Αγία Παρασκευή η δια Χριστόν σαλή του Στάρομπλενσκ,
«η πνευματική μητέρα του ορθόδοξου λαού της γης του Λούχανσκ»
Η πόλη Λισιχάνσκ έγινε διάσημη για το πλήθος των ασκητών και των ασκητριών που ασκήθηκαν σε αυτήν. Γνωστοί και άγνωστοι στον κόσμο έλαμψαν από χάρη δίκαιοι μεγάλης προσευχής, άγιοι δια Χριστόν σαλοί, γέροντες και γερόντισσες, που είχαν το χάρισμα της διορατικότητας και της θεωρίας του Θεού. Η Μητέρα Παρασκευή ήταν ένα ανεκτίμητο στολίδι σε αυτό το ιερό πλήθος των αγίων. Νοιώθοντας την αγιότητά της, υποτάχθηκαν πλήρως στην πνευματική της καθοδήγηση. Χωρίς υπερβολή, μπορεί κανείς να αποκαλέσει τη μητέρα ως «την πνευματική μητέρα του ορθόδοξου λαού της γης του Λούχανσκ». Πολλοί ασκητές έλαμψαν στην περιοχή του Λούχανσκ, αλλά όπως έλεγαν οι άνθρωποι για αυτήν, ότι ούτε πριν από αυτήν ούτε μετά από αυτήν δεν θα υπήρξει ποτέ σαν το δικό της ύψος χάριτος.
Μετά το θάνατό της, η μάτουσκα Παρασκευή δεν αφήνει κανέναν που με πίστη καταφεύγει σε αυτήν για βοήθεια. Πολλοί που έρχονται στον τάφο της, λαμβάνουν θεραπεία και παρηγοριά, επίλυση των πολλών και πολύπλοκων καθημερινών θεμάτων τους.
Η Αγία Παρασκευή η δια Χριστόν σαλή του Στάρομπλενσκ, συνέχεια συλλαμβάνονταν και οδηγούνταν στη φυλακή για έως και αρκετούς μήνες.
Άλλη φορά παρερμηνεύοντας την συμπεριφορά της ως ψυχική διαταραχή, την έκλεισαν σε ψυχιατρική κλινική στο Chernigov. Ωστόσο, η μάτουσκα Παρασκευή κατάφερε να ξεφύγει και να επιστρέψει στην πατρίδα της.
Το 1933, η μάτουσκα Παρασκευή συνελήφθη ξανά και εξορίστηκε στην πόλη Κότλας, στην περιοχή του Αρχάγγελσκ. Τα πνευματικά της παιδιά λυπήθηκαν πολύ και, έχοντας εμπιστοσύνη στο έλεος του Θεού, αποφάσισαν να κάνουν κάτι για να την απελευθερώσουν. Η Άννα και η Ναντέζντα, ξεκίνησαν και πήγαν κοντά της.
Μόλις η Ναντέζντα και η Άννα ήρθαν στη μάτουσκα Παρασκευή, ανακοίνωσαν ότι οι περισσότεροι κρατούμενοι, συμπεριλαμβανομένης κι αυτής, θα μεταφερόταν σε άλλο μέρος. Σύντομα τους μάζεψαν και τους οδήγησαν στην προβλήτα. Η μάτουσκα προχωρούσε, και η Ναντέζντα και η Άννα την ακολουθούσαν πιο πίσω. Καθώς περνούσαν την πλατεία, γύρισε προς το μέρος τους: «Ήρθε ο Άγιος Γεώργιος ο Τροπαιοφόρος καβάλα στο άλογο και είπε να γυρίσουμε στην πόλη Λισιχάνσκ, …». Η μακαρία Παρασκευή βγήκε από την σειρά των κρατουμένων και οι φρουροί δεν της έδωσαν καν σημασία, και μαζί με τις αρχάριες έφυγε από την πόλη. Έτσι και οι τρεις τους ξεκίνησαν με τα πόδια για το ταξίδι της επιστροφής.
Την συνέλαβαν ξανά και την έβαλαν στη φυλακή. Μετά την απελευθέρωσή της, η Αγία Παρασκευή συνέχισε τη διακονία της, παρέχοντας πνευματική στήριξη στους Ορθοδόξους Χριστιανούς που διώκονταν για την πίστη τους. Σε μια εποχή που οι άνθρωποι εκδιώκονταν από τα σπίτια τους και στέλνονταν σε στρατόπεδα, αυτή συνεχώς με την παρουσία της σε σιδηροδρομικούς σταθμούς γεμάτους ανθρώπους που υπέφεραν, τους στήριζε κι ενίσχυε. Είναι αδύνατο να περιγράψω τις σκηνές που εκτυλίσονταν εκεί: το πλήθος ήταν ασφυκτικό, στα ταμεία συνθλίβονταν, παιδιά φοβισμένα και πεινασμένα τσίριζαν, μητέρες έκλαιγαν, άρρωστοι και γέροι αναστέναζαν κι όλα αυτά έκαναν έναν τρομερό θόρυβο. Κι απ’ αυτό το κολασμένο χάος εκπέμποταν μια αποκρουστική μυρωδιά, όλος ο χώρος ήταν καλυμμένος με έναν μπλε καπνό από τα τσιγάρα. Οι συνοδοί της ως αρχάριες συχνά έλεγαν στην αγία: «Μάτουσκα, ας φύγουμε, γιατί είμαστε εδώ; Υπάρχει τόσος θόρυβος και δυσωδία, τι κάνουμε εδώ;». Αλλά εκείνη απαντούσε: «Αν οι άνθρωποι υποφέρουν, τότε πρέπει να υποφέρουμε κι εμείς μαζί τους. Θα υπομείνουμε τον θόρυβο και τη δυσοσμία οικειοθελώς για να αποφύγουμε την αιώνια δυσωδία».
Κάποια φορά που ήταν φυλακή το Πάσχα, όταν μαζί με άλλους κρατούμενους, άρχισαν να ψάλλουν το «Χριστός Ανέστη εκ νεκρών…», τιμωρήθηκαν γι’ αυτό με απομόνωση για τρεις μέρες χωρίς φαγητό και νερό.
Η Άννα θυμάται: « Μιά φορά μας είπε η μάτουσκα: Χάρηκα όταν με έβαλαν στη φυλακή. Έτσι, μου έδωσαν μια γωνιά κι ένα κομμάτι ψωμί. Μια μέρα έρχεται ένας αξιωματικός και μας διατάζει: «Ετοιμαστείτε, βγείτε έξω, θα σας πάω στην πόλη». Και του λέω: «Λοιπόν, αφού είσαι τόσο αυστηρός, πρέπει να υπακούσουμε». Ήμασταν επτά. Ετοιμαστήκαμε, βγήκαμε από τις πύλες της φυλακής, περπατούσαμε και ο στρατιωτικός μου λέει: «Θα πάτε στο Λισιχάνσκ και θα ζήσετε εκεί μέχρι να πεθάνετε». Πλησιάζοντας στην πόλη, μου λέει πάλι: «Κοίτα ψηλά». Σήκωσα το κεφάλι μου και είδα ανοιχτούς τους ουρανούς και ακούγονταν αγγελική ψαλμωδία. Έψαλλαν το τροπάριο του Αγίου Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου «Ως των αιχμαλώτων ελευθερωτής…», και τον Άγιο Γεώργιο τον Τροπαιοφόρο να ανεβαίνει στον ουρανό με ένα λευκό άλογο και ο στρατιωτικός εξαφανίστηκε».
Μια μέρα, ενώ περπατούσε με τις συνοδούς της κοντά στις γραμμές του τραίνου, ξαφνικά σταμάτησε και τους είπε: «Αρχίστε να σκάβετε χαρακώματα, ο πόλεμος είναι προ των πυλών». Προέβλεψε στην ακόλουθή της Άννα από τον Μπορόφσκι: «Έρχεται πόλεμος και πολλές ζωές θα χαθούν, προσευχηθείτε γι’ αυτές». Είπε επίσης ότι στο Λισιχάνσκ θα υπήρχε ένα πνευματικό συνεργείο προσευχής για “κραυγάζοντες” – δηλαδή άνθρωποι των οποίων οι δυνατές προσευχές θα προστάτευαν την πόλη από τη γερμανική εισβολή και δεν θα υπέφερε.
Με το ξέσπασμα του πολέμου, η μακαρία Παρασκευή προέτρεπε την Άννα να προσευχηθεί για τις ψυχές των πεσόντων στρατιωτών, λέγοντάς της ότι θα παρακαλούσαν τον Κύριο να τους επιτρέψει να εισέλθουν στη Βασιλεία των Ουρανών.
Κατά τη διάρκεια της επιστράτευσης, πολλοί πιστοί στρατιώτες επισκέπτονταν τη μητέρα για την ευλογία της πριν φύγουν για το μέτωπο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου