Η ΜΑΝΑ ΜΟΥ Η ΛΟΓΓΟΒΑΡΔΑ.
ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΤΟΥ ΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΤΗΣ Ι.Μ. ΔΟΧΕΙΑΡΙΟΥ ΑΓ. ΌΡΟΥΣ ΑΡΧΙΜ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΖΟΥΜΗ ΤΟΥ ΠΑΡΙΟΥ.
ΑΣ ΤΡΕΞΟΥΜΕ με γοργόφτερο καράβι από την Πάτμο στη Πάρο. Αυτά τα 2 νησάκια δεν έμειναν ποτέ απαράκλητα και ορφανά από πνευματικούς πατέρες. Φαίνεται ο Θεός τα αγάπησε και δεν σήκωσε ποτέ από πάνω τους την φροντίδα Του. Την αποκάλεσα μάνα, χωρίς να αισθάνομαι της υπερβολής το ατόπημα. Μάνα δεν είναι μόνον αύτη που κυοφορεί, τίκτει και Θηλάζει, άλλα και εκείνη πού προστατεύει και φροντίζει τα μικρά πλάσματα, πού δεν μπορούν στους κινδύνους να υπερασπίσουν τον εαυτό τους.
Ευθύς ως ποδάρωσα ή Λογγοβάρδα υπήρξε για μένα τον 'ξωμάντρι της ζωής μου. Έξι χρόνων προσκύνησα σ' αυτό τον άβατο Μοναστήρι. Αυτοί οι αρχαίοι μοναχοί, πού καθόλου δεν παρασάλευσαν την αρχαία τάξη του μοναχισμού, δεν άνοιξαν την πόρτα τους στον σύγχρονο πολιτισμό. Από τον κανδήλι τής Εκκλησιάς μέχρι τον φαγητό, την τράπεζα, τον ρούχο και τον φέρσιμο υπήρξαν οι δάσκαλοι μου στα μοναχικά σκάμματα.
-Μάνα, δεν τον φορώ αυτό, είναι φανταχτερό, — δεν φοράνε τέτοια στο Μοναστήρι.
-Μα δεν είσαι ακόμη μοναχός.
-Μη στεναχωριέσαι, μάνα θα γίνω.
Σ' αυτό τον φροντιστήριο εξασκήθηκαν και διακόνησαν άνδρες σπουδαίοι, μεγάλης αυτοθυσίας, στολισμένοι με τις αρετές τής αύτομεμψίας, τής νηστείας, τής ταπεινοφορίας, τής συνεχούς προσευχής και πάνω αποκάλεσα' όλα τής ταπεινοφροσύνης, τής τέλειας εξαφανίσεως από τού κόσμου την θωριά. Εκείνο πού εύκολα διέκρινες ήταν ή βαθειά μετάνοια των μοναχών. Τηρούσαν τον «μη πολλοί διδάσκαλοι γίνεσθε». Τέτοια δυστυχία σ' αυτό τον Κοινόβιο δεν υπήρχε να ψάχνουν ακροατήριο να τούς ακούσουν. Ό κάθε μοναχός δεν είχε κύκλο γνωστών, να λούζεται από τα βρωμόνερα των επαίνων. Σχεδόν και ή ψαλμωδία και ή ανάγνωση γινότανε απλή και ανεπιτήδευτη, για να μη σηκώνεται τον φρύδι περισσότερο από 'κει πού τον έθεσε ό Πλάστης. Κάθε επιτήδευση οι γέροι δεν την επέτρεπαν στο χώρο τους.
Γι' αυτούς ήταν ανοικτή μπουκαπόρτα. καραβιού, πού θα βουλιάξει στα μανιασμένα κύματα της κενοδοξίας. Καμιά μυρωδιά δεν επέτρεπαν προτιμούσαν την ξινίλα της απλυσιάς. Ακόμη ούτε την ευωδία των φυσικών λουλουδιών δεν επέτρεπαν στην Εκκλησία. Φοβότανε τα «είτε αφή κατεμαλακίσθησαν, είτε όσφρησιν κατεθήλυναν» σαν μεγάλη πτώση. Τον μαύρο ξεθωριασμένο ράσο, πού μόνον μαύρο δεν ήτανε, ήταν ό επενδύτης τους.
Κάμπο το βαμμένο στο καλύτερο κναφείο τού κόσμου: τα καρυδόφυλλα. Τον ηλιοκαμένο πρόσωπο τους, τα ροζιασμένα χέρια με τις φλέβες πεταμένες έξω, τα υποδήματα με τις άπειρες φόλες, ή ζώνη ή ματισμένη σε καταρράκωναν. Ελεεινολογούσες τον εαυτό σου. Χτυπούσες τον στήθος, τον εργαστήριο των κακών. Πού εκεί μαλακά φορέματα, τρυφερές χούφτες και περιποιημένη κόμμωση;
Τούς δοκίμους τούς εξασκούσε γέροντας παλιός στο Κάθισμα των Ταξιαρχών. Στον χρόνο γύριζαν στο Μοναστήρι για την κουρά. Τα μαλλιά από τα χώματα και τούς ιδρώτες πού να ξεμπλέξουν; Γινότανε κουρά προ της κούρας.
-Κόψ' τα τώρα και άφησε τα χτενίσματα και τον λούσιμο.
Αυτά ταπείνωναν την σάρκα και γυναίκα δεν ήθελε. Τον βλέμμα απλανές- δεν κοίταζε πρόσωπο ανθρώπου. Αλλά κι εκείνη ή στρωμνή άλλη βάσανος. Σκέτο ξύλο να ισάζουν τα πλευρά. Πού να 'βρεις ανάπαυση. Δεν ήξερες πού να γυρίσεις, για να ξεκουράσεις τον σώμα σου.
Σ' αυτό τον εργαστήριο βρήκα τούς ανθρώπους πού μού σημάδεψαν την ζωή. Αφήνω τον Γέροντα, πού διέλαμψε σαν αστήρ φαεινός, όχι μόνο στη μάνδρα του αλλά και σε ολόκληρο το κόσμο της χριστιανοσύνης.
ΣΠΙΘΑ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΜΑΙΟΣ 2011
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου