Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου
Παρασκευή 11 Δεκεμβρίου 2009
Ή μάνα μου ή Λογγοβάρδα Αναμνήσεις του ηγουμένου της Ι. Μονής Δοχειαρίου Αγ. Όρους άρχιμ. Γρηγορίου Ζουμή 2
Αυτοί που μου δίδαξαν την αγία βία
Τις μέρες πού έκανα τοποτηρητής στην Λογγοβάρδα πήγα μια μέρα στην κατοικία του Μοναστηρίου, πού μόνιμα έμενε ένα γεροντάκι, πού είχε την ευθύνη των ζωντανών της Μονής. Πλησιάζοντας, βλέπω τον γέροντα Γαβριήλ, 92 χρόνων, να μεταφέρει τροφή για τα γουρουνάκια. Από το ένα του χέρι βαστούσε το μπαστουνάκι του και από το άλλο τον γκαζοτενεκέ με την τροφή, πού 'τανε αλεύρι και πίτουρο, αναμεμιγμένο με νερό. Πήγαινε βήμα-βήμα.
—Τί κάνεις αυτού, γερο-Γαβριήλ; 'Αν πέσεις, Θα σε φάνε κ' εσένα τα γουρούνια.
—Γέροντα μου, το Μοναστήρι είναι αγροτικό. Φέτος τίποτα δεν θα πάρουν από τα κριθάρια. 'αν δεν έχουν ένα ζώο να πουλήσουν, πώς θα πορευθούνε;
Κι ο πολυθρύλητος οικονόμος της Μονής, ό πα-πα-Δαμιανός, με το νερό πού έπλενε τα πόδια του, μέχρι τα 90 του χρόνια σφουγγάριζε την σκάλα πού ανέβαινε στα κελιά. Κι όχι, με κάποια σφουγγαρίστρα με κοντάρι, άλλα γονατιστός από σκαλί σε σκαλί καθάριζε την σκάλα.
Ή βία είναι χαρακτηριστικό των αγίων και των προοδευτικών ανθρώπων. Εκείνοι πού καταβάλλουν βία στα υλικά, έχουνε βία και στα πνευματικά.
—Γερο-Γαβριήλ, προφθάνεις να κάνεις τον κανόνα σου, πού όλη την ήμερα βολοδέρνεσαι στα χωράφια και φροντίζεις τα ζώα, για να έχει το Μοναστήρι γάλα και αυγά;
—Ναι, Γέροντα και τον κανόνα μου και τις ακολουθίες κάνω.
Ό μπάρμπα-Νικόλας στην Μονή Λογγοβάρδας της Πάρου
Ό μπάρμπα-Νικόλας πολύ νωρίς πήγε κοπέλι στο Μοναστήρι. Δόθηκε αμισθί στην υπηρεσία των Γερόντων. Μετά την στρατιωτική του θητεία, γύρισε στα παλιά του λημέρια στο Μοναστήρι της Παναγίας. Ανέλαβε την πιο ταπεινή διακονία.
Περιποιόταν τα μεταγωγικά ζώα και τα ετοίμαζε για την μεταφορά των Γερόντων στις διάφορες αποστολές. Όταν μεγάλωσε, μου εκμυστηρεύτηκε τους καημούς του.
—'Αχ παιδί μου, φοβάμαι πώς άνθρωπος δεν θα βρεθεί να φροντίζει τα ζώα για τους παπάδες μας. Θα πιάνουνε τα βρωμισμένα και κατουρημένα σχοινιά κι έπειτα θα λειτουργούνε. Δύστυχα χρόνια σας περιμένουν. Μόνον καλαμάρια θα βαστούνε και ό εαυτός τους πάνω άπ' όλους. Θα απουσιάζει τέλεια από την καρδιά τους ή αγάπη, ό σεβασμός και προ-πάντων το πνεύμα της αυτοθυσίας. Τα χέρια θα τα θέλουν τρυφερά σαν των κοπελούδων. Τα ρούχα καθαρά, ατσαλάκωτα. Λουσάτοι θα περπατούν σκόλη-καθημερινή. Κάθε τι πού βρωμίζει τα χέρια θα το αποφεύγουν, αλλά της ψυχής την βρωμιά θα την στοιβάζουν όπως τ' αλώνια τα στάχυα στην θημωνιά. Τις μυρωδιές από μακριά θα τις οσφραίνεσαι. «Έρχεται άνθρωπος —θα λες— περιποιημένος». Άλλα στο πρόσωπο του δεν θα σημειώνεται το φως του Χριστού. Θα είναι απεχθής, αποκρουστικός, και θα λες' «Καλύτερα να συναντούσα θηρίο, παρά άνθρωπο». Γιατί και τα ζώα, αν δεν τα τρομάξεις με αγριάδες, έχουν και αυτά χάρη μέσα στον δικό τους χώρο. Εδώ πού κάθομαι, βλέπω και ακούω τα παιχνίδια των πουλιών στον ευκάλυπτο και ευφραίνομαι. Και τα αποκρουστικά ποντίκια έχουνε χαρούμενα παιχνίδια μεταξύ τους.
Συνέχισε για πολλή ώρα να αράδιαζε», τα σκιρτήματα των ζώων μέσα στην φύση και έλαμπε το πρόσωπο του σαν να χοροπήδαγε και αυτός μαζί τους.
Ό γερο-Νικόλας είχε το πάθος του καπνίσματος.
—Δυστυχώς —μου έλεγε— μου έμεινε αυτό το πάθος, για να είμαι αφ' εαυτού μου παραγκωνισμένος και από τον Θεό και από τους ανθρώπους. «Άφησε τον -λέγει ό πειράζουν- δικός μου είναι, αφού φουμέρνει».
Τον ρώτησα αν κάπνισε εντός του Μοναστηρίου.
—Ποτέ, παιδί μου. Πάντα βγαίνω έξω στην άκρια της πεζούλας, γιατί ή Παναγία πάνω από την εξώθυρα πολλές φορές με παρηγόρησε. Ό καπνός του τσιγάρου μακριά από τους θησαυρούς της πίστεως μας.
Ό γέροντας Φιλόθεος πολλές φορές του πρότεινε το μοναχικό σχήμα.
—Όχι, δεν συμβαδίζει στον δρόμο της αφιέρωσης τσιγάρο και μοναχισμός. Στο χέρι του μοναχού πάντα το κομποσχοίνι και ό Σταυρός υπάρχει. Θα σας πω εγώ πότε θα είμαι έτοιμος για τα ενδύματα των μοναχών.
Σαν διάβηκαν τα χρόνια και κόντυναν οι μέρες της ζωής του, τον αμείβει ό Θεός, προβλέποντας τον θάνατο του. Καλεί τον ηγούμενο στο κελλί του.
—Γέροντα, σε σαράντα μέρες φεύγω. Τελείωσε με μοναχό. Να μη σας αποχωριστώ ούτε στην άλλη ζωή, γιατί άκουσα από τους παλαιούς πατέρες, πώς άλλος ό τόπος των μοναχών στην αιώνια ζωή και άλλος των λαϊκών.
Έγινε μοναχός μέσα σε μια βαθειά κατάνυξη. Κανείς δεν πίστεψε την πρόρρησή του. Όμως σε τεσσαράκοντα μέρες μετέστη, για να λάβει τα γέρα των κόπων του. Στην ταφή του ευωδίασε άρρητη μυρωδιά. Οι άνθρωποι πού κατέβασαν το σώμα στον τάφο έλεγαν
—Αν δεν μας πιστεύετε, μυρίστε τα χέρια μας.
Ό Γέρων πρόσταξε να γονατίσουν όλοι προς ανατολάς. Όταν τελείωσαν την προσευχή, κάλυψαν τον τάφο. Σ' όλους έμεινε ή βεβαιότητα" «Ό Κύριος τον συγκαταρίθμησε μετά των άπ' αιώνος Όσίων».
Ή ευχή του να μας κρατήσει στην ταπείνωση και την αγία αφανή διακονία. Αμήν.
Το τέλος του μονάχου Δανιήλ του Κρικελλιώτου
Μεσουρανεί ή γερμανική Κατοχή. Ή πείνα και ή αρρώστια σαρώνει κάθε ηλικία. Ό ένας κατόπιν του άλλου επιστρέφει στην γήν εξ ης ελήφθη. Είναι τόσο απεχθή τα πρόσωπα των νεκρών, πού ακόμη και ή μάνα δυσκολεύεται, να δώσει το στερνό φιλί στο παιδί της. Τα νησάκια γονάτισαν από τον αποκλεισμό και τον περιορισμό. Και 00 ο κατακτητής έγινε δυστυχέστερος των κατακτημένων. Μουλάρια και γαϊδούρια αποσυντεθειμένα και σκουληκιασμένα μαγειρεύουν στο καζάνι τους, για να ικανοποιήσουν την πείνα τους. Ή Μονή Λογγοβάρδας περιορίζει την σίτιση των μοναχών στο ελάχιστο, για να προσφέρει φαγητό στους κατοίκους του νησιού. Κάθε δύστυχος και πεινασμένος εκεί καταφεύγει. Ξέρει πώς ή Ζωοδόχος Πηγή αστείρευτα πηγάζει ιάματα.
Εκείνον τον καιρό ένας από τους ασκητικότερους μοναχούς της Αδελφότητος πλησιάζει στην δύση της ζωής. Αυτός είναι ό Δανιήλ από το Κρίκελλο της Ευρυτανίας. Μοναχός σπουδαίος. Στόχευε πάντα την αιώνια ζωή. Έβλεπε πατρίδα μόνιμη τον ουρανό.
Χτύπησε ή καμπάνα μετά τον Εσπερινό με τον χαρακτηριστικό ήχο του στερνού αποχαιρετισμού. Όλοι οι μοναχοί συγκεντρώθηκαν έξω από το μικρό του κελλί. Στάθηκαν σε δυο σειρές, φέροντες όλη την μοναχική πανοπλία, μέγα σχήμα, ράσο και κουκούλι. Σαν να γινότανε Λειτουργία. Όχι με βαριεστιμάρα και προχειρότητα «Δεν βαριέσαι μεταξύ μας είμαστε" μήπως υπάρχει κόσμος να μας δει;». Οι φέροντες ιεροσύνη εισήλθαν στο κελλί του ετοιμοθάνατου. Άρχισε το άγιο Ευχέλαιο. Όλοι γονάτισαν στην συγχωρητική ευχή. Όλοι μυρώθηκαν από το ίδιο βαμβάκι που σταύρωσε το μέτωπο τού' Δανιήλ, Σε λίγο έρχεται ό αρραβώνας της αιώνιας ζωής. Όλοι με ξέσκεπη την κεφαλή σιγά ψιθυρίζουν" «Σώμα Χριστού μεταλάβετε, πηγής αθανάτου γεύσασθε. Γεύσασθε και ίδετε ότι χρηστός ο Κύριος». Και κατόπιν ό αποχαιρετισμός, κατά τον όποιον ό Δανιήλ με τον δικό του τρόπο πλήρωσε τις καρδιές των μοναχών με την ελπίδα της κοινής αναστάσεως. Ό μισονεκρωμένος Δανιήλ, ανακαθισμένος στο κρεβάτι του, σηκώνει αποχαιρετιστικά τα χέρια, και στον κάθε μοναχό πού υποκλίνεται μπροστά στην κλίνη του κράζει και βοά
—Αδελφοί μου, αναχωρώ για την άνω Ιερουσαλήμ, αναχωρώ για την άνω Ιερουσαλήμ...
Και τα γερασμένα χέρια επιστρέφουν στο σώμα γεμάτα θεία χάρη, μετά τον τελευταίο υποκλιθέντα μοναχό. Και ή ψυχή αποχωρεί για τα άνω δώματα, για την κατοικία των πρωτοτόκων, για την χώρα των ζώντων, χωρίς ρόγχο και αγωνία θανάτου. Άφησε βεβαία σε όλους τους μοναχούς την ελπίδα της αιώνιας ζωής. Έτσι, φεύγοντας για τα κελιά τους, έλεγαν
—Από σήμερα ό αδελφός μας Δανιήλ βρίσκεται στον παράδεισο του ουρανού.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου