Σήμερα από το πρωί παλεύει με μια έκθεση προς τις τεχνικές υπηρεσίες του Δήμου. Της λείπει μία πρόταση που είχε συντάξει ένας πολιτικός μηχανικός, πατέρας ενός παιδιού της Α΄ και είπε να την επισυνάψει. Πού είναι όμως, αυτή η πρόταση; Πάει να σκάσει. Είναι βλέπεις, που από τη φύση του είναι τόσο οργανωτικός, που ξέρει απέξω σε ποιο ράφι, σε ποιο ντοσιέ είναι, οποιοδήποτε έγγραφο ζητήσει.
Τώρα όμως, το έγγραφο είναι άφαντο. Η ώρα περνά και ο εκνευρισμός αρχίζει να μεγαλώνει. Ψάχνει, παραμερίζει φακέλους, ανασηκώνει έγγραφα και πάνω σε μια αδέξια κίνηση, ένα μάτσο χαρτιά που ’χε απλωμένα πάνω στο γραφείο του φεύγουν κι αφού διαγράφουν θεαματικές φιγούρες στον αέρα, προσγειώνονται με χάρη στο πάτωμα.
Σκύβει να τα πάρει και όπως κάνει να σηκωθεί, το μάτι του πέφτει πάνω σ’ ένα γαλάζιο κουτί με περίτεχνο δέσιμο. «Αυτό μας έλειπε» μονολογεί και κάνει να το σηκώσει από το πάτωμα. Πόσες μέρες ήταν αφημένο εκεί κάτω; Το είχε ακουμπήσει επίτηδες εκεί την ημέρα της γιορτής αποφοίτησης. Μα είναι δώρο για διευθυντή αυτό; Απορεί με τον εαυτό του πώς συγκρατήθηκε όταν άνοιξε το δώρο εκ μέρους του Συλλόγου Γονέων και Κηδεμόνων. Μέσα σε ένα γαλάζιο κουτί με κορδέλες σε όλες τις αποχρώσεις του μπλε και διακοσμημένο με θαλασσινά, υπήρχε ένα T-shirt με μια στάμπα Υπάρχουν τρεις λόγοι για να γίνεις εκπαιδευτικός: Ιούνιος, Ιούλιος, Αύγουστος. Έκανε μεγάλη προσπάθεια να χαμογελάσει, να ψελλίσει τέλοσπάντων ένα «ευχαριστώ». Οι πιτσιρικάδες της Γ΄ κάτι ψυχανεμίστηκαν κι άρχισαν να φωνάζουν ρυθμικά: «Θέλουμε να δούμε, θέλουμε να δούμε!». Δεν είχε πλέον καμία ελπίδα. Πήρε το T-shirt και το άπλωσε έτσι, ώστε να είναι ορατό από τα παιδιά. Ακούστηκε ένα παρατεταμένο «Ωωωωωω» που πνίγηκε στα χειροκροτήματα και τα σφυρίγματα.
Όταν πήγε στο γραφείο του το παράτησε εκνευρισμένος κάτω από το γραφείο, ακουμπισμένο στο δεξί πλαϊνό ξύλο κι ύστερα αφού έβαλε σε εφαρμογή την επιλεκτική αμνησία, το ξέχασε εκεί.
Άκου Ιούνιος, Ιούλιος και Αύγουστος! Δε φτάνουν τα ζόρια που τραβάει από γονείς, μαθητές και συναδέλφους, το να του λένε κατάμουτρα πως ανήκει στην προνομιακή ομάδα των δημοσίων υπαλλήλων που έχουν 3 μήνες διακοπές, αυτό παραπάει και τον κάνει έξαλλο. Γιατί ο κύριος Γιάννης, ο χαρισματικός διευθυντής του 5ου Γυμνασίου, έχει ένα ελάττωμα. Νευριάζει πολύ, μόνο που δεν γίνεται αντιληπτός, γιατί ξέρει να κρύβει επιμελώς τα αισθήματά του. Μέσα του, όμως βράζει. Και λέει διάφορα, που κανείς δεν ακούει. Και μετανιώνει μετά … Και υπόσχεται στο Θεό πως δεν θα το ξανακάνει. Και το κρατάει, αλλά μόνο μέχρι την επόμενη φορά που κάποιος θα τον κάνει… ατμόπλοιο! Και ξανά υποσχέσεις στο Θεό… Κάποτε, πριν από πολλά χρόνια σε μια επίσκεψη στο Άγιο Όρος του είχε πει ένας άγιος Γέροντας: «Υπάρχει μέσα σου κρυφή περηφάνεια. Γι’ αυτό θυμώνεις». «Κι η κληρονομικότητα; Δεν φταίει καθόλου;» αναλογίστηκε αργότερα εκείνος, σαν θυμήθηκε τη συγχωρεμένη τη γιαγιά του που ήταν μάλαμα στην ψυχή, άκακη, καλοσυνάτη, αλλά μόνο μέχρι να την νευριάσει κάποιος… «Αυτόν τον κάποιο λοιπόν, που σε νευριάζει, τον πολεμάει πιο πολύ ο διάβολος από σένα. Κάνε προσευχή γι’ αυτόν που σε πειράζει και παρακάλεσε το Θεό γι’ αυτόν» του τόνισε μια μέρα ο πνευματικός του κι από τότε βάλθηκε να κάνει κομποσχοίνια και προσευχές για όλους ανεξαιρέτως τους συναδέλφους, για τους γονείς, για τα παιδιά… Κι αν τύχαινε κάποια φορά να του τη βγει κανένας ζόρικος γονιός, βιαστικά έχωνε το χέρι στην τσέπη του παντελονιού, προσπαθώντας να βρει το μικροσκοπικό κομποσχοινάκι που ήταν εκεί για τέτοια, επείγοντα περιστατικά.
Παράτησε το ψάξιμο και βγήκε έξω στο μπαλκόνι για να πάρει αέρα. Η καυτή ατμόσφαιρα τον έκανε να μπει ξανά μέσα, στην τεχνητή δροσιά του κλιματιστικού. Ακούμπησε το κεφάλι στα χέρια του και προσπάθησε να θυμηθεί πού έβαλε το έγγραφο. Ένιωθε απίστευτη κούραση. Ίσως φταίει που χτες βράδυ άργησε να κοιμηθεί και το πρωί σηκώθηκε νυσταγμένος. Ήταν όμως, τόσο όμορφα στην αγρυπνία της αγίας Κυριακής! Πήγε από νωρίς κι έπιασε ένα στασίδι πίσω ακριβώς από τον δεξιό ψάλτη. Την είχε ανάγκη αυτή την ήρεμη ατμόσφαιρα, το φως των καντηλιών, τις φιγούρες των αγίων από ψηλά, την Πλατυτέρα, τη μελωδική φωνή του κυρ Παναγιώτη που έκανε απόψε χρέη ψάλτη… Παραδόθηκε στη γαλήνη της προσευχής και ξεχάστηκε. Ξέχασε όλα όσα τον κούρασαν τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια που ’χει διευθυντής και που τώρα πια, στα 66 του, ένα χρόνο πριν από τη σύνταξη, τον βαραίνουν όλο και πιο πολύ.
Πήρε τη θέση διευθυντή -όντας 2ος σε μόρια- σε ένα σχολείο που δεν το ήθελε κανείς άλλος. Το 5ο Γυμνάσιο της μικρής επαρχιακής πόλης ήταν τελευταίο στις προτιμήσεις. Ο λόγος ήταν ένας και μοναδικός: το σχολείο ήταν στα όρια του συνοικισμού των Ρομά. Πράγμα που σημαίνει ότι το ένα τρίτο του σχολείου ήταν τσιγγανάκια. Οι Ρομά δεν πολυνοιάζονταν για το τι θα μάθαιναν τα παιδιά τους, αρκεί που έπαιρναν τα επιδόματα. Από την άλλη, οι γονείς των μπαλαμών είχαν εφεύρει τους πιο απίθανους τρόπους για να πάρουν τα παιδιά τους μετεγγραφή: από εικονικά ενοικιαστήρια μέχρι ανύπαρκτους χωρισμούς και επιμέλειες παιδιών. Και όλα αυτά με τη σιωπηλή αποδοχή των άλλων διευθυντών. Οι εκπαιδευτικοί -όσοι δηλαδή δεν πήραν την πολυπόθητη μετάθεση σε άλλα προνομιακά σχολεία- είχαν επιδοθεί σε αγώνα δρόμου για να πετύχουν είτε απόσπαση σε φορείς του Υπουργείου είτε στη Διεύθυνση Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης.
Οι εναπομείναντες εκπαιδευτικοί, στην πλειονότητά τους είχαν παραιτηθεί ψυχολογικά και τα είχαν βάλει όλα στον αυτόματο πιλότο. Οι ελάχιστοι -συνήθως αναπληρωτές- που το πάλευαν και είχε μαζί τους εκπληκτική συνεργασία, αντιμετώπιζαν ένα κύμα αντίστασης από τους υπόλοιπους: «Ρε, οι γύφτοι δεν θα αλλάξουν ποτέ, τσάμπα κουράζεστε!»
Είχε απογοητευτεί με όλα αυτά. Αυτό όμως, που κάποια στιγμή τον τσάκισε δεν ήταν οι συνάδελφοι. Ήταν κάτι που έγινε με μια μαθήτρια Ρομά, την Εσμεράλδα, ένα πανέξυπνο και χαριτωμένο κορίτσι. Οι γονείς της είχαν χωρίσει και είχαν ξανακάνει νέες οικογένειες. Η Εσμεράλδα δεν χωρούσε πουθενά και έτσι, τη μεγάλωνε ο παππούς από τη μεριά του πατέρα της. Με πολλή φτώχεια και στερήσεις. Κάποτε, που η καθηγήτρια των Μαθηματικών την έπιασε αδιάβαστη και την πήγε θριαμβευτικά στο διευθυντή, το κορίτσι του εκμυστηρεύτηκε πως δεν πρόλαβε να διαβάσει, αφού η ΔΕΗ τους έκοψε το ρεύμα, γιατί χρωστούσανε πολλά. Του είπε ακόμα πως είχε μέρες να φάει μαγειρευτό φαγητό, γιατί τέλειωσε η φιάλη υγραερίου και με τα χρήματα που ο παππούς ζητιάνευε στις εκκλησίες τις Κυριακές, ίσα που έφταναν για να πάρουν λίγο ψωμί μπαγιάτικο στη μισή τιμή και λίγη φέτα-πού να αποθηκεύσουν τη φέτα χωρίς ψυγείο; Του κόπηκαν τα γόνατα. Έκανε έρανο σε γνωστούς και φίλους, έβαλε ο ίδιος ένα γενναίο ποσό και έγινε η επανασύνδεση του ρεύματος. Ύστερα από αυτό ανέλαβε τον παππού με την εγγονή υπό την προστασία του. Τους προμήθευε το φαγητό της ημέρας και διακριτικά ρωτούσε μην έχουν κάποια άλλη ανάγκη.
Την άλλη μέρα η Εσμεράλδα δεν ήλθε στο σχολείο. Ούτε την παράλλη. Όταν πια επέστρεψε τον απέφευγε. Την κάλεσε στο γραφείο και της μίλησε ήρεμα. Εκείνη στην αρχή αρνιόταν. Στο τέλος έσπασε και του τα είπε. Πήρε τα 120€ και το πορτοφόλι το πέταξε σε έναν κάδο. Μαζί με τις φωτογραφίες των εγγονών του, την αστυνομική ταυτότητα, την ετήσια κάρτα απεριόριστων διαδρομών, τις δύο κάρτες τραπεζών και την κάρτα δωρεάν εισόδου στα Μουσεία και τους Αρχαιολογικούς χώρους. Τίποτα από αυτά δεν τον πείραξε κι ας έκανε ένα μήνα να τα ξαναβγάλει, όσο εκείνο το μικρούτσικο φθαρμένο χαρτάκι που ’χε φυλαγμένο σε μια μικρή θήκη του πορτοφολιού. Ήταν ενθύμιο από μια επίσκεψη στον άγιο Γέροντα. Είχε δυο λόγια-παρακαταθήκη και την ημερομηνία της επίσκεψης στη Μονή: 24 Αυγούστου 1985. Αυτό του κόστισε πάρα πολύ. Ο Γέροντας ήταν πια στα δεξιά του Κυρίου και επισήμως στο αγιολόγιο της Εκκλησίας, το χαρτάκι όμως ήταν κάτι σαν ακριβό ενθύμιο από κείνον και του κόστισε πολύ η απώλειά του.
Οι συνάδελφοι δεν έμαθαν τίποτα για το περιστατικό. Εκείνος όμως, για αρκετό καιρό ένιωθε σαν τον νεαρό πρίγκηπα της Ανατολής του τραγουδιού πως «αυτός ο κόσμος δε θα αλλάξει ποτέ»… Ύστερα συνειδητοποίησε πως όλο αυτό ήταν ένα ακόμα τέχνασμα του μισόκαλου για να τα παρατήσει όλα όσα είχε κάνει ως τώρα.
Πολύ καιρό αργότερα, είδε γραμμένη τη φράση με μαύρο σπρέι στον πίσω τοίχο του σχολείου και ήταν έτοιμος να προμηθευτεί το ειδικό διαλυτικό και να τη σβήσει… Να τη σβήσει από τον τοίχο κι από τις συνειδήσεις των παιδιών.Για κάποιο λόγο το έκανε delete στο μυαλό του και συνέχισε την ανηφορική και μοναχική πορεία του. Προσπαθώντας να κάνει delete και όλα όσα τον κουράζουν.
Την υποδιευθύντρια, που πλέον δεν κρύβει την παραίτησή της από κάθε δραστηριότητα, ακόμα και από αυτά τα στοιχειώδη καθήκοντά της… Βαρέθηκε να της υποδεικνύει, άλλοτε ευγενικά κι άλλοτε έντονα, πως ξέχασε αυτό, κι εκείνο και τ’ άλλο, για να εισπράξει την απάντηση: «Αλήθεια; Πω πω! Το ξέχασα!» βάζοντας σε διαρκή αμφισβήτηση τη νοημοσύνη του και αναγκάζοντάς τον να κάνει practice υπομονής.
Την καθαρίστρια που πρέπει κάθε μέρα να τρέχει από πίσω της για να διαπιστώσει πως όχι μόνο δεν είναι σφουγγαρισμένες όλες οι τάξεις, αλλά τα καλαθάκια με τα σκουπίδια είναι σε κάποιες αίθουσες γεμάτα. Για να ακούσει την άλλη μέρα: «Άνθρωπος είμαι κυρ Γιάννη μου, το ξέχασα, πώς κάνεις έτσι!»
Την παρεμβατική πρόεδρο του Συλλόγου Γονέων και Κηδεμόνων που «εντάξει δεν τελείωσα το Γυμνάσιο, αλλά όχι και δεν ξέρω!» και προσπαθεί με χίλιους τρόπους να έχει λόγο ακόμα και σε θέματα διδακτικής και αναλυτικού προγράμματος: «Ο εικαστικός δεν διδάσκει καλά, δεν γίνεται να κάνει το μάθημα όπως τον -Θεός σχωρέστον- Μπομπ Ρος στην τηλεόραση με τα φουντωτά, σγουρά μαλλιά του; Εγώ μια χαρά έμαθα να κάνω τοπία!»
Τη συνάδελφο της Οικιακής Οικονομίας που βάζει τα παιδιά στην ώρα της να παριστάνουν τους άλλους καθηγητές και να γελάνε όλοι μαζί, αφού ξέρουν ότι στο τρίμηνο θα πάρουν όλοι, μα όλοι 20, μυημένοι -μαθητές, εκπαιδευτικός και γονείς- σε μια ομερτά σιωπής.
Το συνάδελφο … τη συνάδελφο … την άλλη συνάδελφο … που όταν τολμήσει να υπαινιχτεί πως έχουνε χρέος απέναντι στα παιδιά, εισπράττει ένα βλέμμα serial killer και μια αίσθηση που πλανιέται στον αέρα: «Κάν’ το εσύ που παίρνεις πιο πολλά λεφτά».
Κοίταξε το ρολόι στον απέναντι τοίχο. Ήταν ήδη 12:08. Πω πω! Ξέχασε τη λαϊκή. Δεν συνήθιζε να πηγαίνει στη λαϊκή, σε αντίθεση με τις συναδέλφους που, τις Παρασκευές το γραφείο καθηγητών θύμιζε μανάβικο. κάτω από τα περισσότερα γραφεία ήταν ακουμπισμένες σακούλες ξεχειλισμένες με πατάτες σπούντα, μήλα φούτζι, βερίκοκα Μπεμπέκου κι άλλα φρούτα και λαχανικά. Σήμερα πρέπει να ψωνίσει εκείνος στη λαϊκή, αφού η γυναίκα του έχει πάει εκτάκτως στη μεγάλη τους κόρη για να κρατήσει τα εγγονάκια.
Κρεμμύδια … Ψάχνει με το μάτι πάγκο με κρεμμύδια. Περνάει τον πατατά, αφήνει πίσω τον «πάρτε κυρίες μου πεπόνια μέλι» και συνεχίζει. Δίπλα του, γύρω του μεσόκοποι κυρίως άνθρωποι, κοντοστέκονται, άλλοι κουβεντιάζουν, άλλοι τον σπρώχνουν άθελά τους με το καροτσάκι… Κόσμος πολύς.
Δεν κατάλαβε μέσα στο σπρωξίδι το χέρι που τον ακούμπησε στον ώμο. Μόνο στη φωνή γύρισε: «Κύριε Γιάννη!». Ω! Τι έκπληξη είναι αυτή! Ο Βαλάντης! Ο άλλοτε μαθητής τους πριν από -πόσα άραγε;- χρόνια.
«Βαλάντη, πόσο χαίρομαι! Τι κάνεις;»
«Καλά είμαι κύριε! Θα σου πω και θα χαρείς! Θυμάσαι πόσο με πίεσες να μην παρατήσω το σχολείο; Ε, μετά πήγα στο ΕΠΑΛ … Αλλά έμεινα από απουσίες στη Β΄ τάξη. Και μετά τα παράτησα. Δούλευα μεροκάματο, ώσπου η αρραβωνιαστικιά μου, η Τσαμπίκα με έβαλε να γραφτώ στο νυχτερινό. Κι από κει στο ΤΕΙ. Τώρα το λένε Πανεπιστήμιο! Τελειώνω σχολή αγροτικής παραγωγής. Δουλεύω στα κτήματα του πατέρα και τον βοηθάω στον πάγκο της λαϊκής».
Απόμεινε ο διευθυντής του σχολείου να κοιτά άφωνος το γεροδεμένο μελαμψό παλικάρι που, στο μεταξύ, τον άφησε και με σπουδή κάτι έψαχνε στον πάγκο. Ύστερα με γρήγορες κινήσεις έβαλε το πιο μεγάλο καρπούζι σε διπλή σακούλα και με περισσή συγκίνηση το πρότεινε στο γκριζομάλλη διευθυντή που εξακολουθούσε να τον κοιτά άφωνος.
«Να, πάρε το. Δεν σου είπα “ευχαριστώ” τότε που με κυνηγούσες να μην παρατήσω το σχολείο. Θα πας να ψωνίσεις έτσι; Άσε εδώ την τσάντα και στο γυρισμό την παίρνεις» του είπε βιαστικά και πήγε να εξυπηρετήσει μια ηλικιωμένη κυρία που αδημονούσε να πληρώσει και να φύγει.
Ο κύριος Γιάννης, ο κουρασμένος -από τα χρόνια, τις ευθύνες και την απογοήτευση- διευθυντής περπατούσε τώρα και σκεφτόταν, σκεφτόταν …
Όταν γύρισε στο πάγκο του Βαλάντη, φορτωμένος με ψώνια, τον είδε από μακριά ο αλλοτινός μαθητής και βιάστηκε να του πάει την τσάντα με το τεράστιο καρπούζι. Τον πλησίασε και με μια παράξενη λάμψη στα μάτια του ’πε: «Να ξέρεις πως σε θυμάμαι πολύ συχνά. Θυμάσαι όταν ήρθα στο γραφείο σχεδόν κλαίγοντας και σου ’πα πως τα παιδιά μου είχαν πάρει το γούρι μου που με φύλαγε από το κακό; Εσύ τότε μου είπες “Βαλάντη, εγώ θα σου φέρω κάτι που θα σου διώχνει όλα τα κακά” “Ποιο δυνατό, κύριε, κι από τη μπλε χάντρα κι από τη σκελίδα το σκόρδο;” “Nαι”, μου είπες και έβγαλες από το συρτάρι σου ένα σταυρουδάκι. Κοίτα! Το φοράω ακόμα και σε θυμάμαι κάθε φορά που φοβάμαι. Το ακουμπάω και λέω προσευχές». Ο Βαλάντης παραμέρισε το γιακά του πουκαμίσου για να φανεί ένα ξύλινο σταυρουδάκι κρεμασμένο σε δερμάτινο κορδόνι.
Ο δάσκαλος έσκυψε και φίλησε το Βαλάντη. Ύστερα του ’πε με ραγισμένη φωνή: «Θα περνάω να σε βλέπω αγόρι μου…». Φορτώθηκε ξανά τις σακούλες και πήρε το δρόμο της επιστροφής.
Σαν ζύγωνε στην αυλόπορτα του σχολείου είδε το φορτηγό του Δήμου να έχει ξεφορτώσει παλέτες με οικοδομικά υλικά μπροστά στην είσοδο και τότε θυμήθηκε πως αύριο θα ξεκινούσαν εργασίες ανάπλασης των πεζοδρομίων.
Άλλαξε ρότα και πήγε από το πλάι του τετραγώνου για να μπει από την πίσω είσοδο. Τότε ήταν που είδε το γκράφιτι, το ξεχασμένο από καιρό, αυτό που κάποτε είχε σκοπό να πάρει διαλυτικό και να το σβήσει, αλλά το ξέχασε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου