Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Τετάρτη 29 Δεκεμβρίου 2021

Ο γέροντας των εσχάτων καιρών Για το μεγαλόσχημο ηγούμενο Αμφιλόχιο, τον ασκητή του Ποτσάεβ Στανισλάβ Μινακόβ

 


Στην Αρχιερατική Σύνοδο της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, που πραγματοποιήθηκε το Φεβρουάριο του 2016, αποφασίστηκε η αγιοκατάταξη τριάντα τριών τοπικών Αγίων και, από τότε, τα ονόματά τους συμπεριλαμβάνονται στα Μηναία της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας. Σε αυτήν την πνευματοφόρα σειρά βρίσκουμε και το όνομα «του ευάρεστου στο Θεό γέροντα των εσχάτων καιρών», του μεγαλόσχημου ηγουμένου Αμφιλοχίου (Γκολοβατιούκ), που κοιμήθηκε 50 χρόνια πριν. Δηλαδή, πρόκειται για σχεδόν σύγχρονο με μας.

 

Όσο εκπληκτικό και να είναι που συνειδητοποιούμε ότι μεγάλοι πνευματικοί ασκητές ζούσαν και ζουν ανάμεσά μας, τους αμαρτωλούς και πολυπράγμονες, άλλο τόσο πλούσιο είναι το έλεος του Θεού να γεννιούνται και να ασκητεύουν, και στη σύγχρονη εποχή, στη χώρα μας, διορατικοί και ιαματικοί πατέρες, με τις πρεσβείες και τις πράξεις των οποίων θα σωθεί, ίσως, όλος ο λαός.

 

Ο ίδιος ο παππούλης Αμφιλόχιος έλεγε: «Στην πόλη, οι πραγματικοί πιστοί είναι δέκα, και στο χωριό δυο-τρεις». Αυτά τα λόγια μπορούμε να τα συνδέσουμε και με τον ίδιο τον ασκητή και με όλη την ενάρετη ζωή του, που είχε ξετυλιχθεί μπροστά στους κατοίκους του Ποτσάεβ και των γύρω χωριών. Εδώ ζουν Μαλορώσοι (малороссы), δηλαδή Ρώσοι, που είναι ενορίτες της Ουκρανικής Ορθόδοξης Εκκλησίας του Πατριαρχείου της Μόσχας, και που, μερικά χρόνια πριν, με συμμετοχή πενήντα χιλιάδες πιστών, είχαν υποδεχτεί τον Πατριάρχη Μόσχας και πασών των Ρωσιών κ.κ.Κύριλλο, στη Λαύρα του Ποτσάεβ.

 

Όσο ζούσε, ο γέροντας είχε γίνει γνωστός από το γεγονός ότι εκδίωκε τα δαιμόνια. Πολλοί τον επισκέπτονταν για να ζητήσουν βοήθεια. Όλοι τον θυμούνται ως παππούλη Ιωσήφ. Στη διάρκεια της ζωής του, είχε αλλάξει τρείς φορές το όνομά του: στην αγία βάπτισή του πήρε το όνομα Ιακώβ, προς τιμήν του μάρτυρα Ιακώβ του Πέρσου. Με το όνομα Ιωσήφ εκάρη μοναχός, και, στο τέλος της ζωής του, εκάρη μεγαλόσχημος με το όνομα Αμφιλόχιος.

 

Η απόφαση της αγιοκατάταξης του μεγαλόσχημου γέροντα του Ποτσάεβ Αμφιλοχίου (Γκολοβατιούκ) στη χορεία των Αγίων είχε παρθεί στις 23 Απριλίου του 2002, από τη Σύνοδο της Ουκρανικής Ορθόδοξης Εκκλησίας. Το τυπικό της αγιοκατάταξης τελέστηκε με πλήθος κόσμου, στον καθεδρικό Ναό της Κοιμήσεως της Θεοτόκου της Λαύρας του Ποτσάεβ, στις 12 Μαΐου του 2002.

 

 

Υπάρχει φωτογραφία που, την ώρα της αγιοκατάταξης του Αγίου, αποθανατίζει στον ουρανό, πάνω από τη Λαύρα, δύο σταυρούς από σύννεφα. Για μια ώρα οι πιστοί παρακολουθούσαν το σημάδι από λευκό σύννεφο που δεν άλλαζε σχήμα με το φύσημα του ανέμου. Οι προσκυνητές έλεγαν: «Να, τώρα θα είναι δύο, ο παππούλης Ιώβ και ο παππούλης Αμφιλόχιος».

 

Στη διάρκεια του τυπικού της αγιοκατάταξης, τη στιγμή που άρχισαν να ψέλνουν για πρώτη φορά το «Μακαρίζομέν σε…», μέσα στο πλήθος δεκάδων χιλιάδων προσκυνητών, που είχαν έρθει για την αγιοκατάταξη, βρέθηκαν δεκάδες δαιμονισμένοι που έκαναν τέτοια φασαρία, σε σημείο που ορισμένες φορές κάλυπταν την τεράστια μοναστική χορωδία και τους ήχους της καμπάνας.

 

Να σημειώσουμε ότι ο Όσιος Ιώβ, κατά κόσμον Ιβάν Ζελέζο, «ηγούμενος του ιερού όρους Ποτσάεβ», που έζησε 101 χρόνια, πεντακόσια χρόνια πριν, αντιστεκόταν στιβαρά και με σθένος εναντίον της επέλασης των ουνιτών, και τώρα αναπαύεται κοντά στο σπήλαιό του στο ιερό όρος. Από το 2002, κοντά του αναπαύονται και τα τίμια λείψανα του Οσίου Αμφιλοχίου.

 

Η Λαύρα του Ποτσάεβ είναι ένα από τα πνευματικά στίγματα στο πολιτισμικό ρήγμα Ανατολής και Δύσης στην Ευρώπη. Επομένως, πολυτιμότερες και ουσιαστικότερες είναι οι αγώνες και οι επιτυχίες των ηρώων της αντιδυτικής αντίστασης που εκδηλώθηκε εδώ, τόσο από τη μεριά των χιλιάδων ανώνυμων, όσο και από τη μεριά των δύο Αγίων του Ρωσικού κόσμου, του Οσίου Ιώβ και του Οσίου Αμφιλοχίου του Ποτσάεβ.

 

Όπως χαρακτηριστικά διευκρίνισε ο γνωστός Ρώσος εκκλησιαστικός συγγραφέας και προσκυνητής, Α.Ν.Μουραβιόβ, την πρωταρχική ιστορία του Όρους Ποτσάεβ πρέπει να την αναζητήσουμε «όχι στο ύψος του βράχου του», αλλά στο βάθος των σπηλαίων του.

 

Ανακαλώ στη μνήμη μου τις προσκυνηματικές σημειώσεις μου του Αυγούστου του 2004: «Στο σπήλαιο, όπου αναπαύονται τα λείψανα των δύο στυλοβατών του Ποτσάεβ, του Οσίου Ιώβ και του Οσίου Αμφιλοχίου, οδηγεί μακρύς δρόμος με κολώνες, οι οποίες είναι διακοσμημένες με παραστάσεις Αγίων εν τη γη της Ρωσίας διαλαμψάντων. Η σειρά ξεκινάει από την Αγία Ισαπόστολη Όλγα, ακόμα και από τους προκατόχους της, τους μάρτυρες Θεόδωρο και Ιωάννη, και τελειώνει με τους Αγίους του 19ου και του 20ου αιώνα, τον Όσιο Σεραφείμ του Σαρώφ και τον Άγιο Ιεράρχη Νικόλαο της Ιαπωνίας.

Η είσοδος στο σπήλαιο του Ιώβ γίνεται μέσα από το μικρό άνοιγμα στο βράχο, που φαίνεται να έχει μέγεθος που κάνουν δύο γροθιές. Στην πραγματικότητα, δεν είναι και κατά πολύ μεγαλύτερο. Στην αρχή, δεν καταλαβαίνεις, πώς μπορεί να γλιστρήσει προς τα εκεί ένας ενήλικας. Αλλά, χώνεσαι και βουτάς σε πλήρες σκοτάδι. Με το κεφάλι κάτω και τα χέρια μπροστά. Η αναπνοή σπάει, το στήθος σφίγγεται καθώς σέρνεσαι στο σκοτάδι, η καρδιά πάει να σπάσει από το άγνωστο, τόσο που είναι σαν να θέλει να βγει. Αόρατος διάκονος σε κρατάει και σε στηρίζει μέσα. Ψαχουλεύεις την εικόνα, την ακουμπάς με τα χείλη, με το ζόρι συγκεντρώνεσαι για να πεις τρείς προσευχές.

 

Η αίσθηση που έχεις στο προσευχητικό σπήλαιο του Οσίου Ιώβ είναι λες και έχεις πέσει στο χέρι του Κυρίου, σε έχει σφίξει, σαν το κομμάτι τυρί και σε έχει στραγγίξει για να σου βγάλει τα όποια περιττά και σε επιστρέφει ξανά στον πραγματικό κόσμο.

 

Έχεις άμεση, πλήρη, ξεκάθαρη αίσθηση ότι βρίσκεσαι ενώπιον του Προσώπου του Κυρίου, σε υψηλό σκαλοπάτι εγγύτητας στο Θρόνο Του.

 

 

Ω, η χαρά της περιέργειας! Οι μοναχοί δεν επιτρέπουν να μιλάς σε κανένα για το τι βλέπεις στην πραγματικότητα στο σπήλαιο. Και εγώ δε θα μιλήσω. Θα πω μόνο ότι πρόλαβα να διακρίνω την εικόνα που βρίσκεται στη κόγχη: τον Όσιο Ιώβ να προσεύχεται στην Υπεραγία Θεοτόκο του Ποτσάεβ. Προσεύχεται μαζί με τον καθένα που μπαίνει στο σπήλαιο»…

 

* * *

 

Ο Άγιος Αμφιλόχιος, όσο μπορούσε, τη μια με τη σαλότητα, την άλλη με την απλότητά του, έκρυβε από τα μάτια των άλλων τους περισσότερους από τους αγώνες που έκανε στο όνομα του Κυρίου. Ωστόσο, τα ψίχουλα που δεν μπόρεσε να κρύψει δείχνουν τι ποιμένας και πόσο θαυματουργός ιαματικός γέροντας ήταν.

 

Ο Ιακώβ (ο Όσιος Αμφιλόχιος) γεννήθηκε στις 27 Νοεμβρίου του 1894, στο χωριό Μάλαγια Ιλόβιτσα, στην περιοχή Τερνοπόλ. Ο πατέρας του, Βαρνάβας Γκολοβατιούκ, είχε αποκτήσει 10 παιδιά. Ήταν τεχνίτης και αναλάμβανε οποιαδήποτε δουλειά, έφτιαχνε ρόδες, τακάκια, ακτίνες για τις ρόδες και έλκηθρα. Η μητέρα του Ιακώβ, Άννα, ήταν θεοφοβούμενη γυναίκα που «αγαπούσε τον Ναό του Θεού και την προσευχή». Ο Βαρνάβας ήταν πολύ καλός χειροπράκτης και όταν ο Ιακώβ ήταν νεαρός βοηθούσε τον πατέρα του να σηκώνει τους αρρώστους στα πόδια τους, να αποκαθιστά τη σπονδυλική στήλη, να θεραπεύει κατάγματα.

 

Το 1912, ο Ιακώβ Γκολοβατιούκ είχε κληθεί στον Αυτοκρατορικό στρατό. Στη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, υπηρετούσε στο 165ο σύνταγμα τυφεκιοφόρων, στην πόλη Λουτσκ, και στη συνέχεια, μαζί με το σύνταγμά του, είχε σταλεί στην πόλη Τομσκ. Οι βιογράφοι αναφέρουν ότι πρώτα υπηρέτησε στο ιατρικό κέντρο, στη Σιβηρία, όπου ο νεαρός στρατιώτης εκτελούσε χρέη νοσηλευτή. Στη συνέχεια, πήγε στο μέτωπο, όπου συνάντησε πρόσωπο με πρόσωπο τη ζωή και το θάνατο, όπου οι καλύτεροι φίλοι σκοτώνονταν στις εχθροπραξίες. Μετά, τον πήραν αιχμάλωτο.

 

Οι Γερμανοί τον έστειλαν στις Άλπεις, όπου ο Ιακώβ δούλεψε για τρία χρόνια σε έναν αγρότη. Ο Ιακώβ εκτελούσε όλες τις δουλειές με μεγάλη προθυμία και χριστιανική υπακοή, και με αυτό απόκτησε την εμπιστοσύνη και την αγάπη του αφεντικού του, σε σημείο που σκόπευε να τον παντρέψει με την κόρη του.

 

Όμως, ο νεαρός, που νοσταλγούσε τα πατρώα μέρη, το 1919, πραγματοποιεί την ενδόμυχη επιθυμία της καρδιάς του και δραπετεύει. Με τη βοήθεια καλών ανθρώπων περνάει τα σύνορα και επιστρέφει στο χωριό του.

 

Όταν επέστρεψε από το στρατό, ο Ιακώβ αποφάσισε να παντρευτεί και πήγε στον ιερέα της ενορίας για ευλογία. Αλλά εκείνος του είπε να πάει στη Λαύρα του Ποτσάεβ, επειδή εκεί είναι η θέση του.

 

Για επτά χρόνια, ο Ιακώβ ήταν δόκιμος, και στις 8 Ιουλίου του 1932 εκάρη μοναχός με το όνομα Ιωσήφ. Ολοκλήρωσε τον πλήρη κύκλο σπουδών της Ιερατικής Μοναχικής Σχολής στη Λαύρα του Ποτσάεβ.

 

Ο πατήρ Ιωσήφ έκανε διάφορες δουλειές και διακονήματα, ωστόσο, έγινε γνωστός ως χειροπράκτης που δεν έπαιρνε χρήματα. Η ροή των δεινοπαθούντων δεν σταματούσε όλο το εικοσιτετράωρο. Συχνά, στο δρόμο υπήρχαν σε αναμονή μέχρι και εκατό άμαξες. Ο καθηγούμενος είπε στον Ιωσήφ: «Είσαι καλός μοναχός. Αλλά εξαιτίας σου δεν ησυχάζει η αδελφότητα». Και ευλόγησε τον πατέρα Ιωσήφ να εγκατασταθεί σε εκκλησάκι στο νεκροταφείο της μονής.

 

Εκεί έζησε είκοσι χρόνια.

 

Δεχόταν κάθε μέρα μέχρι και πεντακόσια άτομα που επιζητούσαν θεραπεία, κάποιοι σωματική και άλλοι πνευματική. Έλεγε: «Ξέρω ποιος έρχεται σε μένα, πού πονάει και πόσο είναι να ζήσει».

 

Οι ντόπιοι διηγούνται ότι στη διάρκεια του Μεγάλου Πατριωτικού Πολέμου πήγαιναν στον διορατικό Αμφιλόχιο γυναίκες και τον ρωτούσαν αν θα επιστρέψει ο άντρας τους από τον πόλεμο. Μερικές φορές ευλογούσε και έλεγε: θα έρθει, θα έρθει. Και μερικές φορές έλεγε: Μην κλαίς, δε θα έρθει. Και πάντα επαληθεύονταν.

 

 

Ο παππούλης είχε και το χάρισμα να εκδιώκει τα δαιμόνια. Σε αυτόν έφερναν δαιμονισμένους από τις πιο απομακρυσμένες δημοκρατίες της Σοβιετικής Ένωσης. Τους δαίμονες τους έβλεπε ζωντανά, και συχνά, καθώς προχωρούσε μέσα στο ναό, τους διέταζε με αυστηρότητα να βγουν από την εκκλησία και από τους ανθρώπους. Η παράδοση του εξορκισμού των δαιμονισμένων διατηρείται στη Λαύρα και σήμερα.

 

Στα χρόνια της Σοβιετικής Ένωσης, οι αρχές είχαν απαγορεύσει τις επισκέψεις στον παππούλη. Είχαν ακυρώσει ακόμα και δρομολόγια λεωφορείων, αλλά ο κόσμος, παρόλα αυτά, πήγαινε με τα πόδια.

 

Κάποτε, τον γέροντα τον είχε επισκεφτεί ο πρώτος γραμματέας της Επιτροπής του Κομμουνιστικού Κόμματος της Περιφέρειας Τερνοπόλ. Χωρίς ελπίδες έφερε τον μοναχογιό του που είχε αρθρικό σάρκωμα στο γόνατο κάτι για το οποίο οι γιατροί είχαν αρνηθεί να τον αναλάβουν. Μετά από μια βδομάδα, είχε παραλάβει το γιο του υγιή. Μετά από αυτό, είχε δώσει προσωπική εντολή ώστε να ενεργοποιηθούν δρομολόγια για εξυπηρέτηση των ανθρώπων.

 

Τα περιστατικά που έχουν διασωθεί στη λαϊκή μνήμη είναι αποκαλυπτικά και διδακτικά.

 

Ένας στρατιωτικός είχε φέρει, από τη Μόσχα, τον παράλυτο τετράχρονο γιο του. Ο γέροντας του ζήτησε να αφήσει το αγόρι μαζί του, και μετά από μερικές μέρες, αυτό έτρεχε κιόλας στην αυλή. Ο ευτυχισμένος πατέρας έπεσε στα πόδια του παππούλη, κλαίγοντας, του πρότεινε χρήματα και αυτοκίνητο. «Δε χρειάζεται» - απάντησε ο παππούλης.

 

Θεραπεύονταν ακόμα και αυτοί, των οποίων οι αρρώστιες βρίσκονταν σε πολύ προχωρημένο στάδιο και δεν ήταν ιάσιμες. Ο πατήρ Ιωσήφ θεράπευε διάφορες αρρώστιες και ισχυριζόταν ότι οι μισοί άρρωστοι θεραπεύονται, ενώ οι μισοί φεύγουν αθεράπευτοι. Εξηγούσε: «Δεν είναι θέλημα Θεού. Γιατί μια ανώφελη θεραπεία δε θα ήταν όφελος, αλλά καταστροφή για την ψυχή».

 

…Μια νέα γυναίκα, η Τατιανή, κάτοικος του Ποτσάεβ, δεν πίστευε και δεν εκκλησιαζόταν. Είχε απόφραξη στις φλέβες που είχε αρχίσει να εξελίσσεται σε γάγγραινα. Οι γιατροί επέμεναν να της ακρωτηριάσουν το πόδι. Η γυναίκα το ανέβαλλε όσο μπορούσε. Όταν έμαθε για τον παππούλη, πήγε να τον συναντήσει. Ο γέροντας βγήκε από το κελί του και την κάλεσε μέσα από το πλήθος. Αφού την άκουσε, της είπε ότι δε χρειάζεται να κάνει εγχείρηση, της έδωσε αλοιφή και αγίασμα και της είπε ποιες προσευχές να διαβάζει. Η γυναίκα ντροπαλά του δίνει 25 ρούβλια. Ο γέροντας δεν τα πήρε και της λέει: «Εσύ η ίδια δεν έχεις χρήματα». Έβγαλε από το ντουλαπάκι του 50 ρούβλια και τα έδωσε στη γυναίκα που έκλαιγε. Σύντομα, η Τατιανή θεραπεύτηκε και άρχισε να εκκλησιάζεται…

 

Ένας άντρας είχε φέρει την τυφλή του κόρη και ζήτησε να την θεραπεύσει ο γέροντας. Ο γέροντας του λέει: «Όταν ήσουν παιδί σκαρφάλωνες στα δέντρα; Έβγαζες τα μάτια από τα πουλάκια; Τώρα αυτά έχεις…»

 

Μια φορά είχε έρθει μια κυρία με μια πεντάχρονη κόρη της. Ο παππούλης ζήτησε να του φέρουν μαχαίρι και το έδωσε στην επισκέπτρια. «Παρ΄το και σφάξε την!». Εκείνη με φόβο έσφιξε την κόρη της στην αγκαλιά της. «Τι, λυπάσαι; Όσα σκότωσες στην κοιλιά σου, τα λυπήθηκες; Για την αμαρτία σου βασανίζεται τώρα το παιδί σου…»

 

Ήταν βαρύ για τους ανθρώπους να ακούν να τους επιπλήττει για τις αμαρτίες τους. Πολλοί έκλαιγαν. Μαζί τους έκλαιγε και ο παππούλης. Έλεγε ότι το χώμα της αυλής του είχε ποτιστεί με πολλά δάκρυα των προσευχομένων. Μερικές φορές έλεγε: «Τι έρχεστε σε μένα; Νομίζετε ότι είμαι άγιος; Είμαι αμαρτωλός. Και τις θεραπείες σας οφείλονται στις δικές σας προσευχές, στη δική σας πίστη».

 

 

Την περίοδο των διωγμών Χρουσιόβ εναντίον της Εκκλησίας, η Λαύρα του Ποτσάεβ αντιμετώπιζε πολλές δυσκολίες. Στα καταστήματα είχε απαγορευτεί να πουλάνε τρόφιμα στους μοναχούς. Ακόμα και τους προσκυνητές τους έψαχναν εξονυχιστικά για να μην φέρνουν τρόφιμα στο μοναστήρι. Τους ίδιους τους εγκαταβιούντες τους καταδίωκαν με ψευδείς καταγγελίες, τους εξόριζαν, τους έστελναν σπίτια τους χωρίς δικαίωμα να επιστρέψουν. Τους πήγαιναν σε ψυχιατρεία.

 

Σε ένα τέτοιο νοσοκομείο οδηγήθηκε και ο παππούλης. Τον είχαν συλλάβει στο κελί του και του είχαν συμπεριφερθεί με μεγάλη σκληρότητα. Παραλίγο να τον πνίξουν. Τον ξύρισαν, τον κούρεψαν και τον έβαλαν σε θάλαμο με ψυχασθενείς με βίαιες συμπεριφορές. Τον κρατούσαν εκεί για πολύ καιρό, τον βασάνιζαν με ενέσεις, με εξετάσεις και με κυνικές ανακρίσεις. Βεβαίως, αρνήθηκε να βγάλει το σταυρό.

 

Από το βίο του: «Τότε οι νοσηλευτές οι ίδιοι έβγαλαν το σταυρό του, και νύχτα, τον πήγαν γυμνό σε θάλαμο με ψυχασθενείς με βίαιες συμπεριφορές. Ο θάλαμος φωτιζόταν με μια μικρή λάμπα. Σαράντα άτομα (όλοι γυμνοί) κοιμόντουσαν, την ώρα που μπήκε ο γέροντας. Οι δαίμονες, που ήταν μέσα σε αυτούς πους κοιμόντουσαν, φώναζαν: “Γιατί ήρθες εδώ; Εδώ δεν είναι μοναστήρι!”. Τους απάντησε: “Εσείς με φέρατε εδώ”. Επιπλέον, στον πατέρα Ιωσήφ έδιναν και ένα φάρμακο με το οποίο πρηζόταν όλο του το σώμα και έσκαγε το δέρμα του. Κάθε φορά που θυμόταν όλα αυτά, ο γέροντας έκρυβε το πρόσωπό του με τα χέρια».

 

Στη διάρκεια της τρίμηνης παραμονής του παππούλη στο νοσοκομείο, οι άνθρωποι έγραφαν επιστολές προς τις διάφορες αρχές για την υποστήριξη του παππούλη. Κάποια στιγμή, έφεραν το γέροντα στο γραφείο του αρχίατρου «για ιατρικό συμβούλιο», όπου τον ρώτησαν αν μπορούσε να θεραπεύει τους ασθενείς που βρίσκονται στο νοσοκομείο. Όταν έλαβαν καταφατική απάντηση, του πρότειναν να τους θεραπεύσει. Ακολουθεί ένας καταπληκτικός διάλογος: «Ο πατήρ Ιωσήφ τους πρότεινε να του επιτρέψουν να πάει στο μοναστήρι ή να στείλουν κάποιον για να φέρει το Άγιο Ευαγγέλιο, το σταυρό και τα άμφια (το φαιλόνιο, το πετραχήλι και τα επιμάνικα)», για να μπορεί να τελεί τις ακολουθίες αγιασμού και τότε οι δαίμονες θα φεύγουν μόνοι τους. Επίσης, συμπλήρωσε ότι, μετά από 2 βδομάδες, δε θα έχει μείνει ούτε ένας ασθενής (ήταν πάνω από 500). – Όχι, να τους θεραπεύετε χωρίς τις ακολουθίες. – Είναι αδύνατον να τους θεραπεύσω έτσι. – Γιατί; Ο γέροντας απάντησε ότι όταν ο στρατιώτης πάει να πολεμήσει, του δίνουν όπλα: τουφέκι, φυσίγγια, χειροβομβίδες. Το δικό μας όπλο ενάντια στον αόρατο εχθρό είναι ο άγιος σταυρός, το άγιο Ευαγγέλιο και το αγίασμα.

 

Τον πατέρα Ιωσήφ τον πήγαν πίσω στο θάλαμο, όπου συνέχιζε να υφίσταται το σταυρό του μαρτυρίου, “προσδεχόμενος τὸν Θεόν, τὸν σῴζοντα ἀπὸ ὀλιγοψυχίας καὶ ἀπὸ καταιγίδος” (Ψαλ. 54)»

 

Τα βάσανά του σταμάτησαν, όταν η κόρη του Ιωσήφ Στάλιν, Σβετλάνα Αλλιλούϊεβα, τον επισκέφτηκε στο νοσοκομείο. Κάποτε, ο γέροντας την είχε θεραπεύσει. Αυτή ήταν που απάλλαξε τον παππούλη από την καταναγκαστική «θεραπεία». Μετά από αυτό, ο πατήρ Ιωσήφ ζούσε σε ανιψιό του, στο χωριό του Ιλόβιτσα.

 

Θεωρείται ότι ο Στάλιν άλλαξε τη στάση του απέναντι στην Ορθοδοξία, τότε που ο γέροντας του Ποτσάεβ είχε θεραπεύσει την κόρη του.

 

Το Σοβιέτ του χωριού διέθεσε στον πατέρα Ιωσήφ ένα οικόπεδο για κήπο. Ο κόσμος αγόρασε οικοδομικά υλικά και τα έδωσε στον παππούλη για να κτίσει σπίτι. Ωστόσο οι αρχές του χωριού απαγόρευσαν να κτιστεί το σπίτι. Ο γέροντας στεναχωρήθηκε, επειδή ήθελε στο νέο αυτό σπίτι να κάνει εκκλησία. Συχνά έλεγε: «εγώ δε θα υπάρχω, αλλά η εκκλησία θα υπάρχει. Στη συνέχεια, θα γίνει και μοναστήρι».

 

Δεκαπέντε χρόνια μετά την κοίμηση του ασκητή, στο χωριό πράγματι έχει κτιστεί εκκλησία, επειδή ο ξύλινος ενοριακός ναός στο χωριό Αντόνοβτσι, τέσσερα χιλιόμετρα από το χωριό Μάλαγια Ιλόβιτσα, κάηκε από κεραυνό, το 1970. (Εκεί βρίσκεται και το παλαιό νεκροταφείο, όπου ενταφιάζονται οι γονείς και οι συγγενείς του πατέρα Ιωσήφ. Επισκεπτόταν συχνά τους τάφους τους και τελούσε μνημόσυνα).

 

Αυτόπτες μάρτυρες διηγούνταν ότι ο γέροντας κάθε μέρα τελούσε μικρούς αγιασμούς στην αυλή του και θεράπευε ανθρώπους. Ως γνωστόν, «το γένος τούτο» (οι δαίμονες) εκδιώκονται μόνο με προσευχή και νηστεία, γι΄ αυτό, ο πατήρ Ιωσήφ σε πολλούς δεν ευλογούσε να τρώνε Τετάρτη και Παρασκευή. «Να ξέρατε μόνο πόσο γλυκιά είναι η νηστεία», έλεγε ο γέροντας. Και έδινε εντολή στις μέρες αυστηρής νηστείας, πριν τις πρωινές προσευχές, να κάνουν τρείς μετάνοιες με την προσευχή «Θεοτόκε Παρθένε, χαίρε», ώστε να αντέχουν εύκολα τη νηστεία εκείνης της ημέρας.

 

Τον ασκητή τον παρακολουθούσε, μέχρι τις τελευταίες μέρες της ζωής του, μια υπάλληλος της ΚαΓκεΜπε, που είχε εντολή να είναι συνέχεια δίπλα του και που δεν έκρυβε την άκρως αρνητική της στάση απέναντι στον παππούλη. Αλλά, αυτός τα υπέμενε όλα με πραότητα και στις παρακλήσεις των πνευματικών του παιδιών να την διώξει, απαντούσε: «Είναι θέλημα του Θεού».

 

Ο γέροντας Αμφιλόχιος είχε προβλέψει ότι σύντομα θα κοιμηθεί και είχε πει: «Πόσο τρομερό θα είναι όταν θα ρίχνουν παγωμένη γη πάνω στο φέρετρο».

 

Ο παππούλης, πράγματι, κοιμήθηκε την 1η Ιανουαρίου του 1971 και ενταφιάστηκε στο νεκροταφείο της μονής. Η κηδεία του έγινε στις 4 Ιανουαρίου, τρείς μέρες πριν από τη γιορτή των Χριστουγέννων.

 

Όταν, 31 χρόνια μετά την κοίμηση του γέροντα Αμφιλοχίου, με απόφαση της Ιεράς Συνόδου της Ουκρανικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, είχαν ανοίξει τον τάφο του, αναδύθηκε μια θαυμάσια ευωδία και διαπιστώθηκε ότι ο τάφος και «τα λείψανά του είναι απολύτως άφθαρτα. Διατηρήθηκε λες και μόλις είχε κλείσει τα μάτια του».

 

Όταν ζούσε ο παππούλης έλεγε: «Όταν πεθάνω, να έρχεστε στον τάφο μου. Θα νιώθω τις προσευχές σας. Να παίρνετε άμμο από τον τάφο μου, θα είναι θεραπευτική». Στον τάφο του, πράγματι, γίνονταν και γίνονται πάρα πολλές θεραπείες.

 

Στη Λαύρα του Ποτσάεβ έχει εκδοθεί ο λεπτομερής βίος του γέροντα. Όπως είπε ο Αρχιμανδρίτης Βλαδίμηρος, καθηγούμενος της Λαύρας της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, επίσκοπος Ποτσάεβ, βικάριος της Μητρόπολης του Κιέβου, «ο προσεκτικός αναγνώστης του βίου του ασκητή της Λαύρας της Κοιμήσεως της Θεοτόκου του Ποτσάεβ, του Οσίου Αμφιλοχίου, αν συγκρίνει τη ζωή του Οσίου με τη δική του, άθελά του θα νιώσει πόσο ο καθένας μας δεν είναι τέλειος στην εξέλιξη της πνευματικής μας ζωής. Είθε να δώσει ο Θεός, ώστε η γη μας να γεμίσει ασκητές και εμείς, τα παιδιά, τα εγγόνια και τα δισέγγονά μας να κρατήσουμε στιβαρά τη σημαία του Χριστού, να τους έχουμε παράδειγμα προς μίμηση και μέχρι το τέλος της επίγειας ζωής μας να τηρούμε τις εντολές του Κυρίου».

 

Ο Όσιος Αμφιλόχιος είναι παράδειγμα πνευματικής αντίστασης στο κακό του αιώνα τούτου. Αν κοιτάξουμε τον Όσιο Ιώβ και τον Όσιο Αμφιλόχιο, τους δύο μεγάλους μαχητές του Ποτσάεβ εναντίον του σκότους, και που τώρα αναπαύονται ο ένας δίπλα στον άλλον, σε ένα σπήλαιο του Όρους του Ποτσάεβ, γίνεται κατανοητό ότι οι μηχανορραφίες του Άδη δεν υποχωρούν. Καμιά φορά και εντείνονται κιόλας. Η αντιρωσική εκστρατεία της Δύσης συνεχίζεται και δε σταματάει. 

 

«Μακαρίζομεν σε, Όσιε πάτερ Αμφιλόχιε, και τιμούμε την αγία μνήμη σου, διδάσκαλε των μοναχών και συνομιλητή των αγγέλων. Πρέσβευε υπέρ ημών!».

 

Στανισλάβ Μινακόβ

Μετάφραση για την πύλη gr.pravoslavie.ru: Αναστασία Νταβίντοβα

 

Pravoslavie.ru

 

12/29/2021


https://gr.pravoslavie.ru/143696.html

Δεν υπάρχουν σχόλια: