Ειρήσθω εν παρόδω ότι το Σκαγιοπούλειο Ίδρυμα, Ορφανοτροφείο της Μέσης Γεωπονικής Σχολής, είναι μέσα στην Πάτρα. Είναι περίπου δεκαπέντε στρέμματα. Εκεί είμασταν γύρω στα 150 παιδιά. Κάθε Κυριακή λοιπόν που γινόταν εκκλησιασμός στον Ιερό Ναό της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος, εκκλησιάζετο εκεί και ο Νικόλαος Πέττας μαζί με τον αδελφό του, τον Παναγιώτη. Εκεί γνώρισα λοιπόν, ως λαικούς, τον κ. Παναγιώτη και τον κ. Νικόλαο Πέττα, πριν να γίνει κληρικός. Εγώ ήμουν παιδί δεκατριών δεκατεσάρων ετών εκείνη την εποχή και ο Νίκος μαζί με τον αδελφό του τον Παναγιώτη, ήταν λίγο μεγαλύτεροι από εμένα, υπολογίζω γύρω στα έξι με εφτά χρόνια. Επομένως εκεί εγνωρίστηκα σε πρώτη φάση. Εν συνέχεια, επειδή ήμουν παιδί της Εκκλησίας και συμμετείχα στην χορωδία του Σκαγιοπουλείου κάθε Κυριακή, έκανα μάλιστα δευτέρα φωνή (και τέρτζο έκανα) ερχόταν στην χορωδία μας ο Νικόλαος Πέττας και συμμετείχε, ως παιδί και αυτός, μεγαλύτερος. Την χορωδία του Σκαγιοπουλείου διηύθυνε ο κ. Μαγγίνας, ένας εξαίρετος άνθρωπος, αυστηρός μεν, αλλά εξαίρετος χοράρχης. Συνήθως ψέλναμε την υμνολογία της Λειτουργίας του Σακελλαρίδη, στον πλάγιό του τετάρτου, πάντοτε. Εν συνέχεια από εκεί εκλήθην από τον Παναγιώτη να τον επισκεφθώ στο σπίτι εγώ μαζί με άλλα παιδιά και πήγα με τον αδελφό μου τον Ιωάννη, ο οποίος αυτή την στιγμή βρίσκεται στην Αυστραλία, είναι νυμφευμένος και έχει τρία παιδιά. Μαζί με τον Χαράλαμπο Νικολακόπουλο, τον μετέπειτα ασκητή στα Καρούλια του Αγίου Όρους, τον Χαρίτωνα, όπως μετονομάσθηκε, και άλλα παιδιά, τον Μαργέτη, πηγαίναμε στο σπίτι του κ. Ανδρέα Πέττα, όπου ήταν και τα άλλα παιδιά η Χαρά, η Πηγή και η Ελένη, η οποία ήταν νυμφευμένη, τον καιρό που την γνώρισα, με τον Παντελή Πιλαβά. Οι συναθροίσεις μας, η γνωριμία μας με τον κ. Παναγιώτη ήταν θαυμάσια, διότι ήταν ένα σπίτι κατ’ αρχήν, το οποίο ήταν εκκλησιαστικό, άνθρωποι χριστιανοί, ορθοδοξότατοι, πολύ ζωντανοί στην πίστη και στα καθήκοντά τους, να νηστεύουν την Τετάρτη, και την Παρασκευή, επίσης να πηγαίνουν στα κηρύγματα του πατρός Γερβασίου του Παρασκευόπουλου. Μάλιστα με τον κ. Παναγιώτη, εγώ ιδιαίτερα, είχα μία ιδιαίτερη σχέση, αφού ήμουν ο πρώτος από όλα τα παιδιά στην τάξη, που τον γνώρισα, και κοντά σε εμένα, μιμήθησαν και με την προτροπή του κ. Παναγιώτη, ήλθε και ο αδελφός μου και ο Χρονόπουλος, ήλθε και ο Μαργέτης, ήλθε και ο Νικολακόπουλος, όλα αυτά τα παιδιά από το Σκαγιοπούλειο Ορφανοτροφείο. Εγώ μαζί με τον Παναγιώτη, πέρα του ότι πηγαίναμε στου Γερβασίου του Παρασκευοπούλου, πηγαίναμε και στα νοσοκομεία και κάναμε επισκέψεις.
Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου
Κυριακή 12 Φεβρουαρίου 2017
Μαρτυρία για την εκ Πατρών ιερατική οικογένεια του μακαριστού π. Νικολάου Πέττα. Του πρωτοπρ. Κωνσταντίνου Χ. Θεοφιλοπούλου, βιντεοσκοπημένη στην Αθήνα στις 29 Σεπτεμβρίου 2015 και καταγραφείσα από την καθηγήτρια κ. Θεώνη Τασσοπούλου, προερχόμενη από την Αγγλία.
Μαρτυρία για την εκ Πατρών ιερατική οικογένεια του
μακαριστού π. Νικολάου Πέττα. Του πρωτοπρ. Κωνσταντίνου Χ. Θεοφιλοπούλου,
βιντεοσκοπημένη στην Αθήνα στις 29 Σεπτεμβρίου 2015 και καταγραφείσα από την
καθηγήτρια κ. Θεώνη Τασσοπούλου, προερχόμενη από την Αγγλία.
(Συνέντευξη μέρος
1» 38.31 λεπτά)
Θ: Με λένε Θεώνη και ενδιαφέρομαι να μάθω για τον π.
Νικόλαο Πέττα.
π. Κ: Ναι.
Θ: Αυτά, που θα μου πείτε, θα τα καταγράψω και ίσως
κάποια ημέρα δημοσιευθούν είτε ολόκληρα, είτε εν μέρει σε κάποιο βιβλίο η
περιοδικό η άρθρο γενικώτερα. Σας πειράζει αυτό; Σας πειράζει το όνομά σας να αναφέρεται;
Μπορείτε να μου πείτε πως σας λένε;
π. Κ: Να καταγραφούν. Το όνομά μου είναι π. Κωσταντίνος Θεοφιλόπουλος του
Χαραλάμπους και της Αικατερίνης, γεννηθείς το 1945 στο Κορυφάσιο της Μεσσηνίας,
και ειδικώτερα της επαρχίας Πυλίας.
Θ: Αν, στην διάρκεια της συνεντεύξεως αυτής δεν θέλετε να
συνεχίσετε η να απαντήσετε κάτι, μπορούμε να διακόψουμε την συνέντευξη, η να
μην απαντήσετε στην ορισμένη ερώτηση.
π. Κ: Όχι, κάθε άλλο. Είμαι στην διαθεσή σας. Ο,τι με
ρωτήσετε, θα είμαι, με πολλή αγάπη και
πρόσχαρος, στην απάντηση.
Θ: Σας ευχαριστώ.
Πέστε μου πως γνωριστήκατε με την οικογένεια Πέττα.
π. Κ: Ευχαρίστως. Με την οικογένεια Πέττα γνωρίσθηκα το
έτος 1959 προς 1960 στην Πάτρα. Εγώ και
ο αδελφός μου ο Γιάννης, ο δίδυμος, όπως και άλλα παιδιά, βρεθήκαμε στο
Σκαγιοπούλειο Ορφανοτροφείο από το Ορφανοτροφείο Ρεθύμνης. Είχαμε πάει εκεί,
για να μας προφυλάξει η τότε Πολιτεία από τα παιδιά, που μάζευαν οι συμμορίτες,
για να τα οδηγήσουν στο
Παραπέτασμα, τα παιδιά του
παιδομαζώματος, τα λεγόμενα. Συγκεκριμένα, όταν είμασταν σε κατάλληλη
ηλικία, το 1952 προς 1953, φύγαμε από
την Καλαμάτα, για να αποσυμφορηθεί το Ορφανοτροφείο Καλαμάτας, και βρεθήκαμε
στο Ορφανοτροφείο Ρεθύμνης στην Κρήτη. Εκεί τελειώσαμε το Δημοτικό και μετά το
πέρας της Δημοτικής μας εκπαίδευσης, βρεθήκαμε στο Σκαγιοπούλειο Ορφανοτροφείο,
που ήταν Μέσης Εκπαιδεύσεως Γεωπονική Σχολή στην Πάτρα. Το Σκαγιοπούλειο είχε
ένα μικρό ναό, της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος και κάθε Κυριακή εγίνετο Θεία
Λειτουργία από τον εκάστοτε εφημέριο, ο οποίος υπήγετο στην Ιερά Μητρόπολη
Πατρών.
Ειρήσθω εν παρόδω ότι το Σκαγιοπούλειο Ίδρυμα, Ορφανοτροφείο της Μέσης Γεωπονικής Σχολής, είναι μέσα στην Πάτρα. Είναι περίπου δεκαπέντε στρέμματα. Εκεί είμασταν γύρω στα 150 παιδιά. Κάθε Κυριακή λοιπόν που γινόταν εκκλησιασμός στον Ιερό Ναό της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος, εκκλησιάζετο εκεί και ο Νικόλαος Πέττας μαζί με τον αδελφό του, τον Παναγιώτη. Εκεί γνώρισα λοιπόν, ως λαικούς, τον κ. Παναγιώτη και τον κ. Νικόλαο Πέττα, πριν να γίνει κληρικός. Εγώ ήμουν παιδί δεκατριών δεκατεσάρων ετών εκείνη την εποχή και ο Νίκος μαζί με τον αδελφό του τον Παναγιώτη, ήταν λίγο μεγαλύτεροι από εμένα, υπολογίζω γύρω στα έξι με εφτά χρόνια. Επομένως εκεί εγνωρίστηκα σε πρώτη φάση. Εν συνέχεια, επειδή ήμουν παιδί της Εκκλησίας και συμμετείχα στην χορωδία του Σκαγιοπουλείου κάθε Κυριακή, έκανα μάλιστα δευτέρα φωνή (και τέρτζο έκανα) ερχόταν στην χορωδία μας ο Νικόλαος Πέττας και συμμετείχε, ως παιδί και αυτός, μεγαλύτερος. Την χορωδία του Σκαγιοπουλείου διηύθυνε ο κ. Μαγγίνας, ένας εξαίρετος άνθρωπος, αυστηρός μεν, αλλά εξαίρετος χοράρχης. Συνήθως ψέλναμε την υμνολογία της Λειτουργίας του Σακελλαρίδη, στον πλάγιό του τετάρτου, πάντοτε. Εν συνέχεια από εκεί εκλήθην από τον Παναγιώτη να τον επισκεφθώ στο σπίτι εγώ μαζί με άλλα παιδιά και πήγα με τον αδελφό μου τον Ιωάννη, ο οποίος αυτή την στιγμή βρίσκεται στην Αυστραλία, είναι νυμφευμένος και έχει τρία παιδιά. Μαζί με τον Χαράλαμπο Νικολακόπουλο, τον μετέπειτα ασκητή στα Καρούλια του Αγίου Όρους, τον Χαρίτωνα, όπως μετονομάσθηκε, και άλλα παιδιά, τον Μαργέτη, πηγαίναμε στο σπίτι του κ. Ανδρέα Πέττα, όπου ήταν και τα άλλα παιδιά η Χαρά, η Πηγή και η Ελένη, η οποία ήταν νυμφευμένη, τον καιρό που την γνώρισα, με τον Παντελή Πιλαβά. Οι συναθροίσεις μας, η γνωριμία μας με τον κ. Παναγιώτη ήταν θαυμάσια, διότι ήταν ένα σπίτι κατ’ αρχήν, το οποίο ήταν εκκλησιαστικό, άνθρωποι χριστιανοί, ορθοδοξότατοι, πολύ ζωντανοί στην πίστη και στα καθήκοντά τους, να νηστεύουν την Τετάρτη, και την Παρασκευή, επίσης να πηγαίνουν στα κηρύγματα του πατρός Γερβασίου του Παρασκευόπουλου. Μάλιστα με τον κ. Παναγιώτη, εγώ ιδιαίτερα, είχα μία ιδιαίτερη σχέση, αφού ήμουν ο πρώτος από όλα τα παιδιά στην τάξη, που τον γνώρισα, και κοντά σε εμένα, μιμήθησαν και με την προτροπή του κ. Παναγιώτη, ήλθε και ο αδελφός μου και ο Χρονόπουλος, ήλθε και ο Μαργέτης, ήλθε και ο Νικολακόπουλος, όλα αυτά τα παιδιά από το Σκαγιοπούλειο Ορφανοτροφείο. Εγώ μαζί με τον Παναγιώτη, πέρα του ότι πηγαίναμε στου Γερβασίου του Παρασκευοπούλου, πηγαίναμε και στα νοσοκομεία και κάναμε επισκέψεις.
Θ: Για αυτό σας ενθάρρυναν η Σοφία και ο Ανδρέας Πέττας,
γονείς του κ. Παναγιώτη;
π. Κ: Ο πατέρας, ο οποίος ηργάζετο, είχε εργοστάσιο σαπωνοποιείας δίπλα στο
σπίτι, όπου πήγαινα εγώ και συμμετείχα πολλές φορές με πολλή χαρά. Εμένα και τα
άλλα παιδιά μας εδέχονταν η οικογένεια του Ανδρέα και της Σοφίας και ο Νίκος, ο
οποίος εργάζετο με τους γονείς του. Ήταν εκεί και ο Παναγιώτης. Πέρα από την
προσευχή, που κάναμε, μάθαμε πολλές προσευχές να κάνουμε, τον Όρθρο μας, τον
Εσπερινό μας, το Αποδειπνό μας, τους Χαιρετισμούς της Παναγίας και όλες τις
άλλες προσευχές. Έπειτα συνηθίζαμε να ομιλούμε γύρω από την Αγιότητα, γύρω από
τα Μυστήρια της Εκκλησίας, μάθαμε να μελετάμε την Αγία Γραφή, μάθαμε τον Συναξαριστή
-τους δώδεκα Συναξαριστές- τον βίο του Αγίου κτλ. Ήταν τα πρώτα βήματα, για να
γίνω εν συνέχεια κληρικός της μιας, Αγίας, Αποστολικής Εκκλησίας.
Θ: Αυτό θα σας ρώταγα…, κατά πόσο σας επηρέασε ο
π.Νικόλαος και οι γονείς του;
π. Κ: Πάρα πολύ…, όχι μόνο με επηρέασαν, αλλά και αυτά,
που είχα μάθει, με ενδυνάμωσαν, με ενίσχυσαν
και με προβλημάτισαν, ώστε
αργότερα, σε ηλικία εικοσιοχτώ χρονών, που θα γινόμουν κληρικός, να εγγραφώ
στην Ιερατική Σχολή Ξάνθης, να βγάλω την
Ιερατική Σχολή Ξάνθης και να χτίσω τις
γνώσεις μου ακόμη περισσότερο μέσα στον χώρο του Πανεπιστημίου, από όπου
αποφοίτησα αργότερα. Τα παραπάνω είχαν
σαν αποτέλεσμα να βγάλω την Ιερατική Σχολή και να διορισθώ σαν
εκπαιδευτικός κληρικός.
Θ: Μου είπατε πως σας επηρέασε πάρα πολύ ο π. Νικόλαος
και η οικογένειά του στο να γίνετε ιερέας, και σας δίδαξαν τα πρώτα πράγματα.
π. Ν: Ναι, όλη η
οικογένεια. Πρέπει να συμπληρώσω εδώ ότι ένα ατύχημα, που είχα στο
Σκαγιοπούλειο το 1960, και βρέθηκα στο παιδικό Κρατικό Νοσοκομείο της Πάτρας,
το «ΚΑΡΑΜΑΝΔΑΝΕΙΟ», έγινε αφορμή να
γνωρίσω τον Παναγιώτη, ο οποίος τον καιρό εκείνο είχε μυηθεί την χριστιανική
Ορθόδοξη Ομολογία και κάθε Κυριακή εκτός από το κήρυγμα του Γερβασίου, που
επήγαινε και ερχόταν και στο νοσοκομείο. Εκεί με είδε ως παιδάκι του Ορφανοτροφείου
και με πλησίασε με πολλή αγάπη και ενδιαφέρον. Με συνεκίνησε ιδιαίτερα η στάση
του και ο τρόπος που μου μίλησε κ.τ.λ., και όταν πληροφορήθηκε ότι ήμουν του
Σκαγιοπουλείου, ήρχετο κάθε Κυριακή – όπως σας είπα και προηγουμένως- μαζί με
τον Νίκο και εκκλησιάζονταν και έτσι η γνωριμία μας απέκτησε περισσότερη
στοργικότητα και αγάπη.
Θ: Υποθέτω ότι, για να είσασταν στο Ορφανοτροφείο, δεν
είχατε τους γονείς σας.
π. Κ: Μπράβο,
σωστό, πάρα πολύ σωστή ερώτηση!
Θ: Πέστε μου...
π. Κ: Ο πατέρας μου εσφαγιάσθη στην πηγάδα του Μελιγαλά
από τους Κουμουνιστοσυμμορίτες. Κουμουνιστοσυμμορίτες, αυτή είναι η σωστή
λέξη. Δεν την λέω εγώ, αλλά το Συμβούλιο
Ασφαλείας της εποχής εκείνης και ο ΟΗΕ, έτσι τους κατονόμασαν. Οφείλω να το πω
και εγώ, προς τιμήν και μνήμην του πατέρα μου και των τριών αδελφών μου, οι
οποίες επίσης σφαγιάσθηκαν και ρίχθηκαν στην πηγάδα του Μελιγαλά. Πρέπει να
ομολογούμε την αλήθεια!
Θ: Και οι αδελφές σας σφαγιάσθησαν;
π. Κ: Ναι. Ήταν έγκυος η μητέρα μου το 1944, για αυτό σας
είπα ότι γεννήθηκα το 45 μαζί με τον αδελφό μου τον δίδυμο. Είμαστε τα
τελευταία της μητέρας μου. Δεν μπορούσε να αναθρέψει τα εναπομείναντα παιδιά
και έτσι με την προτροπή του τότε Μητροπολίτου Χρυσοστόμου Δασκαλάκη, το 1945
μας έβαλε στο Βρεφοκομείο της Καλαμάτας και εν συνέχεια στο Ορφανοτροφείο της
Καλαμάτας και ακολούθως, λόγω του ότι είμαστε πολλά παιδιά εκεί μέσα στο
Ορφανοτροφείο και για λόγους ασφαλείας, ένα μέρος από τα παιδιά, γύρω στα
30-40, βρεθήκαμε στο Ορφανοτροφείο Ρεθύμνης και έπειτα στο Ορφανοτροφείο Σκαγιοπούλειο
της Πάτρας.
Θ: Μιλάτε για μία τραυματική εμπειρία. Λέτε για
ανθρώπους, που κατακρεούργησαν, σφαγίασαν τον πατέρα σας και τις τρεις σας
αδελφές.
π. Κ: Βεβαίως,
ναι.
Θ: Πως σας βοήθησαν η οικογένεια Πέττα, και ιδιαίτερα ο
π. Νικόλαος και ο Παναγιώτης, που, νομίζω, τώρα είναι ασκητής, να ξεπεράσετε
αυτό το τραύμα; Πως στάθηκαν δίπλα σας,
πως σας στήριξαν;
π. Κ: Να σας πω. Επειδή εγώ ήμουν παιδάκι, δεν ήξερα, δεν
κρατούσα κακία. Δεν ήξερα πως ο πατέρας μου είχε αυτή την πορεία, καθώς και οι
αδελφές μου. Δεν το ήξερα στο Σκαγιοπούλειο, όπου ήμουν η στο Ορφανοτροφείο
Καλαμάτας η στο Ορφανοτροφείο Ρεθύμνης. Εμείς γνωρίζαμε ότι δεν είχαμε
πατέρα. Από εκεί και πέρα, τα υπόλοιπα
τα έμαθα σε ηλικία μεγάλη, όταν ήμουν 18 χρονών. Σαν παιδί ήμουν άβουλο, μικρό παιδάκι, δεν ήξερα πως ακριβώς εξελίχθησαν τα
γεγονότα. Σαν αγνό και καθαρό παιδί, δεν έδωσα σημασία, δεν επηρέασε την ζωή
μου θετικά η αρνητικά. Εγώ ήξερα πως ήμουν ορφανό παιδί. Από εκεί και πέρα μέσα
στο ορφανοτροφείο μάθαμε να αγαπάμε την πατρίδα μας, να έχουμε πίστη στον Θεό
και να εκκλησιαζόμαστε τακτικά. Είχαμε πολλούς καλούς δασκάλους και άνδρες και
γυναίκες παιδαγωγούς και έτσι η ανατροφή μας ήταν εθνικοθρησκευτική και
οικογενειακή, παρ’ όλο που δεν μεγάλωσα σε σπίτι, σε οικογένεια. Μάθαμε να αγαπάμε
το σχολείο, τα ιδανικά της πατρίδος, την πίστη, να υπηρετήσουμε την πατρίδα μας
σαν στρατιώτες, όταν μας καλέσει. Όλα αυτά τα μάθαμε εκεί, μέσα στο
Ορφανοτροφείο. Με επηρέασε λοιπόν θετικά η πορεία μου μέσα στο Ορφανοτροφείο, όχι αρνητικά.
Το είδα, το βλέπω και πάντα θα το βλέπω θετικά και όχι αρνητικά.
Θ: Βρεθήκατε λοιπόν μέσα σε μία μεγάλη οικογένεια και
μέσα σε αυτήν την οικογένεια ανήκαν ο Ανδρέας, η Σοφία, ο π. Νικόλαος και ο
Παναγιώτης. Τους νιώσατε σαν οικογένειά σας;
Τι σας δίδαξαν αυτοί οι άνθρωποι;
π. Κ: Αυτοί γενικώτερα οι άνθρωποι είχαν αρχές. Ήταν ένα
σπίτι άγιο. Λοιπόν από αυτά εμπεδώθησαν
σε εμάς η ενότητα, η αγάπη, η εργατικότητα, η αλήθεια, η δικαιοσύνη. Όλες οι αρετές του Χριστιανισμού βρίσκονταν
μέσα σε αυτό το σπίτι. Ήταν εργατικοί άνθρωποι. Ότι απέκτησαν, το απέκτησαν με
κόπο, με εργατικότητα, με καθαρότητα εργασίας, με ορθή διαπαιδαγώγηση, ορθή
κατανομή του χρήματος. Ήταν αφιλάργυροι, είχαν πολλές ηθικές αξίες, είχαν την
αλήθεια, την πίστη, την ελπίδα, την υπομονή, την αγάπη. Όλα αυτά μας επηρέασαν
θετικά. Ήταν διδασκαλίες, τις οποίες δεχόμασταν σε καθημερινή βάση.
Θ: Με τον π. Νικόλαο και τον αδελφό του, τον Παναγιώτη,
συνεχίσατε να έχετε επαφή, αφού ο ένας έγινε κληρικός και ο άλλος ασκητής;
π. Κ: Μόλις τελείωσα το στρατιωτικό μου, λόγω αναγκών,
επειδή ήμουν ορφανό παιδάκι, ενώ συνέχιζα να είμαι παιδί της Εκκλησίας, γνώρισα
στην Αθήνα, όταν απελύθην, την σημερινή σύζυγο και πρεσβυτέρα, η οποία
κατάγεται από το Ηράκλειο, και εν συνέχεια, επειδή ήμουν ορφανό παιδί και δεν είχα
πολλές επιλογές στην ζωή μου, αναγκάσθηκα να ξενιτευτώ στην Αυστραλία ως
μετανάστης κατ’ αρχήν, μετά από τρία χρόνια επέστρεψα και μετά από 3-4 χρόνια
έγινα κληρικός. Ενυμφεύθην το 1968 προς
1969 και κατόπιν επέστρεψα στην Αυστραλία. Στο Ηράκλειο, όπου διέμενα, μέχρι να
γίνω κληρικός, ήμουν στην Φιλαρμονική του Δήμου Ηρακλείου της Κρήτης και
ταυτόχρονα ιεροψάλτης στον Ιερό Ναό της Αναλήψεως του Σωτήρος. Εν συνέχεια
έγινα κληρικός, αφού είδα ότι εζητείτο κληρικός στην Ιερά Μητρόπολη Μαρωνίας
και Κομοτηνής. Αμέσως επικοινώνησα με επιστολή προς τον τότε Μητροπολίτη
Τιμόθεο τον Ματθαιάκη, ο οποίος μου είπε ότι υπάρχει μία κενή θέση οργανική.
Προσέθεσε ότι θα καταλάβω την θέση, αλλά μου ζήτησε να τον πληροφορήσω με
δεύτερη επιστολή αν είμαι έγγαμος η
άγαμος, γιατί για τους αγάμους δεν υπάρχει δέσμευση, ενώ για τους εγγάμους
υπάρχει. Απήντησα ότι είμαι έγγαμος και ότι έχω ένα μικρό κοριτσάκι, το πρώτο
μου παιδί, την Γεωργούλα. Μου είπε ότι δύναμαι να χειροτονηθώ, αλλά πρέπει να
εγγραφώ στην Ιερατική Σχολή Ξάνθης.
Ενεγράφην εις το δεύτερον έτος της
Ιερατικής Σχολής Ξάνθης το 1973. Τελείωσα την Ιερατική Σχολή το 1979 προς 1980
και μετά έδωσα εξετάσεις με το παλαιό σύστημα στην Θεολογική Σχολή
Θεσσαλονίκης. Πέρασα τις κατατακτήριες
εξετάσεις, αφού εξετάσθηκα στα Λατινικά, στην Γενική Ιστορία, στα Αρχαία και
στην Έκθεση. Τελείωσα το 1984 και το 1986 διορίσθηκα ως εκπαιδευτικός. Στην αρχή ήμουν ως αναπληρωτής καθηγητής και
εν συνέχεια με την οργανική θέση. Μετά
από εκεί, ζήτησα να τοποθετηθώ ως αναπληρωτής στην Μητρόπολη Αχαΐας, και έτσι
βρέθηκα στην Πάτρα, όπου ο τότε Μητροπολίτης, ο Νικόδημος Βαλληνδράς, με
τοποθέτησε στον Ιερό Ναό του Αγίου Βασιλείου στα Βραχνέικα. Επειδή εγνώριζα το
σπίτι του Ανδρέα και της Σοφίας Πέττα και, αφού βρέθηκα στην Πάτρα, τους επεσκέφθην
και ειδωθήκαμε με τον ασκητή, τον Παναγιώτη, και τον Νίκο, ως ιερέα πλέον.
Μάλιστα με την πρεσβυτέρα μου πήγαμε στο σπίτι του, όπου έμενε με την πολυμελή
οικογένειά του, με τα πολλά παιδιά.
Θ: Δηλαδή σας επηρέασε η οικογένεια Πέττα στην απόφασή
σας να γίνετε ιερωμένος.
π. Κ: Ναι, ναι,
είχα τις βάσεις από αυτούς. Επίσης θέλω να προσθέσω ότι στο
Ορφανοτροφείο, όπου ήμουν, ιδιαίτερα στο Ορφανοτροφείο Ρεθύμνης και στο
Ορφανοτροφείο Σκαγιοπούλειο της Πάτρας, κάθε Κυριακή εκκλησιαζόμασταν. Επήγαινα στην χορωδία και στο Ρέθυμνο και
στην Πάτρα. Ένα φεγγάρι, για μικρό χρονικό διάστημα, ήμουν και στην μικτή
χορωδία του Αγίου Ανδρέου, στην οποία με
μύησε ο τότε πρωτοσύγκελος της Μητροπόλεως Πατρών, ο μετέπειτα Μητροπολίτης
Ύδρας και Σπετσών μακαριστός Ιερόθεος.
Θ: Άρα ξαναβρεθήκατε με την οικογένεια Πέττα. Έπειτα,
καταλαβαίνω, ότι εσείς αποφασίσατε να
φύγετε προς την Αυστραλία.
π. Κ: Στην Αυστραλία έφυγα για δεύτερη φορά το 1990. Αυτή
την φορά όμως όχι ως εργάτης, αλλά ως εκπαιδευτικός και κληρικός. Πήγα στην Νέα
Ζηλανδία πρώτα-πρώτα.
Θ: Είχατε κρατήσει επαφή, σας στήριζαν ακόμη ο π.
Νικόλαος με τον π. Παναγιώτη;
π. Κ: Όχι, γιατί δεν μπορούσα. Ήμουν ο μοναδικός κληρικός
στην Νέα Ζηλανδία και είχα φόρτο πολύ, δηλαδή, να επισκέπτομαι νοσοκομεία, να
πηγαίνω στο ραδιόφωνο, να κάνω το κήρυγμα της Κυριακής, τις Λειτουργίες μου, να
επισκέπτομαι κόσμο στα σπίτια, να πηγαίνω στο σχολείο. Δεν είχα τον απαιτούμενο χρόνο. Ναι μεν μου
περνούσε από το μυαλό μου η προγενέστερη συνδεσή μου με τον Παναγιώτη τον Πέττα
και την οικογένεια. Νομίζω με καθοδηγούσε με μυστηριακό τρόπο.
Θ: Για πέστε μου για τον μυστηριακό αυτό τρόπο, γιατί
φαίνεται ότι η σχέση ήταν πνευματική και παρέμεινε παρ’ όλη την απόσταση.
π. Κ: Ναι παρέμεινε πάντα συνειδησιακά. Ήταν μέσα μου,
στον έσω άνθρωπο, τον πνευματικό, τον διανοητικό. Όλο αυτό με επηρέασε πάρα
πολύ στον τρόπο που λειτουργούσα, στον τρόπο που κινιόμουν, στις συναναστροφές
μου, στο πως να χειρίζομαι καταστάσεις στα νοσοκομεία, τους ανθρώπους τους
έχοντες ανάγκη τον ιερέα.
Θ: Δηλαδή νιώθατε πως ήταν πάντα δίπλα σας;
π. Κ: Ναι, παρ’ όλο που η απόσταση ήταν μεγάλη, ήταν
πάντα δίπλα μου.
Θ: Τους είχατε δει ποτέ;
Είχατε επικοινωνήσει πνευματικά εξ αποστάσεως;
π. Κ: Πάντα επικοινωνούσα μέσα από την προσευχή μου. Ο
προγενέστερος βίος στο Ρέθυμνο, στην Πάτρα, ιδιαίτερα στην Πάτρα όπου ήμουν και
πιο μεγάλος, με επηρέασε στο πως να κηρύττω, πως να ζω πνευματικά, πως να ζω
στον χώρο της Εκκλησίας ως κληρικός πλέον. Για αυτό ταπεινά φρονώ, πως άφησα
χρηστή διακονία σε όλους τους τομείς της δραστηριότητός μου στην Νέα Ζηλανδία.
Θ: Μιλήστε μου για το πνευματικό «ύψος» των ανθρώπων
αυτών, του π. Νικολάου, του π. Παναγιώτη.
Περιγράφεται;
π. Κ: Αυτό δεν μπορεί να περιγραφεί με ανθρώπινα
κριτήρια. Δεν μπορώ δηλαδή... Είμαι πολύ
μηδαμινός, ώστε να το περιγράψω. Ξέρω ότι ήταν πολύ απλοί άνθρωποι, εργατικοί,
άνθρωποι της προσευχής, συνειδητοί πιστοί της μιας Αγίας, Καθολικής και
Αποστολικής Εκκλησίας. Ήταν άνθρωποι της αγάπης, άνθρωποι της ταπείνωσης, της προσευχής. Ζούσαν, βίωναν τον χριστιανισμό και στην θεωρία
και στην πράξη. Τα λόγια είναι πολύ φτωχά, ώστε να αποδώσουν την πλήρη έκταση,
την όλη πνευματική πορεία αυτής της οικογένειας. Είναι παράδειγμα προς μίμηση
για εμένα σε όλη την ζωή μου.
Θ: Φαίνεται ότι έχετε ταξιδέψει, ότι έχετε γνωρίσει
πολλούς ανθρώπους, αλλά η πνευματική ποιότητα των ανθρώπων αυτών δεν μπορεί να
συγκριθεί με...
π. Κ: Με την θεολογία, την ξερή θεολογία της επιστήμης
των Πανεπιστημίων, των Ιερατικών σχολών. Αυτοί ζούσαν την θεολογία βιωματικά,
πρακτικά, με το: «Πάντοτε χαίρετε, αδιαλείπτως
προσεύχεσθε…, τούτο γαρ θέλημα Χριστού εις ημάς…, εν παντί ευχαριστείτε· τούτο
γαρ θέλημα Θεού εν Χριστώ Ιησού εις υμάς. Το Πνεύμα μη σβέννυτε, προφητείας μη
εξουθενείτε. Παντα δε δοκιμάζετε, το καλόν κατέχετε· από παντός είδους πονηρού
απέχεσθε» (Α Θεσ. 5,18-22). Αυτά τα
ζούσαν βιωματικά, όχι μόνο θεωρία, αλλά και πολλή πρακτική. Δείξε μου την πίστη
σου εκ των έργων σου, διότι «πίστις άνευ
έργων νεκρά εστι» (Ιακ. 2,20).
Θ: Φαίνεται ότι η
αυτή η γνωριμία σας επηρέασε πολύ και ότι ακόμη σας συγκλονίζει μετά από τόσα
χρόνια.
π. Κ: Βεβαίως, γιατί, όσο υπάρχει ο ασκητής Παναγιώτης,
που είναι εν ζωή στο Άγιον Όρος, για μένα είναι ο πνευματικός μου πατέρας.
Μπορεί να μην είναι επίσκοπος, πατριάρχης, ιερομόναχος, ιερέας. Για εμένα, στην συνείδηση την δική μου, είναι
ο π. Παναγιώτης. Είναι λαϊκός, αλλά τον ονομάζω «πατήρ», γιατί για εμένα είναι ο άγιος πατριάρχης, είναι ο άγιος
επίσκοπος, ο άγιος ηγούμενος, είναι ο
άγιος πατήρ. Έχω τέτοια εμπιστοσύνη στον π. Παναγιώτη, που μπροστά του, για μένα, ωχριούν όλοι οι υπόλοιποι
ρασοφόροι. Το λέω μετά λόγου γνώσεως, χωρίς να υποτιμώ τα χαρίσματα των άλλων,
οποιασδήποτε βαθμίδας κληρικών. Για εμένα αυτός είναι ο πνευματικός μου
πατέρας, ο οδοδείκτης και ο φαροδείκτης.
Θ: Θα λέγατε το ίδιο και για τον π. Νικόλαο;
π. Κ: Ναι και για τον πατέρα Νικόλαο. Δεν μπορώ να ξεχάσω
το χιούμορ του, την καταδεκτικότητά του, την αγάπη του στο πρόσωπό μου και σε
όλα τα παιδιά, στον αδελφό μου, στον
Γιάννη τον Χρονόπουλο και στον Χαράλαμπο τον Αγγελακόπουλο. Αυτό το γέλιο του, αυτή η ταπεινότητά του! Όλα τα παιδιά του κ. Ανδρέα, και ο π.
Νικόλαος και ο π. Παναγιώτης και η Σοφία
και η Πηγή ήταν εξαίρετοι, λαμπροί, καθαροί άνθρωποι, δειγματικοί.
Θ: Ο πατήρ Νικόλαος φαίνεται πως ήταν δάσκαλος, πατέρας
12 παιδιών, ιερέας, πατέρας άλλων παιδιών από το Σκαγιοπούλειο, που δεν είχαν
τους δικούς τους.
π. Κ: Βεβαίως!
Θ: Πως τα κατάφερνε όλα αυτά τα πράγματα;
π. Κ: Γιατί είχε αγάπη, πολλή πίστη, καθαρότητα καρδιάς,
ταπείνωση και εμπιστοσύνη στον Κύριο. Με αυτά όλα τα κατάφερνε. Όχι μόνο αυτός,
ο κάθε άνθρωπος.
Θ: Η πρεσβυτέρα
του;
π. Κ: Αγία γυναίκα. Όταν την επισκέφθηκα με την
πρεσβυτέρα μου, η χαρά μου και η χαρά
της παπαδιάς μου ήταν να την βλέπω με τα παιδιά, τα οποία τα φώναζε με τα
νούμερα. Επειδή ήταν πολλά, τα φώναζε «1», «2», «3», «5», «7». Ποτέ δεν θα το
ξεχάσω αυτό.
Θ: Πέστε μου, ήταν
τρυφερή; Πως στήριζε τον π. Νικόλαο!
π. Κ: Πω, πω! Με
πολλή αγάπη! Με πολλή ταπείνωση! Με
πολλή πίστη! Με πολλή υπομονή, με πολλή
ανεκτικότητα. Τα παιδιά, σαν παιδιά θα μάλωναν, θα έκαναν, και όμως, ήταν
στοργικότατη μητέρα! Πω, πω! Όταν το είδα εκεί. Πω! Πω! Πω! Πω! Η τρυφερότητά
της, η αγάπη της, η καταδεκτικότητά της, πω, πω, πω, πω, πω!!
Θ: Και στήριζε και τον π. Νικόλαο;
π. Κ: Πω, πω, πω, πω! Στα πάντα!
Θ: Αξία;
π. Κ: Μεγάλη αξία! Μεγάλη αξία!
Θ: Δηλαδή ο Θεός τους ένωσε αυτούς τους ανθρώπους και ο
ένας στήριζε τον άλλον.
π. Κ: Βεβαίως! (Για την πρεσβύτερα μίλησε με μεγάλο
ενθουσιασμό. Έκανε πολλές κινήσεις ενθουσιασμού και χαράς με το
κεφάλι και τα χέρια του).
Θ: Πέστε μου, σας είχαν πει ποτέ κάποια εμπειρία τους,
κάτι που είχαν βιώσει, κάτι που δεν ξέρουν πολλοί άνθρωποι, όπως εγώ.
π. Κ: Εγώ δεν κάθησα πολύ καιρό στην Πάτρα, γιατί μου
ήλθε η οργανική θέση και πήγα στο Γύθειο. Εκεί ήμουν ο μοναδικός θεολόγος στο
Γυμνάσιο και στο Λύκειο και είχα φόρτο εργασίας. Επίσης, λόγω της κατάστασης
της υγείας των πεθερικών μου, αναγκάσθηκα να βρεθώ στην Κρήτη, στο Γυμνάσιο της
Ιεράπετρας και εν συνέχεια, επειδή δεν είχα μέσο μετακινήσεως να βρεθώ στην
Μέση Εκπαίδευση κατ’ εντολή του τότε Νομάρχου. Έτσι χαθήκαμε ένα φεγγάρι πάλι.
Θ: Από μαρτυρίες άλλων ανθρώπων;
π. Κ: Εκείνο, που μπορώ να προσθέσω, είναι ότι έπαιρνα
τηλέφωνο τον πατέρα Παναγιώτη, για να με ενισχύει στην ποιμαντική μου
διακονία. Μάλιστα δε, όταν βρέθηκα στην
Κρήτη, μου έστειλε μία επιστολή, η οποία
ήταν προσωπική δική του, και μέσα σε αυτή μου έγραφε ότι ο Μητροπολίτης Λευκάδος, Νικηφόρος
Δεδούσης, θα ήθελε πολύ να με προσλάβει ως γραμματέα και ως εκπαιδευτικό
κληρικό και ως πρωτοσύγκελλο, γιατί είχε έλλειψη μεγάλη. Μου ζητούσε, αν ήθελα,
να επικοινωνήσω μαζί του, ώστε να φύγω από την Κρήτη και να καταλάβω την
προτεινόμενη θέση. Όμως, επειδή δεν πήγαινε καλά η υγεία της πεθεράς μου, το
ανέβαλα. Το σκεφτόμουν πάντοτε και ακόμα τώρα, αυτή την στιγμή που ομιλώ,
σκέφτομαι αυτή την επιστολή, που μου είχε στείλει ο πατήρ Πέττας, ο Παναγιώτης,
και τον ευχαριστώ για αυτήν την επιλογή του.
Θ: Μου δίνετε την εντύπωση ότι υπήρχε κάποια
αλληλογραφία. Έχετε φυλάξει τις επιστολές;
π. Κ: Τώρα πρέπει κάπου να την έχω, αλλά έχω τόσα πολλά
πράγματα και δεν ξέρω που τα έχω, στην
Κρήτη, στο σπίτι στο Ηράκλειο, στο σπίτι στο χωριό της πρεσβυτέρας στο Σχοινιά,
τα έχω εδώ στην Αθήνα;
Θ: Μόνο μία επιστολή ανταλλάξατε;
π. Κ: Ναι, μόνο μία.
Θ: Έχω λόγους να
πιστεύω από μαρτυρίες, ότι αυτοί οι άνθρωποι είχαν Χάρη επάνω τους,
επικοινωνούσαν με τα Θεία, έβλεπαν φοβερά πράγματα. Εσείς έχετε ακούσει κάτι τέτοιο; Κάποιος, ας
πούμε, μου είπε πως ο π. Νικόλαος «πέταγε»
στο Ιερό, δεν πάταγε στην γη. Τι έχετε να πείτε για αυτό; Τον θεωρείτε ικανό να το κάνει και ας μην το
έχετε καταμαρτυρήσει ο ίδιος;
π. Κ: Ακούστε να δείτε,
αυτά αναφέρονται στην Αγία Γραφή: «Ο
πιστεύων εις εμέ», θα έχει τόσα χαρίσματα, ώστε ούτε και ο ίδιος θα
καταλαβαίνει το πως τα χαρίσματα
ολοκληρώνουν έναν πιστό, και δη
ιερωμένο καθαρό, ταπεινό, άνθρωπο της πίστεως της αγάπης και της
ελπίδας. Ως εκ τούτου, για μένα δεν είναι τίποτε το άγνωστο εις τον χώρον της
Εκκλησίας του Χριστού ένας ιερωμένος, που πιστεύει, να μπορεί να ποιεί θαύματα.
Κατ’ εμέ, αυτόν που είναι καθαρός και πιστός μέσα στην Εκκλησία, ο Θεός τον
χαριτώνει, τον αγιάζει, τον φωτίζει και τον θεώνει εν ζωή. Επομένως δεν είναι απίθανο το να κάνει
θαύματα ένας κληρικός.
Θ: Εσείς ο οποίος τον γνωρίσατε προσωπικά, νομίζετε ότι
αυτός ανήκει σε αυτή την κατηγορία κληρικών;
π. Κ: Βεβαίως και δεν είναι απίθανο, γιατί, επειδή έζησα
την οικογένειά του, τον έζησα και αυτόν αρκετά χρόνια, όταν ήμουν στην Πάτρα,
στο Σκαγιοπούλειο, γνωρίζω ότι δεν είναι απίθανο αυτό να συμβεί σε τέτοιους
καθαρούς, πιστούς χριστιανούς.
Θ: Προλάβατε να τον δείτε, προτού πεθάνει, γιατί πέθανε
ξαφνικά.
π. Κ: Όχι, δεν τον πρόλαβα. Για τελευταία φορά τον είδα το 1987.
Θ: Πέστε μου κάτι για αυτήν την τελευταία, την ύστερη
συνάντηση.
π. Κ: Α!!! Πω, πω,
πω, πω! Καταπληκτική!
Θ: Πέστε μου τι είπατε.
π. Κ: Στο Ασκητήριο τον είδα. Είδα τον πατέρα του τον κ.
Ανδρέα, την Ελένη, τον π. Νικόλαο και τον π. Παναγιώτη. Από εκεί με πήρε και
πήγαμε στο σπίτι με το αυτοκίνητό του, για να δούμε τα παιδιά του και την
πρεσβυτέρα του. Εκεί γνώρισα, εκ του συστάδην, όλη την οικογένεια. Ήταν η
τελευταία φορά, που τον είδα. Ήταν αγνός, καθαρός άνθρωπος, ιερωμένος,
εκπαιδευτικός, άνθρωπος που είχε φόβο Θεού, πίστη, όλα τα χαρίσματα του Αγίου
Πνεύματος.
Θ: Τι έλεγε για τον Θεό;
π. Κ: Και τι δεν έλεγε για τον Θεό! Αφού ήταν χαριτωμένος,
φωτισμένος, τα πάντα! Η ζωή του ήταν
χριστοκεντρική, θεοκεντρική.
Θ: Μα είναι δυνατόν ένας άνθρωπος με τόσα παιδιά, τόσα
βάσανα, τόσα σχολεία και τα παιδιά του Σκαγιοπουλείου, που είχαν γίνει το 13ο
το 15ο το 20ο παιδί να μην έχει κουραστεί, να μην έχει απαυδήσει;
π. Κ: Όχι, όχι. Μας είχαν σαν παιδιά τους. Εγώ τώρα, αν
δεν είχα αυτήν την δύναμη της πίστεως, θα έπρεπε τώρα μετά από 10 επεμβάσεις
χειρουργικές να είχα αποβιώσει. Μόνο στομάχου πέντε επεμβάσεις! Έτσι μου έλεγαν
οι γιατροί του Ευαγγελισμού το 2006, όταν έκανα την μεγάλη επέμβαση.
Θ: Δηλαδή θα λέγατε ότι αυτοί οι άνθρωποι ακόμα σας
δίνουν δύναμη;
π. Κ: Βεβαίως, και όχι μόνο αυτό. Ειρήσθω εν παρόδω ότι ο
π. Χαράλαμπος ο Αγγελακόπουλος, ο ασκητής, που τώρα είναι στα Καρούλια, ήταν
παιδί και αυτός του Σκαγιοπουλείου. Συνέβη το εξής θαυμαστό: Το 2006, όταν
βρισκόμουν στον Ευαγγελισμό, για να κάνω μία επέμβαση πολλαπλή στομάχου,
εντέρων και χολής, χωρίς να ξέρει ότι είχα κάνει επέμβαση, ενώ εγώ ήμουν στο
νοσοκομείο, πήρε τηλέφωνο στο σπίτι μου
στην Αθήνα και είπε, χωρίς να ξέρει σε ποιόν μιλάει: «Μην ανησυχείς πρεσβυτέρα, όλα θα πάνε καλά. Ο παπάς θα γίνει καλά. Μην
φοβάσαι!». Μάλιστα πήρε τρεις φορές. Που ήξερε το τηλέφωνό μου, που ήξερε ότι είχα κάνει επέμβαση, που ήξερε
ότι μίλαγε στην πρεσβυτέρα μου; Μάλιστα
της είπε να μου πει πως θα έρθει ο χρόνος και θα συναντηθούμε. Και πράγματι,
μετά από τρία χρόνια, ήρθε από το Άγιο Όρος
και συναντηθήκαμε στο βιβλιοπωλείο «Ορθόδοξος Τύπος», στην πλατεία
Κάνιγγος, και αφού μιλήσαμε για 20 λεπτά- μισή ώρα, αναχώρησε για το Άγιο Όρος.
Θ: Σκεφτείτε λιγάκι, όσο πίνετε καφέ, τι θα είχατε να
πείτε για τον πατέρα Νικόλαο, για τους γονείς του, για τον πατέρα Παναγιώτη,
την πρεσβυτέρα Ανθή; Σκεφτείτε κάτι, που σας έμεινε στην μνήμη, κάτι από το
οποίο αντλείτε δύναμη.
π. Κ: Να σας πω εκείνο, που θα ήθελα να πω και στον π.
Νεκτάριο: «Να αισθάνεται λαμπρά, να αισθάνεται καθαρά, να έχει πίστη πάντοτε
στην ζωή του, γιατί τότε θα έχει πάντοτε την ευλογία τους, όχι μόνο αυτός, αλλά
και όλα τα υπόλοιπα παιδιά. Η ευλογία του πατέρα είναι εντολή του Θεού προς όλα
τα παιδιά που αγαπούν τους γονείς τους: «Τίμα
τον πατέρα σου και την μητέρα σου, ίνα ευ σοι γένηται και ίνα μακροχρόνιος γένη
επί της γης» (Εξ. 20,12). Η «Ευχαί
γονέων στηρίζουσι θεμέλια οίκων» (πρβλ. Σοφία Σειράχ, 3,9). Θέλω να του πω
όχι μόνο ο Θεός να τον χαριτώνει, αλλά να τον αγιάζει, να τον καθοδηγεί σε όλη
αυτή την πνευματική του διακονία την αγιαστική.
Το ίδιο και σε όλα τα παιδιά
του πατρός Νικολάου. Ποτέ να μην ξεχνάνε τον πατέρα τους, πάντοτε να τον
μνημονεύουν και η ευχή του από πάνω από τους ουρανούς πάντα θα τους καθοδηγεί
και θα είναι ο φαροδείκτης και ο οδοδείκτης σε όλη την πορεία της ζωής τους εδώ
στην γη. Να αισθάνονται υπερήφανοι, που είχαν τέτοιο ιερέα και πατέρα και
διδάσκαλο στην ζωή τους. Όπως και για την μητέρα τους, το ίδιο δυνατά και
καθαρά. Πάντοτε να την μνημονεύουν και
να προσεύχονται για αυτήν, καθώς και για τον π. Παναγιώτη τον Πέττα και την
Πηγή, που είναι εν ζωή. Πάντοτε είναι τα στηρίγματά τους στην ζωή και η Πηγή
και ο Παναγιώτης ο Πέττας. Πάντοτε από τα παραδείγματά τους και από την
διδασκαλία τους και πάντοτε αυτήν την ζωή, που είχαν ο παππούς, η γιαγιά, η θεία η Ελένη και ο
μπαμπάς θα τους καθοδηγούν και δεν θα φοβούνται τίποτε και θα περνάνε όλες τις
δυσκολίες στην ζωή τους ανώδυνα, ανεπαίσχυντα και ειρηνικά και μεταξύ τους να
έχουν πάντοτε αγάπη, πίστη, ελπίδα και ταπείνωση.
Θ: Νομίζετε εκεί, όπου είναι, τώρα σας σκέπουν;
π. Κ: Πάντοτέ μας σκέπουν κατά Χάριν και Οικονομίαν Θεού.
Η Χάρις πάντοτε η αγιαστική όχι μόνο προς τα παιδιά του, αλλά και όλους, όσοι
τον γνώρισαν, τους σκεπάζει, τους φρουρεί και προσεύχεται για αυτούς στον κόσμο
τούτο τον προσωρινό.
Θ: Άρα σας στηρίζει, ήταν το παράδειγμα προς μίμηση,
άγιοι άνθρωποι, που ζούσαν χριστιανικά και νιώθετε ότι ακόμη είναι δίπλα σας.
π. Κ: Βεβαίως. Πάντοτε είναι
δίπλα μου. Εγώ ζω με αυτές τις παιδικές μου αναμνήσεις με τον μπάρμπα Ανδρέα,
που πήγαινα στο σαπωνοποιείο και πάντοτε ψέλναμε η τραγουδάγαμε τετράφωνα
χορωδιακά των Επτανησίων, ωραία παραδοσιακά άσματα. Ήταν κάτι το ανεπανάληπτο.
Θ: Όπως ανεπανάληπτη ήταν η πνευματική τους
υπόσταση.
π. Κ: Βεβαίως.
Θ: Πάτερ Κωνσταντίνε, σας ευχαριστώ. Μου είπατε
τόσα πολλά και τόσα σπουδαία! Θέλατε
κάτι να προσθέσετε!
π. Κ: Τϊποτε! Ήταν άγιο σπίτι αυτό! Δεν έχω το προορατικό
χάρισμα, αλλά ένα έχω να πω. Αν δεν
γνώριζα αυτό το σπίτι, δεν θα ήξερα ποιά θα ήταν η πορεία της ζωής μου. Ένα
όμως γνωρίζω, δηλαδή ότι με την γνωριμία αυτού του σπιτιού, πήρα τις βάσεις
στην νεανική μου ηλικία να ακολουθήσω τον δρόμο, τον οποίο ακολούθησα μετέπειτα
και να γίνω κληρικός, να λειτουργώ μέσα στο Άγιο Θυσιαστήριο του Κυρίου τα
Άχραντα Μυστήρια της μιας Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Του Εκκλησίας και να
προσεύχομαι για όλον τον κόσμο και για όλους τους κεκοιμημένους τους πιστούς
βαπτισμένους χριστιανούς.
Θ: Οι ίδιοι νομίζετε ήταν προορατικοί; Εσείς λέτε δεν
είσαστε. Έχετε λόγους να πιστεύετε ότι ήταν και ας ήταν ταπεινοί και δεν το
έλεγαν;
π. Κ: Δεν μπορώ να πω με σαφήνεια, γιατί είμαι αμαρτωλός,
γιατί «αμαρτωλών ουκ ακούει ο Θεός».
Θ: Ευχαριστώ και πάλι.
ΠΚ: Και εγώ σας ευχαριστώ.
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ μέρος
2: (2.12 λεπτά ομιλίας)
Θ: Από τα παιδιά του Σκαγιοπουλείου έγιναν και άλλοι
ιερείς η ασκητές;
π. Κ: Ο αδελφός μου ο Γιάννης έγινε δόκιμος μοναχός. Ο
δεύτερος, που έγινε μοναχός ήταν ο Χαράλαμπος Αγγελακόπουλος, μετονομασθείς
Χαρίτων, που μονάζει στα Καρούλια. Έχουμε τακτική επικοινωνία, γιατί εδώ στην
Αθήνα, όπου βρίσκομαι, κοντά στο σπίτι μου, υπάρχει μετόχιον της Ιεράς Μονής
Μεγίστης Λαύρας του Αγίου Όρους, στο οποίο υπάγεται ο Χαρίτων Αγγελακόπουλος.
Εκεί κάθε εβδομάδα βλέπω τον ιερομόναχο Νικόδημο Λαυριώτη, και τον ρωτάω για
τον πατέρα Χαρίτωνα. Έχουμε τακτική επικοινωνία. Ίσως έγιναν και άλλοι μοναχοί
η ιερείς, αλλά δεν τους γνωρίζω.
Θ: Πάντως πιστεύετε ότι αυτά τα παιδιά, που ξέρετε ότι
έγιναν ιερείς επηρεάσθηκαν από την ορισμένη οικογένεια.
π. Κ: Ναι, όλα.
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ μέρος 3 (10.5 ΛΕΠΤΑ)
π. Κ: Και ο π. Παναγιώτης και ο π. Νικόλαος είχαν «θηλυκό» μυαλό. Γεννούσε το μυαλό τους, είχανε ευρηματικό,
θηλυκό μυαλό. Είχαν την ικανότητα να κατασκευάζουν μηχανές με βενζίνες, με
πετρέλαια, ηλεκτρολογικά,
μηχανολογικά. Μπορούσαν να εφεύρουν
άλλες μηχανές, να τροποποιήσουν, να μεταλλάξουν, να επισκευάσουν, να κατασκευάσουν,
είχαν φοβερό μυαλό!
Τον γνώρισα το 1960, όπου ο Παναγιώτης είχε υπηρετήσει
στον στρατό, στην Νάπολη της Ιταλίας. Μάλιστα του έκαναν πρόταση να παραμείνει
στον στρατό του ΝΑΤΟ, γιατί ήταν ικανότατος επάνω σε πολλές εφευρέσεις,
ηλεκτρονικές, μηχανολογικές. Δεν θέλησε όμως να παραμείνει. Γεννούσε το μυαλό
του μηχανές! Είχε μεθόδους πολλές μέσα στο μυαλό του! Το ίδιο και ο Νικόλαος.
Θ: Αυτό πέστε μου! Σας είχε μιλήσει ποτέ ο π. Νικόλαος
για τους μαθητές του, για τους τρόπους, με τους οποίους δίδασκε;
π. Κ: Όταν τον είδα στην Πάτρα, που ήταν τα παιδάκια του
μικρά, το 1986, ενθυμούμαι ότι είχαμε
ανταλλάξει ορισμένες μεθόδους γύρω από το θέμα της διδασκαλίας, το τρόπο
διδασκαλίας των θρησκευτικών. Εγώ ενδιαφερόμουν να μάθω από την εμπειρία την
δική του, γιατί αυτός είχε περισσότερες εμπειρίες και γνώσεις από εμένα. Το
ίδιο ισχύει και για τον Παναγιώτη. Σε όλα είχαν περισσότερα βιώματα από εμένα.
Θ: Τι σας έλεγε ο π. Νικόλαος λοιπόν για τον τρόπο, που
δίδασκε, και τον τρόπο, που αντιμετώπιζε τα παιδιά;
π. Κ: Κατ’ αρχήν είχε πολλή αγάπη. Το δεύτερο στοιχείο
ήταν ότι ποτέ δεν επέπληττε τα παιδιά. Προσπαθούσε να μπει μέσα στην ψυχολογία
του καθενός και έμπαινε μέσα σε αυτήν από την οικογενειακή του παστάδα, δηλαδή
το επάγγελμα των γονέων του, την οικογενειακή κατάσταση κ.τ.λ.
Θ: Δηλαδή αυτά, που έλεγε στα παιδιά, προσπαθούσε να τα
παρουσιάζει έτσι, ώστε να τους είναι σχετικά.
π. Κ: Επίσης, επειδή υπήρχε μία διαφορετικότητα σύλληψης
των θεμάτων των θρησκευτικών από παιδί σε παιδί. Ήταν ικανός και κατεχάρης,
δηλαδή γνώριζε πολλά από την θεολογία, είχε πολλές γνώσεις. Αυτό τον βοηθούσε
να βρει διαφορετικούς θεολογικούς και παιδαγωγικούς τρόπους, για να ενεργήσει
ανάλογα με το παιδί και τις ανάγκες του.
Θ: Άρα σας συμβούλευε και σαν δάσκαλος!
π. Κ: Έπειτα αυτό το διαπίστωσα, μόλις πήγα στο σπίτι του
μαζί με την παπαδιά μου και είδαμε τα παιδάκια εκεί, τα οποία τα φώναζε με τον
αριθμό! Εκείνο, το οποίο με κατέπληξε,
ήταν το πως χειριζόταν την ψυχολογία του κάθε παιδιού. Για παράδειγμα, όταν το
ένα μάλωνε το άλλο, κατάφερνε και τα ηρεμούσε.
Το έκανε με όμορφο τρόπο, χωρίς να βρίζει, χωρίς να νευριάζει. Πω, πω,
τι ήταν αυτό το πράγμα! Κάτι το καταπληκτικό! Αυτή η διαπαιδαγώγηση στο σπίτι
των πολλών παιδιών, πέρασε και μέσα στο σχολειό! Φοβερό! Φοβερό!
Είχε μία πραότητα, μία νηνεμία, μία γαλήνη φανταστική. Κρατούσε μία
κατάσταση ομοιόστασης, όπως λένε οι πατέρες, μέσα στην τάξη, όπως και στο
σπίτι με τα παιδιά. Μια φορά, όταν ήμουν
στο σπίτι του, δεν θυμάμαι ποιό παιδάκι μάλωσε το άλλο. Έκλαιγε το καημένο και
φώναζε τον μπαμπά. Ο π. Νικόλαος έπιασε
με μεγάλη στοργικότητα αυτό, που μάλωσε το άλλο, το πήρε αγκαλιά και του είπε:
«Γιατί έκανες αυτό το πράγμα; Πήγαινε να
ζητήσεις συγγνώμη, να φιλήσεις τον αδελφό σου». Έκανε ακριβώς το ίδιο με το
άλλο. Πω, πω, πω!
Θ: Δηλαδή αντί να πάει στο παιδί το μαλωμένο πρώτα, πήγε
σε αυτόν, που το μάλωσε, στον θύτη.
π. Κ: Ναι. Αντί να πάει στο θύμα, πήγε στον θύτη. Το
έπιασε με μεγάλη στοργικότητα και αγάπη. Αυτή όμως η αγάπη είχε και το μέτρο
του ελέγχου ταυτόχρονα. Είχε ένα παιδαγωγικό δικό του τρόπο να το περνάει. Η
πολυπλοκότητα αυτή των πολλών παιδιών, αγοριών και κοριτσιών τον δίδαξε
πράγματα, που τα πήρε στο σχολείο. Είχε
άριστη επιτυχία.
Θ: Και στα παιδαγωγικά λέμε ότι ενθαρρύνουμε την θετική
σκέψη, κατηγορούμε η κρίνουμε την πράξη
και όχι αυτόν, που την έπραξε. Κάτι τέτοιο φαίνεται να εφήρμοζε.
π. Κ: Ναι, ναι. Είχε πολλούς τρόπους, δεν είχε έναν,
γιατί αυτός που συνδέεται με τον Θεό, φωτίζεται, καθαρίζεται και έχει μέσω του Θεού πολλούς τρόπους
παιδαγωγικούς. Δεν είναι μονοδιάστατος, αλλά είναι πολυδιάστατος στους
παιδαγωγικούς τρόπους και τους περνάει στα παιδιά.
Θ: Άρα μου λέτε ότι η καρδιά και η ψυχή του υπερέβαινε
την θεωρία των παιδαγωγικών.
π. Κ: Ναι, ναι. Αυτά, που διδάσκονται στις παιδαγωγικές
Ακαδημίες, δεν είναι τίποτα μπροστά στο πρακτικό μέρος, που εφήρμοζε ο π.
Νικόλαος. Τίποτε! Τίποτε! Είναι ένα μηδέν απόλυτα!
Θ: Και εγώ έτσι έχω καταλάβει μιλώντας σε πολλούς μαθητές
του. Επειδή δεν έχω γνώσεις πάνω στο
θέμα, βλέπω πόσο φτωχή είναι η θεωρία.
π. Κ: Η θεωρία δεν είναι τίποτε. «Με τα λόγια, χτίζω ανώγεια και κατώγεια!». «Εκ των έργων σου σε κρίνω, πονηρέ δούλε!».
Θ: Φαίνεται ότι σεβόταν πολύ τα παιδιά.
π. Κ: Πολύ τα αγαπούσε. Αυτό φαίνεται από την πολλή
παιδαγωγία, που είχε στα παιδιά. Η παιδοποιοία έπαιξε βασικό ρόλο. Η αγάπη του
προς την οικογένεια, προς την εντολή του Θεού πρώτα από όλα. «Αυξάνεσθε και πληθύνεσθε και πληρώσατε την
γην».
Θ: Και παρά δίπλα η πρεσβυτέρα...
π. Κ: Βεβαίως, ισοδύναμα! Ισοδύναμα! Η πρεσβυτέρα Ανθή
ήταν καταπληκτική ως μητέρα, ως παιδαγωγός, ως παιδαγωγός μάνα, και στον τρόπο
ομιλίας και στον τρόπο αγάπης και στον τρόπο παραδείγματος. Το παράδειγμά
της, η ταπεινότητά της, η στοργικότητά
της! Την έβλεπες σαν την όρνι, η οποία επισυνάγει τα νοσσία αυτής, όλα κοντά
της. Πολλή αγάπη! Πω, πω, πω!!!
Θ: Πολλές φορές, όταν οι μητέρες έχουν πολλά παιδιά,
χάνουν λίγο την υπομονή τους. Τι θα λέγατε για αυτό;
π. Κ: Όχι, όχι! Δεν το είδα καθόλου, και αυτό είναι ένα
από τα χαρίσματά της.
Θ: Ήταν τρυφερή;
π. Κ: Στοργικότατη, τρυφερότατη! Και η στοργή και η
τρυφερότητα ήταν από την αγάπη, την ανιδιοτελή προς τα παιδιά.
Θ: Γενικά φαίνεται
ότι ήταν ανιδιοτελής.
π. Κ: Ω! Στα
πάντα! Ένα άλλο, το οποίο δεν τόνισα σε αυτήν την συνέντευξη, είναι η
ελεημοσύνη. Ήταν άνθρωποι του ελέους. Αυτό φάνηκε από την συμπεριφορά τους σε
εμάς, τα παιδιά του Σκαγιοπουλείου. Ολόκληρη η οικογένεια. Ήταν άνθρωποι ελεήμονες. Πέρα από την
ταπείνωση, ήταν ελεήμονες. Η ελεημοσύνη τους ήταν καταπληκτική.
Θ: Τι σας έδιναν; Είχαν τόσα παιδιά οι ίδιοι, δεν είχαν πολλά να δώσουν. Εσάς τι σας έδιναν;
π. Κ: Την καθαρότητα της καρδιάς τους. Η συμπεριφορά σε
εμάς τα ορφανά παιδάκια ήταν σαν να ήμασταν γεννημένα από αυτούς τους γονείς.
Τέτοια αγάπη, τέτοια στοργικότητα. Ήξεραν ότι ήμασταν παιδάκια ορφανά και μας
είχαν σαν παιδιά τους, και καλύτερα από τα παιδιά τους.
Θ: Δηλαδή αυτά, που είχαν, τα υλικά αγαθά, με χαρά τα
μοίραζαν.
π. Κ: Η κ. Σοφία, η μητέρα τους, όταν πήγαινα στο σπίτι,
«Κωστάκη» με φώναζε. Μου έλεγε: «Έλα, παιδί μου, εδώ. Τι κάνεις; Είσαι
καλά;». Ήμουν το πρώτο παιδί, που πήγε στο σπίτι τους και έπειτα
ακολούθησαν τα άλλα, από εμένα. Έτσι γνώρισα τον π. Παναγιώτη και τον π.
Νικόλαο. Εγώ είχα την δυνατότητα και έλεγα στα άλλα παιδιά: «Ελάτε, πάμε εκεί, πάμε στους καλούς
ανθρώπους». Έτσι, μαζευτήκαμε καμμιά δεκαριά παιδιά! Έγινε ντόρος ολόκληρος
στην Πάτρα. Μας έγραψαν στις εφημερίδες. Μάλιστα ανακατεύτηκε και η Ασφάλεια
της Πάτρας ότι μας έκαναν πλύση εγκεφάλου, ότι είμασταν Ιεχωβάδες και τα
τοιαύτα, ενώ δεν συνέβαινε τίποτε από αυτά.
(Συνέντευξη, μέρος
4: 6.14 λεπτά)
π. Κ: Όταν ενυμφεύμθην και όταν ήμουν στην Αυστραλία και
όταν πήγα στην Κρήτη και όταν έγινα παπάς στην Ξάνθη και στην Κομοτηνή και
αργότερα, όταν διορίσθηκα εκπαιδευτικός, την νύχτα πάντοτε τσαγάκι με ψωμάκι
[συνήθεια που απέκτησα] από τον παππού! (Γελάει πρόσχαρα).
Και τι να προσθέσω, ότι έμαθα να πηγαίνω στις αγρυπνίες
των Παλαιοημερολογητών, για να μάθω τις διάφορες εκκλησιαστικές τυπικές
διατάξεις της υμνολογίας; Δώδεκα ώρες αγρυπνία, η οκτώ, η έξι, η επτά, η εννέα,
να πηγαίνω στην Κερατέα η στο ανδρικό Μοναστήρι Μεταμορφώσεως Κουβαρά, η να
πηγαίνω με τον Παναγιώτη έξω από την Πάτρα, όπου είναι μία παλαιοημερολογίτικη
εκκλησία. Έμαθα τα πάντα, δηλαδή προτού πάω στον στρατό, ήξερα τις
εκκλησιαστικές διατάξεις της αγρυπνίας, γιατί έψελνα κιόλας.
Θ: Μου είπατε πριν πως κάνατε και καντάδες! Πέστε μου!
π. Κ: Βέβαια, επίσης έμαθα και παίζω φυσαρμόνικα.
Θ: Ο π. Νικόλαος
έπαιζε φυσαρμόνικα!
π. Κ: Ε! Μαζί παίζαμε! Πω, πω, πω! Και εδώ στο σπίτι στην Αθήνα, έχω τρεις σε
τρεις διαφορετικούς τόνους και κάθομαι πολλές φορές στο μπαλκόνι και παίζω
φυσαρμόνικα και περνάνε και λένε: «Ακκορντεόν
παίζει εδώ; Τι γίνεται;». Και όλος ο κόσμος κοιτάζει πάνω! Εγώ εν τω μεταξύ
κάθομαι μέσα, για να μην φαίνεται το πρόσωπό μου και βγαίνει η γειτόνισσα
παραδίπλα, η κ. Βασιλική, και μου λέει «Παπούλη, τι ωραία που παίζεις
φυσαρμόνικα!».
Θ: Μόλις παίζετε φυσαρμόνικα, θυμόσαστε και τον π.
Νικόλαο;
π. Κ: Βέβαια! Ναι,
ναι!
Θ: Τι καντάδες λέγατε;
π. Κ: Του μπάρμπα Ανδρέα του άρεσε πολύ αυτό (τραγουδάει μία καντάδα) και μου έκανε σεκόντο. Ο παπα-Νικόλας ερχόταν
και χωνόταν και αυτός. Πω, πω, πω! Κάναμε τριφωνία μετά: Ο παπάς μπάσο, εγώ
δευτέρα και ο κυρ-Ανδρέας τενόρος. Αν και ηλικιωμένος είχε μία φωνή! Πραγματικά
τενόρου! Και άκουγε η κυρά Σοφία και
ερχόταν εκεί και η Ελένη και κατέβαινε από πάνω, από το ασκητήριο, ο
Παναγιώτης. Σιγογέλαγε και θαύμαζε! Μετά
αρχίζαμε τα ψαλτικά... Εκείνο, το οποίο
άρεσε πολύ του Νίκου, του Παναγιώτη και του κ. Ανδρέα, ήταν το Χερουβικό
του πλαγίου τετάρτου.
Θ: Πως πάει αυτό, γιατί δεν το ξέρω...
π. Κ: (Αρχίζει να ψέλνει το
χερουβικό)
(ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ μέρος 5: 1.46 λεπτά)
π. Κ: Ο π. Παναγιώτης τρελλαινόταν, του άρεσε να ψέλνω,
γιατί σαν παιδί είχα γλυκύτατη φωνή. Δεν είχα δυνατή φωνή, άγρια, αλλά
γλυκύτατη φωνή. Ήταν φωνή εγκεφαλική. Συνδυάζεται με τις σωστές εισπνοές της
γαστέρας. Δεν κουραζόμουν καθόλου. Για αυτό
έτρωγα λίγο, για να βγαίνει η φωνή μου εγκεφαλική, γιατί αυτό συνδυάζεται με
την σωστή λειτουργία της γαστέρας, έπρεπε να είναι ανετότατη. Άρεσε πολύ του παπα-Νικόλα, να ψέλνω εγώ και να με σιγοντάρουν. Ήμουν η
βάση. Παρ’ όλο που ο παπάς ήξερε δευτέρα, εγώ
ήμουν εκ γενετής πολύ τενόρος. Για αυτό σας είπα ότι ο Ιερόθεος ο
Μητροπολίτης ο μετέπειτα, το 1965, χειροτονηθείς Ύδρας, Σπετσών και Αιγίνης με
πήρε από το Σκαγιοπούλειο και με πήγε για ένα διάστημα στην χορωδία του
Αγίου Ανδρέου.
Θ: Πολυτάλαντοι άνθρωποι!
(ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ μέρος 6: 1.45 λεπτά)
Θ: Πως σας επηρέασαν στην εξωτερική ιεραποστολή ο π.
Παναγιώτης και ο π. Νικόλαος;
π. Κ: Το Α και το Ω ήταν για μένα η διδασκαλία τους,
γιατί μου έδωσαν να καταλάβω ότι, αν δεν υπάρχει ο ιεραποστολικός ζήλος στον
ιερέα, καλύτερα να μην γίνεται κληρικός. Αυτό με επηρέασε άμεσα. Μου το
στήριξαν μέσα από το Ευαγγέλιο και την Παλαιά και την Καινή Διαθήκη, διότι μέσα
στην Παλαιά Διαθήκη, υπάρχει το ιεραποστολικό φρόνημα στους Προφήτες. Στην
Καινή Διαθήκη υπάρχει αυτό του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού και των Αποστόλων και
όλων των Αγίων μέχρι σήμερα. Αυτό με επηρέασε τα μέγιστα, για αυτό και
αναγκάστηκα να το επιτελέσω και να το εφαρμόσω ολοκληρωτικά μέσα στην πορεία
μου ως κληρικού και εφημερίου της μιας Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής
Εκκλησίας. Γι’ αυτό απεσπάσθην από την
Ιερά Σύνοδο της εν Κρήτη Εκκλησίας στην Νέα Ζηλανδία, μετά για δεύτερη φορά
στην Αυστραλία και πάλι μετά,ως συνταξιούχος, πήγα οικειοθελώς ιεραποστολή δύο
χρόνια περίπου στην Γερμανία. Το αποστολικό φρόνημά μου το διδάχθηκα μέσα από
το φρόνημα της διδασκαλίας της οικογένειας Πέττα, του Παναγιώτη και του π.
Νικολάου.
(ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ μέρος 7: 3.13 λεπτά)
Θ: Πως σας επηρέασε ο ασκητής (ο π. Παναγιώτης) στο ποιμαντικό σας έργο στην Νέα Ζηλανδία;
π. Κ: Τα μάλα, διότι, όταν πήγα στην Νέα Ζηλανδία, ήταν
διηρημένοι, διχασμένοι σε τέσσερις παρατάξεις. Η πρώτη παράταξη ήταν οι
Δεσποτικοί, η δεύτερη ήταν οι κοινωτικοί, και η τρίτη ήταν οι ουδέτεροι. Βέβαια
υπήρχαν και οι άπιστοι, που δεν πατούσαν καθόλου. Κατόρθωσα μέσα από τα
κηρύγματα να επέλθει η ενότητα της πίστεως και η κοινωνία του Αγίου Πνεύματος
της Εκκλησίας του Χριστού, εκεί. Με συγχωρείτε! Παπαδικοί, δεσποτικοί,
κοινοτικοί και ουδέτεροι. Αυτή ήταν η θλιβεροτάτη κατάσταση! Εν τω μεταξύ η
εκκλησία τους η κεντρική επί οκτώ μήνες δεν είχε ιερέα. Τον είχαν αποπέμψει οι
κοινοτικοί και δεν τον πλήρωναν και
γυρόφερνε μέσα στο Γουέλινγκτον σαν την άδικη κατάρα. Πήγα εκεί και τους
ένωσα.
Θ: Άρα η παιδαγωγική των Πετταίων σας επηρέασε και σε
αυτό. Την είχατε σαν οδηγό στο τρόπο, με τον οποίο δρούσατε, ώστε η κοινότητα
να ενωθεί.
π. Κ: Βεβαίως! Ήμουν ο στυλοβάτης της ενωτικής παστάδος
των πιστών ελλήνων χριστιανών εκεί. Κατόρθωσα, ώστε ο Σύλλογος κυριών και
δεσποινίδων, που όταν πρωτοπήγα, είχαν μόνο 500 δολλάρια Ν. Ζηλανδίας στην
τράπεζα, όταν έφυγα, να έχουν 75.000 δολλάρια. Με την ενότητα ήλθε η πνευματική
άνοδος. Το ίδιο και οι κοινοτικοί. Όταν πήγα, μία ευλαβής χριστιανή είχε δώσει
40.000 δολλάρια, για να αγοραστεί σπίτι του ιερέως και αυτό έκανε 170 (χιλιάδες)
και μέσα σε τρία χρόνια το ξεπλήρωσαν με την δική μου προσφορά, με την δύναμη
του Θεού και της Παναγίας. Ο Τζίμης ο Παπαδόπουλος, καλή του ώρα, αν ζει,
έλεγε: «Βρε παιδιά, να κάνουμε αύξηση
στον παπά, ποτέ δεν μας ζήτησε χρήματα,
τόσα χρήματα βγάζουμε, είναι αμαρτία από τον Θεό».
Θ: Όμως εσείς
είχατε μάθει αλλιώς.
π. Κ: Μου έκαναν το εισιτήριο, όταν επέστρεψα, για Αθήνα
μέσω Σίδνεϋ, Λος Άντζελες, Λονδίνο, Αθήνα και μάλιστα, μου έκαναν και τουρ
πέντε μέρες στο Λος Άντζελες.
(ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ μέρος 8: 59 δεπτερόλεπτα).
π. Κ: Πήγα στο πατρικό τους σπίτι, μάλιστα με μία εν
ενεργεία αστυνόμο, που αυτή την στιγμή υπηρετεί στην Καισαριανή, την κ.
Αγγελική Γιαννακοπούλου, για να της δείξω το Σκαγιοπούλειο, που έζησα, και το
σπίτι, εκεί που πήγαινα. Τον είχα σαν πατέρα μου τον Παναγιώτη. Όλη η
οικογένειά τους για μένα ήταν το Α και το Ω.
Πέρασα από εκεί και άρχισα να μιλάω για το σπίτι και συγκινήθηκα. Με είδε μία κυρία, που έκλαιγα.
Θ: Άρα, μαζί είσαστε ακόμη!
π. Κ: Ναι, είναι βιώματα αυτά.
Έγινα κληρικός από από αυτά τα πράγματα!
Θ: Ωραία! Δόξα τω Θεώ!
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου