Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Τετάρτη 19 Σεπτεμβρίου 2012

Ή αγιογράφος Κλεονίκη Συμεωνίδου (1967 - 2005)




Σταυροφόρος της υπομονής και νικηφόρος

Ή Κλεονίκη γεννήθηκε στην Θεσσαλονίκη το 1967 - 30 Ιουνίου, εορτή των αγίων Αποστόλων.
Σε ηλικία 8 ετών έγιναν έκδηλα τα συμπτώματα της μυοπάθειας: λύγιζαν τα γόνατα της και έπεφτε κάτω εύκολα, είχε αστάθεια, κούτσαινε και πήγαινε τοίχο - τοίχο για να μην πέσει κάτω. Με πολύ κόπο πήγαινε σχολείο, ώσπου στην Στ' τάξη του Δημοτικού, αφού πήγε 2 μήνες -κι εκείνο στην αγκαλιά της μητέρας της- σταμάτησε την εκπαίδευση. Επειδή όμως αγαπούσε πολύ τα γράμματα, συνέχισε να μελετάει στο σπίτι. Είχε μεγάλη ευχέρεια στο διάβασμα και πολύ καλή μνήμη.
Αρχικά είχε κινητικές δυσκολίες. Για να ανεβεί τα σκαλιά πίεζε τα γόνατα της και πατούσε στις μύτες των ποδιών. Αργότερα επιδεινώθηκε ή κατάσταση της. Σαν παιδί πού ήταν δεν έπαιζε παρά μόνον κρατούσε το σχοινάκι.
 Από την ηλικία των 14 ετών σχεδόν, χρησιμοποιούσε το αναπηρικό καρότσι για 24 χρόνια μέχρι το θάνατο της.
Ή μητέρα της την «συναρμολογούσε» κάθε μέρα, γιατί τα άκρα της ήταν πολύ χαλαρά, σα λυμένα.
Επειδή είχε μυϊκή αδυναμία και ατροφία, την έδενε με μία ζώνη από τη μέση της, γιατί αλλιώς έγερνε μπροστά και έπεφτε.
Όταν ήταν κλινήρης δεν μπορούσε ούτε να γυρίσει από το ένα πλευρό στο άλλο ούτε να αλλάξει θέση. "Αν τύχαινε να πέσει το χέρι της κάτω, δεν μπορούσε να το ανεβάσει και σε τέτοιες περιπτώσεις, εάν ήταν μόνη (και επειδή δεν ήταν απαιτητική για να φωνάζει συνέχεια τη μητέρα της για να την εξυπηρετήσει) έσκυβε και με τα δόντια τραβώντας το μανίκι της το ανέβαζε προς τα πάνω. Το πλέον δραματικό ήταν, πού δεν μπορούσε ούτε ένα έντομο να διώξει από πάνω της, ούτε ένα μυρμήγκι από το ρούχο της. Κάποτε πού είχε έντονο κνησμό στα δάκτυλα των ποδιών, για να βρει κάποια μικρή ανακούφιση, έβαζαν ένα κουβαδάκι με νερό στα πόδια της.
Ή μητέρα της αφηγείται ορισμένες περιπτώσεις με τις συνέπειες της παθήσεως της:
«Ένα πρωινό, ακόμη δεν είχαμε καροτσάκι, θα ήταν περίπου 13 ετών, χρειάστηκε να λείψω. Την τακτοποίησα καθισμένη κι έβαλα διπλωμένο ένα παπλωματάκι στο πλάι της, να ξεκουράζει το χέρι της. Όταν έφυγα, αυτή πήρε με τα δόντια της και έφερε το παπλωματάκι, πού ήταν από μεταξοβάμβακα, στα γόνατα της, για να ξεκουραστεί. Όμως, λύγισε το κεφάλι της κι έγειρε μπροστά και βούλιαξε μέσα στο αφράτο εκείνο παπλωματάκι. Θα πάθαινε ασφυξία και, αφού έστρεψε με πολύ κόπο το κεφάλι της δίπλα, φώναξε -βοήθεια! (ήταν λίγο ανοιχτή ή μπαλκονόπορτα). Την άκουσαν από απέναντι, ήρθαν, μα εξώπορτα ήταν κλειστή. Πήγαν στο διπλανό διαμέρισμα και βρήκαν ένα παιδί, πέρασε τα κάγκελα, και τούς άνοιξε την πόρτα και την βοήθησαν.
Όταν επέστρεψα, μας είπε ότι αισθάνθηκε δύο φορές, έτσι πού ήταν με γερμένο κεφάλι, ένα απαλό αεράκι να τη δροσίζει!».
Και δεν παραπονέθηκε να πει πού με άφησες τόση ώρα κ.τλ. Μια άλλη φορά πάλι, πήγε να γυρίσει στο πλάι, έπεσε κάτω από κρεβάτι της, δεν μπορούσε να σηκωθεί απ' το πάτωμα, όπως έπεσε εκεί έμεινε, μέχρι πού γύρισε ή μητέρα της και τη σήκωσε. Μια άλλη φορά ή μητέρα της όταν γύρισε από μια δουλειά δεν είχε κλειδί και ή Κλεονίκη σύρθηκε, σκαρφάλωσε μέχρι το πόμολο και άνοιξε την πόρτα.

Καθημερινή άρση σταυρού


Ή κλήση του Θεού δεν έχει ποτέ το νόημα να μάς μειώσει τον πλούτο της υπάρξεως μας.
Ή Κλεονίκη ανέπαυε πολλούς, πού είχαν την ευκαιρία να την δουν και να συζητήσουν μαζί της, γιατί ήταν όλο μ' ένα φωτεινό χαμόγελο - αυτό ήταν και το χαρακτηριστικό στο αξιαγάπητο αυτό πλάσμα.
Είχε πνευματική ωριμότητα, διότι καλλιέργησε τις έμφυτες αρετές της με την μελέτη των εκκλησιαστικών κειμένων. Διάβαζε πολύ, ξενυχτούσε για να τελειώσει ένα βιβλίο. "Έλεγε με την διάκριση, πού την ξεχώριζε, στη μητέρα της:
-Εγώ θα κοιμάμαι το πρωί, πού εσύ έχεις τις δουλειές σου, για να μη σε ενοχλώ, και το βράδυ θα διαβάζω. Και πράγματι, είχε ένα φωτιστικό, δίπλα στο κομοδίνο και διάβαζε. Προγραμμάτιζε να διαβάζει ένα πατερικό βιβλίο την νύχτα και το πρωί κοιμόταν.


Γέμιζε ή ψυχή της με το διάβασμα. Τί πατερικά βιβλία, τί βίους αγίων, τί από εγκυκλοπαίδειες, κοινωνικά θέματα, επιστημονικά σύγχρονα σε θέματα Βιοηθικής. Όταν κάτι την ενδιέφερε κρατούσε ση-μειώσεις για να τα συζητήσει με ειδικούς. Της άρεζε ή τελειότητα.
"Έκοβε σελίδες από ενδιαφέροντα άρθρα και τα συγκέντρωνε σε άλμπουμ. "Έγραψε με ωραία, βυζαντινά γράμματα τον Ύμνο της Αγάπης του αποστόλου Παύλου και αποσπάσματα από τα Απομνημονεύματα του Μακρυγιάννη, και τα έκανε καδράκια να τα έχει κρεμασμένα στον τοίχο του δωματίου της. Στο ψαλτήρι της είχε γράψει στις πρώτες λευκές σελίδες:
«Φύλαγε με Κύριε από τις παγίδες των δαιμόνων. "Έλα φώς αληθινό, κρυμμένο μυστήριο, έλα αμάραντο στεφάνι, έλα Μόνε σε κάποιον άλλο πού είναι μόνος».
Ήταν καρδιά ελεήμων, καρδιά γεμάτη τρυφερή αγάπη προς όλους. Αξιοποιούσε κάθε στιγμή του χρόνου της για κάτι το δημιουργικό. Ήταν ακούραστο πλάσμα. Μπροστά της οι υγιείς αισθάνονταν ανίκανοι, «τεμπέληδες».


Αρχοντική ψυχή. Της άρεζαν τα αρμονικά φτιαγμένα σχέδια σε κεντήματα, τα ρούχα με ρομαντικά λουλούδια, το ωραίο, το εκλεπτυσμένο.
Παλαιότερα, πού είχε κουράγιο, έκανε σελιδοδείκτες σαν εργόχειρο, κεντούσε, και μάλιστα τα έσοδα από όσα πουλούσε τα έστελνε στην Ιεραποστολή. Κάποτε πού δεν είχε δύναμη να περάσει την κλωστή με την βελόνα απ' τον καμβά, τραβούσε με τα δόντια την βελόνα - δεν το έβαζε κάτω στην προσπάθεια της να προσφέρει. "Έτσι κέντησε κι ένα κάδρο με την γνωστή παράσταση «προς Εμμαούς». Είχε μεγάλη κλίση για την Ιεραποστολή. Είχε επικοινωνία με τον ιεραπόστολο π. Κοσμά Γρηγοριάτη, πού ήταν στο Κολουέζι του Κογκό (υπάρχει και φωτογραφία της με τον π. Κοσμά) και βοηθούσε όσο μπορούσε, με τον τρόπο της, τα πεινασμένα και τα άρρωστα παιδιά.


Ή αγάπη δεν αγνοεί τις φυσικές διεξόδους της στον άνθρωπο. Δεν περιφρονεί γι' αυτό το συναίσθημα, την ευγένεια, την ιλαρότητα, την χαρά, το γέλιο, την λεπτότητα και την τρυφερότητα. Όλα αυτά ξεπηδούν εξαγνισμένα από μία πλούσια εν Χριστώ Ζωή και Καρδιά, πού απαρνήθηκε και συνεχώς απαρνείται τον εαυτό της για να γίνει όλη αγάπη πού ποτέ δεν ζητάει τίποτα για τον εαυτό της, αφού ποτέ δεν ευκαιρεί γι' αυτό.
Όταν της εμπιστεύονταν γνωστοί και φίλοι τα προβλήματα τους ή Κλεονίκη δεν απαντούσε αμέσως. Μετά λίγες μέρες, αφού τα σκέπτονταν -και τα έκανε θέμα προσευχής- αναφερόταν παρεμπιπτόντως, στο θέμα του καθενός πού είχε ρωτήσει, με λίγα λόγια, μετρημένα. Ενώ δεν λογάριαζε τούς κόπους και τον εαυτό της δεν έλεγε εύκολα πολλά λόγια. Έπρεπε να σκεφτεί για να μιλήσει, όμως ότι έλεγε το έλεγε με χαριτωμένο τρόπο. Γι' αυτό πολλοί ζητούσαν τις προσευχές της. Για μία περίπτωση έκανε σε μία ήμερα 3.000 κομποσκοίνια. Κι άλλοτε διάβαζε την παράκληση της Παναγίας και άλλων αγίων.

Ό Θεός προτιμά να φανερώνεται μέσω των ταπεινών ανθρώπων πού ό κόσμος τούς περιφρονεί.
(Α'Κορινθ. 1, 25-28)
Είχε μεγάλη πίστη μα και λογική. Ήταν χωρίς συμπλέγματα, αυτό πού λένε στην καθημερινή ζωή, κόμπλεξ, σχετικά με την κατάσταση της. Δεν ήθελε να την λυπούνται, ό τρόπος της ζωής της το έδειχνε. Δεν την άγγιζε ούτε ή προσβολή, ούτε την έθιγε κάτι ή όταν κάποτε εκδήλωναν μερικοί τον οίκτο τους, «την καημένη! πώς το έπαθε! κ.τ.λ.».

Δεν είχε ούτε θυμό, ούτε σχολίαζε, είχε μία απάθεια μοναδική. Όταν την στεναχωρούσαν με λόγια ή με υπονοούμενα, δεν τα φανέρωνε άλλου, τα κρατούσε μυστικά μέσα της - χωρίς όμως να συσσωρεύει στο υποσυνείδητο της κακίες, αντιπάθειες κ.τ.λ. Μια μέρα θέλησαν να πάνε με την μητέρα της στα γραφεία της εξωτερικής Ιεραποστολής του γιατρού π. Παπαδημητρακόπουλου, κοντά στην Αγία Σοφία Θεσσαλονίκης, κι επειδή υπήρξε και σχετική καθυστέρηση με το καροτσάκι, ό ταξιτζής έκανε φασαρία με ανάγωγο τρόπο.

Ή Κλεονίκη όμως ούτε πού σχολίασε τίποτα, ούτε εξεδήλωσε παράπονο πικρίας, πού της φέρθηκαν με τέτοιο τρόπο.
Μια άλλη φορά όμως, συνέβη ένας άλλος οδηγός ταξί να τούς φερθεί με τέτοιο φιλότιμο όταν τούς μετέφερε, μέχρι πού προσφέρθηκε να λαδώσει το καροτσάκι κι ούτε τούς πήρε χρήματα, παρά είπε «εγώ πήρα την αμοιβή μου!».

Ή συναισθηματικότητα μας είναι πλούτος και ευλογία. Είναι δώρο πολύτιμο του Θεού και γίνεται πολύ μεγάλη δύναμη και ισχύς, όταν κατευθύνεται από μία εν πίστει φωτισμένη λογική. Εκείνο πού μπορούμε να κάνουμε είναι.... μια υποταγή με εμπιστοσύνη και αμοιβαιότητα, χωρίς να νοιώθουμε ντροπή ή συστολή για ότι αποτελεί κληρονομική μας καταβολή.
Το πρόβλημα δεν είναι γιατί είμαστε αυτό πού είμαστε, αλλά πώς θα γίνουμε αυτό πού πρέπει να γίνουμε. Και αυτό θα το πετύχουμε αν ότι κάνουμε το κάνουμε με τον Ιησού και την χάρι Του, προσπαθώντας να βλέπουμε και να αγαπούμε με την καρδιά του Ιησού.... Να συσταυρωθοϋμε με τον Ιησού. Να τον αντικαταστήσουμε στο σταυρό της όδυνόμενης αγάπης Του, συνοδυνώμενοι και συμπάσχοντες. (Ύποτυπώσεις πνευματικής ζωής π. Ευσεβίου Βίττη).

Στην προϊούσα εξέλιξη της ασθένειας ή Κλεονίκη είχε την δική της αντίδραση. Ήταν ολοκληρωμένη, έτοιμη για όλα, για κάθε δυσκολία. Ήθελε να είναι ενημερωμένη για την πορεία της ασθένειας της, είχε έφεση να πραγματοποιεί ότι καινούργιο διάβαζε π.χ. παρήγγειλε από την Αμερική ένα ειδικό «εργαλείο» για να γυρίζει τις σελίδες των βιβλίων κάτι σαν καλαμάκι, πού στην άκρη είχε μία «βεντούζα» κι απ' την άλλη ρουφούσε τον αέρα κι' έτσι γύριζε τις σελίδες των βιβλίων.

Ήταν μία ξεχωριστή προσωπικότητα ωρίμου άνθρωπου μα με το αστείρευτο χαμόγελο αθώου παιδιού. Έβλεπε με μάτι άθωότητος τα νέα παιδιά, εντελώς απονήρευτα. Αποδεχόταν ακόμη και το παράξενο ντύσιμο ορισμένων, γιατί δεν ήξερε τί θα πει πονηρία ή κακός λογισμός. Ήταν μία αθώα, αγνή ψυχή μα και σύγχρονη. Δεν άφηνε ούτε ήθελε να στερηθεί κάτι καλό και ευγενικό, π.χ. όταν περνούσε ή ολυμπιακή φλόγα από την γειτονιά τους, την πήγαν με το καροτσάκι μέχρι το κεντρικό δρόμο και κρατώντας με ενθουσιασμό μικρές Ελληνικές σημαίες, έκανε μεγάλη χαρά σαν μικρό παιδί.

Την διέκρινε πνεύμα μαθητείας γι' αυτό και πίστευε έμπρακτα στην διά βίου μάθηση. Μάθαινε Αγγλικά, Γερμανικά, για ένα διάστημα προσπαθούσε να μάθει Βουλγάρικα, γιατί είχε βοηθό μία κυρία ξένη. Το «δεν μπορώ» ήταν για όσα αφορούσαν την αρρώστια. Οτιδήποτε άλλο όμως, το επιχειρούσε με πίστη στο Θεό και την δύναμη της θελήσεως. Ήταν φωτισμένη ψυχή, μας είπε ή αδελφή της: μας έδινε ιδέες πώς να γράφουμε γράμματα, με τί να στολίσουμε τις ευχετήριες κάρτες, βοηθούσε στα μαθήματα τα ανιψάκια της, είχε μάθει να χειρίζεται τον υπολογιστή όπου έπαιζε κάποτε και για να χαλαρώσει σκάκι με την Ιωσηφίνα, ή οποία είχε παρόμοια πάθηση με αυτήν. Το κινητό το χρησιμοποιούσε κρατώντας ένα μολύβι με τα δόντια της και έτσι πατούσε τα πλήκτρα.

Μια άλλη γνωστή της, πού έζησε τα τελευταία χρόνια κοντά της εξυπηρετώντας την αναφέρει:
«Περισσότερο εξηρτημένο άτομο (αφού δεν μπορούσε ούτε το χέρι της να μετακινήσει, ούτε να αυτοεξυπηρετηθεί) δεν είδα αλλά συγχρόνως δεν είδα και περισσότερο ανεξάρτητο άτομο με δίψα για δραστηριότητα. Δεν ήθελε να υστερεί σε τίποτα, πάντα ήταν απασχολημένη με κάτι. Τα χέρια της και τα πόδια της ήταν εξαρθρωμένα, θαρρείς και κρατιόνταν με νήματα από τον κορμό της, όμως πόση αξιοπρέπεια είχε στις καθημερινές στιγμές της (όταν την έλουζαν, όταν την άλλαζαν κ.τ.λ.) Ήταν θαρρείς φευγάτη από το σώμα της, χωρίς όμως να αδιαφορεί γι' αυτό ή να ντρέπεται γι' αυτό πού ήταν. Δεν μας επέτρεπε να την δούμε «σαν χάλια».


Ήταν εκλεκτική, τελειομανής, ετοιμόλογη και με τα χαριτωμένα πνευματώδη «αστεία» πού έλεγε, δημιουργούσε ευχάριστη ατμόσφαιρα - πολλές φορές επειδή δεν είχε υπερηφάνεια, έφτανε ως τον αυτοσαρκασμό, άλλοτε έπαιζε με τις λέξεις. Κάποτε, πού έψαχναν μία μπλούζα για να φορέσει, ή μητέρα της είπε επειδή βιαζόταν - διάλεξε γρήγορα, έχεις του κόσμου τις μπλούζες! Και ή Κλεονίκη τότε απάντησε, μα ακριβώς, έχω του κόσμου... ας έχω και μία δική μου! Μια άλλη φορά όταν την έκανε μπάνιο ή μητέρα της γλίστρησε και της ξέφυγε από τα χέρια και τότε χτύπησε στο κεφάλι της και αντί να κλάψει και να διαμαρτυρηθεί είπε χαριτωμένα: -αύριο θα γράφουν οι εφημερίδες ψυχοπαθής μητέρα στραγγάλισε νήπιο 15 ετών! Υστερόγραφο: το αθώο πλάσμα πλήρωσε για όσα έκανε στην μητέρα της, άρα δεν ήταν και τόσο αθώο! Από τότε δεν την έβαλαν στο μπάνιο».

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: