Ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνή, ἡ πιστή τοῦ Κυρίου μαθήτρια, βρίσκεται μπροστά στόν κενό τάφο τοῦ Ἰησοῦ καί κλαίει. Ἐνῶ κλαίει, ρίχνει ἕνα βλέμμα μέσα στόν τάφο καί βλέπει δύο ἀγγέλους νά κάθονται στά δύο ἄκρα τοῦ τάφου. Τήν ρωτοῦν οἱ ἄγγελοι· «Γύναι, τί κλαίεις;» (Ἰω 20,13). Κλαίω, τούς λέγει, διότι «ἦραν τόν Κύριόν μου, καί οὐκ οἶδα ποῦ ἔθηκαν αὐτόν». Λέγοντας αὐτό παρατηρεῖ μία αἰφνίδια ἔκπληξη στά πρόσωπα τῶν ἀγγέλων, ὅπως συμπεραίνει ὁ ἅγιος Χρυσόστομος, καί στρέφει πίσω νά δεῖ τί βλέπουν οἱ ἄγγελοι καί ἐκπλήσσονται. Ἦταν ὁ Ἰησοῦς, τόν ὁποῖο οἱ μέν ἄγγελοι γνώρισαν, διότι τόν εἶδαν μέ τούς ἄυλους ὀφθαλμούς τους στή δόξα του, ἡ δέ Μαρία δέν τόν ἀναγνώρισε -ὅπως καί οἱ πορευόμενοι πρός Ἐμμαούς-, ἀλλά τόν ἐξέλαβε ὡς κηπουρό.
Τήν ἴδια ἐρώτηση τῆς ὑποβάλλει καί ὁ Κύριος· «Γύναι, τί κλαίεις; Τίνα ζητεῖς;». Ἡ Μαρία νομίζοντας ὅτι αὐτός εἶναι ὁ κηπουρός καί ὅτι ἀσφαλῶς γνωρίζει ποῦ εἶναι ὁ άπαχθείς νεκρός Κύριός της, χωρίς ἄλλη ἐξήγηση τόν παρακαλεῖ· Ἄγνωστέ μου κύριε, ἄν ἐσύ πῆρες τόν Κύριό μου ἀπό τόν τάφο, «εἰπέ μοι ποῦ ἔθηκας αὐτόν, κἀγώ αὐτόν ἀρῶ». Πόση στοργή καί πόση τρυφερότητα κρύβεται στίς ἁπλές αὐτές λέξεις! Καί πόση ἁγία ἁπλότητα! Τότε ὁ Κύριος γιά νά ἐπιβραβεύσει τήν τόσο εὐγνώμονη καρδιά της, διανοίγοντας τούς ὀφθαλμούς της ὥστε νά τόν ἀναγνωρίσει, φωνάζει τό ὄνομά της· «Μαρία!». Ἕνας κεραυνός χαρᾶς τήν συγκλονίζει. Ὁρμᾶ καί πέφτει στά πόδια του νά τά καταφιλήσει ἀναφωνώντας· «Ραββουνί!», «καλέ μου Διδάσκαλε!». Ἀλλά ὁ Κύριος τήν ἀποτρέπει λέγοντας· «Μή μου ἅπτου» (Ἰω 20,17).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου