ΚΟΥΡΑΜΠΙΕΔΕΣ ΣΤΟ ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ
π.Διονύσιος Ταμπάκης
ΚΑΡΦΙΤΣΩΝΕ αιμωδιάζων το σώμα, ο επερχόμενος χειμώνας, σε ετούτο το σωτήριο έτος, όπου ο Θεός δυσωπούμενος από το έλεός Του έδωκε απόφαση να στείλει χιόνια εκείνη την χρονιά ,καίτοι οι αμαρτίες μας πολλές, κάμνωντας το τοπίο, όσο έφτανε η ματιά σου, να μοιάζει ως πάλλευκη νυμφική σινδόνα,παρθένα κι’ απάτητη από τους βηματισμούς των προσκυνητών που ανέβαιναν ,κόβοντας το μονοπάτι , χουχουλιασμένοι με τα μάλλινα σκουφιά τους μέχρι τα φρύδια προς τις Καρυές,για να προσκυνήσουνε την Παναγία του Πρωτάτου.
Εκ της καπνοδόχου όμως ανέθωρε παρήγορος ο πυκνός ο καπνός από την χειροποίητη ξυλόσομπα του ιερού σκηνώματος ενός ευρύχωρου και ευπρεπούς Κελλιού.
Ο ευλαβής παπα-Στέφανος ,που εόρταζε σήμερα τα ονομαστήριά του ,είχε απολειτουργήσει και καταλύσει προ ώρας ,είχε φάει και το λευκόν κατακλαστόν από της ιεράς Προθέσεως και με πρόθεση όλος αγάπη και ευσπλαχνία άνοιγε τα κιτάπια της ψυχής του χαρίζοντάς μας συμβουλές εν μέσω πολλών διαφόρων ,αξιοπερίεργων και ωφελίμων διηγήσεων από τον χιονοστεφή Άθωνα και τα πέριξ αυτού κελλία.
…Το θυμίαμα πλανόνταν ακόμη αδιάλυτο στον περιβάλλοντα αέρα του σκηνώματος σχηματίζοντας διάφορα στεφάνια και φάσματα που εμύριζαν ευωδία και μόσκιζαν ευφρόσυνα τον αέρα καθώς μαζί του συνόδευαν ζωηρές οι ωδές των καλλίφωνων ψαλτάδων που έπιναν και εκείνοι μαζί μας τώρα ζεστό δίκταμο με καστανόμέλο πικρόγλυκο Αθωνίτικο ,ενώ παρέτειναν κι’άλλο τις υμνωδίες τους ψάλλοντας μόλπους Χριστουγεννιάτικους και εύρυθμα Ψαλτοτράγουδα για τον αφέντη νιογέννητο Χριστό και την γλυκοστάλακτη μητέρα Του.
-Που λέτε παιδάκια μου ,χαρά ανεκλάλητη λαμβάνει η ψυχή τ’ανθρώπου σαν λατρεύει τον Πανάγαθο Θεό.
Μα κατέχετε τι σημαίνει το ρήμα λατρεύω;
-«Αγαπώ» Γέροντα.
-Και μοναχά αυτό;Ο Θεός είναι αγάπη πιο πάνω και από την αγάπη.Μιά αιωνιότητα θα την λαβαίνουμε μα δεν θα την καταλαβαίνουμε. Δεν μπορεί κτιστό πλάσμα να την ορίσει και να την προσδιορίσει κατά
πως είναι.
Επίσης δηλώνει όχι μόνο την αγάπη αλλά και την φροντίδα. Γι’αυτό λέμε πως οι νοικοκυρές κάνουνε λάτρα στο σπίτι ,δηλαδή το ευτρεπίζουν και το
‘πηρετούν για να γίνει καθαρό.
Ήπιε μια ακόμη βαθιά ρουφηξιά από το ζεστό του σκουπίζοντας ευγενικά με τα ακροδάκτυλα τα γένια του συνάμα και αφού πήρε μικρή αναπνοή, συνέχισε με ζήλο νέου δοκίμου:
-Ονομάζουμε τις προσευχές ,τις ακολουθίες μα πρωτίστως την Θεία Ευχαριστία ως Θεία Λατρεία.
Ναι, λατρεύουμε και ‘μεις και προσκυνούμε Κύριον τον Θεόν μας κατά πως «άξιον εστίν και δίκαιον» και πρέπον …μα ξέρετε; Και σηκώθηκε το ευκίνητο βλέμμα του προς τον υψηλό φεγγίτη χαμηλώνοντας συνάμα
και την φωνή του για να δώσει πιότερο δέος και ιεροπρέπεια στην αφήγηση του. Δεν λατρεύουμε μονάχα εμείς τον Χριστόν αλλά κατά κάποιο τρόπο μας « λατρεύει» και εκείνος.
Άμα καθίσετε ν’αναλογιστείτε πως υφαίνονται οι ακολουθίες μέσα στην Εκκλησιά ,θα αναφωνήσετε πως κάθε Λειτουργία η είναι μία αγάπη, ένα χάδι βελούδινο , μία αγκαλιά ,μία στοργή, ουράνιος έρωτας του καλού Θεού και χαμόγελο όπως χαμογελά χαρωπή η μητέρα στο νεογέννητό της που μόλις αποβγήκε στην αυλή της ζωής.
Όλα στην Εκκλησιά είναι χάδι και αγκάλη. Και όσο τον Λατρεύουμε τον Θεό ,τόσο μας λατρεύει και μας φροντίζει και Εκείνος.
Μας λαλεί την καμπάνα και μας τραγουδάει το κάλεσμά του όπως η μάνα όταν φωνάζει την παρήγορη φωνή για το φαγητό στο σπιτικό τραπέζι.
Με την θυμίαση μας ραίνει καλωσορίσματα στον οντά του.
Με τα ψαλσίματα ,όλο θάλπος , σαν μυνίρισμα ερωτευμένου, μας χαιδεύει την ψυχή.
Οι άγιοι στις τοιχογραφίες σε κοιτούν σαν να είσαι εσύ ο μόνος άνθρωπος στην γη και σε κυκλώνουν με αγάπη που ξεπερνά τον εφήμερο χρόνο.
Και να, οι ιλαρές ασημόχρυσες κανδήλες που κρέμανται από τα φιλότεχνα εικονοστάσια ν’αναπέμπουν φαιδρό το ακτινοβόλημά τους καταλαγιάζοντας τον τάραχό μας.
Οι ευχές γιομάτες ποίηση ,καλοσύνη,νοιάξιμο,γιάτρεμα και παρηγόρια .
Και σαν φθάσει το «Λάβετε ,Φάγετε»,τότε ανοίγουν οι θύρες του ουρανού και σε βάζουν ζωντανό μέσα στον Παράδεισο και εσύ ,με έντρομο αναγάλλιασμα, δεν θωρείς τον εαυτό σου άξιο για ετούτη την αγάπη.
Κι’όταν έλθει αυτή η άγια στιγμή να Κοινωνήσουμε όλα τα σύμπαντα καταπραϋνονται και ‘μεις γινόμαστε φάντη που χωρά και υποδέχεται μέσα στα ταπεινά σανίδια της ολάκερο τον Θεό.Τότε είναι που ο άνθρωπος σαν χειμωνανθός ανοίγεται όταν στου πράου κι’ακάκου Χριστού την αγκαλιά κλείνεται.
Κι’όταν ο Λειτουργός δώσει το «δι’ευχών «και σημαίνει το πέρας της λογικής λατρείας τότε πρέπον είναι να συνεχίζεις να οσφραίνεσαι τον απόηχο της άγιας αγάπης ακόμη στην ψυχή σου.
Και όσο άνοιγε ο παπα-Στέφανος την καρδιά του ,δεν έπαυε να ευωδιάζει το άγιο τεμένι της Παναγιάς από λιβάνι μ’άρωμα κεχριμπαριού , χειμωνιάτικου,που είχε ρίξει κουβαρντάδικα ο διάκος στην εορτή πριν ακόμη φέξει και μοσχοβολούσε όλο το τερπνό Εκκλησάκι και το αρχονταρίκι με την παρήγορη ξυλόσομπα.
Μα τι δυστυχία να θωρούμε τις άγιες προσευχές και τις συνάξεις της Εκκλησίας σαν θεατρικές παραστάσεις δίχως συναισθήματα , χρώματα και αρώματα, δίχως την νοσταλγία της Βασιλείας, παρά σαν ένα πανηγυράκι ή μία βαρετή τελετουργική διαδικασία κι’ αγγαρεία με αυστηρούς ,ψυχρούς και αδιαφόρετους τύπους δίχως της καρδιάς τα αναπετάσματα , όλα ακαταλαβίστικα, ατραγούδιστα,μπαγιάτικα και ανέγγιχτα στο μέσα μας…και κουνούσε το λευκό κεφαλάκι που επιστεγάζονταν από ένα τσόχινο καθάριο καλπάκι.
Η συζήτηση πήρε και άλλο συνέχεια καθώς τώρα ένα ψηλό καστανόξανθο σιωπηλό Καλογέρι αναβαστούσε στα λιγνά χέρια του ,μαζί με το λεπτό ‘κατοστάρι κομβοσχοίνι ,μία μεγάλη κρυστάλλινη πιατέλα με μπερεκέτια κι’ολόφρεσκους κουραμπιέδες γεμάτους κουβαρντάδικα από αμύγδαλο ομοιάζοντας σαν πλεούμενο ζαχαρωμένο παγόβουνο , άσπρους και αμόλευτους όπως η πάναγνη λευκή χιόνα που έπεφτε στο Άγιον Όρος.
Η δε μουσικοπαρέα κατηρτισμένη και αυξανομένη τώρα και από άλλους Μοναχούς , έτι δε κι’από κάποιους προσκυνητές της συνοδείας καθώς κι’από τρείς ιερόπαιδες της Αθωνιάδας που είχαν ‘ξομείνει στο περιβόλι της Παναγιάς για τις διακοπές προκειμένου να εορτάσουνε Χριστούγεννα Χριστιανικά και Ρωμαίϊκα, συνεχίζαν με περισσότερη θέρμη να αναμέλπουν τα ποθεινά εορτάσιμα άσματα, ενισχυόμενοι κι’άλλο από την ενέργεια των παρατεθέντων γλυκυσμάτων, και μετά ,σαν αποφάγαν και τις παραδοσιακές απαραίτητες για την ημέρα δίπλες πλουμισμένες με άφθονο μέλι και πασπαλισμένες με καρύδι κι’αφού δευτερώσανε και τριτώσανε ,δώστου μειλίχιο μεράκι ενόσω σαν από μέθη τραβούσαν μετάρσιοι το Θείο απολάτρεμα ….ψάλλοντας μα ζήλο το μεγαλυνάριον: «Η Παρθένος σήμερον» με τρόπο επινίκιο ως παιάνα , μετά τους Κανόνες αργά και αγγελόψαλτα σε ήχο πρώτο : «Χριστός γεννάται δοξάσατε», κατόπιν το περίτεχνο «Ὁ ἀχώρητος παντί, πῶς ἐχωρήθη ἐν γαστρὶ;» με τόσο αίσθημα και πόθο που σε έκανε να βλέπεις εκείνη την στιγμή ενώπιόν σου τον σιωπηλό Ιωσήφ έντρομο, καταπληττόμενο και θαμβωμένο από το ανεξιχνίαστο θαύμα του Θείου τόκου ενώ στο τέλος μελωδήσανε με ακούραστο σθένος το συγκινητικότατον: «Στέργειν μεν ημάς» σε αργοσύντομο ρυθμό.
Όλα μία άμιλλα του ορατού και του αόρατου κόσμου μα κι’αλληλοπεριχώρηση ουρανού και γής. Η αιωνιότητα είχε καταδεχθεί να κατέβει στον χρόνο μα κι΄’ο χρόνος είχε λυτρωθεί από την φθορά αφού ό,τι ακουμπά ο ηλιόλουστος Χριστός το αφθαρτίζει.
Έξω από το βυζαντινό Κελλίον ο ήλιος ο κτιστός ειχε αποκρυβεί κατανυκτικός πίσω απο τις χειμερινές νεφέλες για ν'αναπαυθεί λιγάκι απο το μεροκόπι του και ίσα που έδινε νωθρές τις μαρμαρυγές του.
Μα ο ακατανόητος σε γλυκάδα Θεός συνέχιζε να κανακεύει τρυφερός την λατρεμένη πλάση Του, καθώς κάπου-κάπου οι νιφάδες του χιονιού , με χάρη και νάζι, σαν Νυφάδες αγνοστόλιστες που μόλις αποβγήκανε από την Εκκλησιά, , στροβιλίζονταν δροσερές, λιγερές
κι’ἀναρριχώμενες στα ριπίσματα του ανέμου , όπως η άσπιλη ἄχνη, των κουραμπιέδων που έτερπε τους λάρυγγας των προσκυνητών σε τούτο το άγιο σκήνωμα,κάμνοντας την γη του Άθωνα Θεία Βασιλεία του, εν Βηθλεέμ της Ιουδαίας, νεογεννηθέτος Ιησού Χριστού.
-Εν Αγίω Όρει του σωτηρίου έτος 2024-
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου