___
Πώς οι Χριστιανοί στο Καβακλί έβρισκαν τον τρόπο
να εκφραστούν τις ημέρες των εορτών, ενώ παραμόνευε ο μουσουλμάνος κατακτητής.
Τα τραγούδια την παραμονή του νέου έτους, που αποτυπώνουν τον αβάσταχτο πόνο
που βίωναν.
___
Έθιμα,
τρόπος επανάστασης και κρυφών χριστιανικών και πατριωτικών μηνυμάτων. Το
δρώμενο της καμήλας, παραμονή του νέου έτους στο Ακ-μπουνάρ (ασπρονέρι) της
περιοχής Καβακλί της Ανατολικής Ρωμυλίας (Βόρειας Θράκης).
___
Ρωτήθηκε
πρόσφατα στην Μαριούπολη της Ουκρανίας, ένας χριστιανός, πως διατήρησαν οι
άνθρωποι την πίστη τους, τότε που οι κομμουνιστές γκρέμιζαν τις εκκλησίες και
έσφαξαν αρκετούς ιερείς. Απάντησε «Με τον χορό. Όταν ας πούμε ήταν η γιορτή του
Μεγάλου Βασιλείου, εμείς όλοι πιανόμασταν χέρι χέρι και τρέχαμε χορεύοντας σε
όλη τη Μαριούπολη και φτάναμε στο κτίριο της Κομσομόλ χορεύοντας και συνεχίζαμε
να χορεύουμε γύρω από αυτό. Οι κρατικοί νόμιζαν ότι διατηρούμε το έθιμο κι
εμείς χορεύαμε για τη γιορτή του Αγίου Βασιλείου».
Στις αντίξοες
συνθήκες, ο χριστιανός βρίσκει τον μηχανισμό να μην ξεχνά την Αλήθεια του.
Ετυμολογικά η Αλήθεια σημαίνει το αντίθετο της λήθης. Στα δικά μας τα μέρη,
στην Ανατολική Ρωμυλία, στο Καβακλί, την εποχή της Τουρκοκρατίας, ο χριστιανός
Ρωμιός έβρισκε μέσα από τα έθιμα τον τρόπο να εκφραστεί. Περνούσαν μηνύματα
μέσω των εθίμων, ενώ έξω παραμόνευε ο εχθρός, ο Τούρκος κατακτητής. Για
παράδειγμα, τα
εννιά φαγητά που στόλιζαν το χριστουγεννιάτικο τραπέζι την παραμονή των
Χριστουγέννων, συμβόλιζαν τους 9 μήνες εγκυμοσύνης της Παναγίας και κρυφά από
τους Τούρκους, μέσα από το οικογενειακό εορταστικό τραπέζι, οι χριστιανοί
μοιράζονταν το μήνυμα ότι γεννήθηκε ο Χριστός και πως η Παναγιά λευτερώθηκε κι
έφερε στον κόσμο τον Σωτήρα. Η συμβολική αυτή πράξη σήμαινε ότι η ελπίδα δεν
σβήνει και ότι θα γεννηθεί μετά από την εγκυμοσύνη της υπομονής, η λευτεριά που
προσδοκούσαν οι υπόδουλοι Έλληνες. Τα δε κάλαντα έδιναν χριστιανικά και
επαναστατικά μηνύματα, σαν σήματα μορς που τα μεταφράζουν σε λέξεις, μόνο όσοι
γνωρίζουν να τα αποκωδικοποιούν.
Τα παλικάρια ξεκινούσαν για το σπίτι του ντιβιτζή παραμονή
Πρωτοχρονιάς
Την Παραμονή
της Πρωτοχρονιάς, το έθιμο που συγκινούσε ιδιαίτερα τους Ακμπουναριώτες, στην
Ανατολική Ρωμυλία, ήταν οι "καμήλες", με τις ανθρωπομορφικές και
ζωομορφικές μεταμφιέσεις. Συμμετείχαν μόνο άνδρες, και η οργάνωσή του αφορούσε
τα παλικάρια του χωριού.
«Παππούκες»
Τα πρόσωπα του
εθίμου ήταν ο "ντιβιτζής" (καμηλιέρης) το κύριο πρόσωπο, οι -δύο-
καμήλες (η μία ακολουθούσε τον ντιβιτζή ενώ η άλλη κινούνταν ελέυθερα), οι δυό
"παππούκες". Τον "θίασο" συνόδευε γκάιντα και νταούλι. Δεν
ήταν χωρίς σκέψη η επιλογή αυτού του υπομονετικού και σκληραγωγημένου ζώου για
το έθιμο της πρώτης μέρας του χρόνου. Η καμήλα διέθετε αντοχές, κάτι που
καλούνταν και ο Ρωμιός να έχει. Διατηρούσε τις δυνάμεις της, στις άνυδρες και
αντίξοες συνθήκες, όπως ο Ρωμιός στην ξεραΐλα της Οθωμανικής αυτοκρατορίας.
Στην κατάλληλη στιγμή, όπως η καμήλα θα αντλούσε από την καμπούρα της νερό να
πιει να πάρει ζωή και δυνάμεις και να επιτεθεί ενάντια στον θάνατο, έτσι και ο
Ρωμιός θα έπινε από το Ύδωρ το Ζων για να πάρει ζωή και να ελευθερωθεί από τη
σκλαβιά του εχθρού.
Ο ντιβιτζής
φορούσε "κουζιούφκα" (μακρύ παλτό, επενδυμένο εσωτερικά με προβιά)
από την ανάποδη, ώστε η προβιά να είναι προς τα έξω. Στο κεφάλι φορούσε ψηλό
κωνοειδές καπέλο επενδυμένο με πανί ή δέρμα, το "καούκι" και το
πρόσωπό του ήταν μαυρισμένο με καπνιά. Στα πόδια φορούσε τσαρούχια και
"μπιάλια" (άσπρα μάλλινα πανιά που τυλίγονταν στα πόδια ). Στη μέση
του είχε δεμένο τον "άλσο" (μεταλλική βέργα με αλυσίδα και γάντζο,
που τη χρησιμοποιούσαν στο τζάκι για να κρεμάνε τα μπακίρια), ένα ξύλινο σπαθί
και στο χέρι το "τοπούζι" (ξύλινη σφαίρα με λαβή 20-30 εκατοστά).
Οι καμήλες
κατασκευάζονταν με ξύλα, που επενδύονταν με παλιά στρωσίδια υφαντά, και ο
λαιμός και το κεφάλι με ξύλο επίσης, που επενδυόταν με προβιά. Το κάτω σαγόνι
της καμήλας ήταν ξεχωριστά δεμένο μ' ένα σχοινί ώστε, τραβώντας το, να
ανοιγοκλείνει το στόμα της η καμήλα. Γύρω στο σώμα της κρεμούσαν διάφορα κουδούνια.
Την καμήλα κουβαλούσε ένας άνδρας στους ώμους του με τέτοιο τρόπο, ώστε να
φαίνονται μόνο τα πόδια του. Στον ρόλο αυτό εναλλάσσονταν μερικοί άνδρες που
ακολουθούσαν τον θίασο, για να μην κουράζονται.
Ο παππούκας
φορούσε παλιόρουχα, στο κεφάλι προσωπίδα από δέρμα με γένια, κέρατα και στο
χέρι μια βέργα. Τον ρόλο του ντιβιτζή αναλάμβαναν ορισμένα άτομα που είχαν
ευχέρεια να λένε και να κάνουν διάφορα αστεία αλλά και γνώριζαν καλά τη
διαδικασία του εθίμου και όλες τις στιχομυθίες που ανταλλάσσονταν στα
τουρκοελληνικά.
Νωρίς το βράδυ
της παραμονής του νέου έτους τα παλικάρια συγκεντρώνονταν σε κάποιο σημείο του
χωριού και ξεκινούσαν για το σπίτι του ντιβιτζή, να τον προσκαλέσουν για το
έθιμο. Εκείνος στην αρχή πρόβαλλε διάφορες αντιρρήσεις, μέχρι να του υποσχεθούν
κάποιο δώρο. Η ομάδα ξεκινούσε τον ολονύκτιο αγερμό (Πούχνερ, 1983, 245) από το
σπίτι του παπά και στη συνέχεια επισκεπτόταν όλα τα σπίτια από τη μια άκρη του
χωριού για να καταλήξει το πρωί στην άλλη. Στον δρόμο έπαιζε η γκάιντα και
τραγουδούσαν όλοι όσοι, ακολουθούσαν τον θίασο, το τραγούδι "μωρ Λένου,
Λένου"...
Οι ελληνικοί στίχοι και ο ρόλος της γκάιντας
Στο τραγούδι
αυτό της παραμονής του νέου έτους είναι ολοφάνερη η αντίσταση απέναντι στον
Τούρκο, αλλά και ο τρόμος των νεαρών γυναικών και των γονιών τους από την
αρπαγή τους από τους κατακτητές. Τραγουδούσαν στα ελληνικά για να μην
καταλαβαίνουν οι Τούρκοι. Η γκάιντα έπαιζε τον ρόλο της άσχημης μοίρας τους.
"Η γκάιντα λέει Τούρκο, αγάπησες, Τούρκο να πάρεις" και η απάντηση
ερχόταν με θάρρος από τη Λένω: "Τ' αρμάνια παίρνω, αλλά Τούρκο δεν
παίρνω" και παρακάτω, όταν ο Τούρκος γίνει γεράκι να πιάσει την κοπέλα, η
κοπέλα απαντά πως προτιμά να γίνει λουλούδι να φυτρώνει στη στράτα, αλλά Τούρκο
δεν παίρνει.
Μώρ Λένου Λένου, Μώρ Λένου Λένου - μωρ καραγκιόζου, μωρ
καραγκιόζου (μαυρομάτα)
μώρ πού'ήσαν Λένου, μώρ πού'ήσαν Λένου -τώρα βδουμάδα, τώρα
βδουμάδα
τώρα βδουμάδα, τώρα βδουμάδα κι όι τρεις σου μέρις, κι όι τρεις
σου μέρις
Στου Μαναστήρι, στου Μαναστήρι ζουνάρια υφαίνου, ζουνάρια υφαίνουμε
ζουνάρια υφαίνου μουρ μουκαντέϊνα μαρμαρουδήμτα (σχέδια ύφανσης)
ν' ακούς μούρ Λένου, ν' ακούς μούρ Λένου τι λέει η γκάιντα τι
χουρατεύει
Η γκάιντα λέει, η γκάιντα λέει τούρκουν αϊγάπσις, τούρκουν θα
πάρεις
Σφάζουμι μάναμ κόφτουμι μάναμ τ' αρμάνια παίρνου τούρκουν δεν
παίρνου
Κι αν σφαγείς Λενου μ’ κι αν κουπείς Λενου μ’ τούρκουν αϊγάπσις
τούρκουν θα πάρεις
Πουλούδ(ι) ένουμι, πουλούδ(ι) ένουμι τ’ αρμάνια παίρνου τούρκου
δεν παίρνου
Συ πουλούδ(ι) Λενου μ’, συ πουλούδ(ι) Λενου μ’ κι αυτός
ντουγάνι,
κι αυτός ντουγάνι (γεράκι) κι σένα πιάνει πάλι συ παίρνει
Λουλούδ(ι) ένουμι, λουλούδ(ι) ένουμι στράτις φυτρώνου τούρκου
δεν παίρνου
Συ λουλούδ(ι) Λενου μ’, συ λουλούδ(ι) Λενου μ’ κι αυτός
διαβάτης, κι αυτός διαβάτης, κι αυτός διαβάτης κι σένα κόφτει πάλι συ παίρνει
Αυτό το
τραγούδι, μαρτυρία μιας άλλης εποχής, που σήμερα ίσως ακούγεται αδιάφορα,
αποτυπώνει μια κατάσταση αβάσταχτου πόνου και τρόμου που βίωναν οι παππούδες
μας για χρόνια. Χρέος μας να σταθούμε με φιλότιμο και να ακούσουμε τον στίχο
και να τολμήσουμε έρθουμε για λίγο στη θέση τους.
Στη συνέχεια
έμπαιναν στην αυλή του σπιτιού. Ο ντιβιτζής, αφού ευχόταν χρόνια πολλά στο
αφεντικό που τους καλωσόριζε, ρωτούσε αν ήθελε να χορέψει η καμήλα και να
κάνουν μερικά αστεία. Εφόσον ο νοικοκύρης δεχόταν, εκτελούσαν διάφορες κωμικές
πράξεις, χορό, και τελείωναν με τον συμβολικό θάνατο και ξαναζωντάνεμα της
καμήλας. Ο ντιβιτζής έπαιρνε και το χρηματικό φιλοδώρημα, και η στιχομυθία
τελείωνε με ένα ξόρκι στα τουρκοελληνικά. Ο χορός που χόρευε ο ντιβιτζής με την
καμήλα και τους παππούκες ήταν γνωστός με το όνομα "καμηλίτικος",
χαρακτηριστική μελωδία σε εξάσημο ρυθμό, ζωναράδικου χορού. Τα βήματα ήταν όπως
αυτά του ορθού (ζωναράδικου) χορού, μόνο που γίνονταν προς τα εμπρός και πίσω,
χωρίς να μετακινούνται προς τα δεξιά οι χορευτές. Η θέση των προσώπων στον χορό
ήταν η εξής: ο ντιβιτζής και οι παππούκες είχαν στη μέση την καμήλα, από δεξιά
ο ντιβιτζής κι από αριστερά οι παππούκες, και την κρατούσαν από τα πλάγια.
Το ξημέρωμα η
ομάδα βρισκόταν στην άλλη άκρη του χωριού, όπου αντάμωνε με τα παλικάρια που
τελείωναν εκείνη την ώρα τα τραγούδια. Από εκεί, αφού περνούσαν από τα
τελευταία σπίτια, κατέληγαν στο μεσοχώρι γύρω στις 10-11, όπου ήταν
συγκεντρωμένο όλο το χωριό, άνδρες, γυναίκες, γέροι παιδιά, περιμένοντας την
καμήλα.
Ξόρκιζαν το κακό με τον χορό
Στηνόταν χορός
-ο ορθός χορός-, στον οποίο πιάνονταν πρώτος ο ντιβιτζής, η καμήλα, οι παππούκες,
τα παλικάρια και στη συνέχεια όλο το χωριό. Αφού έκαναν δυο τρεις γύρους, τα
παλικάρια έπιαναν τον ντιβιτζή από τα πόδια και τον σήκωναν επάνω, ενώ κάποιο
παλικάρι του έβαζε μια "κούρα" (κουλούρα) στο στόμα να δαγκώσει.
Έτσι, στα χέρια, τον οδηγούσαν στο μαγαζί. Ο κόσμος στην πλατεία συνέχιζε τον
χορό, με χορούς του συνηθισμένου ρεπερτορίου, που χορεύονταν συνήθως στην
πλατεία χωρίς ιδιαίτερη σειρά ως την ώρα του φαγητού. Στο μαγαζί, αφού έτρωγαν
και έπιναν, μετρούσαν τα χρήματα που συγκέντρωσε ο ντιβιτζής, από αυτά ένα
μέρος έδιναν στην εκκλησία και με τα υπόλοιπα γλεντούσαν όλοι μαζί σε κοινό
τραπέζι, που έκαναν μια από τις επόμενες μέρες.
* * *
Το
δράμα που ζούσαν οι ταλαιπωρημένοι υπόδουλοι, δεν ήταν ικανό να τους κάνει να
ξεχάσουν τη χαρά που είναι βασικό συστατικό της ζωής. Έπαιρναν κουράγιο,
σκούπιζαν τα δάκρυα, πήγαιναν στην εκκλησία, κι έπειτα τους καημούς τους έκαναν
τραγούδι, ξόρκιζαν το κακό με τον χορό, και εύχονταν για τον νέο χρόνο.
Ευχαριστούμε
τον κ. Γιάννη Πραντσίδη, Επίκουρο καθηγητή του Τ.Ε.Φ.Α.Α. του Α.Π.Θ. για τα
στοιχεία των εθίμων.
___________
Σοφία Χατζή
δημοσιεύθηκε στην
εφημερίδα
Ορθόδοξη Αλήθεια, 29.12.2021
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου