενοχωρήσουμε, παρουσιαζόμενοι αγενώς, απροσκλήτως, απροειδοποιήτως καί ανεπιθυμήτως στό καταφύγιο καί ένώπιόν του.

Ενημερώσαμε σχετικώς τον θυρωρό μας, κι' εκείνος δέχθηκε πρόθυμος να κρατεί σκοπιά και «καραούλι» από' την τζαμόπορτα κι' από' τον παράθυρο του- και σε ένα από' τα αμέσως επόμενα απομεσήμερα μας κάλεσε ενδεδυμένους σπουδή για να μας διαβεβαίωση ότι δεν είχε πολύ ώρα πού ό Κώστας βγήκε από' του Σεραγιού την κυρία είσοδο, έκαμε δυτικά και χάθηκε στην δασοπλαγιά. Σίγουρα κατά την Καψάλα θα πήγαινε πρόσθεσε με ικανοποίηση. Οπότε εμείς ορμήσαμε στο αχανές εσωτερικό. Οι, καμιά εικοσαριά τότε, υπέργηροι ΡωσσοΣεραγιώτες έμεναν στα νοτιοδυτικά τούτο κτιριακού συγκροτήματος, πού ήσαν τα πιο υγιεινά και άντεχαν ακόμα. Ούτε μας πήραν είδηση όταν διασχίσαμε τις αυλές και χωθήκαμε στους όλως αντιθέτως κείμενους χώρους.

Μαυρίλες, κάπνες, σκόνες, αράχνες, στους τοίχους, στα περβάζια στις σκάλες των πολλών εκατοντάδων δωματίων. Εδώ και χρόνια, συμμάχησαν άκατοικεσία, εγκατάλειψης και στοιχεία της φύσεως, και βάλθηκαν άσπλαχνος να εξουθενώσουν την πάλαι ποτέ επιβλητικότητα, λαμπρότητα και ρωσική αυτοκρατορική σκοπιμότητα και αλαζονεία.

Κάποια στιγμή με προσεκτικό υπολογισμό προσδιορίσαμε ποιά έπρεπε να είναι ή κέλλα του Κώστα και με λογισμούς θριαμβευτικούς βαδίζαμε προς τα εκείνος για να μπούμε μέσα. Ήταν ήδη Μάιος και παρά ταύτα τον βορεινό και ή υγρασία της σαραβαλιασμένης κόρδας μας πιρούνιαζε τα κόκαλα. Ή πόρτα του καταφυγίου του Κώστα μισάνοιχτη.

'Ήμουν έτοιμος να 'πω τον αγιορείτικο σε τέτοιες περιπτώσεις, «ούτε σκυλί δεμένο δεν μένει εδώ τον Χειμώνα», όταν πατώντας στο κατώφλι και έσπρωχνα την μισόκλειστη πόρτα για ν' άνοιξη διάπλατα- αλλά εκείνη έδειξε πως κάτι δεν συμφωνούσε από πίσω. Την ώθησα δυνατότερα και ή συνέπεια ήταν να πέσω επάνω στον... Κώστα!... Ένα αμήχανο άαα... ξέφυγε από' τα χείλη μου και ένοιωσα να λιώνω από εξουθενωτική καταισχύνη. Ίδια αισθάνθηκε και ό συσπουδαστής μου. Σκέφθηκα ότι έπρεπε να προσπέσουμε στα πόδια του και να του ζητήσουμε αμέσως συγγνώμη, αλλά για αρκετές στιγμές μέναμε άφωνοι και άγαλματωμένοι.

Ύστερα άκολούθησε τον ακόμα πιο απροσδόκητα και αποκαλυπτικό για 'μάς, πού είχε και την συνέπεια να μας άγάγη σε πλήρη αβουλία και αμηχανία:

- Τί με κοιτάτε έτσι; Γιατί δεν προσκυνάτε τις εικόνες;

Στραφήκαμε προς τον ανατολικό τοίχο του δωματίου και είδαμε τέσσαρες μεγάλες εικόνες με ολόσωμους και σε φυσικό ύψος τον Κύριο, την Θεοτόκο, τον Τίμιο Πρόδρομο και τον αρχάγγελο Γαβριήλ. Τα σταυροκοπήματά μας και οι προσκυνηματικές κινήσεις ήταν συνάμα ψυχικός ανασασμός, λυτρωτική διέξοδος, και της ασφυκτιούσης καρδιάς μας μερική έστω ανάταξης και ανακούφισης. Ύστερα πάλι βουβαμάρα εκφωνήσεις μέρους μας, πάλι δυσκολία στην αναπνοή και πολυσφυγμία στις αρτηρίες μας. Μη έχοντας λοιπόν τίποτα άλλο να κάνουμε και να 'πούμε, αρθρώσαμε με άκρα συστολή:

- Να μάς συγχωρέσης Κώστα ήταν απερισκεψία μας. Ευλογείτε.

- Στο καλό, ό Χριστός μαζί σας• πρόφερε. Και ενώ βουβοί απομακρυνόμασταν, είχαμε την αίσθηση ότι πολλά πράγματα βάραιναν επάνω μας, και τα ταβάνια ακόμα βλέπαμε με φοβία, μήπως έπεφταν να μάς πλακώσουν...

Αυτές οι εμπειρίες με έκαναν να τον σέβομαι και να τον ευλαβούμαι πολύ. Πολλές φορές σε άλλες ευκαιρίες και συναντήσεις καθ' όδόν προσπάθησα να τον σταματήσω, να ανταλλάξουμε δύο λέξεις. Τίποτα. Επιτάχυνε σκόπιμα τον βηματισμό, λοξοδρομούσε και μ' απέφευγε, χειρονομώντας άτακτα και προφέροντας τα... «κινέζικά» του.

ΒΙΒΛΙΟΓ. ΠΡΟΣΩΠΑ ΚΑΙ ΔΡΩΜΕΝΑ ΣΤΟΝ ΑΘΩΝΑ.

ΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΡΟΔΟΣΤΟΛΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ

Δεν υπάρχουν σχόλια: