Από το Βιβλίο «Οι Δαίμονες και τα έργα τους» της Ιεράς Μονής Παρακλήτου.
Λίγο μετά τα μέσα του 9ου αιώνα, στη Μονή του
Χρυσοβαλάντου, στην Κωνσταντινούπολη, προσήλθε για να μονάσει κάποια κοπέλα από
επιφανή οικογένεια της Καππαδοκίας. Ύστερα από την κανονική δοκιμασία, η
ηγουμένη οσία Ειρήνη (+19ος Αιώνας), Καπαδόκισσα και εκείνη την κούρεψε μοναχή.
Ο μισόκαλος διάβολος, όμως φρύαξε από το κακό του για τη
σωτηρία μιας άλλης ψυχής. Και τι έκανε; Άναψε σφοδρό έρωτα στη καρδιά του πρώην
μνηστήρα της που με ακατασίγαστο πόθο άρχισε να την αναζητάει παντού. Δεν
δίστασε , μάλιστα τυφλωμένος από το παράφορο πάθος του, να καταφύγει σ’ένα
περίφημο μάγο της Καππαδοκίας και να του τάξει χρήματα πολλά χρήματα πολλά, αν
έφερνε πάλι στα χέρια του τη νεαρή γυναίκα. Κι εκείνος ο υπηρέτης του σατανά
επιστράτευσε όλες του τις μαγγανείες.
Η νεόκουρη μοναχή τότε, εντελώς απροσδόκητα φλογίστηκε κι
αυτή από μανιακό έρωτα για τον παλιό της μνηστήρα. Χάνοντας σχεδόν τα λογικά
της, άρχισε να χτυπιέται, να φωνάζει , να κλαίει και να επαναλαμβάνει το όνομα
του.
– Ορκίζομαι, απειλούσε, πως αν δεν μπορέσω να τον ξαναδώ,
θα κρεμαστώ!
Κάθε τόσο έτρεχε στην πύλη της μονής. Με κραυγές και
βρισιές φοβερές, πίεζε την πορτάρισα να την αφήσει να βγει έξω.
Η θλίψη της Αγίας Ειρήνης ήταν απερίγραπτη. Γρήγορα
κατάλαβε πως είχε να κάνει με δαιμονικά τεχνάσματα. Κάλεσε αμέσως όλες τις
μοναχές και αφού τις συμβούλεψε να φυλάγονται από τις πανουργίες του διαβόλου,
τις πρόσταξε να νηστέψουν αυστηρά και να προσευχηθούν με πολλή θέρμη για μια εβδομάδα, κάνοντας μάλιστα χίλιες
μετάνοιες καθημερινά για χάρη της ταλαίπωρης αδελφής τους.
Πραγματικά όλη η αδελφότητα, με βαθύ πόνο και θερμά
δάκρυα, άρχισε τς ικεσίες προς τον Θεό. Η Οσία ζητούσε ιδιαίτερα τις μεσιτείες
του συμπατριώτη της Μεγάλου Βασιλείου, στον οποίο έτρεφε ξεχωριστή ευλάβεια.
Του παραπονιόταν τώρα, γιατί ανεχόταν να
γίνονται στην πατρίδα τους, την Καππαδοκία, τέτοια ανοσιουργήματα.
Είχαν περάσει οι τρείς πρώτες μέρες της νηστείας και της
προσευχής. Στα χαράματα της τέταρτης ημέρας εμφανίζεται ολοζώντανος μπροστά
στην Οσία ο Άγιος Βασίλειος.
– Γιατί μου παραπονιέσαι Ειρήνη, της είπε, πως τάχα
ανέχομαι να γίνονται βρώμικες δουλειές στην κοινή μας πατρίδα; Να σήμερα η
Μητέρα του Κυρίου θα βρίσκεται στις Βλαχέρνες. Πήγαινε εκεί με την άρρωστη
μαθήτρια σου, και εκείνη θα φροντίσει για την θεραπεία της.
Μόλις ξημέρωσε, η οσία πήρε την άρρωστη κι άλλες δύο
μοναχές και κίνησε για τον ναό των Βλαχερνών. Εκεί γονατιστή όλη την ημέρα
μπροστά στη θαυματουργή εικόνα της
Κυρίας Θεοτόκου, θερμοπαρακαλούσε με πόνο τη χάρη της, βρέχοντας το δάπεδο με
δάκρυα.
Όταν τα μεσάνυχτα, ο ύπνος της έκλεισε απαλά τα
κουρασμένα μάτια, είδε σε όνειρο την Βασίλισσα των Ουρανών. Το πρόσωπο της
αστραποβολούσε από θείο φώς. Μπροστά και πίσω της πήγαιναν αναρίθμητοι άγγελοι
και άγιοι , που βάδιζαν με σεβασμό και συστολή. Η Παντάνασσα στάθηκε μπροστά
στη μαθήτρια της αγίας Ειρήνης. Ύστερα κάλεσε τον Μέγα Βασίλειο και τον ρώτησε:
– Γιατί η Ειρήνη άφησε το μοναστήρι της και βρίσκεται
αυτή την ώρα εδώ;
– Η Ειρήνη, Δέσποινα, κατέφυγε στην ισχυρή σου προστασία
. Έκαναν μάγια στη μαθήτρια της, και σε παρακαλεί να την θεραπεύσεις.
– Καλέστε την Αναστασία, πρόσταξε η Θεοτόκος.
Αμέσως παρουσιάστηκε μπροστά της η Αγία μεγαλομάρτυς
Αναστασία η Φαρμακολύτρια.
– Εσύ της είπε η Παναγία, έχεις ειδικό χάρισμα από τον
Υιό μου να θεραπεύεις αυτού του είδους τις αρρώστειες. Εξέτασε λοιπόν σε
συνεργασία με τον Βασίλειο, τούτη την κόρη και θεράπευσε την.
Την ίδια στιγμή οι Άγιοι Βασίλειος και Αναστασία, αφού
προσκύνησαν, έφυγαν για την Καππαδοκία. Συγχρόνως, ακούστηκε μια φωνή να λέει
στην Οσία Ειρήνη:
– Γύρισε στο Μοναστήρι σου και εκεί θα δείς την θεραπεία
της μαθήτριας σου.
Με την ηχώ αυτής της φωνής ξύπνησε η Οσία. Έκθαμβη,
αναλογιζόταν την ουράνια οπτασία…
Ήταν Παρασκευή, ώρα εσπερινού, και όλη η αδελφότητα του
Χρυσοβαλάντου βρισκόταν στην εκκλησία, όταν η Αγία Ειρήνη επέστρεψε στη μονή με
τις τρείς αδελφές. Σο τέλος της ακολουθίας, διηγήθηκε στις μοναχές, που την
περίμεναν με αγωνία, το όραμα της. Στη συνέχεια τις πρόσταξε να υψώσουν τα
χέρια στον ουρανό και με ένα στόμα να φωνάξουν το «Κύριε Ελέησον».
Όλων οι προσευχές ενώθηκαν τότε σε μια πανίσχυρη ικεσία,
που έκρουσε δυνατά και αποτελεσματικά τη θύρα του θείου ελέους. Το δάπεδο του
ναού βράχηκε από τα πονεμένα δάκρυα των μοναστριών.
Ξάφνου γεμάτες δέος, είδαν να εμφανίζονται ψηλά στον αέρα
η Αγία Αναστασία και ο Μέγας Βασίλειος. Συνάμα ακούστηκε μια φωνή που έλεγε
στην οσία Ειρήνη:
– Άπλωσε τα χέρια σου, πάρε τούτα εδώ και πάψε να μας
ονειδίζεις.
Η Οσία άνοιξε την αγκαλιά της, όπου έπεσε από ψηλά ένα
παράξενο δέμα. Έτρεξαν αμέσως όλες οι
αδελφές, άναψαν τα κεριά και άρχισαν να λύνουν το δέμα, που ζύγιζε τρείς λίτρες
περίπου. Όταν το άνοιξαν, είδαν με αποτροπιασμό πως περιείχε δύο μολυβένια
ειδώλια – ομοιώματα της άρρωστης μοναχής και του πρώην μνηστήρα της –
αγκαλιασμένα με τρίχες και κλωστές. Ήταν ακόμα γραμμένες κάποιες δαιμονικές
επικλήσεις, καθώς και το όνομα του μάγου.
Όλη τη νύχτα οι αδελφές έμειναν στο ναό, δοξολογώντας τον
Κύριο και την Μητέρα του.
Το πρωϊ η Οσία Ειρήνη έστειλε τις δύο μοναχές, που την
είχαν συνοδεύσει στις Βλαχέρνες και την άρρωστη στο Ναό της Αγίας Αναστασίας,
δίνοντας τους κεριά, θυμίαμα, λάδι, πρόσφορο και τα διαβολικά αντικείμενα του
δέματος.
Με το λάδι να ανάψετε τα καντήλια στον τάφο της Αγίας,
τους είπε. Τα κεριά και το πρόσφορο να τα δώσετε στον ιερέα, για να τα
χρησιμοποιήσει στη Θεία Λειτουργία.
-Έτσι και έκαναν. Μετά τη Λειτουργία, διηγήθηκαν τα
καθέκαστα στον Ιερέα και εκείνος τις κατέβασε στον τάφο της Αγίας. Εκεί προσευχήθηκε
και άλειψε με λάδι από το καντήλι την άρρωστη. Ύστερα ανέβηκε στο ναό, πήρε
αναμμένα κάρβουνα και άρχισε να καίει τα μάγια. Όσο αυτά, ένα ένα καίγονταν
τόσο η δαιμονόπληκτη αδελφή λυτρωνόταν από την επήρρεια του πονηρού,
ελευθερωνόταν από τα αόρατα δεσμά της, ξανάβρισκε τα λογικά της και
ευχαριστούσε τον Παντοδύναμο.
Όταν πια όλα έγιναν στάχτη, μέσα από τα αναμμένα κάρβουνα
άρχισαν να βγαίνουν τέτοιες κραυγές, που λες και εκείνη την ώρα έσφαζε κανείς
ένα κοπάδι χοίρων. Όλοι όσοι ήταν εκεί πανικοβλήθηκαν κι έφυγαν τρέχοντας από
τον Ναό, διακηρύσσοντας συνάμα την ακαταμάχητη δύναμη της μεγαλομάρτυρας
Αναστασίας.
Οι δύο μοναχές γύρισαν στη μονή με τη γιατρεμένη και
διηγήθηκαν στις υπόλοιπες όσα θαυμαστά παρακολούθησαν. Όλες τότε με ένα στόμα.
δόξασαν και ευχαρίστησαν τον θεό για την θεραπεία της αδελφής τους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου