Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Πέμπτη 31 Αυγούστου 2023

Λαζάρου Μοναχού Διονυσιάτου: «Διονυσιάτικαι Διηγήσεις», Ιερά Μονή Διονυσίου, Άγιον Όρος 1988


Ο μακαριστός μοναχός Λάζαρος Διονυσιάτης είναι γνωστός για τις κατανυκτικές «Διονυσιάτικες Διηγήσεις» που μας άφησε, γραπτές και πολύτιμες αναμνήσεις οσίων Διονυσιατών Πατέρων και πολλών άλλων θαυμαστών θείων γεγονότων από την ασκητική βιοτή τους.
Ανάμεσα λοιπόν σε αυτές τις «διηγήσεις» του περιλαμβάνει και όσα του διηγήθηκε ο συμμοναστής του, πάτερ Βησσαρίωνας. 
Ο ευλογημένος αυτός αδελφός της Ιεράς Μονής του Διονυσίου, ο π. Βησσαρίων, καταγόταν από την Χαλκίδα της Εύβοιας. Εκοιμήθη εν Κυρίω το 1952, σε ηλικία 76 ετών. 
Κάποτε, βρήκε την ευκαιρία ο π.Λάζαρος και τον ρώτησε:
«Άκουσα, π.Βησσαρίων, όταν το Μοναστήρι μας σε είχε διορίσει Οικονόμο στο Μετόχι του στα Μεριανά της Χαλκιδικής, ότι είδες τον Τίμιο Πρόδρομο, με τον Οποίον και συνομίλησες κιόλας!
Αν το θυμάσαι κι’ αν θέλεις, πες μου το και σ’ εμένα αυτό το γεγονός, όπως συνέβη, να το σημειώσω για να μαθαίνουν κι’ οι νεώτεροι. Πώς είδες τον Τίμιο Πρόδρομο ζωντανό και μίλησες μαζί Του;...».
Ο Γερο–Βησσαρίων, μειδίασε για λίγο και με την συνηθισμένη του απλότητα, άρχισε να λέει:
«Αδελφάκι μου, καθώς ξέρεις, το Μοναστήρι μας με διόρισε Οικονόμο στα 1916 κι’ όσο μπορούσα, φρόντιζα για τις δουλειές του Μετοχίου. 
Εσύ, μυλωνάς έκανες και ξέρεις ότι πολλές φορές μαζεύονται πολλοί νοματαίοι στον μύλο. Μια μέρα, δύο χωριάτες ήρθαν στα παζάρια και, ο ένας απ’ αυτούς, αγόρασε την φοράδα του άλλου. Εκείνος που την αγόρασε, πήγε μέσα στην Εκκλησία και προσκύνησε. Άφησε μάλιστα μπροστά στην Εικόνα του Τιμίου Προδρόμου και μερικά χρήματα και μου είπε ν’ ανάψω κι’ ένα κερί. 
Εγώ, άναψα τα καντήλια και βλέπω, μετ’ από λίγο, να λείπουν τα χρήματα. 
Μα, δεν ξέρεις πόση στεναχώρια μού ’ρθε! Με σκλήρυνε κι’ εμένα ο πειρασμός και, όπως κουβεντιάζουμε τώρα μαζί, πήγα μπροστά στην Εικόνα του Αγίου και του λέω:
«Άγιε Πρόδρομε, δεν είσαι εδώ;! 
Γιατί αφήνεις να σου παίρνουν τα χρήματα μπροστά από την Εικόνα σου;!
Ααα... δεν σου ανάβω το καντήλι!...».
Έτσι λοιπόν, άναψα μόνο της Παναγίας το καντήλι κι’ έφυγα. 
Ναι, αλλά μέσα μου, η καρδιά μου χτυπούσε λιγάκι. Πήγα στο μύλο, ανέβηκα πάνω στο σπίτι, έφαγα λίγο ψωμί, αλλά συγχυσμένος..
Θυμόμουνα ότι το καντήλι του Αγίου το είχα αφήσει επίτηδες σβηστό αλλά ο «κοτσουνούρης» (σημ.: ο διάβολος, ο πονηρός) δεν μ’ άφηνε! 
Πολύ με σκλήρυνε! Μάλιστα έλεγα μέσα μου:
«Άϊ να δούμε τί θα γίνει!... Το καντήλι δεν το ανάβω εγώ απόψε!...».
Κοιμήθηκα λοιπόν με την σύγχυση που είχα μέσα μου, όπως επέμενα στην γνώμη μου. Έτυχε να είναι πανσέληνος τότε. Το φεγγάρι, ήταν σαν ήλιος. Κι’ από το παράθυρο του κελιού μου έμπαινε μέσα το φως.
Καθώς λοιπόν κοιμόμουν μόνος μου, καθότι τότε δεν είχα άλλον αδελφό μαζί μου για συνοδεία,κατά τα μεσάνυχτα, αισθάνομαι μια γερή σκουντιά!…
Ξυπνώ και βλέπω έναν γίγαντα μπροστά μου, με τα μαλλιά ξέπλεκα. 
Από τον φόβο μου άρχισα να τρέμω και μόλις που μπόρεσα να του πω:
«Πώς ήρθες εδώ;!...».
Για απάντηση, μού λέει με ύφος σοβαρό:
«Το πώς ήρθα, να μη ρωτάς! Αλλά, για πες μου: Γιατί δεν μου ανάβεις το καντήλι;!».
Αμέσως, με πολύ φόβο, με φωνή που έτρεμε και με δάκρυα στα μάτια, τού λέω:
«Να με συγχωρέσεις, Άγιε!... Έσφαλα!...
Κλαίγοντας, τού έβαλα τότε τρεις μετάνοιες στα πόδια του και τον παρακαλούσα να με συγχωρέσει!... Τότε, ακούω τον Τίμιο Πρόδρομο, με γλυκειά και με ήρεμη φωνή να μου λέει:
«Παιδί μου, Βησσαρίων, λες ότι «δεν είμαι ’δω»! Κι’ αν εγώ δεν είμαι ’δω, τότε, ποιός σε φυλάει εσένα εδώ τόσα χρόνια, σ’ αυτήν την ερημιά που είσαι, από τους ληστές και από τ’ άλλα τα κακοποιά στοιχεία;!».
«Άγιέ μου!», του λέω, «σε παρακαλώ, να με συγχωρέσεις!... Δεν θα το ξανακάνω!...».
«Πήγαινε ν’ ανάψεις το καντήλι στην Εικόνα μου και να το κηρύττεις και να το λες και σ’ άλλους ότι, κάνουν θαύματα οι Εικόνες. Γιατί πολλοί άρχισαν να λένε ότι οι Εικόνες δεν θαυματουργούν!». 
Αυτά μου είπε ο Άγιος κι’ έγινε άφαντος. 
Εγώ, κατευθείαν εκείνη την ώρα πήγα στην Εκκλησία και – ω! του θαύματος –βλέπω όλα τα απολεσθέντα χρήματα στον ίδιο τόπο, όπως ήταν και πριν, μπροστά στην Εικόνα του Αγίου! 
Ποιός ξέρει τί λαχτάρα να τράβηξε εκείνος ο κλέφτης κι’ έφερε πίσω τα χρήματα στην Εικόνα, αυτήν την ίδια κιόλας νύχτα!
Σαν άκουσα την διήγηση του π. Βησσαρίωνος, τον ρώτησα:
«Τί ενδύματα φορούσε ο Τίμιος Πρόδρομος;». 
Και μου απάντησε:
«Να! Όπως τον βλέπεις στην Εικόνα! με την προβιά!
Αλλά τέτοιον ψηλό άνθρωπο δεν είδα άλλον στην ζωή μου! 
Μα, τι να σου πω! Άνδρας, πελώριος! Γίγαντας!».

Λαζάρου Μοναχού Διονυσιάτου: «Διονυσιάτικαι Διηγήσεις», Ιερά Μονή Διονυσίου, Άγιον Όρος 1988

Δεν υπάρχουν σχόλια: