Ήταν δύο φίλοι. Ό ένας, εμπνευσμένος από τόν λόγο τού Θεού, έγινε μοναχός σ’ ένα μοναστήρι, όπου ζούσε μέ μετάνοια καί κατάνυξη. Ό άλλος έμεινε στον κόσμο, όπου περνούσε τή ζωή του μέ αμέλεια. Τελικά, μάλιστα, κατάντησε να χλευάζει μέ θρασύτητα τό Ευαγγέλιο. Σ’ αυτή την κατάσταση έφυγε από τόν κόσμο τούτο. Ό μοναχός, μαθαίνοντας γιά τόν θάνατό του,
Ό νεκρός αναστέναξε πικρά καί απάντησε:
Καί μ’ αυτά τά λόγια, ό νεκρός σήκωσε τό ένδυμά του ως τά γόνατα. Ό μοναχός μέ φρίκη είδε τά πόδια του καλυμμένα μέ απαίσια σκουλήκια, πού έτρωγαν τίς σάρκες του. Από τίς πληγές αναδινόταν μια δυσοσμία τόσο δυσάρεστη, τόσο αηδιαστική, πού, εξαιτίας της, ό μοναχός ξύπνησε. Συγκλονισμένος διαπίστωσε πώς ή δυσοσμία του άδη είχε γεμίσει τό κελί του.
Πετάχτηκε έξω, αφήνοντας, πάνω στη βιασύνη του, την πόρτα ανοιχτή. Ή δυσοσμία γρήγορα απλώθηκε σ’ όλο τό μοναστήρι, σ’ όλα τά κελιά. Ήταν τόσο ανυπόφορη, πού, αν μέ τόν καιρό —μέ πολύ αργό, πάντως, ρυθμό— δεν χανόταν, οι μοναχοί θα έπρεπε ν’ αναζητήσουν άλλον τόπο διαμονής. Όσο γιά τόν μοναχό πού είδε τόν δέσμιο του άδη καί τό φρικτό βασανιστήριό του, αυτός δεν απαλλάχτηκε ποτέ από τή δυσοσμία. Κόλλησε, θαρρείς, ισόβια πάνω του καί μέ κανένα μέσο, ούτε μέ σαπούνια ούτε μέ αρώματα, δεν απομακρύνθηκε.
Λόγος γιά τά πνεύματα-Λόγος γιά τόν θάνατο
Συγγραφέας : Ἅγιος Ἰγνάτιος Μπριαντσανίνωφ. ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου