Τον γνώρισε και η πρεσβυτέρα. Όχι μόνον δοξολογούσε, και ευχαριστούσε τον Θεόν για τα σωματικά μαρτύρια εξαιτίας της ασθενείας του, αλλά και συνεχώς παρακαλούσε τον Χριστόν να τον ελεήσει σαν τον πλέον αμαρτωλόν με τις φράσεις:
«Σε ευχαριστώ, Χριστέ μου, και ελέησέ με, τον αμαρτωλόν».
«Σε ευχαριστώ, Χριστέ μου, και ελέησέ με, τον αμαρτωλόν».
Μέρα νύχτα. Κάθε ώρα, κάθε στιγμή, πότε ψιθυριστά, πότε από μέσα του, πότε με τον ενδιάθετο λόγο, πάντοτε με το κομποσχοίνι στο χέρι, και άλλοτε απ’ το βάθος της καρδιάς του, βίωνε όπως έλεγε, την απόλυτη ουράνια ευτυχία. Μια ευτυχία που ένοιωθε πολλές ότι ήτο έτοιμη να τον σκάσει. Να του σχίσει τα σπλάχνα. Που ήθελε να βάλει σ’ αυτήν την ευτυχία, που την ένοιωθε σαν μια απέραντη ουράνια αγκαλιά όλον τον κόσμο, για να τη γευθεί λίγο και αυτός, που βρίσκεται μακριά απ’ τον Θεόν.
Μια φορά ήταν τόση η πληρότητα αυτής της παραδόξου νοεράς προσευχής, που αρπάχτηκε ο νους του, δεν ξέρει πως, στο Θρόνο του Θεού. Βρέθηκε στη Βασιλεία του Θεού. Στη βασιλεία των Ουρανών, όπου στο βάθος ίστατο ο Θρόνος του Κυρίου όλο φως, όλος δόξα.
Ήταν, όμως, τόσο εκτυφλωτικόν αυτό το φως της δόξης του Θεού, που και αυτές οι ουράνιες δυνάμεις των αγγέλων και αρχαγγέλων δεν μπορούσαν να το ατενίζουν, αλλά με σκυμμένες τις κεφαλές τους θυμιάτιζαν με ολόχρυσα και ολοφώτεινα θυμιατήρια τον ουράνιον θρόνον του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού, ενώ ταυτόχρονα πληροφορείτο η ψυχή του ότι αυτές οι ουράνιες ασώματες δυνάμεις είναι οι ίδιες που ολόθερμα επιθυμούν, όχι μόνον να ακούσουν την Ευαγγελικήν φωνήν του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού, αλλά και υπερφυώς να δουν, αν τους το επέτρεπε ο Θεός το πρόσωπο της Αγίας Αναφοράς και απολαύσωσιν επι της γης και δη επί της Αγίας Τραπέζης τα φρικτά τελούμενα της Θείας και Ιεράς Λειτουργίας, όπως τούτο βεβαιώνεται και από την πέμπτη ευχή στο μυστήριον του Ιερού Ευχελαίου.
Μαζί με τους θυμιατίζοντας αγγέλους και γύρω απ’ τον θρόνον του Θεού, είδε, επαναλαμβάνω, με τα μάτια της ψυχής του, εκείνος ο παππούλης, και τον Χορό των Αγίων Αποστόλων. Και αυτοί με θυμιατά. Και πέριξ αυτών των χορών, των μεγάλων Ιεραρχών και Οικουμενικών διδασκάλων, το αμέτρητο πλήθος των Ιερομαρτύρων, τους χιλιάδες χιλιάδων επισκόπων, πρεσβυτέρων, ιερομονάχων και διακόνων, που καταξιώθησαν της Βασιλείας του Θεού και όλες αυτές οι μυριάδες, μόνον των αγίων ιερομένων, να θυμιατίζουν μεγαλόπρεπα, αλλά ταπεινά και με δέος και με πολλή αγάπη μαζί με τους Αποστόλους τον Ουράνιον αυτόν Θρόνον της Δόξης του Θεού. Και να που σε λίγο, τα κατάπληκτα μάτια της ψυχής του, αντικρύζουν, ώ της δικαιοσύνης Σου Χριστέ μου, ώ της απεράντου μακροθυμίας Σου, της μεγαλοσύνης Σου, της μεγαλοπρέπειάς Σου Κύριε, είδε και κάποιες απειράριθμες ψυχές να θυμιατίζουν και αυτές με ολόχρυσα θυμιατήρια τον Θρόνον του Θεού.
Ποιες ήταν; Ήσαν αυτές που καταφρονήθησαν σε αυτόν τον κόσμο, όπως οι διανοητικώς ανάπηροι, οι διανοητικώς καθυστερημένοι, οι μικροί και οι μεγάλοι με το σύνδρομο Down, όλα τα ανάπηρα παιδιά στο μυαλό και συνάμα τα σπαστικά στο σώμα. Και γενικώς όλες εκείνες οι ψυχούλες, που στον κόσμο μας περιφρονήθηκαν και περιγελάστηκαν ως αγαθούληδες, κλείνοντάς τες πολλές φορές σε άσυλα, ακόμα και σε φρενοκομεία, αυτές θυμιάτιζαν, μαζί με τους Αγίους, τον Θρόνον του Θεού ΚΑΙ ΟΧΙ ΕΜΕΙΣ, οι καλοί δήθεν χριστιανοί, με τις δήθεν καλές μας καλοσύνες.
Όχι εμείς που διαλαλούμε ότι αγαπάμε όλο τον κόσμο και κρυφά αμαρτάνουμε! Αλλά οι διανοητικώς ανάπηροι. Τα διανοητικώς ανάπηρα παιδιά. Και όλες αυτές οι ψυχούλες ήσαν ενδεδυμένες με ολοφώτεινες πάλλευκες στολές, ενώ οι μυριάδες των ιερωμένων ανάλογα με την επί γης αγιότητά τους και τους αγώνες τους, που έδωσαν για τη θέωσή τους, είχαν ολόχρυσες ολόλαμπρες στολές, η λαμπρότητα, όμως, του καθενός εξ αυτών διέφερε από την λαμπρότητα των άλλων.
Η κάθε ψυχή έλαμπε με τη δική της δόξα. Αλλά να, επαναλαμβάνω, που το πλέον αξιοθαύμαστο και ουράνιο αυτό θεϊκό όραμα, είδε ότι ήτανε μαζί με την χορεία των δώδεκα Αποστόλων, των Μεγάλων Ιεραρχών, των Θεοφόρων Πατέρων, των ιερομαρτύρων, των καταξιωμένων αγίων επισκόπων, πρεσβυτέρων και διακόνων στους είκοσι αιώνες που πέρασαν, ήσαν θυμιατίζοντες, και τα διανοητικώς καθυστερημένα παιδιά, πλημμυρισμένα, όπως το τόνισε και ο γέροντάς μας στην τελευταία επίσκεψή του, από φως, από σοφία, και από δόξα, πολλή δόξα.
Και πολλή σοφία, και πολύ φως. Όμοια με των Αγίων.
Το ερώτημα που βάζω για μένα, πούμαι ανάξιος λειτουργός του Υψίστου, αλλά και για όλους τους ιερείς, επισκόπους και διακόνους των ημερών μας, που θυμιατίζουμε το επίγειο θυσιαστήριο της Αγίας Τραπέζης, στον όρθρο, στον Εσπερινό, και ειδικά στη Θεία Λειτουργία, άραγε θα αξιωθούμε εμείς του εικοστού αιώνος οι ιερωμένοι να θυμιατίζουμε και το υπερουράνιο θυσιαστήριο;
Ή θα βρεθούμε στο αιώνιο σκοτάδι και στο άκτιστο πυρ της Κολάσεως θυμιατίζοντας τον Αρχισατανά και τα δαιμόνιά του; Ασφαλώς με την αμετανόητη κακία μας και την πονηριά μας, γι’ αυτό να παρακαλάτε τον Θεόν νάχουμε όλοι εμείς οι ιερείς μετάνοια αληθινά, και ασφαλώς πρώτος εγώ, ων πρώτος ειμί εγώ, αυτό το τόνισε επιγραμματικά ο Απόστολος Παύλος, - δεν θα του το πω εγώ για τον εαυτό μου; θάναι γελοίο να μην το πω και να μην το πιστεύω.
Μετάνοια, λοιπόν, είθε να χαρίζει ο Θεός σε όλους τους κληρικούς παντός βαθμού, σε όλους τους μοναχούς, Αγιορείτας και μη, μετάνοια και στους άρχοντας ημών, και στους αρχομένους, μετάνοια στον Ορθόδοξο Ελληνικό λαό, μετάνοια σ’ όλους εμάς.
Απομαγνητοφωνημένα κηρύγματα
του Πρωτοπρεσβυτέρου π. Στεφάνου Αναγνωστοπούλου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου