Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου
Κυριακή 12 Φεβρουαρίου 2017
«Έδώ, άκουσα φωνή πού μου είπε, είναι ή Νέα Ιερουσαλήμ!». "Αγιος ήταν, Άγγελος ήταν, ό Θεός οίδε. Και είπα: «Τί ωραίο μέρος ή Νέα Ιερουσαλήμ!». Απέναντι φαινόταν ό θρόνος τού Θεού, οι Άγιοι καί οί Άγγελοι. Στή συνέχεια ήταν ένας πελώριος ποταμός μπροστά μου καί σκέφτηκα: «Πώς θά περάσω τον ποταμό;». Άκουγα σέ μία εκκλησία νά ψέλνουν τήν Ακολουθία τού αγίου Χαραλάμπους καί νά διαβάζουν ένα λόγο γιά τό μαρτύριό του.
Απρίλιος 1988
Τί δύναμι έχει ή προσευχή και τί θαύματα κάνει! Πώς
ενώνεται τό πνευματικό τέκνο μέ τούς Προεστώτες! Όπως πριν λίγο πέρασε και μου
μίλησε ένας παππούλης καί μου άνοιξε θέμα καί μου είπε: «Δέν ύπάρχει,
Γερόντισσα, τίποτε. Παντού πήγα, δέν γεύτηκα τίποτε άλλο καλύτερο πλήν τήν
προσευχή καί τό Αγιο Ποτήριο». Δέν υπάρχει άνώτερη κατάστασι στον άνθρωπο άπό
τό νά έχη πολλή αγάπη στον Θεό καί νά ενώνεται μαζί Του.
Θά σάς πώ κάτι πού μου έδειξε ό Θεός. Σκεπτόμουν
παλαιότερα πώς ή προσευχή έχει τόσο μεγάλη δύναμι καί αλλοιώνει τον άνθρωπο καί
τά βλέπει όλα χρυσά καί διαμαντένια καί τά δένδρα καί τά σπίτια, τά έπίγεια καί
τά ούράνια καί όλα; Βαδίζει στο δρόμο καί βλέπει ότι ανοίγει ό ουρανός καί τά
βλέπει όλα τόσο όμορφα, τόσο ωραία! Γι’ αυτό, όταν έχη κανείς τήν προσευχή, τήν
άδιάλειπτη προσευχή, τό «Κύριε Ιησού Χριστέ, έλέησόν με», έρχεται ένα πυρ μέσα
στήν ψυχή του καί δέν μπορεί νά σταθή' τά πάντα φλέγονται, τά πάντα εύωδιάζουν.
Όπως καί νά τά εξηγήσω, όσο καί νά τά πώ, δέν μπορεί νά τά συλλάβη ή διάνοια του
ανθρώπου, είναι τόσο πολύ σπουδαία!
Καί μία φορά, λόγω του διακονήματος πού
έχω, παρακαλούσα τον Θεό καί έλεγα: «Χριστέ μου, τί νά διδάξω στά παιδιά; Αφού
εγώ δέν είδα τίποτε, δέν αίσθάνθηκα τίποτε, τί νά κάνω; Τί νά πώ στις άδελφές;
Πώς νά γίνεται ή προσευχή, πώς πρέπει νά γίνεται ή ένωσις μετά τού Θεού; Τί
πρέπει νά κάνω; Σέ παρακαλώ νά μου δείξης πώς πρέπει νά προσεύχομαι, καί με αυτό
τον τρόπο νά διδάξω τις αδελφές». Βλέπω μία νύχτα πού έπεσα νά κοιμηθώ μετά τήν
προσευχή, νά έρχεται ένας Άγγελος με ολόλευκη στολή καί νά μου λέει: «Θέλεις νά
σέ διδάξω τήν προσευχή;». Καί άπάντησα: «Ναί, πολύ τό επιθυμώ νά μάθω τήν
προσευχή. Θέλω, κάτι πού θά λέω στις άδελφές, νά είναι άπό τήν πείρα μου καί νά
μή είναι κάτι πού έχω διαβάσει». Κοίταξε, μου είπε: «Θά έχετε τά χέρια σταυρωμένα
καί τά πόδια ενωμένα, γιατί εισχωρεί ό πειρασμός». Καί τόν βλέπω νά έχη τά
πόδια ενωμένα, ούτε ένα χιλιοστό νά έχη τό πόδι του άπομακρυσμένο άπό τό άλλο,
είτε άπό ’δώ είτε άπό κει νά είναι τά δυό του πόδια ενωμένα καί νά είναι
άκίνητος με ωραία κορμοστασιά.
Μετά βλέπω τά χέρια του πίσω, καί ξαναρώτησα:
«Γιατί έχετε τά χέρια σας πίσω;». Μου απάντησε: «’Έτσι πρέπει νά προσευχώμαστε,
σάν κατάδικοι». Ή ψυχή όταν φτάνη σέ μέτρα, ταπεινώνει τόν εαυτό της, τόν εκμηδενίζει,
τόν ταλανίζει καί έχει τά χέρια πίσω σάν κατάδικος. Υστερα μου κάνει τό σχήμα
μέ σταυρωμένα χέρια: «Αύτό είναι ή άκρα ταπείνωσις». «Έτσι είναι ή άκρα
ταπείνωσις;», είπα. «Ναί, όταν θά ταπεινώνη κανείς τόν εαυτό του έχοντας στή
μνήμη του τά πάθη του Χριστού, θά αισθάνεται τήν άκρα ταπείνωσι». Λοιπόν τόν
βλέπω υστέρα νά ύψώνη τά χεράκια του καί νά λέη: «Αύτό είναι, όταν δεν φοβούμαι
πλέον τόν Θεό, άλλά Τόν αγαπώ», καί είχε τά χεράκια του ύψωμένα. Αυτό είναι ή
άκρα
αγάπη πού έχει στον Θεό κάνεις και υψώνει τά χέρια
στον ουρανό και δέν φοβάται πλέον τόν Θεό, γιατί τόν αγαπάει. Καί μετά βλέπω μία πελώρια σκάλα,
πού στεκόταν στον άέρα καί μου είπε ό Άγγελος:
-Τώρα θά ανέβουμε αύτή τήν σκάλα.
-Άχ, είπα, πώς θά ανεβούμε τήν σκάλα, δέν μπορώ, μέ
τί τρόπο;
-’Έλα, εγώ θά προπορεύωμαι καί εσύ θά άκολουθής.
-Πώς θά τήν άνεβώ;
Είχε κάτι σκαλοπάτια ψηλά καί μεγάλα! Αύτός σάλταρε
καί τά άνέβαινε άθόρυβα καί χωρίς κόπο καί μόχθο. Εμένα μέ κρατούσε άπό τό χέρι
καί ανεβαίναμε καί άνεβαίναμε καί ανεβαίναμε αύτή τή φοβερή κλίμακα. Καί κάποια
στιγμή άρχισα νά αισθάνωμαι γύρω μου ένα σκοτάδι μελανό. Πώς είναι τό οινόπνευμα
τό μπλέ, άλλά τό σκούρο, πολύ σκούρο χρώμα. Καί νά μυρίζη θειάφι. Καί είπα:
-Θά σκάσω.
-Κάνε ύπομονή, κάνε ύπομονή.
-Πώς νά κάνω ύπομονή αύτό τό σκοτάδι; Θά σκάσω, δέν
μπορώ νά άντέξω.
Μέ τό ένα χέρι έπιανα τό σκοτάδι καί τό έκλεινα
μέσα στή χούφτα μου. Άπό τή μιά ή άνάβασι μέσα στο ψηλαφητό αύτό σκοτάδι, άπό
τήν άλλη ή μυρωδιά άπό τό θειάφι μου έφεραν δύσπνοια, καί ά! καί ά! μέχρι νά
άνέβω, δυσκολεύτηκα. Αφού φτάσαμε σέ ένα ώρισμένο σημείο, είπε:
-’Έλα νά σου δείξω τίς φυλακές πού είναι οί ανθρωποι
μέ τά θανάσιμα αμαρτήματα· έδώ μέσα είναι όλοι οί «βαρυποινίτες».
Άπαράκλητος τόπος, σκοτάδι βαρύ. Καί είδα μερικούς
πού κρατούσαν τά σίδερα τής φυλακής- ξεχώριζα μόνο τό άσπραδάκι πού είχαν στά
μάτια τους, καί «μμμ», «μμμ», έκαναν κάτι μουγκρητά, αφού άκόμη μέσα στά αύτιά
μου στέκεται τό μουγκρητό αύτό" μουγκρητό, όχι ψέματα. Καί είπα:
-Πώς κάθονται;
-Ναί, πολύ δύσκολα είναι.
Σιγά-σιγά άρχίσαμε νά κατεβαίνουμε καί βρέθηκα στήν
ίδια θέσι. Καί μέ πιάνει ένας κλαυθμός, νά μή μπορώ νά σταματήσω τά δάκρυα.
Δέκα μέρες έκλαιγα, δέν μπορούσα νά συλλάβω στή διάνοιά μου αύτό τό πηχτό
σκοτάδι. Βέβαια, καί χαρά αισθανόμουν πού μου έδειξε πώς νά προσευχώμαστε, άλλά
καί αύτό τό φοβερό πράγμα! Καί λέω, «τί είναι ή προσευχή καί πώς ό Θεός δίνει
κάτι στον Προεστώτα, για νά έχη πλήρη εμπιστοσύνη καί νά έχη άπόλυτη αγάπη στον
Θεό καί νά μή άμφιβάλλη σέ τίποτε»! Διά τής εύσπλαγχνίας τού Παναγάθου Θεού μου
δόθηκε αύτό τό πολύ μεγάλο καί φοβερό πράγμα. Θέλω νά σάς πώ ότι δέν θά ξεχάσω
τον κλαυθμό, άλλά καί τήν ευφροσύνη τού Αγγέλου. Ηταν ένας πανέμορφος Άγγελος
καί πώς έκανε τήν προσευχούλα του, έβαζε πίσω τά χεράκια του, σήκωνε τά χέρια
του ψηλά..., τί όμορφα!
Γι’ αύτό λοιπόν καί εμείς λόγω τού Σχήματος πού
φέρουμε καί τού Αγγελικού πολιτεύματος, πρέπει νά έχουμε άκρίβεια στή ζωή μας.
Ιδίως στο θέμα της προσευχής. Νά θυμώμαστε τον Θεό! Ενα αγαπητό μας πρόσωπο,
όταν τό σκεπτώμαστε, τί ηδονή μάς δίνει στή διάνοια μας και στήν καρδιά μας
περισσότερο! Έ, πόσο μάλλον, όταν σκεπτώμαστε τον Θεό και τήν Παναγία, τί θά
αίσθανώμαστε!
Όταν μάς πνίγουν οί λογισμοί, τά προβλήματά μας,
μάς πνίγουν τά πάντα, νά λέμε στον έαυτό μας: « Ελα ’δώ, νά σέ πάω ένα
περίπατο. Θά σέ γυρίσω όλο τον Παράδεισο, έλα νά δής τά μεγαλεία του Θεού!».
Ξέρεις τί θά ύστερηθής, αν δέν πάς τον νου σου σ’ αυτά τά μεγαλεία του Θεού; Θά
ύστερηθής τούς Αγγέλους! Βλέπεις οί άγιοι Άγγελοι είναι κατά τάξι κι έχουν
διαφορετική ενδυμασία. Άλλου Αγγέλου είναι χρυσά τά φτερά του, άλλου είναι όλο
φως, άλλου είναι πράσινα, άλλου είναι θαλασσιά, άλλου είναι κόκκινα, σέ
διάφορες άποχρώσεις. Τό μάτι του ανθρώπου δέν μπορεί νά χορτάση τό μεγαλείο των
φτερών των Αγγέλων πού είναι στον ουρανό! Τό τί γίνεται εκεί πάνω δέν λέγεται!
Πώς μάς απασχολεί ό διάβολος στά επίγεια πράγματα και μάς υστερεί αύτό τό
μεγαλείο στον ουρανό; Τί ωραία! Και βλέπεις φορεσιές θαλασσιές, κόκκινες,
κίτρινες, χρυσές, διαμαντένιες, τί γίνεται! Οί Άγιοι πάνε κατά σειρά, όπως
διαβάσαμε χθές στον άγιο Σεραφείμ , πού είδε τήν Παναγία καί τις Αγίες, έτσι
ακριβώς ή ψυχή τά βλέπει όλα στον ουρανό! Θα ύστερηθής εκείνα τά άνθη τά ωραία,
πού είναι όλα ίδια καί δεν διαφέρουν ούτε ένα χιλιοστό μεταξύ τους; Καί καθώς
κυματίζουν όλα μαζί, μέ τό κυμάτισμα πού κάνουν, ξεχύνουν άρρητη ευωδία.
Ό άνθρωπος πρέπει νά προσπαθή νά τοποθετή τον
λογισμό του σωστά καί νά μή τον άφήνη νά ξεφεύγη άπό τη μεγαλωσύνη τής
Θεότητος, καί νά λέη: «Έλα ’δώ, ένας Θεός σταυρώθηκε, ένας Θεός μαστιγώθηκε,
ραπίσθηκε, έπτύσθη, ύπέφερε- εγώ τί είμαι; Καί νά μου πουν κάτι, τί έγινε; Τίποτε
δέν έγινε». Όσο ταπεινώνεται κανείς, βλέπει τό άπειρο μέγεθος τής εύσπλαγχνίας
τού Θεού. Βλέπει τον ουρανό, βλέπει τή θάλασσα καί έμβαθύνει στήν άπειρο ευσπλαχνία
τού Θεού. Βλέπει τή γή; Μεγεθύνονται μέσα του όλα τά μεγαλεία τής γής!
"Αμα αισθανθή ό άνθρωπος αύτή τήν ήδονή στήν καρδιά του, καί θέλει νά
ζήση, γιά νά άπολαύση αύτά τά μεγαλεία, άλλά καί δέν θέλει νά ζήση καί λέει:
«Νά πάω στον ουρανό νά τά άπολαύσω ακόμη πιο πολύ' εκεί πού τά έχει έτοιμάσει ό
Θεός τόσο ωραία!».
Θυμάμαι πάλι μιά φορά είχα πολύ πόνο στήν ψυχή μου
καί έλεγα, πώς είναι ό Παράδεισος; Τί νά έχη ό Παράδεισος μέσα; Τί είναι ό
Παράδεισος; Πώς είναι ό θρόνος τού Θεού;
Πώς είναι τά μεγαλεία τού Θεού; Καί
βρέθηκα σε ένα δάσος άπέραντο, καί νά είναι πλήρες άπό λουλούδια. Εκείνα τά
λουλούδια ούτε μπορεί νά τά περιγράψη κανείς' όχι πινέλο νά τά ζωγραφίση δέν
μπορεί, όχι γή νά τά φυτρώση, τίποτε, τίποτε. Στον καλύτερο κήπο νά πάη κανείς
πού νά είναι φυτρωμένα όλα τά λουλούδια τής γής, τέτοια δέν θά βρή. «Έδώ, άκουσα φωνή πού μου είπε, είναι ή Νέα
Ιερουσαλήμ!». "Αγιος ήταν, Άγγελος ήταν, ό Θεός οίδε. Και είπα: «Τί ωραίο
μέρος ή Νέα Ιερουσαλήμ!». Απέναντι φαινόταν ό θρόνος τού Θεού, οι Άγιοι καί οί
Άγγελοι. Στή συνέχεια ήταν ένας πελώριος ποταμός μπροστά μου καί σκέφτηκα: «Πώς
θά περάσω τον ποταμό;». Άκουγα σέ μία εκκλησία νά ψέλνουν τήν Ακολουθία τού
αγίου Χαραλάμπους καί νά διαβάζουν ένα λόγο γιά τό μαρτύριό του. Καί βλέπω νά
μέ πιάνη ένα χέρι πού είχε ένα έπιμάνικο τεράστιο καί νά μέ βγάζη άπέναντι πού
ήταν ή εκκλησία τού άγιου Χαραλάμπους. Τί εκκλησία ήταν έκείνη! Τί ψαλμωδία! Όλα
ουράνια! Μέσα λειτουργούσε δεσπότης καί έλεγε τό μαρτύριο τού αγίου Χαραλάμπους.
Γονατίζω στήν Ιερά Πρόθεσι καί έρχεται καί μέ σταυρώνει στο κεφάλι καί μου
λέει: «Παιδί μου, καλή δύναμι, ή Χάρις τού Θεού καί ή Παναγία νά σέ
δυναμώνουν».
Αυτό μέ εμψύχωσε πάρα πολύ- ξύπνησα καί σηκώθηκα μέ πολλή χαρά.
Τις στενοχώριες καί τά βάσανα πού είχα μου τά πήρε ό λόγος τού άγιου
Χαραλάμπους, οί πρεσβείες του' τον άγαπάω ιδιαίτερα. Γι’ αύτό τήν ήμέρα πού θά
μέ χειρουργούσαν, πριν μου κάνουν νάρκωσι, σάς ζήτησα νά μου κάνετε Θεία
Λειτουργία στον άγιο Χαράλαμπο. Αύτές τις παρηγοριές δίνει ό Θεός στον πόνο
άπάνω καί στις πικρίες καί στά βάσανα.
Ή μοναχική πολιτεία είναι ένας σταυρός πού σηκώνει
κανείς, καί έχει πόνους, μόχθους, έχει πνευματικό άγώνα. Δέν θά πάμε στον
Παράδεισο μέ τό «όπως έτυχε»- θέλει νά αγωνιστούμε, νά ταλαιπωρηθούμε, νά εμπαιχτούμε,
νά υβριστούμε, νά κολαφισθοΰμε όλα, όλα τά θέλει. Νά μή βάζουμε στον νου μας
«τ' γιατί», τίποτε.
Νά λέμε: «’Έτσι έπέτρεψε ό Θεός. Δίχως τό θέλημα του Θεού
μία τρίχα τής κεφαλής δέ πέφτει». Όταν έχουμε αύτό στή μνήμη μας, αυτό είναι τό
μεγαλύτερο, είναι ούράνιο πράγμα. Νά μή άφήνουμε τον εαυτό μας άκάλυπτο.
Λογισμός κακός να μή στεριώνη, μώμος νά μή στέκεται στο νου μας, ό έαυτός μας
νά είναι καθαρός- ιδίως άπό κατάκρισι. Να προσέχετε πάρα πολύ, όταν έρχεται
κανείς νά σάς πει ένα λόγο γιά τον άλλο,
νά λέτε: «Σάς παρακαλώ, δέ θέλω νά μου πήτε γιά τον άλλο, κάντε μου τή χάρι
Στον Προεστώτα μπορεί νά πή ό,τι αισθάνεται κανείς άλλά μεταξύ σας νά προσέχετε
τό θέμα τής κατακρισεως- άμα φυλάξουμε τό θέμα τής κατακρίσεως, θα δούμε πολλά
πράγματα.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου