Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου
Πέμπτη 1 Νοεμβρίου 2012
Περί του ότι δεν πρέπει να συγχέεται η πνευματική διακονία με το κέρδος.
π. Τύχων Σεβκούνωφ
Kάποτε, μαζί με τον Κόλια Μπλοχίν, γνωστό σήμερα ορθόδοξο συγγραφέα,
αποφασίσαμε να βγάλουμε μερικά χρήματα.
Αυτό συνέβη το 1988 όταν εκείνος είχε μόλις βγει από το στρατόπεδο συγκέντρωσης
πολιτικών κρατουμένου, καθώς είχε εκτίσει πενταετή ποινή κατά το άρθρο 139 για
παράνομη δημιουργία και διανομή ορθόδοξου λογοτεχνικού υλικού.
Ο Κόλια προσφέρθηκε λοιπόν να εκδώσει
(εννοείται παράνομα) αντίτυπα της Βίβλου με εικονογράφηση του Ντορέ. Το βιβλίο
αυτό είχε να επανεκδοθεί πολλές δεκαετίες στη Ρωσία και ήταν φυσικά περιζήτητο.
Υπό αυτή την έννοια, θα κάναμε κάτι σωστό.
Από την άλλη, με την κυκλοφορία
χιλίων αντιτύπων μπορούσε κανείς να κερδίσει ένα σεβαστό, για εκείνο τον καιρό,
ποσό χρημάτων, κάτι που δε θα ενοχλούσε ούτε εμένα ούτε τον Κόλια... Κι αυτό το
γνωρίζαμε πολύ καλά. Υπ' αυτή την έννοια, η πράξη μας αυτή δεν ήταν καθόλου
ευλαβής και αποτελούσε μια πραγματική εμπορική επιχείρηση.
Τη Βίβλο με εικονογράφηση του Ντορέ
εξάλλου δεν μπορούσες να τη βρεις ούτε καν σε βιβλιοθήκη. Βρήκα την κατάλληλη
στιγμή και εξήγησα μυστικά στον μητροπολίτη Πιτιρίμ το σχέδιο μας. Εκείνος ως
εκδότης ενθουσιάστηκε, παρά τον κίνδυνο που ενείχε ένα τέτοιο εγχείρημα για
εκείνο τον καιρό. Την επόμενη μέρα μου παραχώρησε έναν πολυτελή τόμο από την
προσωπική του βιβλιοθήκη, προειδοποιώντας με ότι το βιβλίο τού ήταν εξαιρετικά
αγαπητό, επειδή ανήκε στον μακαρίτη ιερέα πατέρα του. Υποσχέθηκα με θέρμη στον
επίσκοπο ότι το βιβλίο θα ήταν ασφαλές και το έδωσα για μια εβδομάδα στον Κόλια
για την ανατύπωση.
Μόλις πέρασε η εβδομάδα, τηλεφώνησα
στον Νικολάι και τον ρώτησα πώς πήγαιναν τα πράγματα. Αυτός απάντησε ότι ήθελε
ακόμη τρεις ημέρες. Αλλά μετά από τρεις ημέρες λυπημένος με ενημέρωσε ότι
εμφανίστηκαν κάποιο προβλήματα και θα χρειαζόταν ακόμη μια εβδομάδα. Μετά από
την εβδομάδα η ιστορία επαναλήφθηκε: ο Νικολάι δεν επέστρεφε το βιβλίο. Εν τω
μεταξύ, ο μητροπολίτης Πιτιρίμ άρχισε να ρωτά αν θα μπορούσε να πάρει πίσω τη
Βίβλο και πότε θα ολοκληρωνόταν η εκτύπωση.
Άρχισα να βάζω τις φωνές στον Κόλια
από το άκουσα; τού τηλεφώνου για πολλή ώρα αλλά αυτός, έχοντας περάσει, από
ανακρίσεις στη φυλακή και από βασανιστήρια, μου εξήγησε σαν να ήμουν μικρό παιδί
ότι κατανοεί γενικά την κατάσταση και σε μια εβδομάδα, βρέξει χιονίσει, θα
επέστρεφε ακέραιο το βιβλίο στον αρχιερέα, όπως το παρέλαβε.
Μετά από μια εβδομάδα, όμως. ο Κόλια
δεν επέστρεψε; το βιβλίο.
Είχα απελπιστεί και δεν ήξερα πώς να
αντικρίσω το επίσκοπο. Για να καταλάβω κάπως τι μπορεί να είχε συμβεί. πήγα σε
έναν κοινό μας φίλο τον Βίκτωρα Μπουρντιούκ, ο οποίος κάποτε είχε εκτίσει ποινή
φυλάκισης μαζί με το Νικολάι.
«Α, θα το πούλησε!», μου είπε με
σιγουριά ο Βίκτωρας μόλις άκουσε τη διήγηση μου.
«Μα, πώς θα το πούλησε; Αυτό είναι
αδύνατο!».
«Κι όμως είναι δυνατό. Το πούλησε,
και τώρα μεθάει τα χρήματα. Τώρα κατάλαβα
γιατί άρχισε να τα πίνει. όλα στο
κονιάκ, στο κονιάκ!».
Πρέπει να πω ότι όλοι γνωρίζαμε αυτή
την αδυναμία φίλου μας. Αν έπιανε στα
χέρια του το μπουκάλι, δεν μπορούσε να το αφήσει με τίποτα. Ιδίως μετά από φυλακή
πέντε ετών.
Ο Βίκτωρας κατάλαβε σε τι τρομερή
κατάσταση βρισκόμουν και μαζί τρέξαμε να βρούμε τον Νικολάι. 0 Κόλια πάντα
ειλικρινής άνθρωπος και αμέσως ομολόγησε τα πως τελικά είχε πουλήσει τη Βίβλο
τού αρχιερέα την ίδια ημέρα που την είχε
παραλάβει από τα χέρια μου. Για ακρίβεια, μετά από 40 λεπτά. Τόσος χρόνος
χρειάστηκε,' να φτάσει στη γέφυρα Κουζνέτσκυ και να λάβει 500 ρούβλια για το
βιβλίο στη γνωστή μοσχοβίτικη «μαύρη αγορά», κατάστημα «Μπουκινίστ». Όταν τον
ρώτησα απεγνωσμένα γιατί το έκανε, ο
Κόλια απάντησε μεθυσμένος ότι ο διάβολος τον έβαλε. Ο Βίκτωρας Μπουρντιούκ δεν
τον ρώτησε αν γνώριζε τον φίλο του πολύ περισσότερο από εμένα.
Η κατάσταση ήταν πραγματικά
καταστροφική: η αγορά ενός τέτοιου βιβλίου ήταν πρακτικά αδύνατη. Και με χρήματα;
Ακόμη κι αν ήμασταν αρκετά τυχεροί και βρίσκαμε κάπου ένα αντίτυπο, θα κόστιζε, σύμφωνα με
τους ειδικούς, όχι λιγότερο από χίλια πεντακόσια ρούβλια. Το ποσό αυτό ήταν για
εμένα ανήκουστο. Για να μην αναφέρω ότι μητροπολίτης Πιτιρίμ αμέσως θα καταλάβαινε
ότι δεν ήταν το βιβλίο τού πατέρα του... Παρόλα αυτά, έτρεξα σε μοσχοβίτες
τοκογλύφους, αλλά εις μάτην: δεν είχα τίποτα να δώσω ως ενέχυρο.
Μετά από τρεις ημέρες, τη Δευτέρα,
έπρεπε να παρουσιαστώ στον μητροπολίτη, δεν μπορούσα να το παρατείνω άλλο. Τότε
έβγαλα εισιτήριο και πήγα με το τρένο στο Πετσόρι, στον π. Ιωάννη - ευτυχώς
είχα μπροστά μου τα Σαββατοκύριακο.
Ωστόσο, στο Πετσόρι σάστισα από την είδηση ότι ο π. Ιωάννης είχε κλειστεί στο κελί του εδώ και λίγες ημέρες και δε δεχόταν κανέναν. Το νέο αυτό με συνέτριψε. Πώς μπορούσε, σε μια τόσο δύσκολη στιγμή, να μη με αξιώσει ούτε με ένα λόγο;
Γεμάτος απόγνωση, πήγα στην ενορία του π. Ραφαήλ και τον ενημέρωσα για την κακοτυχία μου.
Αλλά τότε η τύχη μου χαμογέλασε: Ο π. Ραφαήλ ήταν ένας άνθρωπος που δεν απελπιζόταν ποτέ και υπό οποιεσδήποτε συνθήκες. Θεωρούσε την ακηδία το πιο ανόητο από κα επτά θανάσιμα αμαρτήματα. Κατ` αρχάς, με χλεύασε ανελέητα
για την απιστία μου και έπειτα μου υπενθύμισε ότι είχα ξεχάσει να κάνω το πιο
απλό και αυτονόητο: να αρχίσω να διαβάζω τον κανόνα της προσευχής για τα χαμένα
αντικείμενα.
Τα λόγια του με κατακεραύνωσαν. Πώς μπόρεσα να ξεχάσω κάτι τέτοιο; Είναι γνωστό
τοις πάσι ότι υπάρχει αποδεδειγμένα για τα θέματα αυτά ένας πολύ εύκολος τρόπος,
ένας απλός κανόνας: για να βρεθεί ένα αντικείμενο αρκεί κανείς να διαβάσει τον
50ό ψαλμό του Δαβίδ και το Σύμβολο της Πίστης.
Παρεμπιπτόντως, πριν λίγο καιρό ο κανόνας αυτός είχε φανεί αρκετά χρήσιμος: Η Ιρίνα Βλαντιμίροβνα Κρούτοβα η σύζυγος του Αλεξάνδρου Κρούτοβ. αρχισυντάκτη τού περιοδικού «Ρούσκι ντομ» είχε αγοράσει ένα καινούριο αυτοκίνητο. Του έκανα αγιασμό και την επόμενη ημέρα το αυτοκίνητο εκλάπη. Στην
αστυνομία της είπαν ότι το συγκεκριμένο μοντέλο ήταν αρκετά δημοφιλές στον
κύκλο των κλεφτών και, πιθανότατα, θα το είχαν ήδη αποσυναρμολογήσει για ανταλλακτικά.
Αλλά η Ιρίνα, σε αντίθεση με εμένα, θυμήθηκε αμέσως την ειδική ευχή. Απλά
μειδίασε ακούγοντας τα λόγια των αστυνομικοί και άρχισε να διαβάζει το συγκεκριμένο
κανόνα. Μια ημέρα αργότερα το αυτοκίνητο ευτυχώς βρέθηκε με ξεριζωμένο μόνο το
διακόπτη της ανάφλεξης.
Και να που εγώ ξέχασα αυτή την
προσευχή! Επιπλέον, ο π. Ραφαήλ είχε απόλυτο δίκιο: από την
απελπισία και την ολιγοπιστία μου λησμόνησα εντελώς ότι δεν έπρεπε να αποταθώ
ούτε στον Βίκτωρα Μπουρντιούκ. ούτε στους παλαιοπώλες ούτε στους μοσχοβίτες
τοκογλύφους, αλλά στον ίδιο τον Κύριο και Θεό μας και σε κανέναν άλλο! Ευτυχώς
ο Ραφαήλ μου το υπενθύμισε εγκαίρως. Το βράδυ και στην ολονυκτία και στη
Λειτουργία και στο βαγόνι τού τρένου κατά την επιστροφή μου στη Μόσχα, διάβαζα
ασταμάτητα το «Ελέησον με ό Θεός κατά το μέγα έλεος Σου» και το «Πιστεύω εις
έναν Θεόν, Πατέρα Παντοκράτορα», μέχρι που με πήρε ο ύπνος το πρωί στο κουπέ με
το ρυθμικό χτύπο των τροχών. Ο Κύριος τα έφερε έτσι ώστε να βρεθώ μόνος στο
κουπέ και να μπορώ να προσευχηθώ με την ησυχία μου.
Το επόμενο πρωί, πηγαίνοντας
απευθείας από τον σταθμό στο Τμήμα Εκδόσεων του Πατριαρχείου, βρήκα να με
περιμένει εκεί ο Βίκτωρας Μπουρντιούκ. Με το βιβλίο! Τυλιγμένο σε σατέν ύφασμα
και τελείως ανέπαφο. Το ίδιο ακριβώς βιβλίο που ανήκε στον επίσκοπο, το οποίο
είχε κληρονομήσει από τον ιερέα πατέρα του. Πως το βρήκε ο Βίκτωρας, δε μου
αποκάλυψε. Ακόμη κι εγώ, βλέποντας το κουρασμένο του πρόσωπο, δεν τόλμησα να
ρωτήσω. Στη συνέχεια, από κάποιες ενδείξεις μάντεψα ότι ο Βίκτωρας ζήτησε τη
βοήθεια κάποιων γνωστών του, από τον καιρό που ήταν στη φυλακή.
Παρέδωσα το βιβλίο στον επίσκοπο
Πιτιρίμ και εκεί δόξα τω Θεώ δε με έψεξε καν. Έτσι είναι η πράγματι
γενναιοδωρία, η ανεκτικότητα και η χριστιανική αγάπη!
Απ' τη χαρά μου τηλεφώνησα αμέσους
στον π. Ραφαήλ
«Βλέπετε λοιπόν Γεώργιε
Αλεξάντροβιτς, πόσο κοντά μας βρίσκεται ο Κύριος!», είπε με ενθουσιασμό ο π.
Ραφαήλ.
Και πώς μπορούσα να μην το δω! Ο
Κόλια Μπλοχίν ξόδεψε «αισίως» τα 500 ρούβλια στο πιοτό και οι σχέσεις μας
επέστρεψαν στο φυσιολογικό.
Όμως ποτέ ξανά δεν του έδωσα βιβλία
για τύπωμα. Μόνο δημοσίευσα αργότερα εκείνες
τις ιστορίες, που έγραψε μέσα στη φυλακή, στον εκδοτικό οίκο τού μοναστηριού
μας.
Από τότε το χώνεψα ότι δεν μπορείς να
υπηρετείς ταυτόχρονα τον Θεό και τον μαμωνά. Η αλήθεια να λέγεται. Αν δεν
επιχειρήσεις να αναμείξεις αυτά τα δύο, ο ίδιος ο Κύριος θα στείλει όλα τα απαραίτητα
την κατάλληλη στιγμή. Αυτό δεν αποτελεί μόνο προσωπική μου εμπειρία. Μια
παρόμοια ιστορία συνέβη και σε έναν φίλο μου. μόνο που στη δική του περίπτωση το
ρίσκο ήταν πολύ σοβαρότερο. Γι` αυτό όταν κατά καιρούς τού τηλεφωνώ και του
λέω. «θέλεις να σώσεις την ψυχή σου και να κερδίσεις ένα εκατομμύριο;», εκείνος
απαντάει, «Ναι αμέ, πώς!» - και ξέρουμε κι οι δυο μας ότι κάνει πλάκα.
ΣΧΕΔΟΝ ΆΓΙΟΙ . Π ΤΥΧΩΝ ΣΕΒΚΟΥΝΩΦ.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου