Πριν μερικές μέρες, μετά την εορτή της Αγία Δωροθέας, νωρίς το πρωί, την ώρα της ακολουθίας ένιωσα στα πόδια μου κάτι να τρίβεται κι ένα δευτερόλεπτο αργότερα να ορμά σαν αστραπή και να τραβά το κομποσχοίνι της Γερόντισσας σαν να ήθελε να της το αρπάξει. Νιαούριζε παράξενα. Σάστισα αλλά γρήγορα στο αμυδρό φως των κεριών είδα τα λαμπερά μάτια του Χέρμαν να με κοιτούν με απέραντη καλωσύνη. Δεν ξέρω πως τα καταφέρνει και βρίσκεται στο παρεκκλήσιο μόλις ανοίξουμε την πόρτα. Γλιστρά σαν σκιά και κρύβεται στο σκοτάδι, αφήνοντας την ζεστή του γωνιά δίπλα στην σόμπα αψηφώντας το κρύο και την παγωμένη ατμόσφαιρα. Αφού περάσει και μας χαιρετήσει, τρέχει στην Γερόντισσα και κρύβεται κάτω από το στασίδι της μέχρι που να τελειώσουμε. Αυτή του η αφοσίωση μας συγκινεί και μας κάνει να ελεγχόμαστε για την απροθυμία μας. Βλεποντάς τον έτσι αγριεμένο όμως, προσπάθησα να τον απομακρύνω για να μην ενοχλεί την Γερόντισσα στον κανόνα της κι εκείνη κοφτά με σταμάτησε με την βροντερή φωνή της: Αφήστε το ζώο αδελφή, κάτι του συμβαίνει!
Έπειτα με πιο απαλό τόνο προς τον Χέρμαν, όπως ακριβώς κάνει όταν προσεύχεται : Συγχωρεσέ μας πλάσμα του Θεού για την αδιακρισία μας! Πήγαινε στην θέση σου. Τι σου συμβαίνει; Αυτός όμως τίποτε! Την κοιτούσε στα μάτια και έκανε σαν τρελός. Κύριε ελέησον τι πειρασμός σκέφτηκα. Το ζωντανό συνέχιζε να νιαουρίζει και να πηγαίνει πίσω μπρος προς την πόρτα ζητώντας να βγει έξω. Θα θέλει να κάνει την ανάγκη του, πράγμα που δεν συνέβη ποτέ μέχρι σήμερα, ξανασκέφτηκα. Τη σκέψη μου όμως διέκοψε η Γερόντισσα που αφήνοντας το στασίδι της κατευθύνθηκε προς την πόρτα και την άνοιξε η ίδια ακολουθώντας το ζώο έξω στο τρελό του χοροπήδημα. Πριν προφτάσω να αντιδράσω η φωνή της Γερόντισσας αντήχησε σαν καμπάνα στην παγωμένη αυλή: αδελφές τρέξτε φωτιά!
Ένα κάρβουνο από την παλιά σόμπα που κατά λάθος έμεινε μισάνοιχτη πετάχτηκε στο καλάθι με τα προσανάμματα και ευτυχώς που ο Χέρμαν μας ειδοποίησε έγκαιρα αλλιώς το ερημητηριό μας θα γινόταν παρανάλωμα. Δεν ξέρουμε πως αλλά το ζωντανό μέσα στο σκοτάδι και την ηρεμία του ναού κατάλαβε αυτό που εμείς ούτε καν μπορούσαμε να φανταστούμε. Μας έσωσε στην κυριολεξία από βέβαια καταστροφή και η ζημιά ευτυχώς είναι περιορισμένη, σχεδόν αμελητέα. Μόλις σβήσαμε τη φωτιά γυρίσαμε στον ναό για να συνεχίσουμε την ακολουθία και να δοξάσουμε τον Θεό κι εκεί, κάτω από το στασίδι της Γερόντισσας, βρήκαμε τον Χέρμαν να μας περιμένει μακάρια κουλουριασμένος και ήσυχος όπως πάντα. Περιμένοντας την όμως να συνεχίσει από το σημείο που διακόψαμε την ακούσαμε να απαγγέλλει μεγαλόφωνα :
Σ' ευχαριστούμε Κύριε για την Κτίση Σου, σε παρακαλούμε κάνε να είμαστε κι εμείς αντάξιοι του μεγαλείου και της απλότητος των ανόων πλασμάτων Σου, σ' ευχαριστούμε που αυτά ακόμη μπορούν και αφοσιώνονται σε μας παρόλη την σκληρότητα που τους δείχνουμε και τον άμετρο εγωισμό μας, «Κύριε, ἐν τῷ οὐρανῷ τὸ ἔλεός σου, καὶ ἡ ἀλήθειά σου ἕως τῶν νεφελῶν· ἡ δικαιοσύνη σου ὡς ὄρη Θεοῦ, τὰ κρίματά σου ὡσεὶ ἄβυσσος πολλή· ἀνθρώπους καὶ κτήνη σώσεις, Κύριε.» Ψαλμ. 35 6-7. Ο Χέρμαν για πρώτη φορά λες και καταλάβαινε γουργούριζε και τάραζε γλυκά την σιωπή του όρθρου κι εμείς δακρυσμένες στο σκοτάδι ζητούσαμε συσχώρεση για την αδιακρισία μας νιώθοντας τα λόγια του ψαλμού να μπαίνουν λυτρωτική αύρα και να ευφραίνουν την ψυχή μας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου