Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου
Δευτέρα 8 Ιουλίου 2013
Ο ΝΕΟΜΑΡΤΥΡΑΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΑΝΤΩΝΟΒΙΤΣ ΜΕΝΤΕΜ
- Ἀλέξανδρος Ἀντώνοβιτς Μέντεμ
Ἕνα
ἀπὸ
τὰ πολλὰ
πνευματικὰ
παιδιὰ τοῦ ἀρχιεπισκόπου
Αὐγουστίνου τῆς Καλούγκα ἦταν καὶ
ὁ μετέπειτα μάρτυρας τῆς Ῥωσικῆς Ἐκκλησίας
Ἀλέξανδρος Ἀντώνοβιτς Μέντεμ.
Γεννήθηκε
στὴν
πόλι Μίταβ τῆς
ἐπαρχίας Κουρλανδία (Λετονία) τὸ 1877. Πατέρας του ἦταν ὁ
Ἀντώνιος Ludvigovich Μέντεμ, ποὺ κατεῖχε
διάφορες κυβερνητικὲς
θέσεις μεταξὺ
τῶν ὁποίων
καὶ τοῦ γερουσιαστῆ καὶ
κυβερνήτη τῆς
πόλεως Νόβγκοροντ.
Τὸ 1870 ὁ
Ἀντώνιος Ludvigovich ἀγόρασε 16.000 στρέμματα γῆς καὶ
ἀργότερα ὁ
γυιός του Ἀλέξανδρος
πούλησε τὰ
5.400 στρέμματα σὲ
ντόπιους χωρικοὺς
σὲ πολὺ
χαμηλὴ
τιμή.
Ὅλη
ἡ οἰκογένεια
ἦταν ἀγαπητὴ ἀπὸ τοὺς
συμπολῖτες
τους καὶ
εἶχαν μόνο ὄμορφες
ἀναμνήσεις νὰ διηγηθοῦν
ἀπὸ
τὰ χρόνια ποὺ ἦταν
κυβερνήτης ὁ
Ἀντώνιος.
Ὁ
Ἀλέξανδρος ἀποφοίτησε ἀρχικὰ
ἀπὸ
τὸ Γυμνάσιο τοῦ Νόβγοροντ καὶ ἀργότερα,
τὸ 1897, ἀπὸ τὴ
Νομικὴ
σχολὴ τοῦ Πανεπιστημίου τῆς Ἁγίας
Πετρουπόλεως.
Παρ᾿ ὅλο
ὅμως ποὺ
οἱ σπουδές του ἦταν στὴ
νομική, ποτέ του δὲν
σαγηνεύτηκε ἀπ᾿ αὐτὸ τὸ
ἐπάγγελμα.
Ἀπὸ μικρὸς
καλλιεργοῦσε
τὴ γῆ
καὶ
καμμιά ἀγροτικὴ ἐργασία
δὲν γινόταν δίχως τὴ δική του συμμετοχή. Ἔτσι ἀπὸ μικρὴ
ἡλικία ἀπέκτησε
μεγάλη πείρα καὶ
πάνω στὶς
γεωργικὲς
καλλιέργειες ἀλλὰ καὶ
μεγάλη ἀγάπη
γιὰ τὸν τόπο του καὶ τοὺς
ἀνθρώπους.
Τὸ 1901 ὁ
Ἀλέξανδρος παντρεύτηκε τὴ Μαρία Φιοντόροβνα Τσέρτκοβα, μὲ τὴν
ὁποία ἀπέκτησαν
τρία κορίτσια καὶ
ἕνα γυιό. Ὁ γυιός
του, μετὰ
τὴν ἐπανάστασι,
μετανάστευσε στὴ
Γερμανία καὶ
μία ἀπὸ τὶς
κόρες του πυροβολήθηκε τὸ
1938.
Ὁ
Ἀλέξανδρος διαχειρίστηκε τὴν περιουσία του μέχρι τὸ 1918 καὶ
μετὰ τὴν κατάσχεσι ἀπὸ
τὴ Σοβιετικὴ
κυβέρνησι ὅλων
τῶν ἰδιόκτητων
ἐκτάσεων νοίκιασε λίγα μόλις στρέμματα, ὅσα δηλαδὴ
μποροῦσε νὰ καλλιεργήσῃ μόνος του.
Ἡ
οἰκογένειά του ζοῦσε πολὺ
φτωχικὰ καὶ ἀρκετὲς φορὲς
εἶχαν μόνο τὴν οἰκονομικὴ δυνατότητα ν᾿ ἀγοράσουν
ἐλάχιστους σπόρους ἀπαραίτητους γιὰ τὴ
σπορά. Πολλὲς
φορὲς δὲν εἶχαν
ἄλογα κ᾽
ἐπειδὴ
ἡ ἔκτασι
τῆς γῆς
ποὺ
μίσθωναν ἦταν
18 μίλια μακριὰ
ἀπὸ
τὴν πόλι, πήγαιναν μὲ τὰ
πόδια ἢ ἀνέβαιναν σὲ κάρρα ποὺ
κατευθύνονταν πρὸς
τὴν περιοχὴ
ἐκείνη.
Ὅταν
ξεκίνησε ὁ
ἐμφύλιος πόλεμος, ὁ Ἀλέξανδρος
μαζὶ μὲ τοὺς
δύο ἀδελφούς
του συμφώνησαν νὰ
μὴ στραφοῦν
ἐναντίον τῶν
ἴδιων τῶν
συμπατριωτῶν
τους καὶ
ὡς ἐκ
τούτου νὰ
μὴ συμμετέχουν στὸν πόλεμο.
Τὸ 1918 τὸν
συνέλαβαν οἱ
μπολσεβῖκοι
καὶ τὸν καταδίκασαν σὲ θάνατο διὰ πυροβολισμοῦ. Τὴν
ἡμέρα ὅμως
τῆς ἐκτελέσεως
τῆς ποινῆς,
ζητώντας ἄδεια
γιὰ νὰ πάῃ
ν᾽ ἀποχαιρετήσῃ τοὺς
συγγενεῖς
του, ἐπενέβη
ὁ Λευκὸς
Στρατός, ἔδιωξε
τοὺς
μπολσεβίκους ἀπὸ τὴν
περιοχὴ κ᾽ ἔτσι
ὁ Ἀλέξανδρος
σώθηκε ἀπὸ βέβαιο θάνατο.
Συνελήφθη
ξανὰ τὸ καλοκαίρι τοῦ 1919 καὶ
φυλακίστηκε γιὰ
ἄλλη μιὰ
φορὰ στὶς φυλακὲς
τοῦ
Σάρατοβ. Ὅταν
ἀποφυλακίστηκε δήλωσε ὅτι ποτέ δὲν
εἶχε προσευχηθῆ τόσο ἔνθερμα
ὅσο μέσα στὴ φυλακή, ὅπου
ὁ θάνατος ἦταν
πρὸ τῶν πυλῶν
καὶ
κανείς δὲν
γνώριζε ποιός θὰ
ἦταν ὁ
ἑπόμενος ποὺ θὰ
θυσίαζε τὴ
ζωή του γιὰ
τὸ Χριστό.
Τὸ καλοκαίρι τοῦ 1923 οἱ
ἀρχὲς
συνέλαβαν πάλι τὸν
Ἀλέξανδρο. Ὁ ἀνακριτὴς τὸν
κατηγόρησε ὅτι
ὠργάνωνε μιὰ φάρμα ἐκτροφῆς βοοειδῶν
κι ἀφοῦ τὸν
ἄκουσε νὰ
μιλάῃ μὲ λεπτομέρειες γιὰ μιὰ
τέτοια ἐπιχείρησι,
θαύμασε μὲν
τὶς γνώσεις του ἀλλὰ
ἀρνήθηκε νὰ
τοῦ δώσῃ τὴν
ἄδεια νὰ
ὑλοποιήσῃ
τὴν ἰδέα
του. Τέλη Ὀκτωβρίου
τοῦ ἴδιου ἔτους
ἀποφυλακίστηκε καὶ ἐπέστρεψε
στὴν οἰκογένειά του.
Ὅλες
αὐτὲς
οἱ δοκιμασίες μαλάκωσαν τὴν ψυχή του καὶ δυνάμωσαν τὴν πίστι του.
Τὸ 1922 ἔγραψε
στὸ
γυιό του, Θεόδωρο• «Σὲ
λίγες μέρες εἶνε
τὰ γενέθλιά σου. Γίνεσαι 21 ἐτῶν,
ἄρα ἐνηλικιώνεσαι.
Θὰ προσεύχωμαι, ἀγόρι μου, ἔνθερμα γιὰ
σένα νὰ
βαδίζῃς τὴν ἐπίγεια
ζωή σου ἀξίως
καὶ μὲ δικαιοσύνη –ὅσο μπορεῖς–,
σῴζοντας τὴν
ψυχή σου. Εὔχομαι
ὁ Θεὸς
νὰ σοῦ
χαρίζῃ
χαρά, δύναμι ψυχῆς
καὶ
σώματος, ἀνδρεία
καὶ
τόλμη, καὶ
δυνατὴ καὶ ἀκλόνητη
πίστι. Τὴν
πίστι ὅτι ἡ ζωή μας δὲν τελειώνει μὲ τὸ
θάνατό μας. Τέτοιου εἶδους
πίστι θὰ
σὲ κάνῃ
νὰ μὴν
προσκολλήσῃς
τὴν ἐπίγεια
ζωή σου —ποὺ
εἶνε μικρῆς
σημασίας— σὲ
πράγματα εὐτελῆ, ἀνήθικα
καὶ ἐξευτελιστικά…Μόνο ἕνας βαθειὰ
πιστὸς ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ
εἶνε ἀληθινὰ ἐλεύθερος.
Ἡ ἐξάρτησί
μας ἀπὸ τὸ
Θεὸ εἶνε ἡ
μόνη ἐξάρτησι
ποὺ δὲ μᾶς
ὑποβιβάζει καὶ δὲ
μᾶς μετατρέπει σὲ ἐλεεινοὺς δούλους, ἀλλὰ
ἀντιθέτως μᾶς ἐξυψώνει.
Εἶμαι ἕνας
φτωχὸς
κήρυκας καὶ
ὁδηγός, ἀλλὰ θὰ
ἤθελα νὰ
σοῦ πῶ μέσα ἀπὸ τὴν
καρδιὰ μου
τὸ πῶς
αἰσθάνομαι γιὰ σένα καὶ
τὸ τί σοῦ
εὔχομαι γιὰ
τὴ μελλοντική σου πνευματικὴ πορεία. Νὰ πιστεύῃς
χωρὶς
κανένα δισταγμό. Νὰ
προσεύχεσαι θερμὰ
μὲ πίστι ὅτι
ὁ Θεὸς
σὲ ἀκούει.
Νὰ μὴ
φοβᾶσαι
τίποτα σ᾽
αὐτὸ
τὸ κόσμο ἐκτὸς ἀπὸ τὸ
Θεό, καὶ
νὰ καθοδηγῇς
τὴ συνείδησί σου σύμφωνα μὲ τὸ
θέλημά Του. Μὴν
λαμβάνεις τίποτε ἄλλο
ὑπ᾽
ὄψιν σου. Νὰ μὴ
προσβάλλῃς
κανένα. Ὁ
Χριστὸς νὰ εἶνε
μαζί σου, ἀγόρι
μου ἀγαπημένο.
Ἡ μητέρα σου κ᾽ ἐγὼ προσευχόμαστε γιὰ σένα εὐχαριστώντας
τον ποὺ μᾶς χάρισε τέτοιο γυιό… Σὲ ἀγκαλιάζω
νοερῶς, σὲ σταυρώνω καὶ σοῦ
στέλνω τὴν
ἀγάπη μου. Ὁ Θεὸς
νὰ εἶνε
μαζί σου. Ὁ
πατέρας σου».
Τὸ 1925 ἡ
σύζυγος τοῦ
Ἀλεξάνδρου Μαρία Φιοντόροβνα ἔγραψε στὸ
γυιό τους Θεόδωρο ποὺ
βρισκόταν στὸ
ἐξωτερικό• «Θὰ ἤθελα
νὰ σοῦ
γράψω κάποια πράγματα γιὰ
τὸν πατέρα σου τὰ ὁποῖα ἴσως
νὰ σοῦ
εἶνε κάπως ἀκατανόητα.
Ὅλα αὐτὰ τὰ
χρόνια ὁ
πατέρας σου ἔχει
ὡριμάσει πνευματικά. Δὲν ἔχω
ξαναδεῖ στὴ ζωή μου τέτοια πίστι, εἰρήνη καὶ
γαλήνη ψυχῆς,
τόση ἐλευθερία
καὶ
δύναμι πνεύματος. Κι αὐτὸ δὲν
εἶνε μόνο ἡ
δική μου ὑποκειμενικὴ ἄποψι•
τὸ βλέπουν ὅλοι.
Καὶ
θέλω νὰ ξέρῃς ὅτι
μ᾿ αὐτὴ τὴν
ἐμπιστοσύνη στὴν πρόνοια καὶ τὴν
ἀγάπη τοῦ
Θεοῦ
πορευόμαστε ὡς
οἰκογένεια».
Ἀλέξανδρος
Ἀντώνοβιτς Μέντεμ (ΜΕΡΟΣ Β')
Οἱ πολλὲς
ἀντιξοότητες καὶ δυσκολίες τῆς κυβερνήσεως μαζὶ καὶ
μὲ τὴν
ἀσθένειά του ἀνάγκασαν τὸν Ἀλέξανδρο
νὰ μὴ
μπορῇ
πλέον νὰ
ἐργαστῇ
στὰ ἐνοικιασμένα χωράφια ποὺ βρισκόταν ἐκτὸς
τῶν ὁρίων
τῆς πόλεως ποὺ ζοῦσε.
Οὔτε ὅμως
καὶ γιὰ τὸ
Σοβιετικὸ
καθεστὼς τοῦ ἐπέτρεψε
ἡ συνείδησί του νὰ ἐργαστῇ.
Ἔγραψε
λοιπὸν στὰ παιδιά του γι᾽ αὐτή
του τὴ δυσκολία•
«Δὲν ἀμφιβάλλω
ὅτι πιθανὸν
νὰ ἀξίζω
νὰ κατηγορηθῶ γι᾽
αὐτή μου τὴ
στάσι. Λένε ὅτι
ἐγώ, ἕνας
ἄντρας γεμᾶτος
δύναμι καὶ
ὑγεία, ἀρνοῦμαι νὰ
δεχτῶ μιὰ δουλειὰ
ἀπὸ
τὸ σοβιετικὸ
καθεστώς. Πῶς
ὅμως νὰ
δεχτῶ νὰ δουλέψω γιὰ τοὺς
λῃστὰς
τῆς Ῥωσικῆς γῆς;
Καὶ γι᾿ αὐτή
μου τὴ
στάσι μὲ
κατηγοροῦν
λέγοντάς μου “πὼς
ὅλοι οἱ
ἄλλοι δουλεύουν κατ᾽ ἀνάγκη,
ἐνῷ
ἐσὺ
δὲν τὸ
κάνεις. Μήπως θεωρεῖς
τὸν ἑαυτὸ σου κάτι τὸ ἰδιαίτερο;”.
Ὄχι, δὲν
φέρομαι ἀλαζονικά•
ἁπλᾶ
δὲν μπορῶ
νὰ σκεφτῶ
ὅτι ὁ
Θεὸς σῴζοντάς με ἀπὸ
ὅλες αὐτὲς τὶς
δοκιμασίες θέλει νὰ
ὑπηρετήσω τοὺς ἀνθρώπους
ποὺ
πρόδωσαν τὴ
χώρα μας. Προτιμῶ
νὰ πεθάνω ἀπὸ τὴν
πεῖνα
παρὰ νὰ δουλέψω γι᾿ αὐτούς…
Πρέπει νὰ
περιμένουμε ὑπομονετικὰ νὰ
μᾶς ἐλευθερώσουν
κάποιοι ἀπ᾿ αὐτὴ τὴ
δύσκολη κατάστασι ποὺ
ἔχουμε περιέλθει».
Ἀργότερα
ἔγραψε στὸ
γυιό του γιὰ
τὴν κατάστασι τῆς χώρας•
«Σὲ παρακαλῶ,
μὴν πιστεύεις ὅλα αὐτὰ ποὺ
λένε γιὰ
ἀνάπτυξι τῆς
βιομηχανίας καὶ
ἀποκατάστασι τῆς ἀγροτικῆς οἰκονομίας.
Ὅλες οἱ
πληροφορίες εἶνε
κατασκευασμένες. Οἱ
ἀγρότες εἶνε
ἐξαθλιωμένοι, δὲν γνωρίζω κανένα νὰ ἔχει
στὴν
κατοχή του 3 ἄλογα
καὶ οἱ τιμὲς
ὅλων τῶν
ἀγροτικῶν
προϊόντων εἶνε
ὑπερβολικές. Ἡ παραγωγὴ
τῶν χωρικῶν
ἔχει μειωθῆ
στὸ ἔπακρο…Οἱ
πιέσεις στὴν
Ἐκκλησία ἔχουν
αὐξηθῆ
γιὰ ἀκόμη μία φορά, καὶ ὁ
μητροπολίτης Πέτρος εἶνε
στὴ
φυλακή… (Ὁ
μετέπειτα ἱερομάρτυρας
Πέτρος Polyansky).
Στὸν
Καύκασο πῆραν
ὅλες τὶς
Ὀρθόδοξες ἐκκλησίες
καὶ τὶς ἔδωσαν
στὴ
“Ζωντανὴ
Ἐκκλησία”, σ᾿ αὐτοὺς δηλαδὴ
ποὺ ὑπηρετοῦν
τὸν ἀντίχριστο.
Πρὸς τὸ παρὸν
στὴν
περιοχή μας δὲν
ἔχουν φτάσει ἀκόμη αὐτοὶ τῆς
“Ζωντανῆς
Ἐκκλησίας”, ἀλλὰ
εἶνε ζήτημα χρόνου νὰ ἔρθουν,
καὶ
τότε θὰ εἶμαι ὁ
πρῶτος
ποὺ θὰ σκοτώσουν. Δὲν ἔχω
τὸ παραμικρὸ
ἴχνος φόβου γι᾿ αὐτό.
Ἀντίθετα, θὰ εἶμαι
ἰδιαίτερα χαρούμενος… Εἴθε νὰ
γίνῃ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ.
Ἐμεῖς
θὰ κάνουμε αὐτὸ
ποὺ
πρέπει κι ἂν
θέλῃ ὁ Θεὸς
θὰ χύσουμε καὶ τὸ
αἷμα μας. Νὰ
ἔχῃς
τὴν εὐλογία
μου, ἀγόρι
μου, γιὰ
ὅλη σου τὴ
ζωή. Ζῆσε ἁπλᾶ,
τίμια, μὲ
φόβο Θεοῦ.
Ποτέ νὰ μὴν ἀπελπιστῇς».
Τὸ 1928 ὁ
Ἀλέξανδρος συνελήφθη καὶ κρατήθηκε στὶς φυλακὲς
τοῦ
Σάρατοβ. Ἀφοῦ τελείωσε ἡ ἀνάκρισi ἀπὸ
τὶς σοβιετικὲς ἀρχές,
τοῦ ἀπαγορεύθηκε ἡ παραμονή του στὶς ἕξι
μεγάλες πόλεις τῆς
Ῥωσίας καὶ
ἔτσι ἐγκαταστάθηκε
στὴν
πόλι Σύζραν. Ἐκείνη
τὴν ἐποχὴ εἶχε
πεθάνει ἡ
γυναίκα του, γι᾿
αὐτὸ
τὸν συνώδεψαν στὴν ἐξορία
οἱ δυό του κόρες.
Τὸ φθινόπωρο τοῦ 1930 ὁ
Ἀλέξανδρος συνελήφθη ξανά. Ὁ ἀνακριτὴς τὸν
ρώτησε γιὰ
τὰ πολιτικά του φρονήματα κ᾽ ἐκεῖνος ἀπάντησε
ὅτι δὲν
ἀσχολεῖται
μὲ τὴν
πολιτικὴ
κι ὅτι εἶνε ἀντίθετος
μὲ τὸ
πρόγραμμα ποὺ
ἀκολουθεῖ
τὸ κομμουνιστικὸ κόμμα. Ὁ
Ἀλέξανδρος εἶχε φοβερὴ
αὐτοκυριαρχία καὶ τιμιότητα, παρ᾿ ὅλο
ποὺ ὑπέφερε ἀπὸ φυματίωσι στὰ πνευμόνια γιὰ πολλὰ
χρόνια. Ὁ
ἀνακριτὴς
ἐπέμενε ὅτι
πρέπει ν᾿
ἀπαντήσῃ
σ᾿ ὅλες
τὶς ἐρωτήσεις
ποὺ τοῦ ὑποβάλλει,
ἀλλὰ
ὁ Ἀλέξανδρος
ὡς ἀπόφοιτος
τῆς νομικῆς
σχολῆς ἀπάντησε ὡς
ἑξῆς.
–Δὲν γνωρίζω κανένα στὴν πόλι Σύζραν καὶ δὲν
ἐπισκέπτομαι οὔτε μ᾿
ἐπισκέπτεται κανείς. Εἶνε ἐλάχιστοι
ἐκεῖνοι
ποὺ εἴτε γνωρίζω τὸ ἐπίθετό
τους εἴτε
τοὺς
γνωρίζω φυσιογνωμικά. Ἐπίσης
ὑπάρχουν καὶ ἄνθρωποι
ποὺ
χαιρετῶ στὸ δρόμο μὴ
γνωρίζοντας κἂν
τὸ ἐπίθετό
τους. Ἔτσι
μοῦ εἶνε δύσκολο νὰ κατονομάσω ἀνθρώπους ποὺ γνωρίζω φυσιογνωμικὰ καὶ
μόνο, μιᾶς
καὶ οὔτε τοὺς
γνωρίζω καλὰ
οὔτε εἶνε
φίλοι μου.
—Ὑπάρχουν ἄνθρωποι
ποὺ
γνωρίζεις στὴν
πόλι Σύζραν; ρώτησε ὁ
ἀνακριτής.
—Ὑπάρχουν ἄνθρωποι
ποὺ
ξέρω στὴν
πόλι, ἀλλὰ δὲν
μπορῶ νὰ τοὺς
κατονομάσω διότι δὲν
τοὺς
θυμᾶμαι.
—Πολίτη
Μέντεμ, ἀρνεῖσαι νὰ
ὀνομάσῃς
τοὺς ἀνθρώπους ποὺ ξέρεις;
—Ἀρνοῦμαι,
διότι δὲν
θυμᾶμαι.
—Ἀπὸ
τὴν ἀπάντησί
σου, πολίτη Μέντεμ, συνάγεται τὸ
συμπέρασμα, ὅτι
ἀπὸ
τὴ μία ὑπάρχουν
ἄνθρωποι ποὺ γνωρίζεις, καὶ ἀπὸ τὴν
ἄλλη δὲν
τοὺς
γνωρίζεις.
—Ἔτσι ἀκριβῶς εἶνε.
Μιὰ τέτοια ἀπάντησι
ἔφερε τὸν
ἀνακριτὴ
σὲ ἀδιέξοδο.
Ἔτσι ἀνάγκασε
τὸν Ἀλέξανδρο
νὰ γράψῃ
τὸ παρακάτω ὑπαγορευμένο κείμενο. «Ὑπογράφω ὅτι
στὶς 28
Δεκεμβρίου τοῦ
1930 ἀρνήθηκα
νὰ κατονομάσω τοὺς ἀνθρώπους
τῆς πόλεως Σύζραν στὸν ἀνακριτὴ ποὺ
ἦταν ἐντεταλμένος
νὰ μὲ
ἀνακρίνῃ
κ᾽ἔτσι ἐμποδίζω
τὴν διαλεύκανσι τῆς ὑποθέσεως.
Ὡς ἐκ
τούτου δὲν
εἶνε ὑπεύθυνο
τὸ τμῆμα
ἀνακρίσεων τῆς Σύζραν ἂν
ἀκολουθήσῃ
τὶς προβλεπόμενες νομικὲς διαδικασίες γιὰ ὅσο
διάστημα θὰ
εἶμαι ὑπὸ κράτησι».
Ἀφοῦ ὑπέγραψε
τὸ κείμενο αὐτό, ὁ
Ἀλέξανδρος ἔγραψε τὴν
ἑξῆς
προσθήκη• «Ἀπ᾿ ὅλους
τοὺς ἀνθρώπους ποὺ γνωρίζω τὸ ὄνομα,
ἐπίθετο καὶ
πατρώνυμό τους, θυμᾶμαι
ἐλάχιστους τὴν παροῦσα
στιγμή, καὶ
ἀρνοῦμαι
νὰ τοὺς
κατονομάσω, διότι δὲν
εἶνε δυνατὸν
ἀνθρώπους ποὺ θυμᾶμαι
κατὰ
τύχη νὰ τοὺς κατονομάσω καὶ ὡς
ἐκ τούτου νὰ διαπράξω ἐναντίον τους ἀδικία». Ἔτσι
ἡ ὑπόθεσι
δὲν ἐκδικάστηκε
ποτέ.
Στὶς ἀρχὲς τοῦ
1931 οἱ
δύσκολες συνθῆκες
στὴ
φυλακὴ
χειροτέρεψαν τὴν
ὑγεία του, καὶ στὶς
22 Φεβρουαρίου μεταφέρθηκε στὸ
ἰατρεῖο
τῆς φυλακῆς
μὲ βαρειὰ
φυματίωσι. Μόλις οἱ
δυό του κόρες πληροφορήθηκαν τὴν
ἐπιδείνωσι τῆς ὑγείας
του, πῆραν
τὴν ἄδεια
νὰ τὸν
ἐπισκεφθοῦν
στὴ
φυλακὴ τὴν ἑπόμενη
μέρα. Ἦταν ὅμως πολὺ
ἀργά. Ὅταν
ἔφτασαν τὴν
ἄλλη μέρα στὴ φυλακή, πληροφορήθηκαν ὅτι εἶχαν
θάψει τὸν
πατέρα τους τὸ
προηγούμενο βράδυ καὶ
οἱ φρουροὶ
ἀρνήθηκαν νὰ τοὺς
ὑποδείξουν τὸν τόπο.
Ὁ
Ἀλέξανδρος Ἀντώνοβιτς κοιμήθηκε ἐν Κυρίῳ
στὸ ἰατρεῖο
τῆς φυλακῆς
τὴν 1 Ἀπριλίου
τοῦ
1931. Ἡ
κηδεία του ἔγινε
ἐρήμην του στὸν καθεδρικὸ ναὸ
τῆς Σύζραν.
Ἡ
Ῥωσικὴ
Ἐκκλησία τὸν
κατέταξε στοὺς
ἁγίους τὸ
2000 καὶ
τιμᾶ τὴ μνήμη του στὶς 10/23 Νοεμβρίου. Ἡ ζωὴ
καὶ τὸ μαρτύριό του εἴθε νὰ
ἐμπνέουν κ᾽
ἐμᾶς
σήμερα.
Νεομάρτυρες
τῆς Ῥωσίας,
πρεσβεύσατε ὑπὲρ ἡμῶν.
[ἀπὸ
τὸ περιοδικὸ
«Orthodox Word»,
τ. 282-283/2012
μετάφρασις•
ἱερὰ
μονὴ Ἁγίου Αὐγουστίνου
Φλωρίνης]
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου