Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Κυριακή 4 Ιουνίου 2023

«Σ’ έβαζε μέσα στο ρεύμα τουΑγίου Πνεύματος» Πατήρ Ανανίας Κουστενης.



«Σ’ έβαζε μέσα στο ρεύμα του
Αγίου Πνεύματος»


Θυμάται κανείς τι θεολογούσε εμπειρικά ο Άγιος Σωφρόνιος Σαχάρωφ στο μνημειώδες έργο του, Το
Μυστήριο της Χριστιανικής Ζωής, όπου εκεί εξομολογούνταν ότι διαμορφώθηκε μέσα του η πνευματική στάση σύμφωνα με την οποία σε κάθε κατ' ιδίαν συνάντηση αντιμετώπιζε τον άνθρωπο κυρίως ως πρόσωπο. «Η προσοχή μου στο αόρατο αυτό πνευματικό κέντρο του προσώπου που συναντούσα ήταν τέτοια,
ώστε σχεδόν ποτέ δε θα μπορούσα να πω αργότερα,
τι ενδύματα φορούσε». Ήταν τέτοια η προσήλωση του Αγίου στο πρόσωπο και την οξύτητα των παθημάτων του προσώπου απέναντί του, ώστε μετά το πέρας της
συνάντησης να μην μπορεί ούτε καν να θυμηθεί τι είδους ενδύματα, τι ύφους, τι χρώματος, ποιας μόδας ρούχα φορούσε το πρόσωπο που καθόταν τόση ώρα
μια ανάσα από δίπλα του. Είχε παραδείγματα γι' αυτό
το θέμα, ενώ μάλιστα εκπλήττονταν κι ο ίδιος, «έπαθα κάτι σαν σοκ...», έλεγε σε μια περίπτωση προσώπου
που μόνον όταν το κοίταξε από το παράθυρο να φεύγει προς τον δρόμο, είδε τι ιδιαίτερο χρώμα είχαν τα
ρούχα του κι απόρησε. Τέτοιος ήταν και ο παπά Ανανίας του καθενός μοναδικού προσώπου απέναντί του,
οφείλοντας και δίνοντας προσοχή και ξεχωριστή εν
Χριστώ κούρα αποθεραπείας στον καθένα μοναδικό επισκέπτη, έστω κι αν οι γιατρειές του Ανανία θεωρούνταν εξεζητημένες για τα μάτια των πολλών γιατί ήταν «κουστενικός» ως πραγματικός Κουστένης αλλά
και μεγάλος άγιος με επαρκείς αποδείξεις που τις κρατούν ως θησαυρούς τα πολλά και καταξιωμένα πνευματικοπαίδια του. Σαν γνήσιος αναρχικός έσπαγε τις
βιτρίνες που είχε φτιάξει ο καθένας για τον εαυτό του με θεοφώτιστους τρόπους που ήταν και του σαλονιού
αλλά και ήταν και του λιμανιού, «με θεολογικά λόγια
και με λόγια καμιά φορά της αγοράς στον καθένα από
εμάς», θυμάται από πρώτο χέρι ο παπά Γιώργης ο Σχοινάς. Σε γείωνε, που λέει ο λαός, έτρωγες ήττα για να
μη νομίζεις ότι θα νικήσεις χωρίς τις μεγάλες ντρίπλες
και τα φαλτσαριστά σουτ της ταπείνωσης. «Κι εκεί που πήγαινες και αισθανόσουν ότι είσαι και κάτι, αφού
είσαι και κοντά του και σου μιλάει όμορφα, ήξερε να
σε κατεβάζει και να σε ανεβάζει όσο πρέπει. Είχε αυτό
το χάρισμα να έχει το μέτρο σε όλα. Ένα πράγμα το
οποίο το είχε μέσα απ' την ελληνικότητά του αλλά και πάνω απ' όλα τη Χριστοκεντρικότητα και την εκκλησιοκεντρικότητα που είχε».
Σε στόλιζε με κάνα δυο βρισιές κι έχανες την μπάλα από τα περήφανα παπούτσια του παπουτσωμένου γάτου της ψυχής σου. «Είχε αυτό το πνεύμα της κατά
Χριστόν ελευθερίας» έλεγε άλλοτε ο παπά Γιώργης για τον μεγάλο Ανανία. «Γι’ αυτό και καμιά φορά έκανε και σαλότητες, μπορεί να έλεγε και καμιά κουβέντα
παραπάνω και μάλιστα τον ρωτάγαμε: Γιατί, Γέροντα, πού και πού, λες και κάτι έτσι πιο πικάντικο, ε;». Διότι μπορούσε να σου ρίξει μια κατσάδα μπροστά στον
ξένο κόσμο με βρισιές και τότε έβλεπες το πόσο ωραία γκρεμίζεται το εγώ σου που το πηγαίνεις πέρα δώθε
ως άπαρτο κάστρο αλλά στο πήρε ο Κουστένης και πάει. «Κι έλεγε: Είναι πνευματικά αντισώματα. Δίνω
αντισώματα στους ανθρώπους. Άμα αντέξουν αυτά, θα αντέξουν κι άλλα χειρότερα η ζωή που είναι δύσκολη
για τον καθένα από εμάς. Είχε έναν τρόπο ιδιαίτερο να μιλάει στην ψυχή σου και να βρίσκει αυτό το κουμπί
το απαραίτητο που έπρεπε να βρει κάποιος να το πατήσει και να σου δώσει κάτι ν᾿ ανέβεις λίγο ψηλότερα, να αναπτερωθείς».
Σε δοκίμαζε καμιά φορά να δει τι φρούτο είσαι συ.
Μάλλον το είχε πάρει από τον αγαπημένο του Κολοκοτρώνη που, όπως έλεγε κάπου στα Απομνημονεύματά του: «Ο Πασάς του τόπου, τού έδωσε πεντακόσια
χάρτζια (μισθούς) για να κυνηγάει τους κλέφτες (σ.σ. του Δελή Αχμέτη). Εγώ σαν το έμαθα -είχα ογδόντα άνδρες- πήγα επίτηδες για να δοκιμάσω τη δύναμή του στον Άκοβο (Σαμπάζικα) και φοβήθηκε να
πολεμήσει με μας». Ήθελε ο Γέροντας να δει αν είσαι
από τα εγωιστικά του μπροστινού τελάρου φρούτα τα επηρμένα ή από τα πίσω τα σεμνά και χτυπημένα
που δέχονται και καμιά κακή κουβέντα για να βάζουν περιουσία και πηκτότερο σώμα στον χυμό τους. «Μια φορά που με δοκίμαζε μπροστά σε όλους, ήμουν διάκος τότε, μ᾿ έβρισε, με μάλωσε», ενθυμείται ο π. Σιλουανός Ιωάννου. «Ήξερε, πάντοτε ο παππούλης ήξερε ποιον θα μαλώσει, πώς θα μαλώσει, πόσο άντεχε ο
καθένας. Και λέω κι εγώ από μέσα μου: Ό,τι θες, πες
παππούλη! Εγώ δεν φεύγω, εδώ θα κάτσω, μέχρι το τέλος να σε διακονήσω! Που δεν τον διακονούσα, αυτός μας
διακονούσε όλους, αυτός μας κρατούσε πάνω του
και με τη θυσιαστική του αγάπη, μας κράτησε όλους».
Δεν δίστασε κάποτε να ρίξει ένα άξαφνο σκαμπίλι σε μια κοπέλα που πήγε να πάρει την ευχή του κι όχι μόνον εκείνη η ευλογημένη δεν αντέδρασε αλλά
πήγε μετά στον παπά Γιώργη τον Σχοινά και του λέει:
«Ήταν αυτό που χρειαζόμουν. Πραγματικά αυτός ο άνθρωπος (σ.σ. ο π. Ανανίας) κατάφερε εκείνην την
ώρα να με ταπεινώσει και το χρειαζόταν η ψυχή μου!».
Την είχε σκαμπιλίσει και καταστολίσει μπροστά σε τό
σους ανθρώπους στην ουρά κι όμως η εύφορη ψυχή
είπε να δει και να ευχαριστήσει για το ηλεκτροσόκ της
θεραπείας της. «Αναπαύτηκα», έλεγε η κοπέλα, «με το σκαμπίλι», έχοντας διαισθανθεί το πόσο καρδιακά και
χωρίς καθωσπρεπισμό το έπραξε ο Γέροντας.
«Υπάρχει κι αυτή η ευλογημένη υπέρβαση των κανόνων. Κάτι που σε κάνει να είσαι πολύ διαφορετικός,
αλλά ταυτόχρονα πολύ μέσα στο ρεύμα πραγματικά της Εκκλησίας μας, στο ρεύμα του Αγίου Πνεύματος.
Ο παπά Ανανίας ήταν τέτοιος άνθρωπος. Μπορούσε να σου πει κάτι πολύ αντισυμβατικό κι ενώ θεωρούσες
ότι ίσως ήταν και εκτός των συνηθισμένων πραγμάτων που θα σου έλεγε ένας πνευματικός, ουσιαστικά
σ' έβαζε μέσα στο ρεύμα του Αγίου Πνεύματος». Για άλλα πήγαινες κι άλλα έβρισκες κατά μέτωπο με τον
πατέρα Ανανία, θέλει να πει ο παπά Γιώργης Σχοινάς, κι εξάλλου και στο σώμα μας συμβαίνει όπως και στις ανισόπεδες λεωφόρους της ψυχής μας, όταν απ' αλ
λού πονάει ο πόνος και από αλλού αντανακλάται και
όχι από εκεί που τον καταλαβαίνεις και τον ζουλάς εσύ με την αντίληψή σου. «Μια φορά 
ήμουν καταρρακωμένος, έτσι κουρασμένος, στεναχωρημένος, τον πήρα τηλέφωνο, να έρθω; Έλα, μου
λέει. Ποιος είναι; (σ.σ. στην πόρτα). Ο παπά Γιώργης!
Α, αυτός ο βλάκας (!) λέει. Του λέω, ναι, αυτός ο βλάκας! Έλα, παπά μου γλυκύτατε, άλλαξε ο έλα να μιλήσουμε! Εγώ ήθελα να του μιλήσω για τα
προβλήματα που είχα εκείνη τη στιγμή αλλά αυτός έριξε την μπάλα εκτός γηπέδου. Άρχισε και μου έλεγε
άλλα πράγματα. Άλλα τα οποία δεν ήταν άλλα, όμως,
Ήταν πολύ σχετικά μ' αυτά που εγώ ήθελα. Μάλλον ήταν αυτά που είχε ανάγκη η ψυχή μου. Έτσι, λοιπόν, περάσαμε κάνα μισάωρο μιλώντας πολύ όμορφα, μου
έλεγε ωραία πράγματα, με ρώταγε κι εμένα, του έλεγα
κι εγώ κάτι, κι έφυγα λυτρωμένος χωρίς να έχω ασχοληθεί καν με τα προβλήματα που ένιωθα ότι εκείνην
τη στιγμή με βάραιναν τόσο ιδιαίτερα. Είχε αυτό το στιλ ο π. Ανανίας, ήξερε την ανάγκη της ψυχής του
ανθρώπου».
Μπορεί να μην καταλάβαινες, αν τα μάτια του ήταν ανοικτά, κλειστά ή μισάνοιχτα, αλλά οι ψυχές που
αναπαύονταν, μαρτυρούσαν αυτά τα μάτια επί πολλές
δεκαετίες ορθάνοιχτα είτε ήταν κλειστά ή ανοιχτά ή
μισάνοιχτα. Όπως αποκαλυπτικά το εκφράζει ο παπά
Γιώργης ο Σχοινάς: «Έκοβε το μάτι του! Φαινόταν ότι
είναι έτσι πολύ κουρασμένος, καταπονημένος από τις
ασθένειές του, από το ζάχαρο και άλλα πολλά που
κουβαλούσε πάνω του, αλλά το μάτι του, έκοβε! Ακόμη κι όταν ήταν έτσι κλειστά τα μάτια του, καμιά φορά
σήκωνε και κοίταζε την ώρα που μίλαγε, έτσι με τον δικό του τον τρόπο και ήξερε πού κοιτάζει και τι θα πει». Μια κουβέντα πετούσε κι ήταν αυτή που χρειαζώσουν ωσάν να έπρεπε όλοι να πάρουν το σακάκι της ψυχής τους ραμμένο κι έτοιμο από την γκαρνταρόμπα
Κουστένη και να φύγουν χωρίς πολλές κουβέντες
αλλά με λεπτομερείς διορθώσεις στις ραφές που δεν τις πίστευες εσύ επιστρέφοντας σπίτι σου, κοιτάζοντας
πλέον την αριστοτεχνικότητα στο φως του αναμμένου
πορτατίφ στο χολ σου και λέγοντας μέσα σου: Αυτός
είναι άγιος, τελικά!
Την πρώτη φορά που ο π. Γεώργιος επικοινώνησε με τον Γέροντα Ανανία, τον πήρε στο τηλέφωνο
να πάει να τους μιλήσει στον Άγιο Νικόλαο στο Φιλοπάππου, όταν ο παππούς αποκρίθηκε με την αργή,
χνουδωτή, μεγαλοπρεπώς παχύρευστη φωνή του: «Σε τρεις μήνες, είμαι άρρωστος...». Να είναι ευλογημένο
και άρα τον ξαναπήρε σε τρεις μήνες, αλλά η απάντηση δεν άλλαξε και ίσως τραχύνθηκε: «Είμαι άρρωστος,
αργότερα, παπά μου, μη με ζαλίζεις...». Ξαναπαίρνει
σε άλλους τρεις μήνες με την απόκριση ίδια και απαράλλακτη. Τσαντίστηκε ο ιερέας και όπως δημοσίως εξομολογείται, του λέει επί τόπου: «Πάτερ Ανανία, μήπως δε θέλετε να ξαναπάρω;». Τη στιγμή εκείνη, ήρθε
ο Κουστένης και άλλαξε οβιδιακά σαν να θέλει να φύγει σαν σφαίρα αυτόματου όπλου για το Φιλοπάππου:
«Πότε έχεις τη συνάντηση;». «Την Τρίτη». «Έρχομαι!»
λέει. Έτσι ήταν, όταν πρωτοερχόσουν σε επαφή με την αμύθητη περιουσία της αγνότητας και του μεγάλου μυαλού του κι ας το λέει η ρήση του λαού, ότι, «ο
άνθρωπος είναι μουρλός, μην τον ακούς!», γιατί τον πατέρα Ανανία τον άκουγες καθηλωμένος ενώ τελικά
καταλάβαινες ότι τον ενέπνεε ο Θεός ακόμη και για όλα αυτά τα αξέχαστα σε όλους θεοπάλαβά του.

Βιβλιογραφία. Το μεγάλο μυαλό. Παναγόπουλος Κώστας.

Δεν υπάρχουν σχόλια: