Ένας από τούς στόχους του Γέροντα ήταν ή οικοδομή των πιστών και ή προσπάθειά
του «να ζωγραφίζει τον Χριστόν εν ταίς καρδίαις αυτών». Γι’ αυτό και όλοι τον
σέβονταν και τον τιμούσαν ως 'Άγιο. Επιδίωκαν να τον πλησιάζουν για να ωφελούνται
από την συναναστροφή με εκείνον και την προσευχή του. Άνθρωποι κάθε ηλικίας και
τάξεως, ακόμη και ρασοφόροι, έβρισκαν γαλήνη αντικρίζοντας το
φωτοφόρο πρόσωπό του, πού σαν
καθρέφτης αντανακλούσε την Χάρη και την ευλογία του Θεού. Μεταξύ των ανθρώπων
αυτών οι Μητροπολίτες Χίου Χρυσόστομος Γιαλούρης και Μηθύμνης Ιάκωβος Μαλλιαρός ως μαθητές Γυμνασίου πλησίαζαν
τον
Γέροντα και αχόρταγα άκουγαν την διδαχή του.
την οποία προσπαθούσαν να φυλάξουν στην καρδιά τους σαν πολύτιμο
θησαυρό.
Τα χρόνια τού Γέροντα
κυλούσαν με ευλογία και εξαγιασμό. Μεγάλωσε το Μοναστήρι, στελέχωσε την
αδελφότητα, ολοκλήρωσε τα έργα, καλλιέργησε πνευματικά την ποίμνη τού Χριστού
για την όποια διέθεσε όλες του τις δυνάμεις και περίμενε το κάλεσμα τού Θεού για
την έξοδό του από τον κόσμο της ματαιότητας. Ένα χρόνο
πριν κοιμηθεί κάλεσε κοντά του τις μοναχές και ζήτησε συγχώρηση. Είπε ότι είχε αποκαλύψει και εντολή να
ετοιμασθεί για την αιώνια ζωή. Τούς άφησε δε την παρακαταθήκη της αγάπης προς τον
θεό και μεταξύ τους ως τρόπο για να επιτύχουν τον εξαγιασμό
τους.
Γρήγορα περνούσε ό καιρός και έφθασε το φθινόπωρο τού 1975. Ήταν αρχές Νοεμβρίου,
όταν ό Γέροντας αισθανόταν ανήμπορος και πολύ εξαντλημένος. Δίπλα στο κρεβάτι τού πόνου άγγελος ακοίμητος
παρέστεκε ή μοναχή Ευαγγελίστρια.
ή όποια έκπληκτη παρακολουθούσε την κάθε λεπτομέρεια, τα υπερφυσικά
γεγονότα και την επικοινωνία του με τις ουράνιες δυνάμεις. Ό Γέροντας έβλεπε
θεία πράγματα και άκουγε θείες μελωδίες. Από αυτήν την μοναχή μάθαμε και μερικά
περιστατικά των τελευταίων του ημερών.
Λίγο καιρό πριν είχε φτιάξει μια ξύλινη
κούνια και κοιμόταν στον αέρα. Στις εύλογες απορίες των πολλών απαντούσε « μήπως
που η γη πατούμε είναι δική μας;”
Όταν δεν είχε
πλέον δυνάμεις να κάνει μετάνοιες είχε κρεμάσει από το ταβάνι ένα σχοινί για άσκηση
και το τραβούσε. Στις ερωτήσεις των μοναχών για το σχοινί έλεγε «αναβαίνω τις σκάλες και είναι πολλές»…
Επιθύμησε να
προσκυνήσει στην Μονή της μετανοίας του τον Άγιο Μάρκο αλλά εξαιτίας της αδυναμίας
του το ματαίωσε.
Την παραμονή της κοιμήσεως του σηκώθηκε από το κρεβάτι
του στις 10 το βράδυ, χτύπησε την καμπάνα
για να αποχαιρετίσει το μοναστήρι και μπήκε στην Εκκλησία. Με ευλάβεια προσκύνησε
όλες τις εικόνες και την Άγια Τράπεζα την οποία αγκάλιασε δακρυσμένος έκανε την
προσευχή του με αίσθημα ευχαριστίας και δοξολογίας χύνοντας άφθονα δάκρυα δάκρυ.
Στην μοναχή συνοδό του δήλωσε ότι κλαίει γιατί αποχωρίζετε την εκκλησία
και της συνέστησε προσοχή διότι «ή Εκκλησία ήταν γεμάτη αγγελούδια».
Λίγο αργότερα κάλεσε τις μονάχες και τις έδωσε την τελευταίο, νουθεσία για αγάπη
ως σύνδεσμο της
τελειότητας. Βυθιζόταν σε ιερούς στοχασμούς και ψιθύριζε λόγια άπό τούς ψαλμούς
τού Δαυίδ.
Ξαφνικά είπε: «'Αχ, τι ωραία! Τι ωραία πράγματα, η Παναγία, ό Χριστός, τί
λουλούδια, τι ομορφιά... Πω.
πω, πω, τι ωραία. Τι ωραία!».
Συνεχίστηκε ένας διάλογος.
Μοναχή: «Γιατί κάνετε έτσι τα χέρια
σας, Γέροντα;». Γέροντας: «Χαϊδεύω τα αγγελούδια». «Βλέπεις Γερόντισσα την Παναγία»;
«Όχι, δε την βλέπω», «τώρα ήλθε πιο κοντά μου και με καλεί να φύγουμε». «Αγάπη να
έχετε, να περνάτε
ειρηνικά και αγαπημένα εγώ θα σάς βλέπω να χαίρομαι, αύριο θα δείτε πολύ κόσμο εδώ στις 6 ή
ώρα το πρωί φεύγω.
Όταν πήρε το μήνυμα της Παναγίας, άρχισε να ψιθυρίζει το ψαλμικό- «ή ψυχή μου
εν ταις χερσί Σου διά παντός και του νόμου Σου ουκ έπελαθόμην» . Τα επόμενα λόγια του ήταν: «Ανεβαίνω κόρη
μου!»...
Δήλωσε μάλιστα την επιθυμία του να ταφεί στα κυπαρίσσια πού με τόσο κόπο είχε
φυτέψει χρόνια πριν.
Όταν ή ώρα 06.00 π.μ. όπως τού προείπε ή Παναγία -«στις
έξι το πρωί θα φύγουμε»- της 12ης Νοεμβρίου 1975, ημέρας πού ή Εκκλησία μας
εορτάζει, την μνήμη τού Αγίου Ιωάννου του Ελεήμονος, τις αρετές τού οποίου
μιμούνταν ό Γέροντας. Την εξόδιο ακολουθία τέλεσε ό
Μητροπολίτης Χίου Χρυσόστομος Γιαλούρης. Την ώρα της ταφής τα κυπαρίσσια
έσκυψαν και τον προσκύνησαν. Οι μοναχές και το πλήθος τού κόσμου θρήνησαν τον αποχωρισμό από τον θεοφόρο Γέροντα. Το
ίδιο βράδυ επισκέφτηκε στον ύπνο της την Γερόντισσα και της είπε: «Δεν πέθανα, ζω
και θα ζω εις τον αιώνα!».
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ. ΓΕΡΟΝΤΕΣ ΚΑΙ ΓΥΝΑΙΚΙΟΣ ΜΟΝΑΧΙΣΜΟΣ. ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΥ ΚΑΒΒΑΔΙΑ. ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΒΑΤΟΠΑΙΔΙΟΥ 2015
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου