..........Μέσα από τα συγγράμματά του διαγράφεται πράος και γλυκύς και προσιτός και επιεικής προς τους συνανθρώπους του. Αναφέρεται στο άπειρο μέγεθος της αγάπης του Θεού, στην αξία του ανθρώπου και στη μετάνοια. Όμως, όσο επιεικής ήταν με τους αμαρτωλούς τόσο αμείλικτος απέβαινε προς τους κακοήθεις και κακοπροαίρετους ανθρώπους. Έτσι, ενώ αποδείχτηκε συμπαραστάτης και βοηθός των εμπερίστατων ανθρώπων, όταν αντιμετώπιζε μοχθηρούς ανθρώπους γινόταν αυστηρός μαζί τους, προκειμένου πρώτο να τους προβληματίσει και ύστερα να διαφυλάξει τους αδικουμένους και τους ανήμπορους να αντιδράσουν συνανθρώπους του.
Ο χαρακτήρας του αυτός, όμως, αποτέλεσε αιτία και αφορμή να τον μισήσουν πολλοί, μεταξύ των οποίων και η Αυτοκράτειρα Ευδοξία, γιατί υπεδείκνυε την παρανομία τους. Είναι δε γνωστό ότι η Ευδοξία είχε οικειοποιηθεί το χωράφι μιας πάμφτωχης και βασανισμένης γυναίκας που ήταν και χήρα παράλληλα, γεγονός που θεωρούσε αποτρόπαιο και το καταδίκαζε πολύ έντονα ο Άγιος. Κύριος πολέμιος του ιερού Χρυσοστόμου και υποκινητής της αντίδρασης της Αυτοκράτειρας Ευδοξίας, απέβη ο Αρχιεπίσκοπος Αλεξανδρείας Θεόφιλος. Έργο του ήταν η σύγκληση παράνομης συνόδου, στην οποία έλεβαν μέρος λίγοι Επίσκοποι και κληρικοί, που οι περισσότεροι εξ αυτών ενχλούνταν από τη δράση του Αγίου Πατέρα. Η ψευδοσύνοδος καθαίρεσε –τάχα- τον Χρυσόστομο και τον εξόρισε στη Βιθυνία. Ωστόσο, η απόφαση της συνόδου ξεσήκωσε τα πλήθη και γι’ αυτό η Ευδοξία αναγκάστηκε να τον επαναφέρει στην Πόλη, όπου και τον αποκατέστησε στην προτέρα του θέση με συνοδική απόφαση (402). Φαίνεται ότι στην απόφασή της έπαιξαν ρόλο ένα τραγικό γεγονός στο οικογενειακό της περίγυρο, αλλά και ένας σεισμός που συνέβη ενώ ο Ιωάννης περπατούσε τον δρόμο της εξορίας.
Οι φθονεροί εχθροί του, όμως, δεν προβληματίστηκαν και ούτε υποχώρησαν. Με την πρώτη ευκαιρία ανακίνησαν θέμα για εσχάτη προδοσία εκ μέρους του Χρυσοστόμου, γιατί τάχα μιλούσε κατά της απόφασης της Ευδοξίας να στήσει το άγαλμά της στον περίβολο του Ναού της του Θεού Σοφίας. Τότε η Ευδοξία τον με την σύμπραξη της συνόδου εξέδωσε νέο διάταγμα εξορίας, αλλά αυτή τη φορά ο Αρχιεπίσκοπος Ιωάννης δεν εγκατέλειψε την έδρα του. Η στάση του εξόργισε ακόμη περισσότερο τους «αδελφούς» του, με αποτέλεσμα να αποπειραθούν δύο φορές να τον δολοφονήσουν. Ακολούθως, το βράδυ του Μεγάλου Σαββάτου του 404, μετά από ενέργειες του Θεοφίλου, αυτοκρατορική φρουρά εισέβαλε εν ώρα Θείας Λειτουργίας στο Ναό, με το δικαιολογητικό ότι οι παρόντες αποτελούσαν σύναξη οπαδών του Χρυσοστόμου!
Η λυπηρή αυτή κατάσταση ανάγκασε τον Χρυσόστομο να μείνει έγκλειστος για δύο μήνες, ωσότου εκδόθηκε νέο διάταγμα εξορίας του, μετά από ενέργειες του Ακάκιου. Τότε ο Άγιος παραδόθηκε για να εξοριστεί στην Κουκουσό, ώστε να μην προκληθεί σχίσμα στην Εκκλησία. Σταθμοί στη μαρτυρική του πορεία ήταν η Χαλκηδόνα, η Νικομήδεια, η Νίκαια, η Άγκυρα, η Καισάρεια. Στην Κουκουσό της Αρμενίας έφθασε μετά από ένα 7μηνο ταξίδι, όπου έμεινε 3 χρόνια και έγραψε 204 εξαίρετες επιστολές σε διάφορα πρόσωπα και έγινε πόλος έλξης πολλών χριστιανών, που έσπευδαν να ωφεληθούν από τον Άγιο, αλλά και να του συμπαρασταθούν. Η δημοφιλικότητα του Χρυσοστόμου, όμως, δεν άρεσε στο Παλάτι και στους φθονερούς «αδελφούς» του, γι’ αυτό ο Αρκάδιος διέταξε εξορία του στην Πιτυούντα. Η τρίμηνη πορεία, όμως, λύγισε τον Χρυσόστομο, ο οποίος ήδη αντιμετώπιζε προβλήματα υγείας. Ταλαιπωρημένος και εξαντλημένος και από τις κακώσεις τις οποίες του προκαλούσαν οι φρουροί του, κοιμήθηκε στις 14 Σεπτεμβρίου του 407 μ.Χ στα Κόμανα του Πόντου, όπου και ενταφιάστηκε σε ένα μικρό εκεί ναό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου