Είπα στον γέροντα ασκητή τον εβδομηκοντάρη,
που κυματούσε η κόμη του σαν πασχαλιάς κλωνάρι:
Πες μου, πατέρα μου, γιατί σε τούτη ‘δω τη σφαίρα
αχώριστα περιπατούν η νύχτα και η μέρα;
Γιατί, σαν να ‘σαν δίδυμα, φυτρώνουμε αντάματ’ αγκάθι
και το λούλουδο, το γέλιο και το κλάμα;
Γιατί στην πιο ελκυστική του δάσους πρασινάδασκορπιοί φωλιάζουν
κι όχεντρες και κρύα φαρμακάδα;
Γιατί, προτού το τρυφερό μπουμπούκι ξεπροβάλει
και ξεδιπλώσει μπρος στο φως τ’ αμύριστά του κάλλη,
μαύρο σκουλήκι έρχεται, μια μαχαιριά του δίνει
κι ένα κουρέλι άψυχο στην κούνια του τ’ αφήνει;
Γιατί αλέτρι και σπορά και δουλευτάδες θέλει
το στάχυ, ώσπου να γενή ψωμάκι και καρβέλι
και κάθε τι ωφέλιμο κι ευγενικό και θείο
πληρώνεται με δάκρυα και αίματα στο βίο,
ενώ ο παρασιτισμός αυτόματα θεριεύει
κι η προστυχιά όλη τη γη να καταπιή γυρεύει;
Τέλος, γιατί εις του παντός την τόση αρμονία
να χώνεται η σύγχυσι κι η ακαταστασία;
Απήντησε ο ασκητής με τη βαρειά φωνή του
προς ουρανούς υψώνοντας το χέρι το δεξί του:
Οπίσω από τα χρυσά εκεί επάνω νέφη
κεντά ο Μεγαλόχαρος ατίμητο γκεργκέφι (=κέντημα).
Κι εφόσον εις τα χαμηλά εμείς περιπατούμεν
την όψι την ξανάστροφη, παιδί μου, θεωρούμε.
Και είναι άρα φυσικό λάθη ο νους να βλέπη
εκεί που να ευχαριστή και να δοξάζη πρέπει.
Πρέπει σαν Χριστιανός να έλθη η ημέρα
που η ψυχή σου φτερωτή θα σχίση τον αιθέρα
και του Θεού το κέντημα απ’ την καλή κοιτάξης
και τότε... όλα σύστημα θα σου φανούν και τάξις!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου