Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου
Κυριακή 28 Δεκεμβρίου 2008
ΦΩΤΗΣ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ Καρδία συντετριμμένη και τεταπεινωμένη...
Ένα ανέκδοτο κείμενο γραμμένο την Πρωτοχρονιά του 1950
Εχθές, παραμονή της Πρωτοχρονιάς, ήμουνα ξαπλωμένος στο κουβούκλι μας περασμένα τα μεσάνυχτα, και συλλογιζόμουνα. Είχα δουλέψει νυχτέρι για να τελειώσω μια Παναγία Γλυκοφιλούσα, και δίπλα μου καθότανε ή γυναίκα μου κι έπλεκε. Όποτε δουλεύω, βρίσκουμε σε μεγάλη κατάνυξη, και ψέλνω διάφορα τροπάρια. Σιγόψελνα λοιπόν εκεί πού ζωγράφιζα την Παναγία, κι ή Μαρία έψελνε και κείνη μαζί μου με τη γλυκεία φωνή της. Βλογημένη γυναίκα μου έδωσε ο Θεός, ας είναι δοξασμένο τ' όνομα του για όλα τα μυστήρια της οικονομίας του.
Τον ευχαριστώ για όσα μου έδωσε, και πρώτο απ’ όλα για την απλή τη Μαρία, πού μου τη δώρισε συντροφιά στη ζωή μου, ψυχή θρησκευτική, ένα δροσερό ποταμάκι πού γλυκομουρμουρίζει μέρα νύχτα δίπλα σ' έναν παλιό καστρότοιχο. Το κρουσταλένιο νερό του δεν θολώνει με τα χρόνια, αλλά γίνεται κι ολοένα πιο καθαρό και πιο γλυκόλαλο: «Καλότυχος ο άνδρας που χει καλή γυναίκα. Ή καλή γυναίκα ευφραίνει τον άνδρα της, και θα ζήσει ειρηνεμένα τα χρόνια της ζωής του. Καλή γυναίκα, κορόνα στο κεφάλι τον ανδρός της. Ή ομορφιά της καλής γυναίκας φεγγοβολά μέσα στο σπίτι σαν τον ήλιο πού βγαίνει και λάμπει ο κόσμος». Τέτοια γυναίκα μου χάρισε κι εμένα ο Κύριος. Ή εμορφία δεν την περιφάνεψε, ίσια ίσια ή ταπείνωση την πλήθυνε, κι ο φόβος του Θεού την ευωδίασε. Ανάμεσα στις έμορφες ξεχώρισε, γιατί ή ακαταδεξιά δεν θάμπωσε το κρούσταλλό της, κι ή πονηριά δεν λέρωσε το σιντέφι της ψυχής της. Κοντά μου κάθεται και με συντροφεύει, ήμερος άνθρωπος, Μαρία ή Απλή.
Εκείνη πλέκει είτε ράβει, κι εγώ δουλεύω την αγιασμένη τέχνη μου και φιλοτεχνώ εικονίσματα πού τα προσκυνά ο κόσμος. Τι χάρη μας έδωσε ο Παντοδύναμος, πού την έχουνε λιγοστοί άνθρωποι: «Ότι επέβλεψεν επί την ταπείνωσιν των δούλων αυτόν». Το καλύβι μας είναι φτωχό στα μάτια του κόσμου, και μολαταύτα στ' αληθινά είναι χρυσοπλοκώτατος πύργος κι ηλιοστάλαχτος θρόνος, γιατί μέσα του σκήνωσε ή πίστη κι ή ευλάβεια. Κι εμείς πού καθόμαστε μέσα, ήμαστε οι πιο φτωχοί από τους φτωχούς, πλην μας πλουτίζει με τα πλούτη του Εκείνος πού είπε: «Πλούσιοι επτώχευσαν και επείνασαν, οι δε εκζητούντες τον Κύριον ουκ ελαττωθήσονται παντός αγαθόν».
Αφού λοιπόν τελείωσα τη δουλειά μου κατά τα μεσάνυχτα, ξάπλωσα στο μεντέρι μου, κι ή Μαρία ξάπλωσε και κείνη κοντά μου και σκεπάσθηκε και την πήρε ο ύπνος. Έπιασα να συλλογίζουμαι τον κόσμο. Συλλογίσθηκα πρώτα τον εαυτό μου και τους δικούς μου, τη γυναίκα μου και το παιδί μου. Γύρισα και κοίταξα τη Μαρία πού ήτανε κουκουλωμένη και δεν φαινότανε αν είναι άνθρωπος απ κάτω από το σκέπασμα. Κι είπα: Ποιος μας συλλογίζεται; οι άνθρωποι λένε λόγια πολλά, μα δεν πιστεύουνε σε τίποτα, γι' αυτό είπε ο Δαυίδ: «Πάς άνθρωπος ψεύτης».
Γύρισα και κοίταξα το φτωχικό μας, πούνε σαν ξωκλήσι, στολισμένο με εικονίσματα και με αγιωτικά βιβλία, χωμένο ανάμεσα στ' αρχοντόσπιτα της Βαβυλώνας, κρυμμένο, σαν τον φτωχό πού ντρέπεται μη τον δει ο κόσμος. Ή καρδιά μου ζεστάθηκε, κρυμμένη και κείνη μέσα μου. Ένοιωσα πώς ήμουνα χωρισμένος από τον κόσμο, κι οι λογισμοί μου πώς ήτανε και κείνοι κρυμμένη πίσω από το καταπέτασμα πού χώριζε τον κόσμο από μένα, και πώς άλλος ήλιος κι άλλο φεγγάρι φωτίζανε τον δικό μας τον κόσμο. Κι αντί να πικραθώ, ευφράνθηκε ή ψυχή μου πώς μ' έχουνε ξεχασμένο, κι ή χαρά ή μυστική, πού τη νοιώθουνε όσοι είναι παραπεταμένοι, άναψε μέσα μου ήσυχα κι ειρηνικά, κι ή παρηγοριά με γλύκανε σαν μπάλσαμο, ανακατεμένη με το παράπονο.
Και φχαρίστησα Εκείνον πού φανερώνει τέτοια μυστήρια στον άνθρωπο, και πού κάνει πλούσιους τους φτωχούς, τους χαρούμενους, τους θλιμμένους, πού δίνει μυστική συντροφιά στους ξεμοναχιασμένους, και πού μεθά με το κρασί της τράπεζας του όσους κρεμάσανε την ελπίδα τους σε εκείνον. Αν δεν ήμουνα φτωχός και ξευτελισμένος, δεν θα μπορούσα να αξιωθώ τούτη την πονεμένη χαρά, γιατί δεν ξαγοράζεται με τίποτα άλλο, παρεκτός με την συντριβή της καρδίας, κατά τον Δαυίδ πού λέγει: «Κύριε, εν θλίψει επλάτυνάς με». Επειδή όποιος δεν πόνεσε και δεν ταπεινώθηκε, δεν παίρνει έλεος. Έτσι τα θέλησε ή ανεξιχνίαστη σοφία. Μα οι άνθρωποι δεν τα νοιώθουνε αυτά, γιατί δεν θέλουνε να πονέσουνε και να ταπεινωθούνε, ώστε να νοιώσουνε κάποιο πράγμα πού είναι παραπέρα από την καλοπέραση του κορμιού κι από τα μάταια πάθη τους.
Ολοένα, χωρίς να το καταλάβω, ανεβαίνανε τα δάκρυα στα μάτια μου, δάκρυα για τον κόσμο και δάκρυα για μένα. Δάκρυα για τον κόσμο γιατί γυρεύει να βρει τη χαρά εκεί πού δεν βρίσκεται, και δάκρυα για μένα γιατί πολλές φορές δείλιασα μπροστά στη φτώχια και στους άλλους πειρασμούς, και δικαίωσα τους ανθρώπους, ενώ τώρα ένοιωσα πώς δεν παίρνει ο άνθρωπος μεγάλο χάρισμα χωρίς να περάσει μεγάλο πειρασμό.
Κι αντρειεύτηκα κατά το πνεύμα, κι ένοιωσα πώς δεν φοβάμαι τη φτώχια, παρά πώς την αγαπώ. Και κατάλαβα καλά πώς δεν πρέπει ο άνθρωπος να αγαπήσει άλλο τίποτα από τον πόνο του, γιατί από τον πόνο αναβρύζει ή αληθινή χαρά κι ή παρηγοριά, κι εκεί βρίσκονται οι πηγές της αληθινής ζωής.
Αληθινά, ή φτώχια είναι φοβερό θηρίο. Όποιος το νικήσει όμως και φτιάξει να μην το φοβάται, θα βρει μεγάλα πλούτη μέσα του. Τούτη την αφοβία τη δίνει ο Κύριος, άμα ταπεινωθεί ο άνθρωπος. Σ' αυτόν τον πόλεμο πού ή αντρεία λέγεται ταπείνωση, και τα βραβεία είναι καταφρόνεση και εξευτελισμός, δεν βαστάνε οι αντρείοι του κόσμου. Όποιος δεν περάσει από τη φωτιά της δοκιμής, δεν ένοιωσε αληθινά τι είναι ή ζωή, και γιατί ο Χριστός είπε: «Εγώ είμαι ή ζωή», και γιατί είπε πάλι; «Μακάριοι οι πικραμένοι, γιατί αυτοί θα παρηγορηθούνε». Όποιος δεν απελπίσθηκε από όλα, δεν τρέχει κοντά στον Θεό, γιατί λογαριάζει πώς υπάρχουνε κι άλλοι προστάτες γι' αυτόν, παρεκτός του Θεού.
Κι εκεί πού τα συλλογιζόμουνα αυτά, ένοιωσα μέσα μου ένα θάρρος και μια αφοβία ακόμα πιο μεγάλη, κι ειρήνη με περισκέπασε, κι είπα τα λόγια πού είπε ο Ιωνάς μεσα απο το θεριόψαρο; «Εβόησα εν θλίψει μου προς Κύριον τον Θεό μου και εισήκουσέ μου. Από την κοιλιά τον Άδη άκουσες την κραυγή μου, άκουσες τη φωνή μου. Άβυσσος άπατη με έζωσε. Το κεφάλι μου χώνεψε μέσα στις σκισμάδες των βουνών, κατέβηκα στη γης, πού την κρατάνε αμπάρες ακατάλυτες. Ας ανεβεί ή ζωή μου από τη φθορά προς εσένα, Κύριε ο Θεός μου. Την ώρα πού χάνεται ή ζωή μου, θυμήθηκα τον Κύριο.
Ας έρθει ή προσευχή μου στην αγιασμένη εκκλησιά σου. Όσοι φυλάγουνε μάταια και ψεύτικα θα παρατηθούνε χωρίς έλεος. Μα εγώ θα σε φχαριστήσω και με φωνή αινέσεως θα σε δοξολογήσω». και πάλι δόξασα τον Θεό και τον φχαρίστησα γιατί μ' έκανε αναίσθητο για τις ηδονές του κόσμου, τόσο πού να συχαίνουμαι όσα είναι ποθητά για τους άλλους, και να νοιώσω πώς είμαι κερδισμένος οπότε οι άλλοι λογαριάζουνε πώς είμαι ζημιωμένος. και γιατί πήρα δύναμη από Κεΐνον να καταφρονήσω τον σατανά, πού παραφυλάγει πότε θα λιγοψυχήσω, κι έρχεται και μου λέγει: «Πέσε προσκύνησε με, γιατί θα γίνουνε ψωμιά αυτές οι πέτρες πού βλέπεις». και πάλι ξανάρχεται και μου λέγει: «Ε, πώς χαίρεται ο κόσμος!
Ακούς τον αλαλαγμό, τις φωνές πού βγαίνουνε από τα παλάτια όπου διασκεδάζουνε οι φτυχισμένοι υποταχτικοί μου, άντρες και γυναίκες; Πέσε προσκύνησε με και σαν απλώσεις μοναχά το χέρι σου να τα πάρεις όλα. Εσύ είσαι άνθρωπος τιμημένος για την τέχνη σου. Γιατί να υποφέρεις, σε καιρό πού αυτοί χαίρουνται όλα τα καλά και τ' αγαθά, μ' όλο πού δεν έχουνε τη δική σου την αξωσύνη; Κοίταξε τη φτώχια σου, κι αν δεν λυπάσαι τον εαυτό σου, λυπήσου την καϋμένη τη γυναίκα σου και το φτωχό το παιδί σου, πού υποφέρνουνε από σένα!». Αλλη φορά τον άκουγα, μ' όλο πού δεν έκανα ότι μου έλεγε, μα τώρα τον άφησα να λέγει χωρίς να τον ακούσω ολότελα.
Έμενα ο νους μου ήτανε σε κείνους τους θλιμμένους και τους βασανισμένους πού δεν έχουνε ελπίδα, και σε κείνους πού τρώγανε και πίνανε κείνη τη νύχτα και πού χορεύανε με τις γυναίκες πού δεν έχουνε ντροπή, και σε κείνους πού μαζεύουνε πλούτη κι αδιαφόρετα πράματα πού δεν μπορούνε να τ' αποχωριστούνε σαν σιμώσει ο θάνατος, και πού καταγίνουνται να δέσουνε τον εαυτό τους με πιο πολλά σκοινιά, άντίς να τα λιγοστέψουνε.
Επειδής οι δύστυχοι είναι φτωχοί από μέσα τους κι αδειανοί και τρεμάμενοι, και θέλουνε να ζεσταθούνε και γι' αυτό ρίχνουνε από πάνω τους όλα αυτά τα πράματα, σαν τον θερμιασμένον πού ρίχνει απάνω του παπλώματα και ρούχα, δίχως να ζεσταθεί. Λογαριάζω πώς οι σημερινοί οι άνθρωποι είναι πιο φτωχοί στο από μέσα πλούτος και γι' αυτό έχουνε ανάγκη από τόσα πολλά μάταια πράματα. Αυτά πού λένε χαρές και ηδονές, τα δοκίμασα κι εγώ σαν άνθρωπος, και πίστευα κι εγώ πώς ήτανε στ' αληθινά χαρά κι ευτυχία.
Μα γλήγορα κατάλαβα πώς ήτανε ψευτιές και φαντασίες ασύστατες, και πώς χοντραίνουνε την ψυχή και στραβώνουνε τα πνευματικά της μάτια, και τότε δε μπορεί να δει, και γίνεται κακιά κι αλύπητη στον πόνο τ' αδερφού της, αδιάντροπη, ακατάδεκτη, άθεη, θυμώτρα, αιμοβόρα.
Όσοι είναι σκλάβοι στην καλοπέραση του κορμιού τους δεν έχουνε αληθινή χαρά, γιατί δεν έχουνε ειρήνη. Για τούτο θέλουνε να βρίσκονται μέσα σε φουρτούνα και να ζαλίζουνται, ώστε να θαρούνε πώς είναι φτυχισμένοι. Ή χαρά ή αληθινή είναι μια θέρμη της διάνοιας και μιαν ελπίδα της καρδιάς πού τις αξώνουνται όσοι θέλουνε να μην τους ξέρουνε οι άνθρωποι, για να τους ξέρει ο Θεός.
Γι' αυτό, Κύριε και Θεέ και πατέρα μου, καλότυχος οποίος έκανε σκαλούνια από τη φτώχια κι από τα βάσανα κι από την καταφρόνεση του κόσμου, για ν' ανεβεί σε Σένα. Καλότυχος ο άνθρωπος πού ένοιωσε την αδυναμία του αληθινά. Όσο πιο γλήγορα το κατάλαβε, τόσο πιο γλήγορα θα απογευτεί από το ψωμί πού θρέφει κι από το κρασί πού δυναμώνει, αν έχει την πίστη του σε Σένα. Αλλοιώς θα γκρεμνιστεί στο βάραθρο της απελπισίας.
Με τι λόγια να φχαριστήσω τον Κύριο μου, πού ήμουνα χαμένος και με χειροκράτησε, στραβός και μ' έκανε να βλέπω; Εκείνος έστρεψε την λύπη μου σε χαρά. «Διήλθομεν δια πυρός και ύδατος, και εξήγαγεν ημάς εις αναψυχήν. Μακάριος άνθρωπος ο έλπίζων έπ' Αυτόν».
Αδέλφια μου, δώστε προσοχή στα λόγια μου! Έτσι πού βλέπετε, έβλεπα κι εγώ, και θαρρούσα πώς έβλεπα μα τώρα κατάλαβα πώς ήμουνα στραβός και κουφός και ποδάγρας. Μετά χαράς δέχουμαι κάθε κακοπάθηση, γιατί άλλοιώς δεν ανοίγουνε τα μάτια στο αληθινό το φως, μήτε τ' αυτιά ακούνε τα καλά μηνύματα, μήτε τα πόδια περπατάνε στον δρόμο πού πάγει εκεί οπού είναι ή αιώνια πολιτεία του Χριστού, εκεί πού βρίσκουνε ειρήνη κι ανάπαψη οι αγαπημένοι του. Όποιος δεν καταλάβει πώς είναι απροστάτευτος από τους ανθρώπους κι έρημος στον κόσμον τούτον, δεν θα ταπεινωθεί. Κι οποίος δεν ταπεινωθεί δεν θα ελεηθεί. Ή λύπη της διάνοιας μας σιμώνει στον Θεό. Γι' αυτό δεν θέλω καμιά καλοπέραση, αλλά καρδιά συντριμμένη.
Αυτά κι άλλα πολλά αναβρύζανε από μέσα μου κείνη τη νύχτα, και τα μάτια μου τρέχανε. Δεν ήξερε τι συλλογίζουμαι κανένας άνθρωπος, εκεί πού ήμουνα
τρυπωμένος, στο κουβούκλι μου, ούτε καν ή Μαρία πού κοιμότανε δίπλα μου κουκουλωμένη. Ό βοριάς έκανε μεγάλη ταραχή άπ' όξω. Τα δέντρα αναστενάζανε, θαρρούσες πώς κλαίγανε και πώς παρακαλούσανε ν' ανοίξω να μπούνε μέσα να προστατευτούνε. Το καντήλι έριχνε το χρυσοκέρινο φέγγος του άπονου στα εικονίσματα και στ' ασημωμένο Ευαγγέλιο.
Δόξα σοι ο Θεός, καλά ήμαστε! Μακάριος είναι όποιος είναι ξεχασμένος. Ό κόσμος παραπέρα γλεντά, χορεύει, κάνει αμαρτίες με τις γυναίκες, παίζει χαρτιά. Ό δυστυχής γιορτάζει τον θάνατο του κορμιού του, πού κάνει τόσα για να το φχαριστήσει. Λες πώς κερδίσανε την αθανασία, τώρα πού ήρθε ο καινούργιος χρόνος, αντίς να κλάψουνε πώς σιμώνουνε ολοένα στο τέλος αυτής της πονηρής ζωής. «Πάτερ άφες αυτοίς, ου γαρ οίδασι τι ποιούσι». Τι κάνουνε; Που πάνε; Σέ λίγο θα καταντήσουνε τα κόκκαλά τους σαν λιθάρια άψυχα, θα γκρεμνιστούνε τα παλάτια τους, θα σβύσει όλη τούτη ή οχλοβοή κι ή φωτοχυσία, σαν κάποιο πράγμα πού δεν γίνηκε ποτές. Ω κατάδικοι, Τι ξεγελοιώσαστε; «Ινα Τι αγαπάτε ματαιότητα και ζητήτε ψευδός;».
Ξημέρωμα 1ης Ιανουαρίου 1950
(Από την Εφημερίδα ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ: Κυριακή-Δευτέρα 1-2 Ιανουαρίου 1984)
Εχθές, παραμονή της Πρωτοχρονιάς, ήμουνα ξαπλωμένος στο κουβούκλι μας περασμένα τα μεσάνυχτα, και συλλογιζόμουνα. Είχα δουλέψει νυχτέρι για να τελειώσω μια Παναγία Γλυκοφιλούσα, και δίπλα μου καθότανε ή γυναίκα μου κι έπλεκε. Όποτε δουλεύω, βρίσκουμε σε μεγάλη κατάνυξη, και ψέλνω διάφορα τροπάρια. Σιγόψελνα λοιπόν εκεί πού ζωγράφιζα την Παναγία, κι ή Μαρία έψελνε και κείνη μαζί μου με τη γλυκεία φωνή της. Βλογημένη γυναίκα μου έδωσε ο Θεός, ας είναι δοξασμένο τ' όνομα του για όλα τα μυστήρια της οικονομίας του.
Τον ευχαριστώ για όσα μου έδωσε, και πρώτο απ’ όλα για την απλή τη Μαρία, πού μου τη δώρισε συντροφιά στη ζωή μου, ψυχή θρησκευτική, ένα δροσερό ποταμάκι πού γλυκομουρμουρίζει μέρα νύχτα δίπλα σ' έναν παλιό καστρότοιχο. Το κρουσταλένιο νερό του δεν θολώνει με τα χρόνια, αλλά γίνεται κι ολοένα πιο καθαρό και πιο γλυκόλαλο: «Καλότυχος ο άνδρας που χει καλή γυναίκα. Ή καλή γυναίκα ευφραίνει τον άνδρα της, και θα ζήσει ειρηνεμένα τα χρόνια της ζωής του. Καλή γυναίκα, κορόνα στο κεφάλι τον ανδρός της. Ή ομορφιά της καλής γυναίκας φεγγοβολά μέσα στο σπίτι σαν τον ήλιο πού βγαίνει και λάμπει ο κόσμος». Τέτοια γυναίκα μου χάρισε κι εμένα ο Κύριος. Ή εμορφία δεν την περιφάνεψε, ίσια ίσια ή ταπείνωση την πλήθυνε, κι ο φόβος του Θεού την ευωδίασε. Ανάμεσα στις έμορφες ξεχώρισε, γιατί ή ακαταδεξιά δεν θάμπωσε το κρούσταλλό της, κι ή πονηριά δεν λέρωσε το σιντέφι της ψυχής της. Κοντά μου κάθεται και με συντροφεύει, ήμερος άνθρωπος, Μαρία ή Απλή.
Εκείνη πλέκει είτε ράβει, κι εγώ δουλεύω την αγιασμένη τέχνη μου και φιλοτεχνώ εικονίσματα πού τα προσκυνά ο κόσμος. Τι χάρη μας έδωσε ο Παντοδύναμος, πού την έχουνε λιγοστοί άνθρωποι: «Ότι επέβλεψεν επί την ταπείνωσιν των δούλων αυτόν». Το καλύβι μας είναι φτωχό στα μάτια του κόσμου, και μολαταύτα στ' αληθινά είναι χρυσοπλοκώτατος πύργος κι ηλιοστάλαχτος θρόνος, γιατί μέσα του σκήνωσε ή πίστη κι ή ευλάβεια. Κι εμείς πού καθόμαστε μέσα, ήμαστε οι πιο φτωχοί από τους φτωχούς, πλην μας πλουτίζει με τα πλούτη του Εκείνος πού είπε: «Πλούσιοι επτώχευσαν και επείνασαν, οι δε εκζητούντες τον Κύριον ουκ ελαττωθήσονται παντός αγαθόν».
Αφού λοιπόν τελείωσα τη δουλειά μου κατά τα μεσάνυχτα, ξάπλωσα στο μεντέρι μου, κι ή Μαρία ξάπλωσε και κείνη κοντά μου και σκεπάσθηκε και την πήρε ο ύπνος. Έπιασα να συλλογίζουμαι τον κόσμο. Συλλογίσθηκα πρώτα τον εαυτό μου και τους δικούς μου, τη γυναίκα μου και το παιδί μου. Γύρισα και κοίταξα τη Μαρία πού ήτανε κουκουλωμένη και δεν φαινότανε αν είναι άνθρωπος απ κάτω από το σκέπασμα. Κι είπα: Ποιος μας συλλογίζεται; οι άνθρωποι λένε λόγια πολλά, μα δεν πιστεύουνε σε τίποτα, γι' αυτό είπε ο Δαυίδ: «Πάς άνθρωπος ψεύτης».
Γύρισα και κοίταξα το φτωχικό μας, πούνε σαν ξωκλήσι, στολισμένο με εικονίσματα και με αγιωτικά βιβλία, χωμένο ανάμεσα στ' αρχοντόσπιτα της Βαβυλώνας, κρυμμένο, σαν τον φτωχό πού ντρέπεται μη τον δει ο κόσμος. Ή καρδιά μου ζεστάθηκε, κρυμμένη και κείνη μέσα μου. Ένοιωσα πώς ήμουνα χωρισμένος από τον κόσμο, κι οι λογισμοί μου πώς ήτανε και κείνοι κρυμμένη πίσω από το καταπέτασμα πού χώριζε τον κόσμο από μένα, και πώς άλλος ήλιος κι άλλο φεγγάρι φωτίζανε τον δικό μας τον κόσμο. Κι αντί να πικραθώ, ευφράνθηκε ή ψυχή μου πώς μ' έχουνε ξεχασμένο, κι ή χαρά ή μυστική, πού τη νοιώθουνε όσοι είναι παραπεταμένοι, άναψε μέσα μου ήσυχα κι ειρηνικά, κι ή παρηγοριά με γλύκανε σαν μπάλσαμο, ανακατεμένη με το παράπονο.
Και φχαρίστησα Εκείνον πού φανερώνει τέτοια μυστήρια στον άνθρωπο, και πού κάνει πλούσιους τους φτωχούς, τους χαρούμενους, τους θλιμμένους, πού δίνει μυστική συντροφιά στους ξεμοναχιασμένους, και πού μεθά με το κρασί της τράπεζας του όσους κρεμάσανε την ελπίδα τους σε εκείνον. Αν δεν ήμουνα φτωχός και ξευτελισμένος, δεν θα μπορούσα να αξιωθώ τούτη την πονεμένη χαρά, γιατί δεν ξαγοράζεται με τίποτα άλλο, παρεκτός με την συντριβή της καρδίας, κατά τον Δαυίδ πού λέγει: «Κύριε, εν θλίψει επλάτυνάς με». Επειδή όποιος δεν πόνεσε και δεν ταπεινώθηκε, δεν παίρνει έλεος. Έτσι τα θέλησε ή ανεξιχνίαστη σοφία. Μα οι άνθρωποι δεν τα νοιώθουνε αυτά, γιατί δεν θέλουνε να πονέσουνε και να ταπεινωθούνε, ώστε να νοιώσουνε κάποιο πράγμα πού είναι παραπέρα από την καλοπέραση του κορμιού κι από τα μάταια πάθη τους.
Ολοένα, χωρίς να το καταλάβω, ανεβαίνανε τα δάκρυα στα μάτια μου, δάκρυα για τον κόσμο και δάκρυα για μένα. Δάκρυα για τον κόσμο γιατί γυρεύει να βρει τη χαρά εκεί πού δεν βρίσκεται, και δάκρυα για μένα γιατί πολλές φορές δείλιασα μπροστά στη φτώχια και στους άλλους πειρασμούς, και δικαίωσα τους ανθρώπους, ενώ τώρα ένοιωσα πώς δεν παίρνει ο άνθρωπος μεγάλο χάρισμα χωρίς να περάσει μεγάλο πειρασμό.
Κι αντρειεύτηκα κατά το πνεύμα, κι ένοιωσα πώς δεν φοβάμαι τη φτώχια, παρά πώς την αγαπώ. Και κατάλαβα καλά πώς δεν πρέπει ο άνθρωπος να αγαπήσει άλλο τίποτα από τον πόνο του, γιατί από τον πόνο αναβρύζει ή αληθινή χαρά κι ή παρηγοριά, κι εκεί βρίσκονται οι πηγές της αληθινής ζωής.
Αληθινά, ή φτώχια είναι φοβερό θηρίο. Όποιος το νικήσει όμως και φτιάξει να μην το φοβάται, θα βρει μεγάλα πλούτη μέσα του. Τούτη την αφοβία τη δίνει ο Κύριος, άμα ταπεινωθεί ο άνθρωπος. Σ' αυτόν τον πόλεμο πού ή αντρεία λέγεται ταπείνωση, και τα βραβεία είναι καταφρόνεση και εξευτελισμός, δεν βαστάνε οι αντρείοι του κόσμου. Όποιος δεν περάσει από τη φωτιά της δοκιμής, δεν ένοιωσε αληθινά τι είναι ή ζωή, και γιατί ο Χριστός είπε: «Εγώ είμαι ή ζωή», και γιατί είπε πάλι; «Μακάριοι οι πικραμένοι, γιατί αυτοί θα παρηγορηθούνε». Όποιος δεν απελπίσθηκε από όλα, δεν τρέχει κοντά στον Θεό, γιατί λογαριάζει πώς υπάρχουνε κι άλλοι προστάτες γι' αυτόν, παρεκτός του Θεού.
Κι εκεί πού τα συλλογιζόμουνα αυτά, ένοιωσα μέσα μου ένα θάρρος και μια αφοβία ακόμα πιο μεγάλη, κι ειρήνη με περισκέπασε, κι είπα τα λόγια πού είπε ο Ιωνάς μεσα απο το θεριόψαρο; «Εβόησα εν θλίψει μου προς Κύριον τον Θεό μου και εισήκουσέ μου. Από την κοιλιά τον Άδη άκουσες την κραυγή μου, άκουσες τη φωνή μου. Άβυσσος άπατη με έζωσε. Το κεφάλι μου χώνεψε μέσα στις σκισμάδες των βουνών, κατέβηκα στη γης, πού την κρατάνε αμπάρες ακατάλυτες. Ας ανεβεί ή ζωή μου από τη φθορά προς εσένα, Κύριε ο Θεός μου. Την ώρα πού χάνεται ή ζωή μου, θυμήθηκα τον Κύριο.
Ας έρθει ή προσευχή μου στην αγιασμένη εκκλησιά σου. Όσοι φυλάγουνε μάταια και ψεύτικα θα παρατηθούνε χωρίς έλεος. Μα εγώ θα σε φχαριστήσω και με φωνή αινέσεως θα σε δοξολογήσω». και πάλι δόξασα τον Θεό και τον φχαρίστησα γιατί μ' έκανε αναίσθητο για τις ηδονές του κόσμου, τόσο πού να συχαίνουμαι όσα είναι ποθητά για τους άλλους, και να νοιώσω πώς είμαι κερδισμένος οπότε οι άλλοι λογαριάζουνε πώς είμαι ζημιωμένος. και γιατί πήρα δύναμη από Κεΐνον να καταφρονήσω τον σατανά, πού παραφυλάγει πότε θα λιγοψυχήσω, κι έρχεται και μου λέγει: «Πέσε προσκύνησε με, γιατί θα γίνουνε ψωμιά αυτές οι πέτρες πού βλέπεις». και πάλι ξανάρχεται και μου λέγει: «Ε, πώς χαίρεται ο κόσμος!
Ακούς τον αλαλαγμό, τις φωνές πού βγαίνουνε από τα παλάτια όπου διασκεδάζουνε οι φτυχισμένοι υποταχτικοί μου, άντρες και γυναίκες; Πέσε προσκύνησε με και σαν απλώσεις μοναχά το χέρι σου να τα πάρεις όλα. Εσύ είσαι άνθρωπος τιμημένος για την τέχνη σου. Γιατί να υποφέρεις, σε καιρό πού αυτοί χαίρουνται όλα τα καλά και τ' αγαθά, μ' όλο πού δεν έχουνε τη δική σου την αξωσύνη; Κοίταξε τη φτώχια σου, κι αν δεν λυπάσαι τον εαυτό σου, λυπήσου την καϋμένη τη γυναίκα σου και το φτωχό το παιδί σου, πού υποφέρνουνε από σένα!». Αλλη φορά τον άκουγα, μ' όλο πού δεν έκανα ότι μου έλεγε, μα τώρα τον άφησα να λέγει χωρίς να τον ακούσω ολότελα.
Έμενα ο νους μου ήτανε σε κείνους τους θλιμμένους και τους βασανισμένους πού δεν έχουνε ελπίδα, και σε κείνους πού τρώγανε και πίνανε κείνη τη νύχτα και πού χορεύανε με τις γυναίκες πού δεν έχουνε ντροπή, και σε κείνους πού μαζεύουνε πλούτη κι αδιαφόρετα πράματα πού δεν μπορούνε να τ' αποχωριστούνε σαν σιμώσει ο θάνατος, και πού καταγίνουνται να δέσουνε τον εαυτό τους με πιο πολλά σκοινιά, άντίς να τα λιγοστέψουνε.
Επειδής οι δύστυχοι είναι φτωχοί από μέσα τους κι αδειανοί και τρεμάμενοι, και θέλουνε να ζεσταθούνε και γι' αυτό ρίχνουνε από πάνω τους όλα αυτά τα πράματα, σαν τον θερμιασμένον πού ρίχνει απάνω του παπλώματα και ρούχα, δίχως να ζεσταθεί. Λογαριάζω πώς οι σημερινοί οι άνθρωποι είναι πιο φτωχοί στο από μέσα πλούτος και γι' αυτό έχουνε ανάγκη από τόσα πολλά μάταια πράματα. Αυτά πού λένε χαρές και ηδονές, τα δοκίμασα κι εγώ σαν άνθρωπος, και πίστευα κι εγώ πώς ήτανε στ' αληθινά χαρά κι ευτυχία.
Μα γλήγορα κατάλαβα πώς ήτανε ψευτιές και φαντασίες ασύστατες, και πώς χοντραίνουνε την ψυχή και στραβώνουνε τα πνευματικά της μάτια, και τότε δε μπορεί να δει, και γίνεται κακιά κι αλύπητη στον πόνο τ' αδερφού της, αδιάντροπη, ακατάδεκτη, άθεη, θυμώτρα, αιμοβόρα.
Όσοι είναι σκλάβοι στην καλοπέραση του κορμιού τους δεν έχουνε αληθινή χαρά, γιατί δεν έχουνε ειρήνη. Για τούτο θέλουνε να βρίσκονται μέσα σε φουρτούνα και να ζαλίζουνται, ώστε να θαρούνε πώς είναι φτυχισμένοι. Ή χαρά ή αληθινή είναι μια θέρμη της διάνοιας και μιαν ελπίδα της καρδιάς πού τις αξώνουνται όσοι θέλουνε να μην τους ξέρουνε οι άνθρωποι, για να τους ξέρει ο Θεός.
Γι' αυτό, Κύριε και Θεέ και πατέρα μου, καλότυχος οποίος έκανε σκαλούνια από τη φτώχια κι από τα βάσανα κι από την καταφρόνεση του κόσμου, για ν' ανεβεί σε Σένα. Καλότυχος ο άνθρωπος πού ένοιωσε την αδυναμία του αληθινά. Όσο πιο γλήγορα το κατάλαβε, τόσο πιο γλήγορα θα απογευτεί από το ψωμί πού θρέφει κι από το κρασί πού δυναμώνει, αν έχει την πίστη του σε Σένα. Αλλοιώς θα γκρεμνιστεί στο βάραθρο της απελπισίας.
Με τι λόγια να φχαριστήσω τον Κύριο μου, πού ήμουνα χαμένος και με χειροκράτησε, στραβός και μ' έκανε να βλέπω; Εκείνος έστρεψε την λύπη μου σε χαρά. «Διήλθομεν δια πυρός και ύδατος, και εξήγαγεν ημάς εις αναψυχήν. Μακάριος άνθρωπος ο έλπίζων έπ' Αυτόν».
Αδέλφια μου, δώστε προσοχή στα λόγια μου! Έτσι πού βλέπετε, έβλεπα κι εγώ, και θαρρούσα πώς έβλεπα μα τώρα κατάλαβα πώς ήμουνα στραβός και κουφός και ποδάγρας. Μετά χαράς δέχουμαι κάθε κακοπάθηση, γιατί άλλοιώς δεν ανοίγουνε τα μάτια στο αληθινό το φως, μήτε τ' αυτιά ακούνε τα καλά μηνύματα, μήτε τα πόδια περπατάνε στον δρόμο πού πάγει εκεί οπού είναι ή αιώνια πολιτεία του Χριστού, εκεί πού βρίσκουνε ειρήνη κι ανάπαψη οι αγαπημένοι του. Όποιος δεν καταλάβει πώς είναι απροστάτευτος από τους ανθρώπους κι έρημος στον κόσμον τούτον, δεν θα ταπεινωθεί. Κι οποίος δεν ταπεινωθεί δεν θα ελεηθεί. Ή λύπη της διάνοιας μας σιμώνει στον Θεό. Γι' αυτό δεν θέλω καμιά καλοπέραση, αλλά καρδιά συντριμμένη.
Αυτά κι άλλα πολλά αναβρύζανε από μέσα μου κείνη τη νύχτα, και τα μάτια μου τρέχανε. Δεν ήξερε τι συλλογίζουμαι κανένας άνθρωπος, εκεί πού ήμουνα
τρυπωμένος, στο κουβούκλι μου, ούτε καν ή Μαρία πού κοιμότανε δίπλα μου κουκουλωμένη. Ό βοριάς έκανε μεγάλη ταραχή άπ' όξω. Τα δέντρα αναστενάζανε, θαρρούσες πώς κλαίγανε και πώς παρακαλούσανε ν' ανοίξω να μπούνε μέσα να προστατευτούνε. Το καντήλι έριχνε το χρυσοκέρινο φέγγος του άπονου στα εικονίσματα και στ' ασημωμένο Ευαγγέλιο.
Δόξα σοι ο Θεός, καλά ήμαστε! Μακάριος είναι όποιος είναι ξεχασμένος. Ό κόσμος παραπέρα γλεντά, χορεύει, κάνει αμαρτίες με τις γυναίκες, παίζει χαρτιά. Ό δυστυχής γιορτάζει τον θάνατο του κορμιού του, πού κάνει τόσα για να το φχαριστήσει. Λες πώς κερδίσανε την αθανασία, τώρα πού ήρθε ο καινούργιος χρόνος, αντίς να κλάψουνε πώς σιμώνουνε ολοένα στο τέλος αυτής της πονηρής ζωής. «Πάτερ άφες αυτοίς, ου γαρ οίδασι τι ποιούσι». Τι κάνουνε; Που πάνε; Σέ λίγο θα καταντήσουνε τα κόκκαλά τους σαν λιθάρια άψυχα, θα γκρεμνιστούνε τα παλάτια τους, θα σβύσει όλη τούτη ή οχλοβοή κι ή φωτοχυσία, σαν κάποιο πράγμα πού δεν γίνηκε ποτές. Ω κατάδικοι, Τι ξεγελοιώσαστε; «Ινα Τι αγαπάτε ματαιότητα και ζητήτε ψευδός;».
Ξημέρωμα 1ης Ιανουαρίου 1950
(Από την Εφημερίδα ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ: Κυριακή-Δευτέρα 1-2 Ιανουαρίου 1984)
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου