ΚΑΛΑ ΤΟ ΕΛΕΓΕΝ η κυρα-Χαριτωμένη εις τινά ακριτικόν χωρίον των Ιωαννίνων όπου ούτε δορυφόρος τις ηδύνατο να το εντοπίσει εις τον χάρτη , πως τὸ ἔτος ἐκεῖνο ἐκινδύνευον νὰ μείνουν οἱ ἄνθρωποι οἱ χριστιανοί, τὴν ἡμέραν τοῦ Αγίου Νικολάου, ἀλειτούργητοι.
Καίτοι εξ’αναριθμήτων ετών ουκ ολίγα θαύματα και σωσμούς εποίησεν ο Άγιος στους ευλαβείς ενορίτας και εις τους οικείους αυτών όπου εθαλασσοπνίγοντο εις τα πέλαγα δια τον επιούσιον άρτον ιδιαιτέρως μάλιστα εις τα πτωχά ,ορεινά και αποξενωμένα μέρη της Ηπείρου όπου ο Θεός είχεν ρίξει όλες τις πέτρες και τα μπαζώματα εις την γήν εκείνη ούτως ώστε οι πλείονες να μετέρχονται τους ναύτας και καπεταναίους ίνα επιβιώσωσιν.
Τω όντι, οὐδέποτε πρόρρησις επληρώθη , ότι ο θαλασσόλυκος Άη Νικόλας εκείνο το έτος όπου συνέπεσεν το περίφημον «λόκ χάουν»(αφού μόνον χάος επέφερεν) όπως το αποκαλούσε ο μπαρμπα-Ηλίας θα έκαμε μονάχος του την πανήγυρί του έρημος από τους ευλαβείς ολίγους πιστούς που είχον απομείνει εις το ηρωϊκόν εκείνον χωρίον.
Εὐτυχῶς ή δυστυχώς μάλλον ο ‘ξαποδίτης ἔδωκε πονηράν φώτισιν και έμπνευσιν εἰς τοὺς ἁρμοδίους της τάξεως καὶ αφού εποιήσανε άπαν το χρέος τους, συλλαμβάνοντας όλους τους λαθραιοεισερχόμενους εκ των έρημων συνόρων,και αφού εφυλάκωσαν άπαντας τους ναρκέμπορους, τους κλέφτας και αφού έφερον στιβαράν ευνομίαν ακόμη και εις τας αρκούδας και σκιούρους ραπίζοντας πάσαν παρανομίαν εις τον ακριτικόν εκείνον δύσμοιρον τόπον ,αποφάσισαν ίνα εξαντλήσωσιν όλη την καλήν τους προθυμίαν, κατά τας εντολάς των ανωτέρων Νοματαρχών και εις τας ερήμους Εκκλησίας που έκαστον Πάσχα και Λαμπρή αξιώνονται ίνα βλέπωσιν προσκυνητάς και να οσφραίνονται το αγνοκέρι που ανάπτωσιν εις το παλαιόν, εκατονταετίας ήδη , μπρούτζινον μανουάλι όπου γυαλίζει συχνά και μετά ζήλου κάμοντάς το ωσάν καινούργιο η στρογγυλοπρόσωπος και ευσεβής Παπαδιά.
Ο αυγερινός είχεν ήδη φέξει και ο φιλόθεος Ιερεύς, ο παπαΘεόδωρος, αφού είχε διαβάσει τον καιρό του προ του ξυλογλύπτου Τέμπλου και είχε ενδυθεί άπασαν την λευκήν στολήν διάβαζε ονόματα και ονόματα στην Πρόθεση μέχρις έρθει ο Ψάλτης του χωριού, ο μπαρμπα Ηλίας και βάλει «Ευλογητός».
Ο κυρ-Μήτσος ,το στεφάνι της κυρα Ιφιγενείας, είχε εγερθεί εκείνην την ημέρα της εορτής του Αγίου λίαν ενωρίς .Είχε νιφθεί και αφού ζάρωσε χουχουλιάζων τας χείρας του ολίγα λεπτά εις την μασίνα που είχε ανάψει ήδη η φιλόστοργος γυνή του έλαβε τα κοντολάμπαδα, , την ζυμωτή Λειτουργιά,το Νάμα ,το έλαιον, και αρκετόν αγιονορείτικο λιβάνι ίνα παραδώσει στην Εκκλησιά που το είχεν τάξιμο καθ’έτος .
Πήρε να βαδίζει πεζός την ανηφόραν που φέρει εις τον Ναόν βαριά ντυμένος βαστάζων εις την αριστερή του χείρα την ομβρέλα καθ’ότι εψιχάλιζε και προμηνύετω μπόρα εκ των μεσημβρινών νεφελών ,ενώ εις την δεξιάν του εκρατούσε τις Λειτουργιές όπου επρόκειτο να αποθέσει εις τον ΠαπαΘεόδωρον μαζί με ένα ολόκληρο, δίκην τηλεφωνικού καταλόγου, δίπτυχον με ονόματα ζώντων τε και τεθνεώτων .
Προχωρούσε αμέριμνος κοιτάζων ένθεν κακείθεν και μονολογών καθεαυτόν την ευχήν το: «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με» και το: «Άγιε Νικόλαε βοήθησον τον κόσμον Σου» που του είχε διδάξει ο Γερο-Αβεσσαλώμ στο Άγιον Όρος που τακτικά επεσκέπτετο εις την υπώρειαν του Άθωνος .
Μετά από ολίγον ήκουσε τινά μηχανικό βόμβο όπισθέν του και όντως προήρχετο από τινά περιπολικό που και αυτό επορεύετο ξωπίσω του και προς τον ίδιον προορισμόν αφού η οδός ήτο μονόδρομος και κατέληγεν μονάχα εις την πλατεία της Εκκλησιάς. Κατ’ αρχάς εσυγκινήθη.
-Μπράβο τους ευλάβεια που την έχουσιν οι Τζανταρμάδες (αστυφυλάκοι) να πάνε και αυτοί να προσκυνήσωσιν την χάρη του Αγίου.
Ανέβαινε με τους πόδας αγκομαχών ολίγον προ του τέλους της ανηφόρου και αφού έφθασεν εις τα πρόθυρα του Ναού και πριν κτυπήσει την θύρα , ηνοίχθη αύτη αυτομάτως από την αγαθοπρόσωπον Παπαδιά που με βλέμμα φοβισμένον και πτοηθέν , λαχανιάζουσα εκ τινός αορίστου φόβου του λέει νεύοντας του συνάμα με τας χείρας .
-Φύγε του λόου σου αμέσως κακομοίρη μου ,θα σε βουτήξουνε οι τζανταρμάδες και θα πληρώσεις πρόστιμο!
-Σοβαρά;μα ο μαύρος για καλό ήρθα και να εύρω τον μπελά μου;
-Αστα λόγια φουκαρά μου…και έκλεισε πάλιν αποτόμως την ξύλινη θύρα της Εκκλησιάς.
Εκείνη την στιγμή πάραυτα ηνοίχθη και η πόρτα του περιπολικού και Χωροφύλακας τις μεσόκοπος και ζηλωτής υπάρχων του νόμου επλησίαζε όσονούπω και αγέρωχος τον καϋμένο τον κυρ-Μήτσο.
Μα δεν πρόλαβε να κάμει και τρίτον βήμα και πάραυτα ο κυρ-Μήτσος,εγκαταλείποντας πίσω του την έρμη ομβρέλα έτρεξε ,παρά τα εβδομήκοντα χρόνια του,δρομαίος και γοργοπόδαρος την κατωφέρειαν του λοφίσκου μέσα εις τα βάτα ,στις θημωνιές και στα αγιοπούρναρα κάμνοντας τον ντορβά της κυρα- Ιφιγένειας φύλο και φτερό στους κατσικόδρομους κατά πως λέει ο λαός : «αλλού Παππάς κι’αλλού τα ράσα του».
Εκείνο το έτος η Πανύγηρις του οιακόστροφου Αγίου Νικολάου ετελέσθη κεκλεισμένων των θυρών, παρόντων μόνον δύο Ψαλτάδων , του ΓεροΠαράσχου διακονούντος εις το Ιερόν βήμα και της Παπαδιάς που ήναπτε τας κανδήλας.
Συμφώνως του Καισαρικού δόγματος απείχον με το στανιόν και «δι’ασφάλειαν» άπαντες οι πιστοί εκ των Εκκλησιών ίνα μη βλαφθώσιν και πεθάνωσιν από τας θαυματουργικάς Εικόνας, τα Άγια Λείψανα , τον Τίμιον Σταυρόν ακόμην και από αυτήν την Θείαν Κοινωνίαν του Σωτήρος Χριστού που ούτε οι Άγγελοι τολμώσιν και φρικιούν να κοιτάξωσιν.
Μετά από τριών ωρών διάστημα και αφού ετελέσθη η Λογική λατρεία στην Εκκλησιά του Αγίου Νικολάου επεστράφη και πάλιν οπίσω μετά προσοχής, θαμβούμενος και δειλιών ,ως τρομαγμένην όρνιθα και αφού είδεν ιδίοις όμμασιν ότι οι πολισμάνοι έφυγον εκ του ιερού καθήκοντος ,έλαβεν από τα βάτα και τα αγριοπούρναρα τον ντορβάν με τα ευλαβή αναθήματα , ευτυχώς εισέτι καθαρά και αμόλυντα, και ανέβηκε από κρυφό μονοπάτι τώρα εις τον Ναόν.Εκεί τα παρέδωσεν ανακουφισμένος εις την Παπαδιάν ομολογών στωϊκώς και κουνώντας πολλάκις την Γιαννιώτικην κεφαλήν του.
-Άστα Παπαδιά…Ενώ συνάμα έκλαιγε και μετάνιζε στο Εικονοστάσι του Αγίου.Ούτε τους Τούρκους στον σβέρκο μας να είχαμε τέτοιαν ημέραν να τρέχω σαν τον φυγάν στα μπαϊρια λές και είμαι γομάρι να με κυνηγούν! Τα έσχατα του κόσμου!Θεός σχωρέστους και καλήν φώτισην να έχει όλος ο κόσμος .
-Ας είναι μπαρμπα-Μήτσο λησμόνησέ το.Το καθήκον σου έκαμες.Διάφορον.Άντε και καλά Χριστούγεννα να έχωμε ,αν μας αφήσουνε να τα κάμουμε.
Και πήρε τον κατήφορον με σκυμμένον το πρόσωπόν του κατηφής και μονολογών θρηνωδώς…
Το βράδυ και αφού ενύκτωσε για τα καλά στην ασέληνην νύκτα που οι χιονότοκες νεφέλες εσκέπαζον την φεγγαράδα έκατσε δίπλα στην ξυλόσομπα και λαβών χαρτί και καλαμάρι κατέγραψεν ,διαφορετικώ τω τρόπω και με πόνο ψυχής το Δοξαστικόν των Χριστουγέννων της Αγίας Κασσιανής,ενώ έκλαιγε συνάμα ως μικρόν αδικημένον παιδίον.
«Πανδημίας μοναρχησάσης ἐπὶ τῆς γῆς,
ἡ πολυαρχία τῶν ἀνθρώπων ἐπαύσατο·
Ὑπὸ μίαν βασιλείαν ἐγκόσμιον κι’αλιβάνιστον.
Υπήκουσαν οἱ λαοί,
τῷ δόγματι τοῦ άθεου του Καίσαρος·
αλλά ας επεγραφώμεν και ημείς
ὀνόματι θεότητος,
Σοῦ τοῦ ἐνανθρωπήσαντος Θεοῦ ἡμῶν.
Μέγα σου τὸ ἔλεος, δόξα σοι.»
Τα έσχατα του κόσμου …και δάκρυα ζεστά κυκλώσανε τους γεροντικούς και αγαθούς οφθαλμούς του …
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου