Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου
Δευτέρα 29 Σεπτεμβρίου 2025
Τη τριακοστή του μηνός Σεπτεμβρίου μνήμη του Αγίου Ιερομάρτυρα Γρηγορίου, Επισκόπου της Μεγάλης Αρμενίας.
Τη τριακοστή του μηνός Σεπτεμβρίου μνήμη του Αγίου Ιερομάρτυρα Γρηγορίου, Επισκόπου της Μεγάλης Αρμενίας.
«Επειδή γνώριζες, να είστε άγρυπνοι στον Λόγο του Θεού·
κι όταν σε κάλεσε ο Θεός, φάνηκες άγρυπνος, πάτερ.
Στις τριάντα του μήνα εκοιμήθη ο Γρηγόριος της Μεγάλης Αρμενίας.»
Ο Άγιος Γρηγόριος έζησε στα χρόνια του αυτοκράτορα Διοκλητιανού, το έτος 290 μ.Χ. Ήταν γιος του Πάρθου Ανάκ, ισχυρού και επιφανούς άρχοντα, συγγενή του βασιλιά της Αρμενίας Κουσαρώ. Ο Ανάκ, όμως, αφού παρακινήθηκε από τον βασιλιά των Περσών Αρτασύρη, σκότωσε με δόλο τον Κουσαρώ. Για τον βασιλικό αυτό φόνο θανατώθηκε ολόκληρη η οικογένεια του Ανάκ. Μόνο ο μικρός Γρηγόριος και ένας αδελφός του γλίτωσαν, γιατί ένας συγγενής τους τους έστειλε κρυφά στη ρωμαϊκή επικράτεια.
Μεγαλώνοντας στην Καισάρεια της Καππαδοκίας, ο Γρηγόριος μορφώθηκε στα γράμματα αλλά και διδάχθηκε την πίστη και τα δόγματα των Χριστιανών. Την ίδια εποχή, ο γιος του φονευθέντος βασιλιά Κουσαρώ, ονόματι Τιριδάτης, είχε διωχθεί από την Αρμενία από τον βασιλιά των Περσών και ζούσε στην Καππαδοκία, συναναστρεφόμενος με Ρωμαίους άρχοντες. Ο Γρηγόριος τον πλησίασε και αποφάσισε να τον υπηρετεί. Σε όλα φρόντιζε και παρηγορούσε τον Τιριδάτη· μόνο στο θέμα της πίστης, επειδή ο ίδιος ήταν Χριστιανός, τον λυπούσε και τον ενοχλούσε.
Όταν ο Τιριδάτης προσέφερε μεγάλη βοήθεια στους Ρωμαίους, αυτοί τον αντάμειψαν επαναφέροντάς τον στον θρόνο της Αρμενίας. Τότε προσπάθησε με κάθε τρόπο να κάνει τον Γρηγόριο να ασπαστεί τη δική του θρησκεία. Ο Άγιος όμως έμεινε ακλόνητος στην πίστη του και διακήρυττε ότι ποτέ δεν θα την αρνηθεί. Οργισμένος τότε ο βασιλιάς, τον υπέβαλε σε φρικτά βασανιστήρια: του έδεσαν τα χέρια πίσω, του άνοιξαν βίαια το στόμα με ξύλο, φόρτωσαν στους ώμους του βαριές πέτρες αλατιού, τον κρέμασαν με σχοινί και τον άφησαν να βασανίζεται επτά μέρες. Κατόπιν τον κρέμασαν ανάποδα από το ένα πόδι και τον μαστίγωσαν με χοντρές ράβδους· από κάτω του έκαναν καπνό με βρωμερή κοπριά, ώστε να μην μπορεί να αναπνεύσει. Έπειτα του έσφιξαν τα πόδια με σανίδες και σχοινιά τόσο πολύ που έτρεχε αίμα από τα δάχτυλά του.
Στη συνέχεια του κάρφωσαν σιδερένια καρφιά στις πατούσες και τον ανάγκασαν να τρέχει. Με ένα όργανο πίεσαν το κεφάλι του και έριξαν στη μύτη του σαπουνόχωμα, ξύδι και αλάτι, που έφτασε μέχρι τον εγκέφαλο. Έξι μέρες του έκαιγαν το κεφάλι με καυτό στάχτη κλεισμένη σε σακούλι. Τον κρέμασαν ξανά ανάποδα και του έριχναν νερό στην κοιλιά από τον πρωκτό. Του ξέσχιζαν τα πλευρά με σιδερένια νύχια και τον έσερναν πάνω σε σιδερένια τριβόλια. Στα πόδια του φόρεσαν σιδερένια παπούτσια, στα γόνατα έμπηξαν σφήνες, τον κρέμασαν τρεις ημέρες και τέλος έχυσαν σε όλο του το σώμα βρασμένο μολύβι.
Μετά από όλα αυτά, τον έριξαν δεμένο σε έναν βαθύ λάκκο (ξηροπήγαδο) στην πόλη Αρταξά, γεμάτο βόρβορο και φαρμακερά φίδια. Εκεί έμεινε δεκαπέντε ολόκληρα χρόνια, τρεφόμενος κρυφά από μια χήρα γυναίκα. Στο μεταξύ ο βασιλιάς Τιριδάτης έχασε τα λογικά του: κατασπάραζε τις σάρκες του και ζούσε σαν γουρούνι στα βουνά. Η αδελφή του, Κουσαροδούκτα, είδε όνειρο και άκουσε φωνή που της έλεγε ότι ο Τιριδάτης δεν θα θεραπευθεί αν δεν βγει ο Γρηγόριος από τον λάκκο.
Όταν έβγαλαν τον Άγιο, σώο και αβλαβή, θεράπευσε τον βασιλιά. Έπειτα χειροτονήθηκε Αρχιεπίσκοπος Αρμενίας και βάπτισε όλους τους Αρμένιους στον ποταμό Ευφράτη, χειροτονώντας και Επισκόπους. Επειδή ήθελε να ησυχάσει, όρισε ως διάδοχό του στην Αρμενία έναν από τους γιους του, τον Ροστάνη (ή Αριστάνη), και αποσύρθηκε στα βουνά της Αρμενίας, όπου έζησε ασκητικά. Έτσι, αφού πέρασε τον δρόμο της ζωής του μαρτυρικά, αποστολικά και ασκητικά, αναχώρησε προς τον Χριστό για να λάβει τους στεφάνους των κόπων του.
Σημείωση
Ο Ιεροσολύμων Δοσίθεος γράφει ότι ο Γρηγόριος καταγόταν από τους Αρσακίδες, που είχαν βασιλέψει στην Αρμενία, Ινδία και στους Μασσαγέτες. Ο πατέρας του ήταν ο Ανάκ, αδελφός του Κουσαρώ και του Αρταβάνη. Ο Γρηγόριος χειροτονήθηκε Επίσκοπος Μεγάλης Αρμενίας από τον επίσκοπο Καισαρείας Λεόντιο. Βάπτισε στον Ευφράτη τον Τιριδάτη και πλήθος Αρμενίων, Ασσυρίων και Περσών, πάνω από τέσσερα εκατομμύρια. Καθώς αποσύρθηκε για ησυχία, χειροτόνησε άλλους στη θέση του, ανάμεσά τους τον Ολβιανό, Ευθάλιο, Βάσσο και άλλους δέκα, ενώ σε άλλες χώρες χειροτόνησε τετρακόσιους Επισκόπους.
Ο Γρηγόριος είχε δύο παιδιά, τον Ορθάνη και τον Αριστάνη. Ο Τιριδάτης, στενοχωρημένος για την αναχώρησή του, τον κατέβασε από το βουνό. Επειδή όμως ο Γρηγόριος δεν ήθελε να μείνει επίσκοπος, προώθησε στη θέση του τον γιο του Αριστάνη. Πριν φύγει, μαζί με τον Τιριδάτη επισκέφθηκαν τον Μέγα Κωνσταντίνο στην Κωνσταντινούπολη, ο οποίος τους τίμησε πολύ. Στην Α΄ Οικουμενική Σύνοδο στάλθηκε από τον Τιριδάτη ο Αριστάνης, που αγωνίστηκε κατά του Αρείου και επέστρεψε με τις αποφάσεις της Συνόδου.
Οι Αρμένιοι επισκόπους τους χειροτονούνταν αρχικά από τον επίσκοπο Καισαρείας, όπως φαίνεται από την υπογραφή του Λεόντιου στη Σύνοδο: «Λεόντιος Καισαρείας, Καππαδοκίας, Γαλατίας και Αρμενίας μικρής και μεγάλης υπέγραψα». Με τον καιρό όμως απέκτησαν δική τους Σύνοδο και οι επίσκοποί τους ονομάστηκαν «Καθολικοί», επειδή δεν υπάγονταν σε Πατριαρχικό θρόνο. Όταν αργότερα αποσχίστηκαν από την Ορθόδοξη Εκκλησία, δεν έχουμε σαφή στοιχεία για την πορεία τους.
Και η μνήμη των Αγίων Μαρτύρων Ριψιμίας, Γαϊανής, και των συν αυταίς Παρθενομαρτύρων, συνολικά τριάντα δύο
Εις την Αγία Ριψιμία
Δεν λύγιζε η Ριψιμία από τις πληγές του ξίφους,
μα τις αντάλλασσε με στεφάνια ουράνια αναρίθμητα.
Εις την Αγία Γαϊανή
Η άσκηση είχε στεφανώσει από παλιά τη Γαϊανή,
και τώρα η μαρτυρία της με το ξίφος τη στεφανώνει ξανά.
Εις τις Παρθενομάρτυρες
Σε τιμά, Τριάδα, ένας τριπλός αριθμός μαρτύρων,
μαζί με τις δύο, που για χάρη σου πέθαναν από το ξίφος.
Το μαρτύριο της Αγίας Ριψιμίας και της Αγίας Γαϊανής
Αυτές οι άγιες γυναίκες έζησαν στα χρόνια του Διοκλητιανού, το έτος 292 μ.Χ. Ήταν παρθένες και μοναχές. Ηγουμένη τους και προεστώσα ήταν η Γαϊανή. Όταν ο Διοκλητιανός επρόκειτο να παντρευτεί, άκουσε πως η Ριψιμία ήταν πανέμορφη και ξεχωριστή σε κάλλος, και έστειλε ανθρώπους για να της προτείνει γάμο. Η Αγία όμως, επειδή αγαπούσε θερμά την παρθενία, έφυγε κρυφά μαζί με την ηγουμένη Γαϊανή και άλλες εβδομήντα παρθένες. Αυτές κατέφυγαν στην πόλη Αραράτ της Αρμενίας και κρύφτηκαν μέσα σε πατητήρια (ληνούς).
Ο Διοκλητιανός, μη μπορώντας να ησυχάσει από τον έρωτα της Ριψιμίας και μαθαίνοντας πως είχε φύγει, έγραψε στον βασιλιά της Αρμενίας Τιριδάτη να του τη στείλει· ή, αν ήθελε, να την πάρει ο ίδιος γυναίκα του. Ο Τιριδάτης, αφού έμαθε πόσο όμορφη ήταν, αιχμαλωτίστηκε κι εκείνος από τον έρωτά της. Έστειλε λοιπόν βασιλικά φορέματα στη Ριψιμία, για να τα φορέσει και να έρθει σ’ εκείνον. Η Αγία όμως ούτε να ακούσει ήθελε κάτι τέτοιο· αφιερωνόταν μόνο στην προσευχή.
Τότε, στον τόπο όπου βρίσκονταν οι παρθένες, ξέσπασε ξαφνικά μια φοβερή βροντή και ακούστηκε θεϊκή φωνή που τις ενδυνάμωνε. Οι Παρθένες πήραν μεγάλο θάρρος, ενώ πολλοί από τους απεσταλμένους του Τιριδάτη έμειναν άφωνοι από το ξαφνικό γεγονός· άλλοι έπεσαν από τα άλογα και ποδοπατήθηκαν, βρίσκοντας τον θάνατο. Ο Τιριδάτης όμως, τυφλωμένος από τον έρωτα, δεν συνετίστηκε. Έφερε με τη βία τη Ριψιμία στο παλάτι και στον κοιτώνα προσπαθούσε με κολακείες να την πείσει να υποκύψει. Εκείνη, με τη δύναμη του Χριστού, τον καταντρόπιασε και έμεινε άφθορη.
Ο Τιριδάτης, μη αντέχοντας τον σαρκικό πόθο, πρόσταξε να φέρουν την ηγουμένη Γαϊανή για να συμβουλέψει τη Ριψιμία να υποταχθεί. Μα η Γαϊανή έκανε το αντίθετο· ενθάρρυνε τη Ριψιμία να σταθεί γενναία και να μην υποκύψει. Γι’ αυτό ο βασιλιάς πρόσταξε να της σπάσουν τα δόντια με πέτρες, να τα βγάλουν, και να την εξορίσουν σε μακρινό τόπο. Εκείνος όμως, μη έχοντας το ποθούμενο, κυλιόταν στη γη παραδομένος στον έρωτά του.
Η Ριψιμία, βγαίνοντας νικηφόρα από το παλάτι, τη νύχτα πήγε στις άλλες παρθένες. Τις πήρε και πήγαν σε κοντινό τόπο, όπου προσευχόταν όρθια. Τότε κατέφθασε ο αρχιμάγειρας του βασιλιά με πολλούς στρατιώτες και λαμπάδες. Άρπαξαν τη Ριψιμία, της έδεσαν τα χέρια πίσω και της έκοψαν τη γλώσσα. Την άπλωσαν πάνω σε ξύλα όρθια και την έκαιγαν με λαμπάδες. Έπειτα της άνοιξαν την κοιλιά με μυτερό ξύλο και τα σπλάχνα της χύθηκαν στη γη. Επειδή ακόμη ανέπνεε, της έβγαλαν τα μάτια και έκοψαν το σώμα της σε μικρά κομμάτια. Έτσι η αγνή Ριψιμία πέρασε παρθένος και άφθορη στον Νυμφίο Χριστό που πόθησε. Μαζί της σκοτώθηκαν και εβδομήντα Χριστιανοί άνδρες.
Κατόπιν, τριάντα δύο παρθένες μοναχές πήγαν να μαζέψουν τα λείψανα της Αγίας· τότε τις συνέλαβαν οι ειδωλολάτρες και τις αποκεφάλισαν με ξίφη. Τη μακαρία Γαϊανή μαζί με άλλες δύο παρθένες τις έριξαν κατά γης, τέντωσαν τα χέρια και τα πόδια τους, τρύπησαν τους αστραγάλους τους και, φουσκώνοντάς τες σαν ασκιά με καλάμια, τους έγδαραν όλο το δέρμα. Τις έκοψαν και τις γλώσσες, έσκισαν τις κοιλιές τους με πέτρες και σίδερα και έδειχναν μπροστά τους χυμένα τα σπλάχνα τους. Τελικά τις αποκεφάλισαν με ξίφη, και έτσι έλαβαν οι μακάριες τα στεφάνια του μαρτυρίου.
Σε τιμή των παρθένων αυτών, ο Γρηγόριος της Μεγάλης Αρμενίας έκτισε τρεις ναούς· κι άλλοι ναοί ανεγέρθηκαν σε διάφορα μέρη της Αρμενίας.
(Περισσότερα βλ. στον Νέο Παράδεισο, στον βίο του Αγίου Γρηγορίου της Μεγάλης Αρμενίας.)
Σημειώσεις
Στον χειρόγραφο Συναξαριστή παντού γράφεται «Ριψίμη» και όχι «Ριψιμία».
Ο τυπωμένος Συναξαριστής γράφει ότι μόνο ο Τιριδάτης βίαζε τη Ριψιμία για αθέμιτη μίξη, και όχι ο Διοκλητιανός. Ο χειρόγραφος όμως Συναξαριστής αναφέρει ότι πρώτος τη ζήτησε ο Διοκλητιανός για γυναίκα, και κατόπιν ο Τιριδάτης· και αυτό ακολουθούμε κι εμείς εδώ, κατά τον χειρόγραφο.
📖 Από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού, Τόμος Α´, Εκδόσεις Δόμος, 2005
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου