Τὸ θαῦμα τοῦ Παναγίου Φωτός, ποὺ μοῦ
διηγήθηκε ὁ ἱερέας, σκέφτηκα πὼς μποροῦσα νὰ τὸ ζήσω ἀπὸ κοντά.Πλησίαζε τὸ
Πάσχα καὶ ἦταν εὐκαιρία νὰ διαπιστώσω, βλέποντάς το μὲ τὰ ἴδια μου τὰ μάτια, τὸ
ἐπαναλαμβανόμενο θαῦμα.
Πέταξα ἀπὸ τὴν Σουηδία, ὅπου ἤμουν, μὲ
φτερὰ ποὺ πῆρα ἀπὸ τὶς σαράντα ἀποθῆκες καὶ μὲ ὑπερφυσικὸ τρόπο βρέθηκα στὴν Ἱερουσαλήμ.
Βρέθηκα τὴν συγκεκριμένη μέρα καὶ τὴν ὁρισμένη ὥρα στὸν Ναὸ Τῆς Ἀναστάσεως.
Πλῆθος πολὺ συνωστιζόταν, γιὰ νὰ
βρεθεῖ κοντὰ στὸν Πανάγιο Τάφο, νὰ πάρει εὐλογία καὶ φωτισμὸ ἀπὸ τὸ Πανάγιο Φῶς.Ἤθελα
κι ἐγὼ νὰ πλησιάσω, ἀλλὰ λόγω τοῦ πλήθους, στάθηκε ἀδύνατο.
Ἔπρεπε, ὅμως, νὰ διαπιστώσω μὲ τὰ
μάτια μου τὸ γενόμενο καὶ ἐπαναλαμβανόμενο θαῦμα. Στάθηκα σὲ κάποιο σημεῖο, ἀπὸ
ὅπου μποροῦσα νὰ βλέπω μὲ ὑπερφυσικὸ τρόπο, μὲ τὴν βοήθεια τοῦ σατανᾶ,
περισσότερα ἀπὸ ὅσα ἔβλεπα μὲ τὰ φυσικά μου μάτια.
Πῆρα, λοιπόν, μάτια ἀπὸ τὶς «σαράντα ἀποθῆκες»
καὶ μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο μποροῦσα νὰ βλέπω, μέχρι σαράντα μέτρα κάτω ἀπὸ τὸν τάφο
τοῦ Χριστοῦ.
Ξαφνικὰ βλέπω, ἐνῶ εἶναι μέσα ὁ
πατριάρχης, πάνω στὸν Πανάγιο Τάφο νὰ πετάγεται τὸ Πανάγιο Φῶς. Εἶδα νὰ ἐπαναλαμβάνεται
τὸ θαῦμα καὶ θαύμασα κι ἐγώ.
Περιχαρὴς ὁ ὀρθόδοξος πατριάρχης βγῆκε
ἀπὸ τὸ κουβούκλιο τοῦ Παναγίου Τάφου, κρατώντας τὰ κεριά, ποὺ εἶχαν ἀνάψει μόνα
τους ἀπὸ τὸ Πανάγιο Φῶς, κι ἄρχισε νὰ τὸ μοιράζει στοὺς πολυάριθμους πιστούς,
ποὺ ἐναγωνίως περίμεναν ἀπ’ ἔξω ἀπὸ τὸ ἅγιο κουβούκλιο.
Πάλλονταν ἀπὸ χαρὰ οἱ πιστοὶ καὶ ἡ
χαρὰ εἶχε πλημμυρίσει ὅλο τὸν ναὸ τῆς Ἀναστάσεως. Οἱ καμπάνες ἠχοῦσαν
χαρμόσυνα. Γιὰ ἄλλη μία φορὰ ὁ Χριστὸς ἦταν “συνεπὴς„ πρὸς τὸν φιλόχριστο λαὸ
καὶ ἔκανε τὸ θαῦμα Του.
Ἄναψαν τὰ καντήλια, οἱ λαμπάδες καὶ
φωτίστηκε τὸ σύμπαν, φωτίστηκαν καὶ τὰ πρόσωπα τῶν πιστῶν, ποὺ εἶχαν συρρεύσει ἀπὸ
ὅλα τὰ μήκη καὶ πλάτη τῆς γῆς.
Νέα παιδιά, ἔφηβοι, μεσήλικες καὶ
γέροι, μὲ δακρυσμένα χαρούμενα μάτια, ἔβλεπαν τὸ θαῦμα καὶ τὴν ἐπιθυμία τους νὰ
πραγματώνεται.«Εἴδαμε τὸ φῶς τὸ ἀληθινό» φώναζαν.
Πῶς νὰ μείνει κανεὶς ἀσυγκίνητος, πῶς
νὰ μὴν δοξάσει τὸν δημιουργό, πῶς νὰ μὴν ἐκφράσει τὶς εὐχαριστίες του στὸν Ποιητὴ
τοῦ παντός;«Δόξα σοι ὁ Θεός». «Χριστὸς Ἀνέστη», «Ἀληθῶς Ἀνέστη»,ἀντηχοῦσαν οἱ εὐχές,
ἀπ’ ἄκρη σ’ ἄκρη τοῦ ναοῦ καὶ στὸ προαύλιο τοῦ ναοῦ.
Μόλις συνειδητοποίησα τί εἶχε συμβεῖ,
ἄρχισα νὰ ἀμφιβάλω περισσότερο γι’ αὐτὰ ποὺ εἶχα μάθει μέχρι τότε, στὸ μοναστήρι
τοῦ Θιβέτ. Κάτι ράγισε μέσα μου.
Οἱ ἀμφιβολίες μεγάλωσαν καὶ ζήτησα, ὅπως
ἦταν φυσικό, κάποιες ἐξηγήσεις ἀπὸ τὸν σατανᾶ. Ἔκανα τὴν ἐπίκληση καὶ σὲ λίγο ἐμφανίστηκε
ὁ σατανᾶς, ποὺ μὲ ὑπηρετοῦσε.
Γιὰ ἐξήγησέ μου, τοῦ λέω, τί πράγματα
εἶναι αὐτά;
-Γιατί δὲν μοῦ μιλήσατε ποτὲ γιὰ τὸν
Χριστό; Βλέπω πὼς δὲν κάνουμε μόνο ἐμεῖς θαυμαστὰ καὶ ὑπερφυσικὰ πράγματα, ἀλλὰ
κάνει καὶ ὁ Χριστός.
-Μὴν δίνεις σημασία, μοῦ λέει, αὐτὰ εἶναι
λεπτομέρειες. Ἐσύ, τουλάχιστον, μπορεῖς, μὲ τὴν δύναμη ποὺ ἔχεις, νὰ κάνεις πολὺ
περισσότερα ἀπὸ αὐτὸ ποὺ εἶδες πρὶν ἀπὸ λίγο.
Φυσικά, ἡ ἀπάντηση ποὺ πῆρα δὲν μὲ
κάλυψε καὶ πῆρα τὶς ἀποφάσεις μου. Ἔπρεπε νὰ μάθω περισσότερα γιὰ τὸν ἀληθινὸ
Θεό, ποὺ ἐντελῶς τυχαῖα γνώρισα ἀπὸ ἕναν ὀρθόδοξο ἱερέα, στὴν Σουηδία
. Ἐκτὸς ἀπὸ τὸ θαῦμα, ποὺ γινόταν στὸν
Πανάγιο Τάφο, ὁ ἱερέας μοῦ μίλησε γιὰ ἕναν ἄλλο ἁγιότοπο, γιὰ τὸ Ἅγιον Ὄρος, τὸ
περιβόλι τῆς Παναγίας. Μοῦ μίλησε γιὰ ἕναν τόπο μοναδικὸ πάνω στὴν γῆ, ὅπου
κάποιοι ἄνθρωποι, οἱ μοναχοί, βιώνουν μὲ τὴν χάρη τῆς Κυρίας Θεοτόκου ἕναν βίο ὁσιακό.
Απόσπασμα από το βιβλίο του Ιωάννη
Κοτζάμπαση: «Από το Θιβέτ στο Άγιον Όρος, στον Γέροντα Παΐσιο», σελίδα 47,
Θεσσαλονίκη 2019, 10η έκδοση
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου