Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Τετάρτη 15 Μαΐου 2024

ΨΑΛΜΌΣ 103. ΕΡΜΗΝΕΊΑ.02. ἀναβαλλόμενος φῶς ὡς ἱμάτιον, ἐκτείνων τὸν οὐρανὸν ὡσεὶ δέρριν.



02. ἀναβαλλόμενος φῶς ὡς ἱμάτιον, ἐκτείνων τὸν οὐρανὸν ὡσεὶ δέρριν


Οὐσιαστικὰ ὑμνολογεῖ ὁ ποιητὴς μία δημιουργία, σύμφωνα μὲ τὶς κοσμολογικὲς ἀντιλήψεις τῆς ἐποχῆς του. Σύμφωνα, λοιπόν, μὲ αὐτὲς τὶς
κοσμολογικὲς ἀντιλήψεις, ἡ γῆ εἶναι ἕνα τεράστιο νησὶ ποὺ ἐπιπλέει στὰ
ὕδατα τῆς ἀβύσσου, ἀλλὰ προστατεύεται καὶ δὲν κατακλύζεται ἀπὸ τὰ
ὕδατα ἐπειδὴ γύρω ἀπὸ τὸ νησὶ αὐτὸ ὑπάρχει ἕνας θόλος ποὺ ἔχει τεντωθεῖ, καὶ προφυλάσσει τὴ γῆ ἀπὸ τὰ ὕδατα τὰ ἄνω τοῦ στερεώματος.
Ἕνα στερέωμα λοιπὸν ἔχει ἁπλωθεῖ γύρω ἀπὸ τὴ γῆ, σὰν ἀπὸ δέρμα, ποὺ ὀνομάζεται οὐρανός. Ὑπάρχουν τὰ ὕδατα τὰ ἄνω τοῦ στερεώματος, τὰ
πάνω ἀπὸ τὸν οὐρανό, καὶ τὰ ὕδατα τὰ κάτω τοῦ στερεώματος. Αὐτὴ εἶναι ἡ κοσμολογικὴ ἀντίληψη τῆς ἐποχῆς τοῦ Δαβὶδ καὶ χιλιάδες χρόνια πρὶν ἀπὸ τὸν Δαβὶδ καὶ ἀρκετὲς ἑκατοντάδες χρόνια μετὰ ἀπὸ τὸν
Δαβίδ. Αὐτὸ σημαίνει, τὸ ἐκτείνων τὸν οὐρανὸν ὡσεὶ δέρριν, σὰν νὰ τέντωσες ἕνα δέρμα καὶ ἅπλωσες τὸν οὐρανό. Ἡ λέξη «δέρρις» (= δέρμα)
ἀνακαλεῖ τὴ σκηνὴ μέσα στὴν ὁποία ἐγκαταβιώνουν οἱ ἄνθρωποι ἑνὸς σκηνίτη λαοῦ, ποὺ ἀποτελεῖ τὸν οἶκο, τὸ σπίτι. Ἡ σκηνή, μὲ τὸν θόλο
φτιαγμένο ἀπὸ τεντωμένο δέρμα, προστάτευε τὴ ζωή τους, τὸ εἶναι
τους, τὸ ἔχει τους. Επομένως, ἀπὸ τὸν οἶκο τοῦ ἀνθρώπου ἀντιλαμβάνεται ὁ ποιητὴς τὸν οἶκο τῆς Δημιουργίας μέσα στὸν ὁποῖο εἴμαστε ὅλοι
περιχωρημένοι.
Ὅμως πρέπει νὰ σταθοῦμε ἀρκετὰ στὴ λέξη «φῶς»: ἀναβαλλόμενος
φῶς ὡς ἱμάτιον, ντύθηκες τὸ φῶς, τὸ ροῦχο σου εἶναι τὸ φῶς. Ποιὸ εἶναι
αὐτὸ τὸ φῶς ποὺ εἶναι τὸ ροῦχο τοῦ Θεοῦ τὸν ὁποῖο ὑμνοῦμε ἐδῶ; Στὴν
ἀρχαία ἀντίληψη τῆς Βίβλου, δηλαδὴ στὸ βιβλίο τῆς Γενέσεως ποὺ περιγράφεται ἡ Δημιουργία, ἔχουμε ἕνα φῶς. Τὸ πρῶτο πράγμα ποὺ δημιουργεῖται εἶναι τὸ φῶς: Καὶ εἶπεν ὁ Θεός· γενηθήτω φῶς. Καὶ ἐγένετο
φῶς. Δὲν εἶναι ὅμως τὸ φῶς τοῦ ἥλιου, δὲν εἶναι ἕνα φῶς κτιστό. Δὲν εἶναι ἕνα φῶς ποὺ φωτίζει τὴ Δημιουργία. Εἶναι ἕνα φῶς ποὺ δηλώνει τὴν
παρουσία τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ. Παρεμβαίνει ὁ Θεὸς μέσα στὸ χάος, στὴν
ἄβυσσο, στὴν ἀταξία τοῦ σύμπαντος, καὶ αὐτὴ ἡ παρέμβασή του λέγεται φῶς. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος, στην Α' πρὸς Τιμόθεον ἐπιστολή, ἀναφερόμενος στὸν Λόγο τοῦ Θεοῦ ποὺ εἶναι ὁ Υἱός, ὑπογραμμίζει ὅτι ἡ θεότητα κατοικεῖ μέσα στὸ φῶς, καὶ αὐτὸ τὸ φῶς τὸ χαρακτηρίζει μὲ τὸ
ἐπίθετο «ἀπρόσιτο», δηλαδὴ μὴ αἰσθητό. Δὲν μπορεῖς νὰ τὸ πλησιάσεις
ἢ νὰ τὸ περιγράψεις. Ἡ Ἁγία Γραφή, λοιπόν, ξεκινάει μὲ τὴν παρουσία
ἑνὸς φωτός, ἀλλὰ καὶ τελειώνει μὲ τὴν παρουσία ἑνὸς φωτός. Ἂν μνημόνεψα τὸν τρίτο στίχο τῆς Γενέσεως, πρέπει νὰ μνημονέψω καὶ ἕναν
ἀπὸ τοὺς τελευταίους στίχους τῆς Ἀποκαλύψεως, ὅπου ὁ προφήτης
βλέπει καὶ περιγράφει τὴ νέα πόλη: καὶ ἡ πόλις οὐ χρείαν ἔχει τοῦ ἡλίου οὐδὲ τῆς σελήνης ἵνα φαίνωσιν αὐτῇ· ἡ γὰρ δόξα τοῦ Θεοῦ ἐφώτισεν
αὐτήν, καὶ ὁ λύχνος αὐτῆς τὸ ἀρνίον (Αποκ. 21,23). Αὐτὴ ἡ πόλις τῶν ἐσχάτων εἶναι φωτεινή, ἔχει φῶς, ἀλλὰ τὸ φῶς αὐτὸ δὲν προέρχεται ἀπὸ
τὸν ἥλιο, δὲν εἶναι κτιστὸ φῶς.
Αὐτὴ ἡ διάκριση κτιστοῦ καὶ ἀκτίστου φωτός χαρακτηρίζει τὴ θεολογία τῶν Προφητῶν, αὐτὴ εἶναι οὐσιαστικὰ ἡ ἀπαρχὴ τῆς θεολογίας
τους· μιλᾶνε γιὰ ἕνα καινούργιο φῶς ποὺ ἔρχεται καὶ χαρακτηρίζει βέβαια σύνολη τὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας. Καὶ στὴ μὲν Παλαιὰ Διαθήκη
ἔχουμε τις θεοφάνειες, οἱ ὁποῖες σημειοῦνται μὲ τὴν παρουσία τοῦ φωτὸς
ἢ τοῦ πυρός, μὲ κατ' ἐξοχὴν χαρακτηριστικὴ τὴ θεοφάνεια τοῦ Σινᾶ, ὅπου
δὲν εἶναι μόνο οἱ φλόγες, δὲν εἶναι μόνο ή καιομένη Βάτος, τὸ πῦρ, ἀλλὰ
εἶναι καὶ τὸ φῶς μὲ τὸ ὁποῖο βγαίνει ὁ Μωυσῆς μέσα ἀπὸ τὸ σκοτάδι. Τὸ
φῶς αὐτὸ δὲν τὸ βλέπει ὁ ἄνθρωπος μὲ τὶς ἴδιες δυνάμεις του, ἀλλὰ τοῦ
ἀποκαλύπτεται. Τὸ βλέπει κατὰ τὸ ποσοστὸ ποὺ δέχεται νὰ φωτιστεῖ.
Εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι στὴ θεοφάνεια τοῦ Σινᾶ ναὶ μὲν μέσα στὸ σκοτάδι, τὸν γνόφο, γίνεται ὁ διάλογος τοῦ Μωυσῆ μὲ τὸν Θεό, ὅπου μαθαίνει
τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ: Κύριος πολυέλεος καὶ πολυεύσπλαχνος καὶ ἀληθινός, ὅταν βγαίνει ὅμως ἀπὸ τὸν γνόφο εἶναι πάμφωτος ὁ ἴδιος, γεμάτος φῶς 
Στὴν Παλαιὰ Διαθήκη, ἐκτὸς τῆς θεοφάνειας στὸ Σινὰ ἔχουμε μία
θεοφάνεια ὅπου ὁ λόγος τοῦ Πατρός, κατ᾽ οὐσίαν ὁ Υἱός, ὁδηγεῖ τὸν λαὸ
ἀπὸ τὴν αἰχμαλωσία στὴν ἐλευθερία, ὡς στήλη πυρός. Βέβαια στὴν Καινὴ Διαθήκη ἔχουμε δύο συγκλονιστικὲς στιγμές, ὅπου αὐτὸ τὸ φῶς
πλέον ἐμφαίνεται ὡς ἄκτιστο φῶς, ἡ μία εἶναι ἡ θεοφάνεια στὸ ὄρος Θαβώρ, ὅπου ἐκεῖ οἱ μαθητὲς μᾶς περιγράφουν μία ἐμπειρία τους καὶ μᾶς
λένε ὅτι: ἔλαμψε τὸ πρόσωπον αὐτοῦ ὡς ὁ ἥλιος, τὰ δὲ ἱμάτια αὐτοῦ ἐγένετο λευκὰ ὡς τὸ φῶς (Ματθ. 17,2)· καὶ ἀργότερα ἔχουμε μία περιγραφὴ αὐτοῦ τοῦ φωτὸς ὅταν κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς φωτίζεται ὅλη ἡ αἴθουσα, καταλάμπεται ὅλη ἡ αἴθουσα ἀπὸ ἕνα φῶς. Ἀπὸ
ἐκεῖ καὶ ἔπειτα, ἔχουμε ὅλη τὴ θεολογία τῆς Ἐκκλησίας, τὴν χαρακτηρίζουμε μάλιστα «νηπτική» θεολογία, ἐπειδὴ ἔχει νὰ κάνει μὲ τὴν
ἐσωτερικὴ ἠρεμία καὶ νήψη τοῦ ἀνθρώπου, καὶ ἡ ὁποία νηπτικὴ θεολογία ἀναπτύσσεται πάνω στὴν παρουσία τοῦ ἀκτίστου φωτός, αὐτὸ ποὺ
παράγει ἡ παρουσία τῶν ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ μέσα στὴν ἱστορία, μέσα
στη Δημιουργία, μέσα στὸν πιστὸ ἄνθρωπο. Τὶς ὀνομάζουμε ἄκτιστες
ἐνέργειες, αὐτὲς τὶς δυνάμεις τοῦ Θεοῦ, καὶ τὸ φῶς μὲ τὸ ὁποῖο γίνονται ἀντιληπτὲς τὸ ὀνομάζουμε ἄκτιστο φῶς. Οἱ περισσότεροι θὰ ξέρετε, ἂν ἔχετε διαβάσει τὸν βίο τοῦ ἁγίου Σεραφεὶμ τοῦ Σάρωφ, αὐτὸν τὸ περίφημο διάλογο τοῦ πρίγκιπα μὲ τὸν ἀσκητή. Ὁ Μοτοβίλωφ ζητάει νὰ μάθει ἂν μποροῦμε νὰ ἔχουμε ἐμπειρία τῆς παρουσίας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, καὶ ὁ γέροντας τοῦ λέει: «εἶσαι τώρα μέσα στὸ Ἅγιο Πνεῦμα· πές
μου τι βλέπεις;»· καὶ λέει αὐτός: «δὲν μπορῶ νὰ δῶ τὸ πρόσωπό σου, γιατί λάμπει σὰν τὸν ἥλιο, καὶ αὐτὸ τὸ φῶς εἶναι ἁπλωμένο γύρω - γύρω, παντοῦ». Ὅπως στὸ Θαβώρ δὲν ἔλαμψε μόνο το πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ
καὶ τὰ ἱμάτιά του ἔλαμψαν, δηλαδὴ καὶ ἡ κτιστὴ ὕλη μετέχει αὐτοῦ τοῦ φωτός.
Γιὰ τοὺς Προφῆτες τὸ φῶς, ἐκτὸς ἀπὸ ἕνα πρωτολογικὸ περιεχόμενο
ποὺ ἔχει στὴν αὐγὴ τῆς ἱστορίας καὶ τῆς Δημιουργίας, ἔχει κυρίως ἐσχατολογικὴ σημασία. 

Βλέπουν μία πόλη καινούργια νὰ ἔρχεται, καὶ αὐτὴ
τὴν πόλη τὴν βλέπουν γεμάτη μὲ τὸ φῶς, αὐτὸ τὸ φῶς τὸ πρωτολογικό,
τὸ πρῶτο φῶς, τὸ ὁποῖο θὰ λάμψει καὶ στὰ ἔσχατα. Ὁ Ἠσαΐας ἀντιλαμβάνεται τὸν λαὸ νὰ πορεύεται μέσα στὸ σκοτάδι, παρὰ τὸ γεγονὸς
ὅτι ὑπάρχει ὁ ἥλιος: Ὁ λαὸς ὁ πορευόμενος ἐν σκότει ἴδετε φῶς μέγα
(δέστε μέγα φῶς), οἱ κατοικοῦντες ἐν χώρᾳ καὶ σκιᾷ θανάτου, φῶς
λάμψει ἐφ' ὑμᾶς (Ησ. 9,2). Στὸν Μαλαχία, ἕναν ἐλάσσονα προφήτη,
αὐτὸ περιγράφεται ἀκόμα πιὸ καθαρά: καὶ ἀνατελεῖ ὑμῖν τοῖς φοβουμένοις τὸ ὄνομά μου ἥλιος δικαιοσύνης (Μαλ. 4,2). Ὁ ἥλιος τῆς δικαιοσύνης δὲν θὰ ἀνατείλει γιὰ ὅλους, ἀλλὰ γιὰ αὐτοὺς ποὺ ἔχουν σχέση μὲ τὸν Θεό. Επομένως, γιὰ νὰ ἀντιληφθῶ τὴν παρουσία αὐτοῦ τοῦ
φωτός, πρέπει νὰ ἔχω προχωρήσει ἕναν δρόμο καὶ νὰ ἔχω δημιουργήσει μία σχέση μὲ τὴν πηγὴ αὐτοῦ τοῦ φωτός. Ακόμα σαφέστερα ὁ Ἠσαΐας
θὰ μᾶς πεῖ, ὁραματιζόμενος αὐτὴ τὴ νέα πραγματικότητα ποὺ ἔρχεται
καὶ ποὺ γιὰ τοὺς Πατέρες μας εἶναι ἡ Ἐκκλησία, οὐκ ἔσται σοι ἔτι ὁ ἥλιος εἰς φῶς ἡμέρας (τότε δὲν θὰ σὲ φωτίζει τὴν ἡμέρα ὁ ἥλιος), οὐδὲ
ἀνατολὴ σελήνης φωτιεῖ σου τὴν νύκτα, ἀλλ᾽ ἔσται σοι Κύριος φῶς
αἰώνιον καὶ ὁ Θεὸς δόξα σου (Ησ. 60,19).
Πιάνομαι ἀπὸ τὴν τελευταία λέξη «δόξα», γιὰ νὰ σημειώσω ὅτι στὴ θεολογία τῆς Ἐκκλησίας φῶς καὶ δόξα ταυτίζονται. Ἡ δόξα τοῦ Θεοῦ
εἶναι φῶς, τὸ φῶς τοῦ Θεοῦ εἶναι δόξα. Αὐτὴ τὴ δόξα περιγράφουμε καὶ
στοὺς ἁγίους του, μιὰ στεφάνη ποὺ θέλει νὰ ὑποδηλώσει αὐτὴ τὴν παρουσία τοῦ φωτός. Στὸν εὐαγγελιστὴ Ἰωάννη, βέβαια, τὸ φῶς τοῦ Χριστοῦ κυριαρχεῖ στὸν ἀνακαινισμένο κόσμο. Ὁ Ἰωάννης εἶναι ἀποκαλυπτικὸς σ' αὐτὸ τὸ σημεῖο, τὸ φῶς αὐτὸ τὸ ὀνοματίζει, εἶναι ὁ ἴδιος ὁ
Χριστός. Στὰ χείλη τοῦ Χριστοῦ βάζει τὴ φράση: ἐγώ εἰμι τὸ φῶς τοῦ κόσμου· ὁ ἀκολουθῶν ἐμοὶ οὐ μὴ περιπατήσῃ ἐν τῇ σκοτίᾳ, ἀλλ᾽ ἕξει τὸ φῶς τῆς ζωῆς (Ἰωάν. 8,12). 

Καὶ εἶναι πάρα πολλὲς οἱ ἀναφορὲς τοῦ
Ἰωάννη στὸ φῶς. Ἔτσι ἐξ ἄλλου ξεκινάει τὸ εὐαγγέλιόν του, μιλώντας
γιὰ τὸν Ἰωάννη τὸν Πρόδρομο, λέγοντας ὅτι αὐτὸς ἦρθε γιὰ νὰ μᾶς μιλήσει γιὰ τὸ φῶς. Δὲν ἦταν ἐκεῖνος τὸ φῶς ἀλλὰ μᾶς μίλησε γιὰ τὸ φῶς
ποὺ θὰ ἔρθει.


Δεν υπάρχουν σχόλια: