Ο ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΡΟΔΟΣΤΟΛΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ Ο ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ ΑΦΗΓΕΙΤΑΙ….
Μετά από ένα δύο χρόνια, κατά κυριακάτικους εκκλησιασμούς μου σε ένα ναό της επαρχίας των Σερρών, τράβηξε την προσοχή μου μια μαυροφορούσα γριούλα, πού ενώ τα πολλά της χρόνια προ πολλού είχαν κυρτώσει το κορμάκι και αυλακώσει το προσωπάκι της, εκείνη με διπλά τουλπάνια προσπαθούσε να καταστήσει αθέατα μέτωπο, μάγουλα και σαγόνι.
Ρώτησα και με πληροφόρησαν πώς ήταν καλόγρια, πού αφού απέμεινε μόνη σε ορεινό μονύδριο, τα γύρω εμφυλιοπολεμικά διαδραματιζόμενα και το βαθύ γήρας της την ανάγκασαν να το εγκαταλείψει πώς τις μέρες και ώρες πού ή εκκλησία ήταν άδεια μόνο εκείνη κινείτο στους χώρους της, για να διατηρεί τα πάντα καθαρά και σε ευταξία, και πώς κατά παραχώρηση έμενε σε κάποιο όχι πολύ απέχον ταπεινό σπιτοπαράρτημα, πρώην αποθήκη πατρογονικού της αρχοντικού, στο όποιο ευτυχούσαν μακρινοί εξ αγχιστείας συγγενείς της.
Ξύπνησαν μέσα μου οι ενθυμήσεις του φίλου μου και αφού πουθενά στον εγγύς και τον ευρύτερο περίγυρο και ορίζοντα μου δεν «σταύρωνα» καλόγερο, 'θέλησα πλησιάζοντας και ρωτώντας αυτήν να μάθω -μολονότι τον γυναικείο μοναχισμό πως εκπροσωπούσαν- από πρώτη και άμεση πηγή, για τα αιτία και τα κίνητρα εκείνα, πού μπορούν να αποδεικνύονται τόσο δυνατά και ικανά στο να οδηγήσουν κάποιον -και εν προκειμένω κάποια- σε απόφαση οριστικής και ισοβίου αρνήσεως της ωραιότατος και των τρυφηλοτήτων του κόσμου, της αποποιήσεως των ηδονών του γάμου, της ευτυχίας της τεκνογονίας και της θαλπωρής της οικογενειακής ζωής, και άντ' αυτών όλων να περιβληθεί την κατάμαυρη ενδυμασία, να ασπαστεί ενόρκως την εγκράτεια σε όλα και την δύσκολη αγαμία, και να θεωρήσει επίγειο προορισμό του τον περιορισμό σε καστροπερίβλητη μάνδρα, για να προσεύχεται στο Καθολικό της «έπτάκις της ημέρας» (Ψαλμ. 118, 164) και αρκετές ώρες επί πλέον στην απόλυτη σιγή και αφωνία της προσωπικής του (της) κέλλας.
Της απέκρυψα τον πόνο για τον φίλο μου, γι' αυτό και παραξενεύτηκε για τα ερωτήματα μου.
'
- Τί τα θέες εσύ αυτά, παιδί μου- παλικαράκι της εποχής και στον καιρό σου είσαι, καλά κάνεις πού εκκλησιάζεσαι, χαίρομαι πού πλησιάζεις και το αναλόγιο, αλλά αυτά για τα όποια ρωτάς μάλλον δεν είναι για σένα είναι πολύ δύσκολα, ακατανόητα για τούς πολλούς και αφορούν νέους και νέες και γενικώς ανθρώπους άλλου χαρακτήρος και ειδικών πνευματικών ενδιαφερόντων και εφέσεων. Ανθρώπους πού κάνει ειδικό έλεος και ιδιαίτερη χάρι ό
Χριστός να τους καλέση και να τούς συμπαρασταθη να περάσουν απέμεινε' την «στενή πύλη» και να τούς ενισχύσει να βαδίσουν με μεγάλο σταυρό στην πλάτη και στην ψυχή την «τεθλιμμένη οδό» (Ματθ. 7,14) πού οδηγεί στην αιώνια ζωή και στην συμβασιλεία μαζί Του. Εσύ να «κοιτάς» τα μαθήματά σου, να φροντίζεις να είσαι ευλαβής και σεμνός, και να είσαι βέβαιος πώς θα σε βοηθήσει ό Θεός να επιτύχεις στην ζωή σου.
Εμένα όμως άλλο με ένοιαζε, και την θερμοπαρακάλεσα, περίπου την πίεσα, για να επιτύχω τον σκοπό της επισκέψεως μου στην κέλλα της, πού πέρα απέμεινε' το ξυλοκρέβατο με την τσέργα, τα πολλά εικονίσματα στον τοίχο με αναμμένο εμπρός τους το καντήλι, αρκετά βιβλία σε ράφια αποθήκη την άλλη μεριά, μια ραπτομηχανή στον αποθήκη εδώ χώρο με καρέκλα εμπρός της στην οποία καθόταν ή ίδια και ένα παλιομπαούλο στην προέκταση του καναπέ πού καθόμουν εγώ, τίποτα άλλο δεν έβλεπα πού να κινούσε την προσοχή και να ανασκάλευε την περιέργειά μου.
Ενέδωσε στην παράκληση μου. Εξ αρχής μου άρεσαν τα διηγούμενα. Σαν να έμοιαζαν με παραμύθι. Ταρακουνήθηκαν όμως τα εντός μου μόλις ήκουσα ότι κλείσθηκε σε Μοναστήρι ως δόκιμη στα 18 (δέκα οκτώ) της και έκάρη μοναχή στα 20 (είκοσι). Δεν είχε περάσει τέτοια υπόθεσης απέμεινε' τον νου μου. Νόμιζα πώς στα γεράματά της φόρεσε τα ράσα και το σχήμα.
Την αντίκρισα προσεκτικότερα και δυνάμωσε ακόμη πιο πολύ ή ανόσια εκδοχή μου πώς τούτο το οικτρό κατάντημα τού θήλεος και του γυναικείου φύλλου ποτέ δεν θα μπορούσε να έχει σχέση με εξανθούσα νεάνιδα, με χαρίεσσα κόρη να παρέθιγε ενδιαφέρον αρρένων, να κατηξιούτο ιερολογίας γάμου και οδών επιθαλαμίων.
Όχι! Τούτο το τρεμόεν και βακτροστηριζόμενο σώμα δεν μπορούσε να είχε ποτέ έννοια ωραιότατος και ιδέα κάλλους. Τούτο το πλάδον, χαύνων και ρυτιδοβριθές και εξ ευγενείας και φιλανθρωπίας μόνο μόλις ανεκτό σε θέα πρόσωπο, ή το δυνατόν να είχε γνωρίσει και εποχή πού να ήταν λείο, καλλιπάρειο, ευειδές, και επομένως να εδικαιούτο να ερωτεύεται, να ανδροποθή και να ανδροποθήται;
Οι κατέναντι εικόνες και ό μεγάλος Σταυρός στο «σχήμα» πού φορούσε μ' έκαναν να ιδρώσω από ντροπή γι' αυτά πού απρόσκλητα κατέφθασαν στο μυαλό μου, και ομολογώ πώς μολονότι κατέβαλα τεράστια προσπάθεια για να συγκεντρωθώ και δώσω την δέουσα προσοχή στα άγια λεγόμενά της, δύσκολα αραίωνε ή πύκνωσί τους και ακόμη πιο δύσκολο μου γινόταν το διώξιμο και το ξεμάκρυνα τους, για να πάνε στ' ανάθεμα, όπου τάστελνα συνεχώς και ολοψύχως.
Πρωτάκουστος τόνος φωνής και ένηχήσεως, και προ πάντων πρωτάκουστο το περιεχόμενο και το νόημα των λεγομένων. Καμιά σχέσης και συγγένεια με εκείνων των κατηχητών μου...
Κάθε πού έβαζε στο στόμα της το όνομα του Χριστού έκανε τον σταυρό της. Το ίδιο έκανε και όταν σε κατοχύρωση των λεγομένων της, για κλήση, για αυταπάρνηση, για άσκηση, για θέωσι, επικαλείτο και εξέφερε αυτολεξεί λόγια του Ευαγγελίου. Και κάθε τόσο τόνιζε την πραγμάτωση των από αγίους πατέρας, πού έζησαν και διέπρεψαν στάς έρημους και στα κοινόβια Αντώνιο, Αρσένιο, Παχώμιο, Θεοδόσιο, αλλά και από ίεράρχας πού τις εμπειρίες της ασκήσεως των τις μετέφεραν και τις μετέδωσαν προς κατά το δυνατό βίωση και μέσα στις πόλεις απέμεινε' τούς ποιμαινομένους των, όπως Μέγα Αθανάσιο, Μέγα Βασίλειο, ιερό Χρυσόστομο, Γρηγόριο Παλαμά, τις επί μέρους διδασκαλίες των οποίων φαινόταν πώς γνώριζε και αποφθέγματα αρκετών αυτολεξεί εξέφερε. Καθώς δεν είχα μεσάνυχτα από τέτοια έμενα κατάπληκτος και βουβός.
Επί του προσωπικού της άρθρωνε συλλογισμούς και προτάσεις πού δεν μπορώ να πω πώς τις καλοκαταλάβαινα. Ένηχούσαν ευαρέστως, αλήθεια, στα αυτιά μου, αλλά καταλάβαινα πώς, παρά την θέληση μου, απέμεινε' την κατάσταση και διάθεση του γρηγορούντες με μετέφεραν στην του όνειρόντος. Εντυπωσίαζαν και εύφραιναν την ψυχή μου, πόρρω όμως απείχαν από του να πείσουν και υποτάξουν την λογική μου. Κάτι περί θείου έρωτος, κάτι περί «οσμής μύρων υπέρ πάντα τα αρώματα», κάτι «διά τούτο νεάνιδες ήγάπησάν σε» και «ότι τετρωμένη αγάπης εγώ»... (Θα περνούσε αρκετός καιρός, θα επήρχωντο ριζικές μεταβολές και στα κατ' εμέ για να γνωρίσω ότι τα ρητά ήταν παρμένα απέμεινε' τα πρώτα κεφάλαια του Άσματος ασμάτων της Παλαιάς Διαθήκης)...
Για μια στιγμή βλάσφημος λογισμός πέρασε απέμεινε τον νου μου- γιατί νόμισα πώς της γιαγιάς -έτσι την εξελάμβανα και την προσφωνούσα αφού είχα πλήρη άγνοια των ορθών και κατά οφίκια και τάξεις καθιερωμένων προσφωνήσεων των μοναχών και των μοναζουσών- της «ήρθε» γεροντικός παραλογισμός και παραλήρημα και ασυνείδητα εξηγόρευε μυστικό της νεότητας της μάλλον τον έρωτά της για συγκεκριμένο νέο, πού δεν μπόρεσε τελικώς να τον υπανδρευθη και μη έπιθυμήσασα να σχετισθη και αγαπήσει άλλον, μούντζωσε πεισμόνως όλα τα εγκόσμια, και προτίμησε την εν αγνότητα ισόβιο αφιέρωση της στον Χριστό- στον «ουράνιο νυμφίο»... της, όπως τον απεκάλεσε, πράγμα πού μ' έκανε να ντραπώ για λογαριασμό της. Τόσο μου «έκοβε» τότε!...
Καθώς μιλούσε, πότε πότε επανέφερε και κάλυπτε το μοναχικό «σχήμα» της με τις έμπροσθόμπαντες του ράσου, πού όλο γλιστρούσαν και ξέφευγαν προς τα πλάγια και φανέρωναν όλο το μέγεθος του Σταυρού, τα σύμβολα του Πάθους, το ΙΣ ΧΣ ΝΙ ΚΑ, και κάποια άλλα γράμματα, πού τα έβλεπα ως πολύ περίεργα, γριφώδη και μύστηριοσήμαντα, όλα κεντητά επιμελώς και στικτά εντόνως. Καλά έκανε και τα σκέπαζε. Χαλούσαν την διάθεση μου. Μου θύμιζαν σάβανα, κηδείες, νεκροφόρες, μνήματα και καθώς το βλέμμα μου άθελα έπεφτε σ' εκείνη την προς την βάσι του Σταυρού λίαν αποκρουστική νεκροκεφαλή με τα κόκαλα από κάτω, ρίγη μ' έπιαναν από αποστροφή και βδελυγμία...
- Σαν πολύ μεγάλο μου φαίνεται τον κομπολόγι σου, γιαγιά, είπα σε μια στιγμή έτσι για να αλλάξουμε Θέμα. Υπέθεσα πώς το έκρινε αναγκαίο και χρήσιμο, να το κρατά στο χέρι, όπως οι γέροι στο καφενείο, πού όταν βαριούνται να συζητάνε τα χιλιοειπωμένα, γέρνουν το κεφάλι στο πλάι και κοιτάζουν τις κιτρινόχαντρες. Αρέσκονται να ακούνε το τακ - τακ τους, άμολώντας τες μια μια προς τα κάτω, και διασκεδάζουν έτσι την βαριεστημάρα της στερνοζωης τους και την ανία απέμεινε' τις ώρες πού γι' αυτούς εύκολα δεν περνούν...
- Κάνεις μεγάλο λάθος, παιδί μου. Δεν είναι κομπολόγι. Καμιά σχέση δεν έχει μ' αυτό. Το κομποσκοίνι μου είναι- -ήταν ή πρώτη φορά στην ζωή μου πού άκουσα το όνομά του- πολύτιμο εξάρτημα μου είναι, και ιερό όσο το ράσο και το σχήμα μου. Δεν είναι σύμβολο αργίας και σκοτωμού του χρόνου. Αλλά μέσον προσευχής κατά το δυνατό αδιάλειπτου. Κάθε κόμπος του και μια επίκλησης είναι του Ονόματος και του ελέους του Ιησού Χριστού και της βοηθείας της Παναγίας Μητρός Του, και όποιος λέγει κάποιος ιερός συγγραφεύς πού ασκήτευε στην έρημο του Σινά, τον όποιο ή Εκκλησία μας τον εορτάζει ως άγιο, είναι το όπλο και το μαστίγιο μου κατά του Σατανά («Ιησού Ονόματι μάστιζε πολεμίους». αγχιστείας. Ιωαν. Κλίμακος).
Παρατήρησα, πώς οι φάλαγγες των λεπτούλικων, ως ένεκα των νηστειών γενικής ισχνότατος της, δακτύλων των χεριών της είχαν μια αφύσικη και τόσο παραμορφωτική κλίση προς τα έξω, πού με τις αντίστοιχες των των καρπών, πού κι' εκείνες εύκολα μετριούνταν, λες και σχημάτιζαν ανάποδα επάλληλα εισαγωγικά (»» ««) και να, κάτι σκουροκαρούμπαλα στα γωνιάσματά των.
(Μετά από χρόνια θα μάθαινα ότι αυτά παθαίνουν και τέτοιους ρόζους βγάζουν όσοι μοναχοί τις εκατοντάδες των «στρωτών» γονυκλισιών του κανόνος των τις κάνουν με γρόνθιο στηριγμό και άντώθησι στο πάτωμα και όχι με το μέσα μέρος των παλαμών των).
Ήρθε ή ώρα να φύγω. Όταν ευχαριστώντας την χαιρέτισα
και δρασκέλιζα το κατώφλι, - Στάσου λίγο• -πρόλαβε να πρόσθεση, και ξεχωρίζοντας ένα βιβλίο απέμεινε' εκείνα των ραφιών, μου το επεχείρησε λέγοντας- να, πάρε κι' αυτό νομίζω πώς θα σε κατατόπιση πληρέστερα στα του μοναχισμού και θα σε βοηθήσει στις απορίες σου, για το γιατί και πώς κάποιος εγκαταλείπει τα του κόσμου και προτίμα να ζήση μακρύ ά των.
Το πήρα αναντιρρήτως και μόλις άρχισα το βάδισμα έριξα μια ματιά στο εξώφυλλο- Αρχιμανδρίτη Φιλόθεου Ζερβάκον, Ό 'Οδοιπόρος, Αθήναι 1947. Το έβαλα κάτω απέμεινε' την μασχάλη και επιτάχυνα το βήμα...
Από εκείνη την ή μέρα της επισκέψεως μου στην Γερόντισσα και μετά απέμεινε' το διάβασμα κι' εκείνου του βιβλίου, πού ήταν το πρώτο απέμεινε' το όποιο έμαθα λεπτομερέστερα πράγματα για την αναχώρηση και τον μοναχισμό, επί μήνες, έντονα στροβίλιζαν στις σκέψεις και στον νου μου λογισμοί παντοίοι για την ύπαρξη μου, για τον σκοπό της ζωής, για τον προορισμό της δικής μου, για τις συναναστροφές μου, για τον Χριστό, για το Ευαγγέλιο Του, για την ψυχή μου, για την Εκκλησία Του, για το δίκαιο, για το άδικο, για την αρετή, για την αμαρτία, για το έργο του διαβόλου, για την σωτηρία, για την μέλλουσα κρίσι, για την αιώνιο ζωή.
Με κατέθελγε όμως και με κατασαγήνευε ό ηρωισμός της «γιαγιάς», να μιμηθή του Αβελ την θυσία και να κατάθεση προ των ποδών του Κυρίου ώσπερ σφάγιο προς όλοκαύτωσι ολόκληρο το ψυχοσωματικό είναι της («από των πρωτοτόκων των προβάτων» (Γέν. 4, 4)) τις χαρές, τις επιθυμίες της και τα όνειρά της, και δη απέμεινε' τις απαρχές και τις χρυσαυγές της επί γης υπάρξεως της απέμεινε'
την δροσοβόλο άνοιξη της, απέμεινε' της νιότης της την εύανθία, εύθαλία, ώραιότητα και ζωτικότητα. Δεν έκανε... εξωσωματική και έξώψυχη, όπως ό Κάϊν, προσφορά, από κληρονομηθέντα, δηλονότι, ή έστω μοχθαποκτηθέντα περιουσιακά στοιχεία («από των καρπών της γης θυσίαν τω Κυρίω» (αυτόθι στίχ. 3).
Απέμεινε' της ζωής της τα πολλά συνολικώς χρόνια δεν αφιέρωσε στον Κύριο, όπως αδικώντας την νόμισα, μόνο τα γιαγιάδικα, τα ανενεργά και άχρηστα, τα της άστιλπνίας και συρικνότητος, του μαρασμού και της καταστολής και των οσμών και των θρήνων των προθανατίων. Όλα της στον Χριστό τα αφιέρωσε. Του Θεού ήταν, ασφαλώς, αλλά σ' αυτόν τα έπανεπέστρεψε έγκαιρους και προτού τα βασκάνει ό διάβολος και τα βεβηλώσει ή ανθρώπινη ματαιοδοξία και αναισχυντία.
Ή και προτέρων λοιπόν, αιδήμων, αγνή, θεοφιλής και ευχόμενη, «μέτρησε» από αφιερώσεως και κουράς της εξήντα τόσο χρόνια ζωής καθαράς μεν και Άγίω Πνεύματι λελαμπρυσμένης, αυτόχρημα όμως μαρτυρικής και εσταυρωμένης εν μέσω πειρασμών, στερήσεων, αγώνων και σκυλοδρομιών, από ολοκληρωτική υπακοή στους λόγους του Κυρίου και για την αγάπη Του [«διό τους λόγους των χειλέων σου εγώ εφύλαξα οδούς σκληρός» (Ψαλμ. 16, 4)].
Τόσο σοβαρά τα έλαβα όλα τούτα υπόθεσης' όψιν μου, ώστε πολύ σύντομα και πικρά μετανοιωμένος για τα πρότερος διανοηθέντα μου για την αγνή, ταπεινή και με ποιός ξέρει πόσες άλλες αρετές αφανώς για ανθρώπους στολισμένη γιαγιά, να την τοποθετήσω πολύ ψηλά στην συνείδηση μου, να θαυμάσω επαξίως τα ούρανόστεπτα γεράματά της, να συμπαθήσω πολύ τις ρυτίδες του προσώπου της και να αγαπήσω ιδιαιτέρως τα ροζιασμένα στραβοδάκτυλά της. Αιωνία της ή μνήμη!...
ΒΙΒΛΙΟΓ. ΠΡΟΣΩΠΑ ΚΑΙ ΔΡΩΜΕΝΑ ΣΤΟΝ ΑΘΩΝΑ.
ΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΡΟΔΟΣΤΟΛΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου