Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου
Τρίτη 21 Ιουλίου 2009
ΣΤΑΡΕΤΣ ΙΩΣΗΦ ΤΗΣ ΟΠΤΙΝΑ
Επιτρέπεται οι ορθόδοξοι χριστιανοί
να προσεύχονται για ετεροδόξους;
Αν ναι, πώς πρέπει να προσεύχονται γι' αυτούς;
Απάντηση σε επιστολή πού έστειλε στον π. Ιωσήφ της Όπτινα από το εξωτερικό κάποια Ρωσίδα ορθόδοξη (πού είχε παντρευτεί προτεστάντη), την εποχή πού αφορίστηκε ό Λέων Τολστόι).
Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Εποικοδομητικά Αναγνώσματα», Μόσχα, τεύχος 3, 1901.
Όλοι εμείς, πού είμαστε τέκνα της Μιας, Αγίας, Καθολικής, Αποστολικής και Οικουμενικής Εκκλησίας, δεν πρέπει να οδηγούμαστε από τη λογική μας σε θέματα πού αφορούν στα δόγματα της πίστης μας. Ή λογική μας μπορεί να είναι λαθεμένη. Σ' αυτές τις περιπτώσεις είναι καλύτερα να συμβουλευόμαστε τους κανόνες, πού είναι οδηγοί μας. Πρόκειται για μια συλλογή κανόνων των αγίων αποστόλων, των αγίων οικουμενικών και τοπικών συνόδων και ορισμένων αγίων πατέρων.
Στο τέλος του βιβλίου αυτού υπάρχει το κεφάλαιο: «Αναφορικά με την Αποστασία της Ρώμης - πώς εξέπεσε από την ορθόδοξη πίστη κι από την Αγία Ανατολική Εκκλησία». Εκεί ό πάπας της Ρώμης κι όσοι τον ακολουθούν, ονομάζονται αιρετικοί. Για τις άλλες προτεσταντικές χριστιανικές ομολογίες δε χρειάζεται να πούμε τίποτα, γιατί αυτές έχουν απομακρυνθεί ακόμα περισσότερο από την Ορθοδοξία.
Στον έκτο κανόνα της εν Λαοδικεία Τοπικής Αγίας Συνόδου αναφέρεται γενικά για τους αιρετικούς: «Περί του μη συγχωρείν τοις αιρετικοίς είσειέναι εις τον οίκον του Θεού, επιμένοντας τη αίρεσει». Και στον τριακοστό τρίτο κανόνα της ίδιας Συνόδου αναφέρεται: «Ότι ου δει αιρετικοίς ή σχισματικούς συνεύχεσθαι», δεν επιτρέπεται δηλαδή να συνεύχεται κανείς με κείνους πού έχουν χωριστεί από την αγία Αποστολική και Καθολική Εκκλησία.
Εδώ όμως εγείρεται το ερώτημα: Ποια είναι ή άποψη των αγίων πατέρων της Ορθόδοξης Εκκλησίας μας για την αίρεση; Στο Πατερικό του επισκόπου Ιγνατίου Μπριαντσανίνωφ αναφέρεται το έξης για τον αββά Αγάθωνα: Τον επισκέφτηκαν κάποιοι αδελφοί σε μια περίπτωση κι ήθελαν να δοκιμάσουν την ταπείνωση και την υπομονή του. Άρχισαν λοιπόν να τον κατηγορούν πώς ήταν υπερήφανος, συκοφάντης και διεφθαρμένος. Ό αββάς αναγνώρισε όλα τα ελαττώματα πού του απέδωσαν και ζήτησε με δάκρυα από τους επισκέπτες του να προσεύχονται γι' αυτόν. Όταν όμως τον αποκάλεσαν αιρετικό, ό αββάς δεν το δέχτηκε, αρνήθηκε κατηγορηματικά. Οι αδελφοί τον ρώτησαν γιατί ή κατηγορία του αιρετικού τον έκανε ν' αντιδράσει κι εκείνος απάντησε: «Γιατί ή αίρεση είναι αποξένωση από το Θεό. Ό αιρετικός χωρίζεται από τον ζώντα κι αληθινό Θεό και κοινωνεί με το διάβολο και τους αγγέλους του. Εκείνος πού χωρίζεται από το Χριστό (όταν ομολογεί λαθεμένη διδασκαλία για Αυτόν) δεν έχει Θεό, για να μπορεί να τον παρακαλέσει για τις αμαρτίες του. Είναι οπωσδήποτε χαμένος»
Αν δεν ήταν έτσι τα πράγματα, αν δηλαδή οι αιρετικές διδασκαλίες, σαν αποτέλεσμα ελεύθερης σκέψης, δεν είχαν τέτοια ολέθρια σημασία για την Αγία Εκκλησία του Χριστού, τότε ό απόστολος Παύλος δε θα είχε γράψει τις ακόλουθες προειδοποιήσεις προς τους πρώτους χριστιανούς: «Αδελφοί, βλέπετε μη τις υμάς έσται ό συλαγωγών δια της φιλοσοφίας και κενής απάτης, κατά την παράδοσιν των ανθρώπων, κατά τα στοιχεία του κόσμου και ου κατά Χριστόν» (Κολασ. β' 8). Και σε άλλο σημείο: «Εισί τινες οι ταράσσοντες υμάς και θέλοντας μεταστρέψαι το ευαγγέλιον του Χριστού. Άλλα και εάν ημείς ή άγγελος εξ ουρανού ευαγγελίζεται υμίν παρ' ο ευηγγελισάμεθα υμίν, ανάθεμα έστω» (Γαλ. α' 7-8).
Ή Ορθόδοξη Εκκλησία μας επομένως, με την αγάπη της για τον άνθρωπο πού την χαρακτηρίζει, επιτρέπει την προσευχή για κείνους πού έχουν αποκοπεί από αυτήν, δηλαδή τους αιρετικούς, όπως φαίνεται στο Πηδάλιο, στον κανόνα 66 της Τοπικής Συνόδου της Καρθαγένης. Τί είδους προσευχή όμως; Προσευχή για να εγκαταλείψουν την αίρεση και να έλθουν εις επίγνωσιν της αληθείας.
Σ' ένα άλλο βιβλίο, την Ορθόδοξη Ομολογία της Καθολικής και Αποστολικής Ανατολικής Εκκλησίας, στο πρώτο μέρος του βιβλίου και στην απάντηση στην 92η ερώτηση, αναφέρεται πώς επιτρέπεται να προσεύχεται κανείς «για τους αιρετικούς και τους σχισματικούς, ώστε να επιστρέψουν στην ορθόδοξη πίστη πριν από το τέλος της ζωής τους».
Αύτη είναι ή πρακτική της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Για παράδειγμα, στις ευχές πού διαβάζονται όταν μνημονεύουμε ζώντας και τεθνεώτας, αναφέρεται: «φώτισον με το φως της γνώσεως Σου τους αποστάτας της ορθοδόξου πίστεως και όσους τυφλώθηκαν από τις ψυχοφθόρες αιρέσεις και ένωσε τους στην αγία Σου Αποστολική και Καθολική Εκκλησία».
Ας αναφέρουμε τώρα κάποιες σκέψεις μας. Από τις περικοπές πού αναφέρθηκαν παραπάνω είναι σαφές, πώς ή Ορθόδοξη Εκκλησία μας επιτρέπει τις προσευχές για τους αιρετικούς μόνο εφόσον ζουν, με σκοπό να επιστρέψουν στην ορθόδοξη πίστη, όχι για τους νεκρούς. Πρέπει να προσθέσουμε όμως πώς όταν, με τις προσευχές της Εκκλησίας, ό αιρετικός προσηλυτιστεί στην Ορθοδοξία, τότε προσευχόμαστε γι' αυτόν διαφορετικά, δηλαδή για τη σωτηρία της ψυχής του.
Πώς σώζεται ό άνθρωπος; Βασική προϋπόθεση για να βρει ό άνθρωπος τη σωτηρία του είναι ή μετάνοια. Παραδείγματα γι' αυτό βρίσκουμε στο Ευαγγέλιο. Ό τελώνης δικαιώθηκε με τη μετάνοια (βλ. Λουκ. ιη' 10-14). Ό άσωτος υιός επέστρεψε στον πατέρα του με τη μετάνοια (Λουκ. ιε' 11-32). Ό καλός ληστής, πού συσταυρώθηκε με το Χριστό, μπήκε στον Παράδεισο με τη μετάνοια επίσης (Λουκ. κγ' 40-43). Ό ίδιος ό Κύριος είπε πώς ήρθε στον κόσμο για να καλέσει αμαρτωλούς στη μετάνοια (Ματθ. θ' 13). Όλοι οι άνθρωποι έχουν ανάγκη από μετάνοια.Γιατί, όπως λέει ό απόστολος, «πάντες ήμαρτον και υστερούνταιτης δόξης του Θεού» (Ρωμ. γ' 23). Ακόμα όμως κι αν ένας μη ορθόδοξος ή αιρετικός επιθυμήσει να μετανοήσει μπροστά σ' έναν ορθόδοξο ιερέα, ή μετάνοιά του θα 'ταν αναποτελεσματική. Στην Ορθόδοξη Ομολογία, Μέρος Α' ερώτηση 113, διαβάζουμε: «Τί πρέπει να κάνουμε στο μυστήριο της μετάνοιας; Πρώτα από όλα να σκεφτούμε πώς αυτός που μετανοεί, είναι χριστιανός και ασπάζεται την ορθόδοξη πίστη. Μετάνοια χωρίς αληθινή πίστη δεν είναι αποδεκτή από το Θεό».
Όλα αυτά όμως αναφέρονται για χριστιανούς πού βρίσκονται στη ζωή και δε ζουν χριστιανικά ή για αιρετικούς. Τί γίνεται όμως με τις ψυχές που αναχώρησαν απ' αυτήν τη ζωή;
Στο ενδέκατο άρθρο της Χριστιανικής Κατήχησης της Ορθόδοξης Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας αναφέρεται πώς οι προσευχές που γίνονται για τις ψυχές των κεκοιμημένων, μπορούν να τους βοηθήσουν να συμμετάσχουν στην ανάσταση ζωής. Ιδιαίτερα όταν οι προσευχές αυτές συνδυάζονται με την τέλεση της αναίμακτης θυσίας, του Σώματος και του Αίματος του Χριστού. Αυτό όμως αφορά στους ορθόδοξους χριστιανούς και μάλιστα σε κείνους πού τέλειωσαν τη ζωή τους ως πιστοί. Πώς μπορεί να υπάρχει ελπίδα σωτηρίας για εκείνον πού, ενώ δεν είχε ορθή πίστη, πέθανε μέσα στην αμαρτία χωρίς να μετανοήσει ειλικρινά γι' αυτήν; Πώς και για ποιο λόγο να προσευχηθεί κανείς για μια τέτοια ψυχή; Το να προσευχηθείς για τη σωτηρία του (μετά των αγίων ανάπαυσαν...) είναι αδύνατο, γιατί ό αιρετικός όσο ζούσε δεν απαρνήθηκε το σφάλμα του και δε μετάνιωσε γι' αυτό μπροστά στο Χριστό. Είναι πολύ αργά να προσευχηθείς για την επιστροφή του. Μετά την αναχώρηση από το σώμα ή ψυχή δεν μπορεί να μετανοήσει. Ή μέλλουσα ζωή δεν είναι καιρός για μετάνοια αλλά για ανταπόδοση.
Μπορεί όμως να σκεφτεί κανείς: Γιατί ή Ορθόδοξη Εκκλησία θέσπισε ειδικές ευχές για την επιστροφή των καθολικών και των προτεσταντών στην ορθόδοξη πίστη, αφού και χωρίς αυτήν (την επιστροφή) μπορεί κανείς να προσεύχεται για τη σωτηρία της ψυχής τους; Ή Ορθόδοξη Εκκλησία μας απαιτεί οπωσδήποτε από κάθε ετερόδοξο πού θέλει να γίνει μέλος της ν' απαρνηθεί δημόσια, μπροστά σ' όλη την Εκκλησία, την αίρεση του και να δηλώσει πώς ασπάζεται το ορθόδοξο δόγμα, θα πρέπει να που με ακόμα πώς, αν επιτρεπόταν ν' έπονται ευχές στην εκκλησία για τη σωτηρία των ψυχών των ετεροδόξων πού έχουν αναπαυτεί ή, τουλάχιστο, για την ανακούφιση τους πέραν του τάφου, τότε σίγουρα ή Ορθόδοξη Εκκλησία θα είχε θεσπίσει ειδικές ευχές για αυτούς στη θεία λειτουργία.
Αντίθετα, την πρώτη Κυριακή των Νηστειών, πού γιορτάζουμε το Θρίαμβο της Ορθοδοξίας, ή αγία μας Εκκλησία αναθεματίζει, δηλαδή ξεχωρίζει από το σώμα της, όλους τους αιρετικούς και τους αποστάτες της ορθόδοξης πίστης. Και σ' αυτούς βέβαια συμπεριλαμβάνονται οι ρωμαιοκαθολικοί κι οι προτεστάντες. Πώς λοιπόν ή Εκκλησία τους αναθεματίζει και ταυτόχρονα προσεύχεται γι' αυτούς;
Για πίστωση και βεβαίωση όσων είπαμε ως εδώ, θ' αναφέρουμε τα λόγια του μακαριάς μνήμης μητροπολίτη Μόσχας Φιλάρετου: «Είναι άλλο πράγμα να εύχεσαι για τις μη ορθόδοξες εκκλησίες, ώστε να ενωθούν με την Ορθόδοξη Εκκλησία, και άλλο να μνημονεύεις μη ορθοδόξους στα δίπτυχα, κατά τη διάρκεια της θείας ευχαριστίας. Με την αίρεση τους οι ετερόδοξοι έχουν χωριστεί από την κοινωνία με τα μυστήρια της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Κατά συνέπεια δε μνημονεύονται στο μυστήριο της θείας ευχαριστίας, ούτε και καταχωρούνται στα δίπτυχα».
Σημειώνουμε εδώ πώς τα λόγια «δεν καταχωρούνται στα δίπτυχα» μας οδηγούν στο συμπέρασμα πώς τα ονόματα των μη ορθοδόξων δεν πρέπει να μνημονεύονται σε καμιά εκκλησιαστική ακολουθία. Αλήθεια, πώς θα μπορούσαν να μνημονεύονται, αφού δεν υπάρχουν στα δίπτυχα;
Θα μπορούσε ν' αντικρούσει κανείς: Ή άποψη αύτη είναι πολύ αυστηρή. Τί μπορούμε να κάνουμε όμως; Μπορούμε μήπως να εκβιάσουμε τον Κύριο με τις προσευχές μας να δώσει έλεος; Ό Θεός μας είναι «ζηλωτής» (Έξοδ. κ' 5). «Δίκαιος ό Κύριος και δικαιοσύνην ηγάπησεν» (Ψαλμ. ι' 7). Υπήρχαν περιπτώσεις πού ό ίδιος απαγόρεψε την προσευχή για κάποιους ανθρώπους. Στον Προφήτη Ιερεμία, για παράδειγμα, αναφερόμενος στο λαό Του, είπε: «Και συ μη προσεύχου περί του λαού τούτου και μη άξιου του ελεηθήναι αυτούς και μη εύχου και μη προσέλθεις μοι περί αυτών, ότι ουκ εισακούσομαι» (Ίερ. ζ' 16). Ή εντολή αυτή του Κυρίου αναφέρεται σε ανθρώπους ζωντανούς, πού έχουν τη δυνατότητα να μετανοήσουν. Κι ό προφήτης δεν τόλμησε να παρακούσει το λόγο του Κυρίου, ούτε να δικαιολογήσει την προσευχή πού έκανε γι' αυτούς σαν ένδειξη της αγάπης του για το ανθρώπινο γένος.
Όταν βέβαια μιλάμε για το θέμα αυτό, έχουμε κατά νου μόνο τις κοινές προσευχές πού γίνονται στην εκκλησία. Αν ή Ορθόδοξη Εκκλησία επέτρεπε τις προσευχές αυτές, σίγουρα θα προξενούσε πολύ μεγάλο κακό στην Ορθοδοξία. Ας σκεφτούμε για παράδειγμα: Υπάρχουν πολλοί ορθόδοξοι χριστιανοί πού είναι σταθεροί στην πίστη πού ομολογούν; Οι περισσότεροι απ' αυτούς δεν έχουν αδύνατη πίστη, κάτι σαν ένα πολύ μικρό σπινθήρα, πού μπορεί ανά πάσα στιγμή να εξαφανιστεί; Αν οι άνθρωποι αυτοί άκουγαν να μνημονεύονται στις ορθόδοξες εκκλησίες τα ονόματα ρωμαιοκαθολικών και προτεσταντών, υπέρ υγείας ή υπέρ αναπαύσεως, δε θα 'φταναν αβίαστα στο συμπέρασμα πώς, ότι και να πιστεύεις, είναι το ίδιο; Έτσι θα 'χαμε όλο και πιο συχνές αποστασίες από την Ορθόδοξη Εκκλησία, αν όχι επίσημα, σίγουρα από άποψη νοοτροπίας. Αύτη θα 'ταν ή μεγαλύτερη πλάνη. Ό άνθρωπος πού θ' απομακρυνόταν μ' αυτόν τον τρόπο από την Ορθόδοξη πίστη, δε θα μπορούσε να συνειδητοποιήσει πώς είναι μόνο κατά όνομα χριστιανός, ενώ στην πραγματικότητα δεν έχει ορθή πίστη ή δεν πιστεύει καθόλου.
Οι χριστιανοί των άλλων ομολογιών από την άλλη πλευρά, βλέποντας πώς ή Ορθόδοξη Εκκλησία προσεύχεται γι' αυτούς, θα 'φταναν οπωσδήποτε στο ίδιο συμπέρασμα σχετικά με την ορθότητα όλων των δογμάτων. Κι αυτό βέβαια θ' αποθάρρυνε τους ετερόδοξους πού ενδεχομένως θα 'θελαν να προσέλθουν στην Ορθόδοξη Εκκλησία. Θα ισχυρίζονταν πώς «έτσι κι αλλιώς, έστω και χωρίς να γίνουμε ορθόδοξοι, οι ορθόδοξοι προσεύχονται για μας».
Υπάρχουν όμως και μερικοί πού δημιουργούν ταραχές με το θέμα αυτό. Λένε πώς όλοι οι άνθρωποι θα σωθούν ανεξάρτητα από την πίστη τους, πώς ό Κύριος δε μας καθόρισε την πίστη πού πρέπει να ομολογούμε.
Αυτοί είναι ρεμβασμοί ανθρώπων. Το ότι δε θα σωθούν όλοι, είναι ολοφάνερο από τα ευαγγέλια. Περιγράφοντας τη Φοβερή Κρίση, ό Κύριος χωρίζει αποφασιστικά όλους τους ανθρώπους σε δυο στρατόπεδα. Τοποθετεί μερικούς στα δεξιά Του και τους οδηγεί στη Βασιλεία των Ουρανών, κι άλλους στ' αριστερά Του και τους στέλνει στο «πυρ το αιώνιων, το ητοιμασμένον τω διαβόλω και τοις αγγέλοις αυτού» (Ματθ. κε' 41). Εκείνοι πού κληρονομούν τη Βασιλεία των Ουρανών θα 'νε οι λίγοι. Ακόμα κι από τους ορθοδόξους θα συμπεριληφθούν μόνο όσοι ζουν με πραγματικά ορθόδοξο τρόπο. Αυτό φαίνεται καθαρά από τα λόγια του ίδιου του Κυρίου: «Πολλοί είσιν οι κλητοί, ολίγοι δε εκλεκτοί» (Ματθ. κ' 16).
Για το δεύτερο επιχείρημα τώρα, πώς ό Κύριος δεν καθόρισε την πίστη πού πρέπει να ομολογούμε, πρέπει να πούμε πώς αυτό είναι συκοφαντία εναντίον του Θεού. Δεν είναι αυτός ό λόγος πού ό Υιός του Θεού κατέβηκε στη γη, για να διδάξει δηλαδή τους ανθρώπους πώς ακριβώς πρέπει να πιστέψουν και να συνταιριάξουν τη ζωή τους με την πίστη τους; Γι' αυτό και είπε: «Ουκ ήλθον καταλύσαι τον νόμον του Μωυσέως, άλλα πληρώσαι» (Ματθ. ε' 17). Αναφερόμενος δε στον εαυτό Του είπε: « Εγώ ειμί ή οδός και ή αλήθεια και ή ζωή» (Ίωάν. ιδ' 6). Οι διδαχές του κλήθηκαν «ρήματα ζωής αιωνίου» (Ίωάν. στ' 68). Τους κάλεσε όλους κοντά Του, λέγοντας «ό δίψων ερχέσθω προς με και πινέτω» (Ίωάν. ζ' 37). Και πάλι, «Δεύτε προς με πάντες οι κοπιώντες και πεφορτισμένοι» (Ματθ. ια' 28-29) κ.λ.π. Μετά την ανάσταση έστειλε τους μαθητές Του στο κήρυγμα και τους έδωσε εντολή να διδάξουν όλα τα έθνη να τηρήσουν τις εντολές πού τους παρέδωσε (πρβλ. Ματθ. κη' 20). Οι απόστολοι έγραψαν στα ευαγγέλια και στις επιστολές όλα όσα τους παρέδωσε ό Κύριος σχετικά με την αληθινή πίστη και τον τρόπο που πρέπει να ζήσει κανείς. Οι άγιοι πατέρες και οι διδάσκαλοι της Εκκλησίας που τους διαδέχτηκαν, εξήγησαν με λεπτομέρειες όλα τα δόγματα που αφορούν στην πίστη και τον τρόπο πού πρέπει να ζήσει κανείς. Όλα αυτά υπάρχουν στην Αγία Γραφή με πληρότητα, ανόθευτα, χωρίς καμιά ανθρώπινη επέμβαση, γνώμη ή λογική.
Στην αρχή ή Εκκλησία του Χριστού ήταν μία και αδιαίρετη σ' ολόκληρο τον κόσμο. Από τον ένατο αιώνα κι έπειτα άρχισαν οι πάπες της Ρώμης με τη θέληση τους ν' αλλοιώνουν την ορθή διδασκαλία με τη δική τους λαθεμένη λογική. Έτσι ή Εκκλησία της Ρώμης χωρίστηκε από την Ορθόδοξη Ανατολική Εκκλησία. Κι όσο περνούσε ό καιρός, τόσο και τα σφάλματα πού πρόσθετε ή Εκκλησία της Ρώμης πλήθαιναν, ώσπου τελικά κάποιοι δυσαρεστημένοι ρωμαιοκαθολικοί αποσχίστηκαν από αυτήν και σχημάτισαν τις προτεσταντικές ομολογίες, πού τους απομάκρυναν ακόμα περισσότερο από την Ορθοδοξία.
Για την αξία της υπακοής στην Εκκλησία του Χριστού λέει ό ίδιος ό Κύριος, πώς όποιος «και της εκκλησίας παράκουση, έστω σοι ώσπερ ό εθνικός και ό τελώνης» (Ματθ. ιη' 17).
Ας γυρίσουμε όμως στο κύριο θέμα μας. Αξίζει να σημειωθεί πώς οι ορθόδοξοι χριστιανοί δε ζητούν από τους καθολικούς και τους προτεστάντες να εύχονται για αυτούς και τους νεκρούς τους. Αντίθετα, οι τελευταίοι είναι πού ζητούν συχνά από τους ορθοδόξους να κάνουν τρισάγια για τους νεκρούς τους κ.λ.π. Γιατί γίνεται αυτό; Σίγουρα οφείλεται στο φτωχό πνευματικό περιεχόμενο των ετεροδόξων δυτικών εκκλησιών. Ή ψυχή του ρωμαιοκαθολικού και του προτεστάντη διψά για τη σωτηρία· δεν μπορεί να ικανοποιήσει τις ανώτερες πνευματικές ανάγκες του στην εκκλησία του. Για αυτό και απευθύνεται στην Ορθόδοξη Εκκλησία, στην οποία μόνο υπάρχει ή θεία δύναμη «προς ζωήν και ευσέβειαν» (Β' Πέτρ. α' 3).
Το γεγονός αυτό επιβεβαιώνεται στην πράξη. Συχνά, ετερόδοξοι πού γύρισαν με ειλικρίνεια στην Ορθόδοξη Εκκλησία και κοινώνησαν το σώμα και το αίμα του Χριστού, αισθάνονται στην ψυχή τους μια ανέκφραστη πνευματική χαρά, πού δεν είχαν ξανανιώσει πριν προσέλθουν στην Ορθοδοξία. Κάτι πού αποδείχνει ακόμα περισσότερο τη φτώχεια των δυτικών εκκλησιών, είναι το γεγονός πώς οι υπερασπιστές τους υποστηρίζουν πάντα τη λαθεμένη λογική τους με πάθος και κακία εναντίον της Ορθόδοξης Εκκλησίας μας. Στην Αγία Γραφή όμως αναφέρεται για το Θεό πώς «εν ειρήνη ό τόπος αυτού» (Ψαλμ. οε' 3). Αυτό σημαίνει πώς οπού υπάρχει ειρήνη και αγάπη, εκεί μόνο υπάρχει ό Θεός. Όπου υπάρχει κακία και έλλειψη ειρήνης, εκεί ή χάρη του Θεού δεν έχει θέση. Ό Κύριος δεν αναπαύεται σε καρδιές ταραγμένες, οπού εμφωλεύει ή κακία.
Όταν βέβαια λέμε πώς ή Ορθόδοξη Εκκλησία μας είναι αυστηρή, σχετικά με την προσευχή για τους χριστιανούς πού δεν πιστεύουν ορθά, δε σημαίνει πώς απαγορεύει σε μας, τα παιδιά της, να προσευχόμαστε με οποιοδήποτε τρόπο για αυτούς. Μας απαγορεύει μόνο να προσευχόμαστε όπως νομίζουμε, όπως θέλουμε και μ' οποίο τρόπο επιθυμούμε. Ή αγία Εκκλησία μας διδάσκει πώς όλα, ακόμα κι ή προσευχή, «ευσχημόνως και κατά τάξιν γινέσθω» (Α' Κορ. ιδ' 40). Σ' όλες τις εκκλησιαστικές ακολουθίες προσευχόμαστε για όλα τα έθνη, τους λαούς και τον κόσμο ολόκληρο, έστω κι αν αυτό δεν το καταλαβαίνουμε. Προσευχόμαστε ακριβώς όπως ό Κύριος Ιησούς Χριστός δίδαξε τους αποστόλους να προσεύχονται: «Γενηθήτω το θέλημα Σου, ως εν ουρανώ και επί της γης». Το αίτημα αυτό συγκεντρώνει μέσα του όλες τις ανάγκες, τόσο τις δικές μας όσο και των αδελφών μας, έστω κι αν δεν είναι ορθόδοξοι. Μ' αυτό το αίτημα ικετεύουμε τον Πανάγαθο ακόμα και για τις ψυχές των μη ορθοδόξων κεκοιμημένων αδελφών μας, ώστε να κάνει και για αυτούς ότι ευδοκεί ή θεία Του θέληση. Ό Κύριος γνωρίζει ασύγκριτα καλύτερα από εμάς σε ποιόν πρέπει να δείξει το έλεος Του, καθώς και το είδος του ελέους. Για αυτό λοιπόν, ορθόδοξε χριστιανέ, όποιος κι αν είσαι, λαϊκός ή Ιερέας, αν την ώρα πού συμμετέχεις σε κάποια ακολουθία νιώσεις την ανάγκη να προσευχηθείς για κάποιον Κάρολο ή Εδουάρδο, πού είναι γνωστός σου, αναστέναξε στον Κύριο γι* αυτόν και λέγε: «Γενηθήτω το θέλημα Σου για αυτόν, Κύριε». Μείνε σ' αυτή την προσευχή. Μ' αυτό τον τρόπο διδάχτηκες από τον ίδιο τον Κύριο να προσεύχεσαι. Κα! να 'σαι σίγουρος, πώς ή προσευχή σου αυτή θα είναι χίλιες φορές πιο ευάρεστη στον Κύριο και πιο ωφέλιμη στην ψυχή σου, από κάθε μνημόσυνο πού θα κάνεις στην εκκλησία με το θέλημα σου. ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ ΤΟ ΤΕΛΟΣ
Από το βιβλίο Στάρετς Ιωσήφ της Όπτινα, μετάφραση-έπιμέλεια Πέτρου Μπότση, έκδ, Β', Αθήνα 2000, παράρτημα Β', σσ. 233-249. Ή «Σπίθα» διατηρεί την ορθογραφία του βιβλίου. Κάνει μόνο μερικές δικές της υπογραμμίσεις]
να προσεύχονται για ετεροδόξους;
Αν ναι, πώς πρέπει να προσεύχονται γι' αυτούς;
Απάντηση σε επιστολή πού έστειλε στον π. Ιωσήφ της Όπτινα από το εξωτερικό κάποια Ρωσίδα ορθόδοξη (πού είχε παντρευτεί προτεστάντη), την εποχή πού αφορίστηκε ό Λέων Τολστόι).
Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Εποικοδομητικά Αναγνώσματα», Μόσχα, τεύχος 3, 1901.
Όλοι εμείς, πού είμαστε τέκνα της Μιας, Αγίας, Καθολικής, Αποστολικής και Οικουμενικής Εκκλησίας, δεν πρέπει να οδηγούμαστε από τη λογική μας σε θέματα πού αφορούν στα δόγματα της πίστης μας. Ή λογική μας μπορεί να είναι λαθεμένη. Σ' αυτές τις περιπτώσεις είναι καλύτερα να συμβουλευόμαστε τους κανόνες, πού είναι οδηγοί μας. Πρόκειται για μια συλλογή κανόνων των αγίων αποστόλων, των αγίων οικουμενικών και τοπικών συνόδων και ορισμένων αγίων πατέρων.
Στο τέλος του βιβλίου αυτού υπάρχει το κεφάλαιο: «Αναφορικά με την Αποστασία της Ρώμης - πώς εξέπεσε από την ορθόδοξη πίστη κι από την Αγία Ανατολική Εκκλησία». Εκεί ό πάπας της Ρώμης κι όσοι τον ακολουθούν, ονομάζονται αιρετικοί. Για τις άλλες προτεσταντικές χριστιανικές ομολογίες δε χρειάζεται να πούμε τίποτα, γιατί αυτές έχουν απομακρυνθεί ακόμα περισσότερο από την Ορθοδοξία.
Στον έκτο κανόνα της εν Λαοδικεία Τοπικής Αγίας Συνόδου αναφέρεται γενικά για τους αιρετικούς: «Περί του μη συγχωρείν τοις αιρετικοίς είσειέναι εις τον οίκον του Θεού, επιμένοντας τη αίρεσει». Και στον τριακοστό τρίτο κανόνα της ίδιας Συνόδου αναφέρεται: «Ότι ου δει αιρετικοίς ή σχισματικούς συνεύχεσθαι», δεν επιτρέπεται δηλαδή να συνεύχεται κανείς με κείνους πού έχουν χωριστεί από την αγία Αποστολική και Καθολική Εκκλησία.
Εδώ όμως εγείρεται το ερώτημα: Ποια είναι ή άποψη των αγίων πατέρων της Ορθόδοξης Εκκλησίας μας για την αίρεση; Στο Πατερικό του επισκόπου Ιγνατίου Μπριαντσανίνωφ αναφέρεται το έξης για τον αββά Αγάθωνα: Τον επισκέφτηκαν κάποιοι αδελφοί σε μια περίπτωση κι ήθελαν να δοκιμάσουν την ταπείνωση και την υπομονή του. Άρχισαν λοιπόν να τον κατηγορούν πώς ήταν υπερήφανος, συκοφάντης και διεφθαρμένος. Ό αββάς αναγνώρισε όλα τα ελαττώματα πού του απέδωσαν και ζήτησε με δάκρυα από τους επισκέπτες του να προσεύχονται γι' αυτόν. Όταν όμως τον αποκάλεσαν αιρετικό, ό αββάς δεν το δέχτηκε, αρνήθηκε κατηγορηματικά. Οι αδελφοί τον ρώτησαν γιατί ή κατηγορία του αιρετικού τον έκανε ν' αντιδράσει κι εκείνος απάντησε: «Γιατί ή αίρεση είναι αποξένωση από το Θεό. Ό αιρετικός χωρίζεται από τον ζώντα κι αληθινό Θεό και κοινωνεί με το διάβολο και τους αγγέλους του. Εκείνος πού χωρίζεται από το Χριστό (όταν ομολογεί λαθεμένη διδασκαλία για Αυτόν) δεν έχει Θεό, για να μπορεί να τον παρακαλέσει για τις αμαρτίες του. Είναι οπωσδήποτε χαμένος»
Αν δεν ήταν έτσι τα πράγματα, αν δηλαδή οι αιρετικές διδασκαλίες, σαν αποτέλεσμα ελεύθερης σκέψης, δεν είχαν τέτοια ολέθρια σημασία για την Αγία Εκκλησία του Χριστού, τότε ό απόστολος Παύλος δε θα είχε γράψει τις ακόλουθες προειδοποιήσεις προς τους πρώτους χριστιανούς: «Αδελφοί, βλέπετε μη τις υμάς έσται ό συλαγωγών δια της φιλοσοφίας και κενής απάτης, κατά την παράδοσιν των ανθρώπων, κατά τα στοιχεία του κόσμου και ου κατά Χριστόν» (Κολασ. β' 8). Και σε άλλο σημείο: «Εισί τινες οι ταράσσοντες υμάς και θέλοντας μεταστρέψαι το ευαγγέλιον του Χριστού. Άλλα και εάν ημείς ή άγγελος εξ ουρανού ευαγγελίζεται υμίν παρ' ο ευηγγελισάμεθα υμίν, ανάθεμα έστω» (Γαλ. α' 7-8).
Ή Ορθόδοξη Εκκλησία μας επομένως, με την αγάπη της για τον άνθρωπο πού την χαρακτηρίζει, επιτρέπει την προσευχή για κείνους πού έχουν αποκοπεί από αυτήν, δηλαδή τους αιρετικούς, όπως φαίνεται στο Πηδάλιο, στον κανόνα 66 της Τοπικής Συνόδου της Καρθαγένης. Τί είδους προσευχή όμως; Προσευχή για να εγκαταλείψουν την αίρεση και να έλθουν εις επίγνωσιν της αληθείας.
Σ' ένα άλλο βιβλίο, την Ορθόδοξη Ομολογία της Καθολικής και Αποστολικής Ανατολικής Εκκλησίας, στο πρώτο μέρος του βιβλίου και στην απάντηση στην 92η ερώτηση, αναφέρεται πώς επιτρέπεται να προσεύχεται κανείς «για τους αιρετικούς και τους σχισματικούς, ώστε να επιστρέψουν στην ορθόδοξη πίστη πριν από το τέλος της ζωής τους».
Αύτη είναι ή πρακτική της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Για παράδειγμα, στις ευχές πού διαβάζονται όταν μνημονεύουμε ζώντας και τεθνεώτας, αναφέρεται: «φώτισον με το φως της γνώσεως Σου τους αποστάτας της ορθοδόξου πίστεως και όσους τυφλώθηκαν από τις ψυχοφθόρες αιρέσεις και ένωσε τους στην αγία Σου Αποστολική και Καθολική Εκκλησία».
Ας αναφέρουμε τώρα κάποιες σκέψεις μας. Από τις περικοπές πού αναφέρθηκαν παραπάνω είναι σαφές, πώς ή Ορθόδοξη Εκκλησία μας επιτρέπει τις προσευχές για τους αιρετικούς μόνο εφόσον ζουν, με σκοπό να επιστρέψουν στην ορθόδοξη πίστη, όχι για τους νεκρούς. Πρέπει να προσθέσουμε όμως πώς όταν, με τις προσευχές της Εκκλησίας, ό αιρετικός προσηλυτιστεί στην Ορθοδοξία, τότε προσευχόμαστε γι' αυτόν διαφορετικά, δηλαδή για τη σωτηρία της ψυχής του.
Πώς σώζεται ό άνθρωπος; Βασική προϋπόθεση για να βρει ό άνθρωπος τη σωτηρία του είναι ή μετάνοια. Παραδείγματα γι' αυτό βρίσκουμε στο Ευαγγέλιο. Ό τελώνης δικαιώθηκε με τη μετάνοια (βλ. Λουκ. ιη' 10-14). Ό άσωτος υιός επέστρεψε στον πατέρα του με τη μετάνοια (Λουκ. ιε' 11-32). Ό καλός ληστής, πού συσταυρώθηκε με το Χριστό, μπήκε στον Παράδεισο με τη μετάνοια επίσης (Λουκ. κγ' 40-43). Ό ίδιος ό Κύριος είπε πώς ήρθε στον κόσμο για να καλέσει αμαρτωλούς στη μετάνοια (Ματθ. θ' 13). Όλοι οι άνθρωποι έχουν ανάγκη από μετάνοια.Γιατί, όπως λέει ό απόστολος, «πάντες ήμαρτον και υστερούνταιτης δόξης του Θεού» (Ρωμ. γ' 23). Ακόμα όμως κι αν ένας μη ορθόδοξος ή αιρετικός επιθυμήσει να μετανοήσει μπροστά σ' έναν ορθόδοξο ιερέα, ή μετάνοιά του θα 'ταν αναποτελεσματική. Στην Ορθόδοξη Ομολογία, Μέρος Α' ερώτηση 113, διαβάζουμε: «Τί πρέπει να κάνουμε στο μυστήριο της μετάνοιας; Πρώτα από όλα να σκεφτούμε πώς αυτός που μετανοεί, είναι χριστιανός και ασπάζεται την ορθόδοξη πίστη. Μετάνοια χωρίς αληθινή πίστη δεν είναι αποδεκτή από το Θεό».
Όλα αυτά όμως αναφέρονται για χριστιανούς πού βρίσκονται στη ζωή και δε ζουν χριστιανικά ή για αιρετικούς. Τί γίνεται όμως με τις ψυχές που αναχώρησαν απ' αυτήν τη ζωή;
Στο ενδέκατο άρθρο της Χριστιανικής Κατήχησης της Ορθόδοξης Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας αναφέρεται πώς οι προσευχές που γίνονται για τις ψυχές των κεκοιμημένων, μπορούν να τους βοηθήσουν να συμμετάσχουν στην ανάσταση ζωής. Ιδιαίτερα όταν οι προσευχές αυτές συνδυάζονται με την τέλεση της αναίμακτης θυσίας, του Σώματος και του Αίματος του Χριστού. Αυτό όμως αφορά στους ορθόδοξους χριστιανούς και μάλιστα σε κείνους πού τέλειωσαν τη ζωή τους ως πιστοί. Πώς μπορεί να υπάρχει ελπίδα σωτηρίας για εκείνον πού, ενώ δεν είχε ορθή πίστη, πέθανε μέσα στην αμαρτία χωρίς να μετανοήσει ειλικρινά γι' αυτήν; Πώς και για ποιο λόγο να προσευχηθεί κανείς για μια τέτοια ψυχή; Το να προσευχηθείς για τη σωτηρία του (μετά των αγίων ανάπαυσαν...) είναι αδύνατο, γιατί ό αιρετικός όσο ζούσε δεν απαρνήθηκε το σφάλμα του και δε μετάνιωσε γι' αυτό μπροστά στο Χριστό. Είναι πολύ αργά να προσευχηθείς για την επιστροφή του. Μετά την αναχώρηση από το σώμα ή ψυχή δεν μπορεί να μετανοήσει. Ή μέλλουσα ζωή δεν είναι καιρός για μετάνοια αλλά για ανταπόδοση.
Μπορεί όμως να σκεφτεί κανείς: Γιατί ή Ορθόδοξη Εκκλησία θέσπισε ειδικές ευχές για την επιστροφή των καθολικών και των προτεσταντών στην ορθόδοξη πίστη, αφού και χωρίς αυτήν (την επιστροφή) μπορεί κανείς να προσεύχεται για τη σωτηρία της ψυχής τους; Ή Ορθόδοξη Εκκλησία μας απαιτεί οπωσδήποτε από κάθε ετερόδοξο πού θέλει να γίνει μέλος της ν' απαρνηθεί δημόσια, μπροστά σ' όλη την Εκκλησία, την αίρεση του και να δηλώσει πώς ασπάζεται το ορθόδοξο δόγμα, θα πρέπει να που με ακόμα πώς, αν επιτρεπόταν ν' έπονται ευχές στην εκκλησία για τη σωτηρία των ψυχών των ετεροδόξων πού έχουν αναπαυτεί ή, τουλάχιστο, για την ανακούφιση τους πέραν του τάφου, τότε σίγουρα ή Ορθόδοξη Εκκλησία θα είχε θεσπίσει ειδικές ευχές για αυτούς στη θεία λειτουργία.
Αντίθετα, την πρώτη Κυριακή των Νηστειών, πού γιορτάζουμε το Θρίαμβο της Ορθοδοξίας, ή αγία μας Εκκλησία αναθεματίζει, δηλαδή ξεχωρίζει από το σώμα της, όλους τους αιρετικούς και τους αποστάτες της ορθόδοξης πίστης. Και σ' αυτούς βέβαια συμπεριλαμβάνονται οι ρωμαιοκαθολικοί κι οι προτεστάντες. Πώς λοιπόν ή Εκκλησία τους αναθεματίζει και ταυτόχρονα προσεύχεται γι' αυτούς;
Για πίστωση και βεβαίωση όσων είπαμε ως εδώ, θ' αναφέρουμε τα λόγια του μακαριάς μνήμης μητροπολίτη Μόσχας Φιλάρετου: «Είναι άλλο πράγμα να εύχεσαι για τις μη ορθόδοξες εκκλησίες, ώστε να ενωθούν με την Ορθόδοξη Εκκλησία, και άλλο να μνημονεύεις μη ορθοδόξους στα δίπτυχα, κατά τη διάρκεια της θείας ευχαριστίας. Με την αίρεση τους οι ετερόδοξοι έχουν χωριστεί από την κοινωνία με τα μυστήρια της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Κατά συνέπεια δε μνημονεύονται στο μυστήριο της θείας ευχαριστίας, ούτε και καταχωρούνται στα δίπτυχα».
Σημειώνουμε εδώ πώς τα λόγια «δεν καταχωρούνται στα δίπτυχα» μας οδηγούν στο συμπέρασμα πώς τα ονόματα των μη ορθοδόξων δεν πρέπει να μνημονεύονται σε καμιά εκκλησιαστική ακολουθία. Αλήθεια, πώς θα μπορούσαν να μνημονεύονται, αφού δεν υπάρχουν στα δίπτυχα;
Θα μπορούσε ν' αντικρούσει κανείς: Ή άποψη αύτη είναι πολύ αυστηρή. Τί μπορούμε να κάνουμε όμως; Μπορούμε μήπως να εκβιάσουμε τον Κύριο με τις προσευχές μας να δώσει έλεος; Ό Θεός μας είναι «ζηλωτής» (Έξοδ. κ' 5). «Δίκαιος ό Κύριος και δικαιοσύνην ηγάπησεν» (Ψαλμ. ι' 7). Υπήρχαν περιπτώσεις πού ό ίδιος απαγόρεψε την προσευχή για κάποιους ανθρώπους. Στον Προφήτη Ιερεμία, για παράδειγμα, αναφερόμενος στο λαό Του, είπε: «Και συ μη προσεύχου περί του λαού τούτου και μη άξιου του ελεηθήναι αυτούς και μη εύχου και μη προσέλθεις μοι περί αυτών, ότι ουκ εισακούσομαι» (Ίερ. ζ' 16). Ή εντολή αυτή του Κυρίου αναφέρεται σε ανθρώπους ζωντανούς, πού έχουν τη δυνατότητα να μετανοήσουν. Κι ό προφήτης δεν τόλμησε να παρακούσει το λόγο του Κυρίου, ούτε να δικαιολογήσει την προσευχή πού έκανε γι' αυτούς σαν ένδειξη της αγάπης του για το ανθρώπινο γένος.
Όταν βέβαια μιλάμε για το θέμα αυτό, έχουμε κατά νου μόνο τις κοινές προσευχές πού γίνονται στην εκκλησία. Αν ή Ορθόδοξη Εκκλησία επέτρεπε τις προσευχές αυτές, σίγουρα θα προξενούσε πολύ μεγάλο κακό στην Ορθοδοξία. Ας σκεφτούμε για παράδειγμα: Υπάρχουν πολλοί ορθόδοξοι χριστιανοί πού είναι σταθεροί στην πίστη πού ομολογούν; Οι περισσότεροι απ' αυτούς δεν έχουν αδύνατη πίστη, κάτι σαν ένα πολύ μικρό σπινθήρα, πού μπορεί ανά πάσα στιγμή να εξαφανιστεί; Αν οι άνθρωποι αυτοί άκουγαν να μνημονεύονται στις ορθόδοξες εκκλησίες τα ονόματα ρωμαιοκαθολικών και προτεσταντών, υπέρ υγείας ή υπέρ αναπαύσεως, δε θα 'φταναν αβίαστα στο συμπέρασμα πώς, ότι και να πιστεύεις, είναι το ίδιο; Έτσι θα 'χαμε όλο και πιο συχνές αποστασίες από την Ορθόδοξη Εκκλησία, αν όχι επίσημα, σίγουρα από άποψη νοοτροπίας. Αύτη θα 'ταν ή μεγαλύτερη πλάνη. Ό άνθρωπος πού θ' απομακρυνόταν μ' αυτόν τον τρόπο από την Ορθόδοξη πίστη, δε θα μπορούσε να συνειδητοποιήσει πώς είναι μόνο κατά όνομα χριστιανός, ενώ στην πραγματικότητα δεν έχει ορθή πίστη ή δεν πιστεύει καθόλου.
Οι χριστιανοί των άλλων ομολογιών από την άλλη πλευρά, βλέποντας πώς ή Ορθόδοξη Εκκλησία προσεύχεται γι' αυτούς, θα 'φταναν οπωσδήποτε στο ίδιο συμπέρασμα σχετικά με την ορθότητα όλων των δογμάτων. Κι αυτό βέβαια θ' αποθάρρυνε τους ετερόδοξους πού ενδεχομένως θα 'θελαν να προσέλθουν στην Ορθόδοξη Εκκλησία. Θα ισχυρίζονταν πώς «έτσι κι αλλιώς, έστω και χωρίς να γίνουμε ορθόδοξοι, οι ορθόδοξοι προσεύχονται για μας».
Υπάρχουν όμως και μερικοί πού δημιουργούν ταραχές με το θέμα αυτό. Λένε πώς όλοι οι άνθρωποι θα σωθούν ανεξάρτητα από την πίστη τους, πώς ό Κύριος δε μας καθόρισε την πίστη πού πρέπει να ομολογούμε.
Αυτοί είναι ρεμβασμοί ανθρώπων. Το ότι δε θα σωθούν όλοι, είναι ολοφάνερο από τα ευαγγέλια. Περιγράφοντας τη Φοβερή Κρίση, ό Κύριος χωρίζει αποφασιστικά όλους τους ανθρώπους σε δυο στρατόπεδα. Τοποθετεί μερικούς στα δεξιά Του και τους οδηγεί στη Βασιλεία των Ουρανών, κι άλλους στ' αριστερά Του και τους στέλνει στο «πυρ το αιώνιων, το ητοιμασμένον τω διαβόλω και τοις αγγέλοις αυτού» (Ματθ. κε' 41). Εκείνοι πού κληρονομούν τη Βασιλεία των Ουρανών θα 'νε οι λίγοι. Ακόμα κι από τους ορθοδόξους θα συμπεριληφθούν μόνο όσοι ζουν με πραγματικά ορθόδοξο τρόπο. Αυτό φαίνεται καθαρά από τα λόγια του ίδιου του Κυρίου: «Πολλοί είσιν οι κλητοί, ολίγοι δε εκλεκτοί» (Ματθ. κ' 16).
Για το δεύτερο επιχείρημα τώρα, πώς ό Κύριος δεν καθόρισε την πίστη πού πρέπει να ομολογούμε, πρέπει να πούμε πώς αυτό είναι συκοφαντία εναντίον του Θεού. Δεν είναι αυτός ό λόγος πού ό Υιός του Θεού κατέβηκε στη γη, για να διδάξει δηλαδή τους ανθρώπους πώς ακριβώς πρέπει να πιστέψουν και να συνταιριάξουν τη ζωή τους με την πίστη τους; Γι' αυτό και είπε: «Ουκ ήλθον καταλύσαι τον νόμον του Μωυσέως, άλλα πληρώσαι» (Ματθ. ε' 17). Αναφερόμενος δε στον εαυτό Του είπε: « Εγώ ειμί ή οδός και ή αλήθεια και ή ζωή» (Ίωάν. ιδ' 6). Οι διδαχές του κλήθηκαν «ρήματα ζωής αιωνίου» (Ίωάν. στ' 68). Τους κάλεσε όλους κοντά Του, λέγοντας «ό δίψων ερχέσθω προς με και πινέτω» (Ίωάν. ζ' 37). Και πάλι, «Δεύτε προς με πάντες οι κοπιώντες και πεφορτισμένοι» (Ματθ. ια' 28-29) κ.λ.π. Μετά την ανάσταση έστειλε τους μαθητές Του στο κήρυγμα και τους έδωσε εντολή να διδάξουν όλα τα έθνη να τηρήσουν τις εντολές πού τους παρέδωσε (πρβλ. Ματθ. κη' 20). Οι απόστολοι έγραψαν στα ευαγγέλια και στις επιστολές όλα όσα τους παρέδωσε ό Κύριος σχετικά με την αληθινή πίστη και τον τρόπο που πρέπει να ζήσει κανείς. Οι άγιοι πατέρες και οι διδάσκαλοι της Εκκλησίας που τους διαδέχτηκαν, εξήγησαν με λεπτομέρειες όλα τα δόγματα που αφορούν στην πίστη και τον τρόπο πού πρέπει να ζήσει κανείς. Όλα αυτά υπάρχουν στην Αγία Γραφή με πληρότητα, ανόθευτα, χωρίς καμιά ανθρώπινη επέμβαση, γνώμη ή λογική.
Στην αρχή ή Εκκλησία του Χριστού ήταν μία και αδιαίρετη σ' ολόκληρο τον κόσμο. Από τον ένατο αιώνα κι έπειτα άρχισαν οι πάπες της Ρώμης με τη θέληση τους ν' αλλοιώνουν την ορθή διδασκαλία με τη δική τους λαθεμένη λογική. Έτσι ή Εκκλησία της Ρώμης χωρίστηκε από την Ορθόδοξη Ανατολική Εκκλησία. Κι όσο περνούσε ό καιρός, τόσο και τα σφάλματα πού πρόσθετε ή Εκκλησία της Ρώμης πλήθαιναν, ώσπου τελικά κάποιοι δυσαρεστημένοι ρωμαιοκαθολικοί αποσχίστηκαν από αυτήν και σχημάτισαν τις προτεσταντικές ομολογίες, πού τους απομάκρυναν ακόμα περισσότερο από την Ορθοδοξία.
Για την αξία της υπακοής στην Εκκλησία του Χριστού λέει ό ίδιος ό Κύριος, πώς όποιος «και της εκκλησίας παράκουση, έστω σοι ώσπερ ό εθνικός και ό τελώνης» (Ματθ. ιη' 17).
Ας γυρίσουμε όμως στο κύριο θέμα μας. Αξίζει να σημειωθεί πώς οι ορθόδοξοι χριστιανοί δε ζητούν από τους καθολικούς και τους προτεστάντες να εύχονται για αυτούς και τους νεκρούς τους. Αντίθετα, οι τελευταίοι είναι πού ζητούν συχνά από τους ορθοδόξους να κάνουν τρισάγια για τους νεκρούς τους κ.λ.π. Γιατί γίνεται αυτό; Σίγουρα οφείλεται στο φτωχό πνευματικό περιεχόμενο των ετεροδόξων δυτικών εκκλησιών. Ή ψυχή του ρωμαιοκαθολικού και του προτεστάντη διψά για τη σωτηρία· δεν μπορεί να ικανοποιήσει τις ανώτερες πνευματικές ανάγκες του στην εκκλησία του. Για αυτό και απευθύνεται στην Ορθόδοξη Εκκλησία, στην οποία μόνο υπάρχει ή θεία δύναμη «προς ζωήν και ευσέβειαν» (Β' Πέτρ. α' 3).
Το γεγονός αυτό επιβεβαιώνεται στην πράξη. Συχνά, ετερόδοξοι πού γύρισαν με ειλικρίνεια στην Ορθόδοξη Εκκλησία και κοινώνησαν το σώμα και το αίμα του Χριστού, αισθάνονται στην ψυχή τους μια ανέκφραστη πνευματική χαρά, πού δεν είχαν ξανανιώσει πριν προσέλθουν στην Ορθοδοξία. Κάτι πού αποδείχνει ακόμα περισσότερο τη φτώχεια των δυτικών εκκλησιών, είναι το γεγονός πώς οι υπερασπιστές τους υποστηρίζουν πάντα τη λαθεμένη λογική τους με πάθος και κακία εναντίον της Ορθόδοξης Εκκλησίας μας. Στην Αγία Γραφή όμως αναφέρεται για το Θεό πώς «εν ειρήνη ό τόπος αυτού» (Ψαλμ. οε' 3). Αυτό σημαίνει πώς οπού υπάρχει ειρήνη και αγάπη, εκεί μόνο υπάρχει ό Θεός. Όπου υπάρχει κακία και έλλειψη ειρήνης, εκεί ή χάρη του Θεού δεν έχει θέση. Ό Κύριος δεν αναπαύεται σε καρδιές ταραγμένες, οπού εμφωλεύει ή κακία.
Όταν βέβαια λέμε πώς ή Ορθόδοξη Εκκλησία μας είναι αυστηρή, σχετικά με την προσευχή για τους χριστιανούς πού δεν πιστεύουν ορθά, δε σημαίνει πώς απαγορεύει σε μας, τα παιδιά της, να προσευχόμαστε με οποιοδήποτε τρόπο για αυτούς. Μας απαγορεύει μόνο να προσευχόμαστε όπως νομίζουμε, όπως θέλουμε και μ' οποίο τρόπο επιθυμούμε. Ή αγία Εκκλησία μας διδάσκει πώς όλα, ακόμα κι ή προσευχή, «ευσχημόνως και κατά τάξιν γινέσθω» (Α' Κορ. ιδ' 40). Σ' όλες τις εκκλησιαστικές ακολουθίες προσευχόμαστε για όλα τα έθνη, τους λαούς και τον κόσμο ολόκληρο, έστω κι αν αυτό δεν το καταλαβαίνουμε. Προσευχόμαστε ακριβώς όπως ό Κύριος Ιησούς Χριστός δίδαξε τους αποστόλους να προσεύχονται: «Γενηθήτω το θέλημα Σου, ως εν ουρανώ και επί της γης». Το αίτημα αυτό συγκεντρώνει μέσα του όλες τις ανάγκες, τόσο τις δικές μας όσο και των αδελφών μας, έστω κι αν δεν είναι ορθόδοξοι. Μ' αυτό το αίτημα ικετεύουμε τον Πανάγαθο ακόμα και για τις ψυχές των μη ορθοδόξων κεκοιμημένων αδελφών μας, ώστε να κάνει και για αυτούς ότι ευδοκεί ή θεία Του θέληση. Ό Κύριος γνωρίζει ασύγκριτα καλύτερα από εμάς σε ποιόν πρέπει να δείξει το έλεος Του, καθώς και το είδος του ελέους. Για αυτό λοιπόν, ορθόδοξε χριστιανέ, όποιος κι αν είσαι, λαϊκός ή Ιερέας, αν την ώρα πού συμμετέχεις σε κάποια ακολουθία νιώσεις την ανάγκη να προσευχηθείς για κάποιον Κάρολο ή Εδουάρδο, πού είναι γνωστός σου, αναστέναξε στον Κύριο γι* αυτόν και λέγε: «Γενηθήτω το θέλημα Σου για αυτόν, Κύριε». Μείνε σ' αυτή την προσευχή. Μ' αυτό τον τρόπο διδάχτηκες από τον ίδιο τον Κύριο να προσεύχεσαι. Κα! να 'σαι σίγουρος, πώς ή προσευχή σου αυτή θα είναι χίλιες φορές πιο ευάρεστη στον Κύριο και πιο ωφέλιμη στην ψυχή σου, από κάθε μνημόσυνο πού θα κάνεις στην εκκλησία με το θέλημα σου. ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ ΤΟ ΤΕΛΟΣ
Από το βιβλίο Στάρετς Ιωσήφ της Όπτινα, μετάφραση-έπιμέλεια Πέτρου Μπότση, έκδ, Β', Αθήνα 2000, παράρτημα Β', σσ. 233-249. Ή «Σπίθα» διατηρεί την ορθογραφία του βιβλίου. Κάνει μόνο μερικές δικές της υπογραμμίσεις]
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου