Σημαντικές
μαρτυρίες γιά τόν ἀοίδιμο π. Νικόλαο Πέττα ἀφηγεῖται ὁ Ἡγούμενο τῆς Ἱερᾶς Μονῆς
τῶν Ποιμένων στά Ἱεροσόλυμα Ἀρχιμ. Ἰγνάτιο Καζάκο.
«Μέ τήν οἰκογένεια
τοῦ π. Νικολάου συνδεόταν ἡ οἰκογένειά μου ἀφοῦ καί οἱ δύο μαζί παλαιότερα ζοῦσαν
στήν περιοχή τοῦ Σκαγιοπουλείου στήν Πάτρα. Καί πραγματικά πόσα νά γράψει
κανείς γι᾽ αὐτόν τόν ἅγιο ἄνθρωπο-ἅγιο κληρικό! Ἦταν ἡ παρουσία του μία χαρά,
μία εὐφροσύνη, ἔνοιωθες ὅτι μαζί του ἄνοιγε ὁ Παράδεισος, καί ζοῦσες κάτι ἀπό ἐκεῖνο
τό παραδεισένιο μεγαλεῖο πού ζοῦσε ἀπό αὐτήν τή ζωή. Ἦταν πάντοτε χαρωπός,
πάντοτε πρόσχαρος, σοῦ μετέφερε στήν ὕπαρξή σου χαρά, τόση αἰσιοδοξία, τόση
δύναμη, πίστη καί ἐλπίδα. Μά τί στιγμές χαρᾶς ζήσαμε ὅλοι ἡ οἰκογένειά μου μαζί
του! Εἶχα ἔρθει ὡς μοναχός τότε, γιά τρεῖς μῆνες στήν Ἑλλάδα, διότι εἶχα πάθει ὑπερκόπωση.
Δέν θά ξεχάσω ποτέ ἐκεῖνο τό καλοκαίρι τοῦ 1998, ἄν δέν κάνω λάθος, ἐρχόταν καί
μᾶς ἔφερνε τόση χαρά, τόση δύναμη, τόση στήριξη καί παρηγοριά. Δέν θέλαμε νά
φεύγει ἀπό κοντά μας. Δέν τόν εἴδαμε ποτέ σκυθρωπό, πάντα γελαστός καί εὔθυμος.
Πόσα πνευματικά μᾶς ἔλεγε, νουθεσίες, ἁπλά πράγματα, ἀλλά μέ πόση ἀγάπη γιά τόν
Θεό, γιά τόν Χριστό μας, γιά τήν Παναγία μας, γιά τούς Ἁγίους μας, καί τόσα ὡραῖα
τραγούδια ἀπό αὐτά πού ἀκούγαμε καί μαθαίναμε παλιά στό κατηχητικό σχολεῖο. Τί ὡραῖες
μοναδικές στιγμές, τόσο πνευματικές!
Ἀπό πολλές
διηγήσεις ἄλλων, ἀλλά καί τῶν οἰκείων μου, ἀναφέρονται ἐπιλεκτικά λίγα γεγονότα
πού ἀποκαλύπτουν τήν ἀλήθεια γιά τόν π. Νι- κόλαο. Μέ τόν συγκεκριμένο ἱερέα ἐπικοινωνοῦσα
συχνά τηλεφωνικά. Συχνά μοῦ ἔλεγε πνευματικές λεπτομέρειες γιά τήν μοναχική ζωή
καί τήν διάκριση πού πρέπει νά μᾶς διακατέχει. Ἤξερε πολλά μυστικά πού ἀφοροῦσαν
θέματα πνευματικά γιά πατέρες τῆς ἀδελφότητας τῶν Ἱεροσολύμων, χωρίς νά
συσχετίζεται μαζί τους καί νά ἔχει ἐπισκεφθεῖ τά Πανάγια Προσκυνήματα τῆς Ἁγίας
Γῆς. Προέλεγε δοκιμασίες, ἀσθένειες, στενοχώριες καί ἄλλα ἀπό τά μύχια τῆς ψυχῆς
σέ κάθε Κληρικό τῆς περιοχῆς πάντα μέ σωτηριολογικό σκοπό.
Σέ ὅλα αὐτά πού
εἶχα ζήσει, ἐμένα μέ εἶχε καταπλή- ξει δύο φορές πάρα πολύ ὁ Γέροντας Νικόλαος.
Ἡ μία ἦταν πού τόν πῆρα καί πή-
γαμε ἐκεῖ στά Ἀραχωβίτικα
τῆς Πάτρας, στό σπίτι μιᾶς γειτόνισσάς μας, πού φυσικά ὁ Παπούλης δέν τήν
γνώριζε. Αὐτή ἡ γυναῖκα μέ τόν σύζυγό της ἀντιμετώπισαν στήν οἰκία τους πολλά
προβλήματα, καί μέ εἶχαν κα- λέσει νά πάω νά τούς διαβάσω κάτι γιά νά τούς
βοηθήσει ὁ Θεός. Ὅμως, ἤμουν τότε ἁπλός μοναχός, δέν ἤμουν ἱερεύς, ὅποτε τί νά
διάβαζα;
Γι᾽ αὐτό
σκέφθηκα νά τούς πάω τόν παπα-Νικόλαο. Τόν πῆρα καί πήγαμε μέ τά πόδια, διότι ἔμεναν
κοντά. Μόλις μπήκαμε στήν οἰκία τους, ἄρχισε ἀμέσως ὁ Παπούλης νά ἐπιτιμᾶ τήν
γυναῖκα ἐκείνη καί νά τήν μαλώνει σάν νά τή γνώριζε ἀπό χρόνια. Ἐγώ ἔμεινα καί ἔνοιωσα
δύ- σκολα! Τότε λέω μέσα μου: «Ἄχ τί κάνει τώρα, τί λέει;». Ὅπως ἐγώ, ἔτσι
πολλοί ἄνθρωποι δέν μποροῦσαν νά καταλάβουν σέ ὅλες τίς ἐκφρά- σεις τά
πνευματικά ἐπίπεδα πού ὅδευε ὁ π. Νικόλαος. Ἐκείνη ἄκουγε μέ ὑπακοή καί τήν εἶχε
καταλάβει τρόμος. Τῆς λέει: «Δέν ντρέπεσαι κυρά μου, πού κάνεις ὅλα αὐτά τά
πράγματα; Γι᾽ αὐτό ἔχει ἔλθει κακό στό σπίτι σας, γιατί ἐσύ τρέχεις στίς
μάγισσες καί δένουν τόν σύζυγό σου μέ μαντήλια, μέ κόμπους, μέ βότανα... καί
τίς ἀνοησίες! Γιατί δεν βάζεις μυαλό;». Ἐγώ εἶχα μείνει, μά ποῦ τά ξέρει ὅλα αὐτά
ἀναρωτιό- μουν! Καί τῆς ἀπευθύνεται πάλι αὐστηρά καί σίγουρα: «Νά τά πᾶς ἐκεῖ
στό καμαράκι τό μικρό καί νά μοῦ φέρεις τή Σολωμονική πού ἔχεις ἐκεῖ καί πού
διαβάζεις συνέχεια! Ἐπίσης νά μᾶς τά πᾶς μέσα καί νά μοῦ φέ- ρεις ἐκεῖνο τό
μαντήλι μέ τούς κόμπους, αὐτά θά πεταχθοῦν ἀπό ἐδῶ, θά τά κάψουμε!». Ἐκείνη εἶχε
καθηλωθεῖ καί τόν ἄκουγε μέ τόση προ- σοχή δεχόμενη ὅτι ὅλα αὐτά ἦταν
πραγματικά καί ἔφερε ἀπό τήν ἀπο- θηκούλα πού τῆς εἶχε ὑποδείξει μέ τή δεξιά
του τό μαντήλι καί τό μικρό βιβλιαράκι πού πράγματι ἐπιγραφόταν: «Σολωμονική».
Κατόπιν τήν εὐλόγησε, τῆς εἶπε νά μήν τά ξανακάνει αὐτά τά παιχνίδια τοῦ Σατανᾶ,
νά ἐξομολογεῖται, νά νηστεύει καί νά μήν λείπει ποτέ ἀπό τήν Ἐκκλησία. Ἐκείνη
τόν ἄκουγε πιστά σάν ἀρνάκι. Ἐγώ συνέχιζα νά μένω κατάπλη- κτος καί ἀναρωτιόμουν
ποῦ τά γνώριζε ὅλα αὐτά, ἀφοῦ πρώτη φορά ἔμπαινε στό σπίτι τους! Τούς ἀποκάλυψε
ἀκόμα πολλές λεπτομέρειες γιά τήν οἰκογένειά τους, θέματα πού τά ἔθιξε μπροστά
μου, πού οὔτε ἐμεῖς οἱ γείτονές τους δέν γνωρίζαμε! Τήν ἑπόμενη ἡμέρα ἐγώ
ρώτησα τήν γειτόνισσα ἐάν γνώριζε τόν παπα-Νικόλαο καί μοῦ ἀπάντησε ἀμέ- σως ἀρνητικά
λέγοντας ὅτι πρώτη φορά τόν ἔβλεπε στή ζωή της, καί ὅτι:
«Μέ ἄφησε
κατάπληκτη μέ ἔχει ἀφοπλίσει ἀπό χτές. Μοῦ εἶπε ὅτι θά φύγει ὁ σύζυγός μου». Μέ
τήν ἁγιότητά του εἶχε τήν ἱκανότητα ἀπό τόν Θεό νά γνωρίζει τόσα πολλά γι᾽ αὐτούς.
Ἀπό ἐκεῖ καί πέρα δέν γνωρίζω ἄν αὐτή ἀκολούθησε ὅλα ὅσα τῆς εἶπε ὁ Παπούλης. Ἴσως
ναί καί ἴσως ὄχι, πάντως ὁ σύζυγός της κοιμήθηκε μετά ἀπό λίγο καιρό.
Ἕνα ἄλλο
θαυμαστό γεγονός εἶναι καί τό παρακάτω. Ὅταν γύρισα στό Μοναστήρι, συνήθιζα νά
τηλεφωνῶ κάποια βράδια τόν Παπούλη. Κάποιες φορές τόν ἔπαιρνα καί στίς ἕντεκα
καί στίς δώδεκα τό βράδυ, γιατί τότε εἶχα λίγο χρόνο. Ὁ Γέροντάς μας Πατέρας
Σεραφείμ εἶχε καταπέσει. Ἦταν ἤδη ἑκατό ἐτῶν καί δέν ἐξομολογοῦσε. Ὁπότε
τηλεφωνοῦσα στόν παπα-Νικόλαο καί ἀπό τό τηλέφωνο τοῦ ἔλεγα ὅ,τι εἶχα, ἀλλά μέ ἐξέ-
πληττε κάθε φορά, διότι μοῦ συμπλήρωνε ὅ,τι ξεχνοῦσα σάν νά ζοῦσε μαζί μας ἐδῶ
στήν Ἁγία Γῆ καί σάν νά ἔβλεπε τά πάντα. Ἔνοιωθα σάν νά ἔμπαινε καί στό κελί
μου ἀκόμα! Πόση ἐνίσχυση μοῦ ἔδινε; Πόσο μέ στήριζε; Ἐπίσης δέν ἦταν καθόλου αὐστηρός
μέ τούς ἄλλους, μόνο με τόν ἑαυτόν του. Δέν μέ μάλωνε γιά τά ὅποια μου λάθη. Εἶχε
τόση ἀγάπη, κατανόηση καί μακροθυμία. Μοῦ εἶχε πεῖ ὅτι θά ἔρθω σέ μεγάλη δοκι-
μασία καί ὅτι θά ἔφευγα ἀπό τό Μοναστήρι, ἀλλά ὅτι ἡ Παναγία θά μέ ξανάφερνε
πίσω. Μοῦ εἶπε ὅτι ὅταν φύγει ὁ Γέροντας θα γινόμουν Ἡγούμενος. Ἀκόμα ὅτι ἡ
Μονή θά γινόταν πολύ γνωστή καί θά ἐρχόταν κόσμος πολύς, θά γινόταν Φάρος καί
... καί.. καί ...τόσα ἄλλα!
Ὅπως τά εἶπε ἔγιναν
ἀκριβῶς ὅλα! Τό 1999 πρός τό 2000, τήν περίοδο πού ἑτοιμαζόταν ὁ πατέρας
Νικόλαος νά πετάξει στούς Οὐρανούς ὡς ὁ πρῶτος ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ τῆς νέας
χιλιετηρίδος, ξέσπασε ἐδῶ στή Μονή μεγάλος πειρασμός. Πολλοί ἐχθροί καί
πολέμιοι μέσα καί ἔξω. Ἐγώ δέν ἄντεξα ἀπό τήν πολύ πίεση, ἄνοιξα τήν πόρτα καί ἔφυγα
σάν τρελλός. Δέν ἄντεχα τά πολλά προβλήματα. Ὁ Γέροντας Σεραφείμ ἀδυ- νατοῦσε,
λόγω ἡλικίας νά κάνει τό παραμικρό. Ἔφυγα κρυφά γιά τό Ἅγιο Ὄρος. Κάπου βρῆκα ἕνα
εἰσιτήριο καί ἔφυγα γιά Ἑλλάδα, χωρίς νά γνωρίζει κανείς ποῦ ἤμουν, κρυβόμουν,
δέν γνώριζα καί ἐγώ ποῦ ἤμουν, τά εἶχα χάσει. Ἤμουν τόσο πικραμένος, δέν ἤθελα
νά δῶ κανέναν καί δέν γνώριζε κανείς ποῦ ἤμουν. Παντοῦ εἶχαν δηλώσει τήν ἐξαφάνισή
μου καί μέ ἔψαχναν, ὅμως γιά νά μήν πάθουν κανένα κακό οἱ γονεῖς μου καί εἰδικά
ἡ μητέρα μου, ἦρθα κρυφά νά τούς δῶ γιά νά φύγω κατόπιν γιά τόν Ἄθωνα. Δέν εἶπαν
ὅμως τίποτα σέ κανέναν, τό κράταγαν μυ- στικό μέχρι νά δῶ ποῦ θά πάω στό τέλος.
Ἕνα πρωϊνό πού ἤμασταν στήν κουζίνα εἶπα στήν μητέρα μου: «Θά πάρω τηλέφωνο τόν
πατέρα Νικόλαο νά τοῦ πῶ ὅτι εἶμαι ἐδῶ καί νά μοῦ δώσει τήν συμβουλή του, θά τοῦ
πῶ νά ἔρθει ἐδῶ καί νά μήν πεῖ τίποτα». Ἐκείνη τή στιγμή στίς εἰδήσεις τά
κανάλια τῆς τηλεόρασης τῆς Δυτικῆς Ἑλλάδας ἔλεγαν ὅτι σήμερα ἐν ὥρα προσευχῆς
κοιμήθηκε ὁ γνωστός σέ ὅλους πατέρας Νι- κόλαος Πέττας! Ἦταν γιά ὅλους μας ἀναπάντεχο!
Ποῦ νά πήγαινα, σέ ποιά Ἐξόδιο; Ἀφοῦ κανείς δέν ἤθελα νά ξέρει ποῦ εἶμαι.
Σηκωθήκαμε μέ λύπη βουβή, μέ πολλή θλίψη. Καί μετά ἀπό αὐτό, δέν ξέρω πῶς, ἐπέ-
στρεψα στή Μονή μου καί ὅλοι οἱ πειρασμοί εἶχαν φύγει ἀπό ἐκεῖ. Ὅλα εἶχαν ἀλλάξει.
Ὅλα ἦταν καλά καί χαρούμενα καί ὅλα τά ὑπόλοιπα ἔγι- ναν ὅπως τά εἶχε
προείπει-προβλέψει ὁ πατέρας Νικόλαός μας. Μοῦ ἔλεγε δέ ὅτι κανείς ποτέ δέν θά
σέ ξανακουνήσει ἀπό τήν θέση σου, κα- νένας πειρασμός, καί ὅτι θα πέθαινα ἐκεῖ
στήν μετάνοιά μου. Καί μετά ἀπό ὅλα αὐτά θυμᾶμαι ὅτι ἕνα βράδυ μοῦ λέει στό
τηλέφωνο: «Π. Ἰγνά- τιε, σύντομα θά περάσεις μία μεγάλη δοκιμασία στό μοναστήρι
σου, πού δέν θά περιμένεις! Θά ἀνοίξεις τήν πόρτα τῆς Μονῆς καί θά φύγεις, ἀλλά
θά ἐπιστρέψεις». Ὄντως μετά ἀπό λίγες ἡμέρες ὁ τότε ἡγούμενος πῆρε μία ἀπόφαση
πού ἄλλαζε τό ρυθμό τῆς Μονῆς. Ἐγώ στενοχωρήθηκα καί ἐπειδή ἡ ἀπόφαση ἦταν ἀμετάκλητη
ἔφυγα καί ἦρθα στή μητέρα μου στήν Πάτρα. Ἐκείνη νοσοῦσε σοβαρά καί πῆγα
κατευθείαν νά τήν δια- κονήσω. Ὅλα τά θέματα πού ἀντιμετωπίζω μοῦ τά εἶχε
προείπει ὁ π. Νικόλαος.
Καί τώρα μετά
τήν κοίμησή του ἀκόμα τόν ζητᾶμε καί νοιώθουμε νά μᾶς παρηγορεῖ καί νά μᾶς
στηρίζει μέ τήν πνευματική δεξαμενή πού τόν εἶχε προικίσει ἡ χάρις τοῦ Παναγίου
Πνεύματος μέσα ἀπό τήν ταπείνωση καί τήν ἁπλότητα πού βίωνε.
Σέ πολλούς
πιστούς ἀπό τόν Μοριᾶ πού ἐρχόντουσαν στά Ἱεροσό- λυμα τούς ἔλεγα γιά τά μεγάλα
πνευματικά ὕψη πού ζοῦσε καθώς καί γιά τήν ἁγιότητα τοῦ π. Νικολάου, πολλοί τόν
δεχόντουσαν γιατί εἶχαν παρόμοια ἀκούσματα καί ἐμπειρίες ἀπό τόν ἴδιο. Ὁρισμένοι
ὅμως ἦταν ἐπιφυλακτικοί γιά τό πῶς ἕνας ἱερέας μέ οἰκογένεια, καί μάλιστα στίς
δύσκολες ἡμέρες πού ζοῦμε, μποροῦσε μές στόν κόσμο νά ἔχει ἐπικοι- νωνία μέ τά ἐπουράνια.
Ἔβλεπα συχνά χαρίσματα διορατικά καί προ- ορατικά στόν μακαριστό π. Νικόλαο, ὅπως
εἶχαν οἱ γνωστοί Γέροντες Παΐσιος, Πορφύριος καί Ἰάκωβος, ἐνῶ ἡ ὅλη ζωή του
θύμιζε τόν Ἅγιο Νικόλαο τόν Πλανᾶ. Τό λέω αὐτό γιά τόν π. Νικόλαο, διότι πολλές
φορές τοῦ τηλεφωνοῦσα καί τοῦ ἔλεγα κάποιους λογισμούς μου καί πει- ρασμούς
μου, καί αἰσθανόμουν σάν νά ἔβλεπε τά πάντα. Ἐπίσης σάν ἐξομολόγος εἶχε πολλή
διάκριση, δέν σέ μάλωνε, δέν ἦταν αὐστηρός ἀλλά πολύ μακρόθυμος καί
συγκαταβατικός. Μοῦ εἶχε πεῖ καί προβλέψει ὅτι θά γινόμουν Ἡγούμενος τῆς Μονῆς
τῶν Ποιμένων, ὅταν θά κοιμόταν ὁ Γέροντας Σεραφείμ. Ἐπίσης ὅτι ἐδῶ πού εἶμαι θά
ἀποκτοῦσε τό Προ- σκύνημα μεγάλο ὄνομα καί θά γινόταν φάρος σέ ὅλη τήν εὑρύτερη
πε- ριοχή. Μοῦ εἶχε πεῖ νά προσέχω πολύ τούς γείτονες, διότι δέν ἀγαποῦσαν τόσο
τό Μοναστήρι. Φυσικά ὅ,τι εἶχε πεῖ ὅλα βγῆκαν. Εἶχε μεγαλεῖο ψυχῆς καί ἀνωτερότητα
πού συνδυαζόταν ἁρμονικά μέ τήν ἁπλότητα καί τήν ἁγιότητα. Πάντα χαρούμενος καί
αἰσιόδοξος, εὔθυμος καί ἐλπιδοφόρος.
Ἐν ζωῆ, τόν
κτυποῦσαν ὁρισμένοι μέ ἀδικαιολόγητη ἐμπάθεια, ἐκεῖνος ὅμως δέν κρατοῦσε κακία.
Τό μεγαλεῖο τοῦ Θεοῦ φάνηκε ὅταν μάθαμε τήν κοίμησή του πάνω στήν ἀλλαγή τῆς
δεύτερης χιλιετηρίδας. Ἀπό στόμα σέ στόμα διαδόθηκε τό στενόχωρο γεγονός τῆς ἀπώλειας
τοῦ σπάνιου αὐτοῦ ἀνθρώπου καί πῆγε πολύς κόσμος νά προσκυνήσει τό σκήνωμα τοῦ
σεπτοῦ λευΐτη.
Κατά κοινή ὁμολογία
κλήρου καί λαοῦ τό σκήνωμα εἶχε τά χαρακτη- ριστικά ὁσίου ἀνδρός. Φωτεινότητα,
ροδαλότητα, μακαριότητα, γαλήνη, ἤρεμο μαλακό πρόσωπο, εὐωδία. Καί ὅλα αὐτά
καταλύοντας τούς νό- μους τῆς φύσεως, ὅπου σέ περιπτώσεις θανάτου ἀπό
πνευμονικό οἴδημα στίς μορφές τῶν ἀνθρώπων εἶναι πάντα ζωγραφισμένη ἡ φρίκη ἀπό
τόν πόνο τῆς ἀσθένειας αὐτῆς καί μελανιάζουν στήν ἀρχή καί μαυρίζουν.
Πολλοί δέ πιστοί
ὁμολόγησαν ὅτι ἔκοψαν κομμάτι ἀπό τά ἄμφια τοῦ ἱερέα, ὅπως κρόσια ἀπό τό ἐπιτραχήλι,
ἤ πῆραν ἄνθη, ἤ σκούπισαν τό μαντήλι τους στά ζεστά καί εὐλύγιστα χέρια του,
καί τό ἔχουν εὐλογία μέχρι σήμερα στό εἰκονοστάσι τους.
Ἐπίσης θυμᾶμαι ὅτι
κάποια εἶχε πολλά προβλήματα. Ζητοῦσε βοή- θεια ἀπό παντοῦ ἀλλά δέν μποροῦσε νά
βρεῖ γιατρειά. Κάποια στιγμή ἦρθε ὁ π. Νικόλαος νά μέ δεῖ, τοῦ εἶπα ὅτι κάποια
κυρία ὑποφέρει πολύ καί θέλει νά τήν στηρίξει κάποιος. Τότε ὑπακούοντας στά
λόγια μου πήγαμε νά τήν ἐπισκεφθοῦμε. Καί ὁ πατέρας Νικόλαος μόλις τήν ἀντίκρυσε
ἄρχισε νά τῆς μιλᾶ μέ σίγουρο καί ἀποκαλυπτικό τρόπο. Μετά ἀπό διά- βασμα πού ἔκανε
σιγανά ὁ π. Νικόλαος καί σταυρώνοντάς τη μέ τό ξυ- λόγλυπτο Τ. Σταυρό μέ
μαρτυρικά λείψανα πού ἔφερε πάντοτε στήν τσέπη κοντά στήν καρδιά τοῦ ἐσώρασού
του, ἡ γυναῖκα ἄρχισε νά παίρ- νει δύναμη. Τότε τήν συμβούλεψε νά μετανοήσει
καί νά γίνει πάλι παιδί τοῦ Χριστοῦ.
Ἐγώ ἀπόρησα μέ ὅλα
αὐτά καί μέχρι σήμερα σκέφτομαι τόν π. Νι- κόλαο καί δοξάζω τόν ἐν Τριάδι Θεῷ
πού στίς δύσκολες αὐτές ἐποχές φανέρωσε τέτοιον ταπεινό Σημειοφόρο λευΐτη. Ἐπίσης
πολλές ἀπό τίς δοκιμασίες τῶν οἰκείων μου τίς εἶχε προείπει μέ λεπτομέρεια καί
χρο- νοδιάγραμμα. Λέει μία μέρα στήν μητέρα μου Κωνσταντίνα: ὁ σύζυγός σου θά
πιαστεῖ στά χέρια καί στά πόδια σέ ἕνα μῆνα, ἐμεῖς πρέπει νά κάνουμε θερμή
προσευχή μετά δακρύων. Ὄντως μετά ἀπ´ἕνα μῆνα ἄρχισε νά πιάνεται τό δεξί χέρι
καί μετά ὅλα τά ἄκρα τοῦ πατέρα μου. Μετά ἀπό προσευχή ὅλων ἐπανῆλθε στήν
πρότερη κατάσταση. Ἀκόμα, ὅταν ὁ πατέρας μου ἦταν πολύ ἐνοχλημένος γιά τήν ἀπόφασή
μου νά ἀκολουθήσω τή μοναχική ζωή, εἴχαμε μεγάλη στενοχώρια στό σπίτι καί ἦταν ἀρνητικός
στόν κλῆρο καί στήν πίστη. Ὁ π. Νικόλαος μέ τή μεγάλη πνευματικότητα καί τήν
πίστη του πρός τόν Θεό, τόν κάλεσε νά μιλή- σουνε ἰδιαιτέρως. Τότε, μετά ἀπό
πολλή ὥρα συζήτησης, ὁ π. Νικόλαος τοῦ μαλάκωσε τήν καρδιά, μεταστρέφοντας
ριζικά τήν ταραγμένη ψυχή του καί τόν ἔκανε νά δεχθεῖ τήν ἀπόφαση τοῦ παιδιοῦ
του δοξάζοντας τόν Θεό. Γενικά ὁ π. Νικόλαος ἦταν ἄνθρωπος τῆς ἄκρας
ταπείνωσης, τῆς διακρίσεως, τοῦ πόνου πρός τόν πάσχοντα, τόν ἀδύνατο, τόν
ταλαι- πωρημένο, δέν πρόσβαλε ποτέ κανένα καί κάτι καλό εἶχε νά πεῖ γιά κάθε
συνάνθρωπό του. Εἴθε νά ἔχουμε τίς ἁγίες πρεσβεῖες του, τίς εὐχές, τίς μεσιτεῖες
τοῦ Παπούλη μας ἀπό ἐκεῖ ψηλά πού εὑρίσκεται. Ἀμήν!».
Κατά τήν
θαυμαστή κοίμηση τοῦ ἱερέα τῆς 4-1-2000, γεγονός πού τοῦ τό ἀποκάλυψε ὁ Μέγας
Βασίλειος, τό σκήνωμά του εἶχε εὐκαμψία καί φυσιολογική θερμοκρασία. Ἦταν
κέρινο καί λαμπερό καί σέ τραβοῦσε νά τό ἀσπάζεσαι συνέχεια. Ὁ λαός πού
συνέτρεξε, τόν τίμησαν σάν ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ καί δικό Του ἀπεσταλμένο. Γενικά ἦταν
μεγάλος ἀγωνιστής καί ἀληθινός κληρικός, χωρίς νά ποθεῖ τά ὑλικά, ἀλλά μόνο τά πνευματικά.
Πολύ εὐλογήθηκαν οἱ Πατρινοί πού γεννήθηκε καί πέ- ρασε ἀπό τήν πόλη τους ἕνα
κομμάτι τοῦ Οὐρανοῦ, ὅπως ἦταν ὁ π. Νικόλαος. Πολλοί μετά τήν κοίμησή του τόν
βλέπουν ζωντανό καί φωτεινό νά ἐξέρχεται ἀπό τόν οἰκογενειακό του τάφο στήν
Παναγία τήν Ἀλεξιώτισσα Πατρῶν, ἐπιτελώντας διάφορα σημεῖα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου