ΚΑΠΟΤΕ ΕΝΩ ΠΗΓΑΙΝΕ από τήν Βουργουνδία στην Ωβέρν, ξέσπασε έπάνω του σφοδρή θύελλα. Ό πυκνός αέρας συγκεντρώθηκε σέ μαύρα σύννεφα· ό ούρανός άρχισε νά λάμπει με επαναλαμβανόμενες άστραπές, νά αντηχεί μέ τεράστιες υπόκωφες βροντές· καί όλοι αισθάνθηκαν νά χλομιάζουν καί έτρεμαν τόν κίνδυνο πού τούς απειλούσε. Αλλά ό Γρηγόριος μέ ήρεμη ψυχή, τράβηξε από το στήθος του—διότι πάντα τά φορούσε στόν λαιμό του—μερικά λείψανα αγίων, τά όποια ύψωσε πρός τήν κατεύθυνση πού ήταν τά σύννεφα, προς τά όποια αντιστάθηκε μέ επιμονή· καί τά σύννεφα στήν στιγμή χώρισαν, ορισμένα πρός τά δεξιά καί τά ύπόλοιπα πρός τά άριστερά, προσφέροντας στούς ταξιδιώτες μία ατάραχη διαδρομή.
Ή υπερηφάνεια, όμως, πού τόσο συχνά τρέφεται από τίς αρετές, κλέφτης εισχώρησε στήν ψυχή αυτού του νεαρού άνδρα· χάρηκε μέσα του καί απέδωσε στήν δική του άξια εκείνο τό όποιο είχε μόλις απόδοση στά λείψανά του. Αλλά τί βρίσκεται πιο κοντά στήν υπεροψία από μια πτώση; Καί πράγματι, τό άλογο πάνω στό όποιο ήταν ανεβασμένος έπεσε στόν ίδιο αυτό τόπο καί τόν πέταξε κάτω στή γή τόσο άσχημα, ώστε μωλωπισμένος σέ κάθε μέρος του σώματός του, μόλις καί μετά βιας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου