Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου
Πέμπτη 28 Αυγούστου 2025
ΤΟ ΠΎΡΙΝΟ ΈΓΚΛΗΜΑ.ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΊΤΟΥ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΎ ΖΑΧΑΡΆΚΗ.ΗΓΟΥΜΈΝΟΥ ΙΕΡΆΣ ΜΟΝΉΣ ΑΓΆΘΩΝΟΣ.
ΤΟ ΠΎΡΙΝΟ ΈΓΚΛΗΜΑ.
ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΊΤΟΥ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΎ ΖΑΧΑΡΆΚΗ.
ΗΓΟΥΜΈΝΟΥ ΙΕΡΆΣ ΜΟΝΉΣ ΑΓΆΘΩΝΟΣ.
Εἶχε περάσει ἡ φωτιά, καί καίγονταν ἀκόμα,
απομεινάρια από κλαριά, πού κοίτονταν στο χώμα.
Έβλεπα ἐμπρὸς καὶ γύρω μου, μια ατέλειωτη μαυρίλα,
καὶ κάπου - κάπου όρθια, μαυροντυμένα ξύλα.
.
Δένδρα που φύτεψε ὁ Θεός, τή γῆ μας να στολίσουν,
ποιός ξέρει τώρα ἂν ποτέ ξανά θα πρασινίσουν.
Ποιός ξέρει μεσ' στις φυλωσιές, πόσα ζωάκια ζοῦσαν,
καὶ πόσα στὰ πυκνά κλαδιά, πουλάκια που κλωσοῦσαν.
Δεν ξανακούμε λάλημα, ούτε ζωοφωνούλες,
σαν τότε που συνάζονταν, στις δροσερές βρυσούλες.
Πᾶνε οἱ λαγοί κι' οἱ πέρδικες, κουπίδια κι' ἀλεπούδες,
σπίνοι, πετροχελίδονα, κοτσίδια, καλιακούδες,
Χάθηκε ὅλη ἡ ζωή, έσβησε η χλωρίδα,
καί ἀφανίστηκε με μιας, κάθε μορφής πανίδα.
Κι' αὐτά τά γιδοπρόβατα, που βγήκαν τα βοσκήσουν,
δεν βρήκαν τόπο για βοσκή, μαντρί για να γυρίσουν.
Κλαῖνε κι' αὐτά τόν τόπο τους, αμήχανα κοιτάζουν,
κι' ἕνα τρανό παράπονο ἀκοῦς, ὅταν βελάζουν.
Πούναι τά ξηροχόρταρα, καί τά παρθένα δάση,
ποῦ νά τά πάει ὁ τσέλιγκας, τροφή νά τά χορτάσει;
Πιό πάνω ἀπό τόν ἄνθρωπο, σέβονται αὐτά τη φύση,
γιατί σ' αὐτή θά βροῦν τροφή, σ' αυτή την κρύα βρύση,
Ὅλα τ' ἀφάνισε ἡ φωτιά, χωρίς κανένα φράχτη,
πέρασε καί ξοπίσω της, ἄφησε μόνο στάχτη.
Αὐτά συλλογιζόμουνα, κι' ἄλλα πολλά ἀκόμα,
ὥσπου μπροστά μου φάνηκε, μια δύστυχη χελώνα.
Είχε φωτιά στη ράχη της, τα πόδια της καμμένα,
καί χελωνάκια ἐδῶ καί ἐκεῖ, κάρβουνο τα καϋμένα.
Ακόμα κοντοανάσαινε, καιγότανε στό σῶμα,
σαν κάτι νάχε νά μοῦ πεῖ, τήν κοίταζα στο στόμα.
Έσκυψα νάμαι πιό κοντά, ζύγωσα πιό σιμά της,
μοὔκαμε νόημα να τῆς πῶ, τί φταῖγαν τά παιδιά της;
Βουβάθηκα, ξεράθηκα, πνίγηκα στη ντροπή μου,
ἤξερα πώς ὁ αἴτιος, ἦταν ἀπ' τή φυλή μου.
Τήν ἔβλεπα καί κόντευα, να χάσω το μυαλό μου,
ντρεπόμουνα πού ὁ τρανός φονιάς, ἦταν συνάνθρωπός μου!
Ὅλα ἐκεῖνα τὰ γιατί, πού μούλεγε ἡ χελώνα,
θά τά γυρίσω ἀπάνω του, θά τόν ρωτάω αἰώνια.
Πέταξες πίσω τη φωτιά, καί κρύφτηκες για πάντα,
γιατί; ἐκείνη σ' έρωτα, τί θά τῆς πεῖς; ἀπάντα.
Τί θ᾽ ἀπαντήσεις στα πουλιά, πού ψάχνουν τις φωλιές τους;
καί τί θά πεῖς στα ζωντανά; ἀντέχεις τις φωνές τους,
Ὅπου κι᾿ ἂν φύγεις θα σε βροῦν, γιατί θα σε ρωτάνε,
θα καίγεσαι ὅταν τ᾿ ἀκοῦς, οἱ τύψεις θα σε φάνε.
θα ψάχνεις τόπο να σταθεῖς, ἀνάπαυση δέν θάχεις,
θ᾽ ἀποζητᾶς τή λύτρωση, θα θέλεις να ξεχάσεις.
Μαύρη τη μέρα θα περνᾶς, τη νύχτα σαν κοιμᾶσαι,
θα σε ξυπνοῦνε τα πουλιά, το λάθος να θυμᾶσαι,
Οὔτε ὁ οὐρανός, οὔτε ἡ γῆ, συγνώμη θά σοῦ δώσουν,
οὔτε ἀνθρώπων συνταγές, μποροῦν, γιά νά σέ σώσουν.
Μπορεί κάποιοι συνάνθρωποι, γιά σέ να προσπαθήσουν,
ἴσως καί κάποιοι ἀπ' αὐτούς, νά σε ψυχασθενήσουν
Νοιάζονται για συμφέροντα, νομίζουν πώς κερδίζουν,
ὅταν γεννοῦν τό ἔγκλημα, καί θάνατο σκορπίζουν.
Σπρώξαν εσένα στο κακό, σούδωσαν δαδοκέρι,
να σπείρεις σύ τη συμφορά, με το δικό σου χέρι.
Κι' ἔκαμες μέγιστο κακό! συγχωρεμό δέν ἔχει,
οὔτε χωράει στο μυαλό, οὔτ᾽ ἡ καρδιά τ' ἀντέχει.
Αὐτό νά ξέρεις ἀδελφέ, νά τὄχεις στο μυαλό σου,
ὅτι τό δάσος ποὔκαψες, ἤτανε καί δικό σου.
Ἤτανε σπίτι σου, φωλιά, γλυκειά καταφυγή σου,
πού μέ περίσσια ομορφιά, στόλιζε τη ζωή σου.
Τα δένδρα ἐκεῖνα τά ψηλά, οἱ φυλλωσιές, τα χόρτα,
ὅλα για σένα ἀνθίζανε, γιατί ἔκλεισες την πόρτα;
Την πόρτα τοῦ παράδεισου, πού φύτεψε ὁ Θεός μας
για χάρη μας πάνω στή γῆ, σπίτι γιά τή ζωή μας.
Ὅλα αὐτά να σκέφτεσαι, αὐτά νά συλλογιέσαι,
να ντρέπεσαι γιά τό κακό, ποτέ νά μήν ξεχνιέσαι.
Κι ὅταν μπροστά σου θά περνοῦν, τά ζωντανά τοῦ Πλάστη,
συγχώρεση νά τούς ζητᾶς, ὅσο θά ζεῖ ἡ πλάση.
Μή τύχει καί σέ λυπηθοῦν, καί μεγαλοκαρδίσουν,
καί σοῦ χαρίσουν ἄφεση, μήπως σε συγχωρήσουν.
ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΑΓΑΘΩΝΟΣ ΥΠΑΤΗΣ
35016 ΥΠΑΤΗ ΦΘΙΩΤΙΔΟΣ
ΤΗΛ. 22310 95218 - FAX: 22310 95333
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)




Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου