Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Δευτέρα 27 Μαΐου 2024

ΨΑΛΜΟΣ 109. ΕΡΜΗΝΕΊΑ!04.Ωμοσε Κύριος καὶ οὐ μεταμεληθήσεται· σὺ ἱερεὺς εἰς τὸν αἰῶνα κατὰ τὴν τάξιν Μελχισεδέκ.


Ωμοσε Κύριος καὶ οὐ μεταμεληθήσεται· σὺ ἱερεὺς εἰς τὸν αἰῶνα κατὰ τὴν τάξιν Μελχισεδέκ.


Έχουμε δύο ἡμιστίχια. α) Ὁ Κύριος ὑποσχέθηκε καὶ ποτὲ δὲν θὰ πάρει πίσω τὴν ὑπόσχεσή του. β) Ὁ Σωτήρας ποὺ θὰ ἔλθει θὰ εἶναι ἱερέας
κατὰ τὴν τάξη Μελχισεδέκ. Ἂς δοῦμε ξεχωριστὰ τὸ περιεχόμενο αὐτῶν τῶν δύο ἡμιστιχίων.
Ὁ Δαβίδ, ποὺ κατὰ τὸν ἴδιο τὸν Χριστὸ μιλάει σ᾽ αὐτὸν τὸν ψαλμὸ ἐν Πνεύματι, ἀναφέρεται στὴν ὑπόσχεση τοῦ Κυρίου πρὸς τὸν λαό του,
στοὺς ἀνθρώπους. Ὁ πρῶτος ὅρκος τοῦ Πατρὸς πρὸς τοὺς ἀνθρώπους δίνεται ὄχι στὸν ἄνθρωπο, ἀφορᾶ ὅμως τὸν ἄνθρωπο· δίνεται στὸ σύμβολο
τοῦ κακοῦ: τὸ φίδι. Στὸ σύμβολο αὐτὸ τοῦ κακοῦ πρωτολέει ὅτι ἀπὸ τὴ
γυναίκα θὰ γεννηθεῖ παιδὶ ποὺ θὰ σὲ συντρίψει: καὶ ἔχθραν θήσω ἀνὰ μέσον σοῦ καὶ ἀνὰ μέσον τῆς γυναικὸς καὶ ἀνὰ μέσον τοῦ σπέρματός σου
καὶ ἀνὰ μέσον τοῦ σπέρματος αὐτῆς· αὐτός σου τηρήσει κεφαλήν, καὶ
σὺ δὲ τηρήσεις αὐτοῦ πτέρναν (Γέν. 3,15). Αὐτὴ τὴν ὑπόσχεση τὴν ὀνομάζουμε Πρωτευαγγέλιον. Αναφέρεται στὴ Σταύρωση τοῦ Χριστοῦ,
ἀπόγονου τῆς γυναίκας μέσῳ τῆς Παναγίας. Αὐτὸς ὁ ἀπόγονος τῆς γυναίκας θὰ κακοπάθει ἐξαιτίας σου, θὰ σταυρωθεῖ, ἀλλὰ θὰ σοῦ συντρίψει τὸ κεφάλι. Αὐτὸς εἶναι ὁ πρῶτος ὅρκος.
Οὐσιαστικά, αὐτὸς ὁ ὅρκος ἐπαναλαμβάνεται σὲ ὅλες τὶς θεοφάνειες
ποὺ μᾶς φανερώνουν τὰ προφητικὰ κείμενα. Αὐτὸς ὁ ὅρκος ἐπαναλαμβάνεται στὸν Νῶε, μετὰ ἀπὸ μία τεράστια καταστροφή. Αὐτὸς ὁ ὅρκος
ἐπαναλαμβάνεται κυρίως στὸν Ἀβραάμ: ἐφ' ὅσον μὲ ἐμπιστευθεῖς θὰ ξεκινήσει ἀπὸ σένα μιὰ γενιὰ ποὺ θὰ φέρει τὴ σωτηρία. Αὐτὸς ὁ ὅρκος ἐπαναλαμβάνεται στοὺς ἀπογόνους τοῦ Ἀβραάμ, στὸν Ἰσαάκ, στὸν Ἰακώβ.
Αὐτὸς ὁ ὅρκος ἐπαναλαμβάνεται στὸν Μωυσῆ, καὶ στὶς δύο θεοφάνειες,
καὶ στὸ Χωρὴβ καὶ στὸ Σινά. Ἀποκαλύπτεται αὐτὸς ὁ Γιαχβέ, ὁ Θεός, ὅτι εἶναι πιστὸς στὸν ὅρκο του, πιστὸς στὴ συμφωνία του, πιστὸς στὴν ὑπόσχεσή
του. Αὐτὸς ὁ ὅρκος ὁλοκληρώνεται μὲ τὴ γέννηση τοῦ Χριστοῦ, μὲ τὴν ἐνανθρώπηση τοῦ Υἱοῦ. Ἡ φανέρωση αὐτῆς τῆς ὁλοκλήρωσης γίνεται τὸ ξημέρωμα ἐκείνης τῆς Κυριακῆς, ὅταν οἱ ἅγιες μυροφόρες γυναῖκες βλέπουν ἕναν ἄδειο τάφο. Ἡ αἴσθηση, ὅμως, αὐτῆς τῆς
σωτηρίας κατατίθεται τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς, ὅταν τὸ Ἅγιο
Πνεῦμα ἐπιτρέπει στοὺς ἀνθρώπους ποὺ ἔχουν παραδοθεῖ στὸν Θεὸ νὰ ἀντιληφθοῦν τὴν παρουσία τῶν δυνάμεων τοῦ Θεοῦ ἐντός τους.
. Ἡ ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς ἐμφανίζεται στὴν ἱστορία δέκα ἡμέρες μετὰ τὴν Ἀνάληψη. Ἡ τελικὴ δόξα τοῦ Υἱοῦ φανερώνεται στὴν Ἀνάληψη. Τελείωσε τὸ ἔργο του δηλαδή. Τελείωσε αὐτὸ ποὺ εἶχε νὰ κάνει. Καὶ ἀνεβαίνει στοὺς
οὐρανούς: καὶ ἐκάθησε εἰς τὰ δεξιὰ τοῦ Πατρός.
Τί σημαίνει στὰ δεξιὰ τοῦ Πατρός; Ποιὸς κάθησε; Ὁ Υἱός, εἶναι μιὰ πρώτη ἀπάντηση. Ὁ Υἱὸς ὅμως ἦταν πάντοτε στὰ δεξιὰ τοῦ Πατρός.
Αὐτὸς λοιπὸν ποὺ κάθησε εἶναι ὁ νέος ἄνθρωπος, αὐτὸς ποὺ ὁ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης ἐπιμένει νὰ τὸν ὀνομάζει: ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου. Αὐτὸς
ποὺ κάθισε εἶναι ὁ ἐγχριστωμένος ἄνθρωπος, δηλαδὴ ἡ ἀνθρώπινη φύση ἡ ἑνωμένη μὲ τὸν Ἰησοῦ. Αὐτὸς ποὺ κάθεται πιά, μετὰ τὴν Ἀνάληψη,
στὰ δεξιὰ τοῦ Πατρὸς εἶναι Θεάνθρωπος. Νὰ τὸ πῶ κάπως ἀλλιῶς: αὐτὸς ποὺ κάθεται στὰ δεξιὰ τοῦ Πατρός, ἐν δυνάμει, εἶναι ὁ καθένας μας.
Ἂν ἕνας ἄνθρωπος ποὺ γεννήθηκε ἀπὸ μία γυναίκα, ἡ ὁποία δὲν διαφέρει σὲ τίποτα ἀπὸ τὸν καθένα μας, ἀλλὰ μόνον ὡς πρὸς τὴν προαίρεσή
της, ὡς πρὸς τὴ γνώση της, ὡς πρὸς τὴν ἐσωτερική της αρτιότητα, ενώθηκε μὲ τὸν Θεὸ ἐπειδὴ ἑνώθηκε μὲ τὸν Υἱό του, ἔγινε Υἱὸς τοῦ Πατρός, τότε μπορῶ καὶ ἐγώ, ὁ καθένας μπορεῖ. Δηλαδή, ὡς πρὸς τὴν ὕπαρξη δὲν
εἶναι ἀδύνατον αὐτό. Αρχίζουμε πιὰ καὶ πηγαίνουμε στὸ ἄλλο θέμα, τὸ
τεράστιο, ποιὸς εἶναι ὁ δρόμος ὥστε νὰ μπορῶ κι ἐγὼ νὰ γίνω υἱὸς τοῦ οὐρανίου Πατρὸς κατὰ ὑπαρξιακό τρόπο. Μπορῶ λοιπὸν καὶ ἐγώ, ἀλλὰ
κάποιον δρόμο πρέπει νὰ ἀκολουθήσω· ποιὸς εἶναι ὁ δρόμος. Καὶ ἔτσι ἀναπτύσσεται ἡ ἑρμηνεία ποὺ εἶναι ἡ βάση τῆς ὑπαρξιακῆς ἀνάπτυξης
τοῦ ἀνθρώπου. Ὄχι τῆς φυσικῆς του ἀνάπτυξης, ἀλλὰ τῆς ἐσωτερικῆς του ἀνάπτυξης. Διαμορφώνεται, λοιπόν, ἕνας δρόμος.



Ἂς ἔλθουμε στὸ δεύτερο ἡμιστίχιο: σὺ ἱερεὺς εἰς τὸν αἰῶνα κατὰ τὴν τάξιν Μελχισεδέκ. Σ' αὐτὸν τὸν Υἱὸ παρέδωσε κάθε λειτουργικὴ ἐξουσία. Ποιὲς εἶναι οἱ λειτουργικὲς ἐξουσίες ποὺ ἔχει ὁ ἡγέτης μιᾶς ὁμάδας,
ἑνὸς λαοῦ, μέσῳ τῶν ὁποίων θὰ λειτουργήσει ἡ ὁρατὴ ἔκφραση τῆς ἑνότητας, Εἶναι ἡ ἱερατική, ἡ προφητικὴ καὶ ἡ βασιλική. Αὐτὲς οἱ λειτουργίες ἐμφανίζονται σὲ ὅλες τὶς θρησκεῖες. Ποτὲ καὶ σὲ καμιὰ θρησκεία,
οὔτε στὸν Ἰσραήλ, αὐτὲς οἱ τρεῖς λειτουργίες δὲν ἑνώθηκαν σὲ μία, παρὰ μόνον στὸν Χριστό. Μόνο ὁ Χριστὸς ἐμφανίστηκε νὰ ἔχει πραγματικὰ αὐτὲς τὶς τρεῖς λειτουργίες. Καὶ αὐτὴ ἡ συνύπαρξη τῶν τριῶν λειτουργιῶν ἐμφανίζεται ὡς πρόρρηση του προφήτη Δαβὶδ στὸν στίχο ποὺ
ἐξετάζουμε, μὲ τὴ διατύπωση «κατὰ τὴν τάξιν Μελχισεδέκ». Γιὰ νὰ κατανοήσουμε αὐτὴ τὴ φράση, ἂς δοῦμε τὴν ἴδια τὴν ἱστορία τοῦ Μελχισεδὲκ καὶ τοὺς συμβολισμούς της.

Τὸ περιστατικὸ τῆς ἐμφανίσεως τοῦ Μελχισεδέκ περιγράφεται στὸ
14ο κεφάλαιο τοῦ βιβλίου τῆς Γενέσεως καὶ συνδέεται μὲ τὴν ἱστορία τοῦ
Ἀβραάμ. Ὁ Ἀβραὰμ ἀναγκάζεται νὰ ἐκστρατεύσει ἐναντίον τῶν ἐχθρῶν
του, ποὺ ἔχουν αἰχμαλωτίσει τὸν ἀνεψιό του Λώτ. Δίνει μάχη, νικάει τοὺς
ἐχθρούς, ἀπελευθερώνει τὸν Λώτ. Επιστρέφοντας στον τόπο του γίνεται δεκτὸς ἀπὸ τὸν βασιλιὰ τῆς πόλεως Σαλήμ (= Ιερουσαλήμ), τὸν
Μελχισεδέκ, ὁ ὁποῖος τὸν εὐλογεῖ καὶ τοῦ προσφέρει ψωμὶ καὶ κρασί. Ὁ
Μελχισεδέκ εἶναι βασιλιὰς τῆς πόλεως Σαλήμ, ἀλλὰ καὶ ἱερέας. Μὲ τὴν
εὐλογία ποὺ προσφέρει στὸν Ἀβραάμ, λογίζεται καὶ ὡς προφήτης.
Αργότερα, τὸ πρόσωπο τοῦ Μελχισεδὲκ λαμβάνει συμβολικό χαρακτήρα, μέχρι ὁ Δαβὶδ νὰ ἀποτυπώσει αὐτὸ τὸν συμβολισμὸ στὸν 109ο
ψαλμό του, ἀνάγοντας τὶς ἰδιότητες τοῦ Μελχισεδὲκ σὲ ἰδιότητες τοῦ
Μεσσία. Κυριότερη μάλιστα ἰδιότητα εἶναι ἡ ἱερατική του, ἡ ὁποία δὲν
προέρχεται ἀπὸ τὴν τάξη τῶν λευιτῶν ἀλλὰ ἐμπεριέχει μία παγκόσμια διάσταση.
Κατεξοχὴν ὅμως ὁ ἀπόστολος Παῦλος θὰ τονίσει ἰδιότητες τοῦ Μελχισεδὲκ στὸν Χριστό, θεωρώντας τὸν πρῶτο τύπο τοῦ δεύτερου. Τέτοια
στοιχεῖα, κατὰ τὸν ἀπόστολο Παῦλο, ποὺ ἀσφαλῶς διασώζει στοιχεῖα
τῆς ἑβραϊκῆς ἀποκαλυπτικῆς γραμματείας, εἶναι, μεταξὺ ἄλλων: α) Ἡ
συνύπαρξη σὲ ἕνα πρόσωπο τοῦ ἱερατικοῦ, προφητικοῦ καὶ βασιλικοῦ
ἀξιώματος, β) Ἡ ἀπουσία γενεαλογίας, κάτι ποὺ ἐπιτρέπει στὸν Ἀπόστολο νὰ τὸν θεωρήσει ἀπάτορα καὶ ἀμήτορα, γ) Ἡ προσφορὰ ἄρτου καὶ
οἴνου ὡς εὐχαριστία, δ) Ἡ ἀπουσία μνείας θανάτου καὶ ταφῆς. Οὗτος γὰρ ὁ Μελχισεδέκ, βασιλεὺς Σαλήμ, ἱερεὺς τοῦ Θεοῦ τοῦ ὑψίστου, ὁ συναντήσας ᾽Αβραὰμ ὑποστρέφοντι ἀπὸ τῆς κοπῆς τῶν βασιλέων καὶ εὐλογήσας αὐτόν, ᾧ καὶ δεκάτην ἀπὸ πάντων ἐμέρισεν ᾿Αβραάμ,
πρῶτον μὲν ἑρμηνευόμενος βασιλεὺς δικαιοσύνης, ἔπειτα δὲ καὶ βασιλεὺς Σαλήμ, ὅ ἐστι βασιλεὺς εἰρήνης, ἀπάτωρ, ἀμήτωρ, ἀγενεαλόγη
μήτε ἀρχὴν ἡμερῶν μήτε ζωῆς τέλος ἔχων, ἀφωμοιωμένος δὲ τῷ
υἱῷ τοῦ Θεοῦ, μένει ἱερεὺς εἰς τὸ διηνεκές... - Ἑβρ. 7,1 -

3. Τελικά, το πρόσωπο τοῦ Μελχισεδέκ στὸ χωρίο τῆς Γενέσεως ἔρχεται ἀπὸ πουθενά
καὶ χάνεται στὸ πουθενά, καί, κυρίως, ἡ θυσία του ἀνατρέπει τὰ ἰσχύοντα
στὴν ἐποχή του· ἀντὶ καρπῶν ἢ ζώων, αὐτὸς προσφέρει οἶνο καὶ ἄρτο, δηλαδὴ καρποὺς τοῦ ἀνθρώπινου μόχθου.
Τί κάνουμε σὲ μία σύναξη εὐχαριστιακή; Μαζευόμαστε γύρω ἀπὸ ἕνα
τραπέζι. Ποιοί; Μαζευόμαστε αὐτοὶ ποὺ ἔχουμε ἐμπιστοσύνη στὸν Κυριο. Μαζευόμαστε γιατί; Μαζευόμαστε γιὰ νὰ εἰσέλθουμε σὲ ἕνα μυστήριο. Αὐτὸ τὸ μυστήριο λέγεται «μυστήριο τῆς Υιοθεσίας». Ἂν αὐτὸς
ὁ ἕνας σὰν καὶ μᾶς κάθισε στὰ δεξιὰ τοῦ Πατρός, καὶ μπορῶ καὶ ἐγὼ
νὰ καθίσω στὰ δεξιὰ τοῦ Πατρός, δὲν ἔχω ἄλλο δρόμο παρὰ νὰ ἑνωθῶ
μὲ αὐτὸν τὸν ἕναν, νὰ συνδεθῶ μαζί του. Αὐτὴ ἡ σύνδεση γίνεται μέσῳ
δυνάμεων, δὲν μπορεῖ νὰ γίνει ἀφηρημένα, συναισθηματικά. Αὐτὲς οἱ δυνάμεις εἶναι δυνάμεις τοῦ Θεοῦ, αὐτὲς οἱ δυνάμεις διαχέονται μέσα στὴ
Δημιουργία, ὑπάρχουν οὕτως ἢ ἄλλως αὐτὲς οἱ δυνάμεις. Τὸ ἐρώτημα
εἶναι πῶς ἐγὼ θὰ τὶς οἰκειωθῶ αὐτὲς τὶς δυνάμεις.
Ὁ ἀπόστολος Παῦλος στὴν Α' πρὸς Κορινθίους ἐπιστολή, προσπαθώντας νὰ τακτοποιήσει τὰ τῆς εὐχαριστιακῆς συνάξεως, καὶ νὰ ἀντιμετωπίσει μερικὲς ἀταξίες ποὺ ὑπάρχουν, ἢ μερικὲς ἐντελῶς ἀτομικὲς δράσεις νὰ τὶς ὁδηγήσει σὲ ἔκφραση ὁμάδας, δηλαδὴ σώματος, ὑποδεικνύει πὼς τὸ πᾶν εἶναι νὰ μποροῦμε νὰ ποῦμε συγχρόνως τὸ «ἀμὴν καὶ νὰ ἐννοοῦμε ὅλοι τὸ ἴδιο πράγμα, ὄχι ἄλλος νὰ ἐννοεῖ τὸ ἕνα, καὶ ἄλλος
νὰ ἐννοεῖ τὸ ἄλλο. Νὰ ἐννοοῦμε τὸ ἴδιο πράγμα, νὰ ποῦμε τὸ «ἀμὴν» στὴ Θεία Εὐχαριστία.

Μαζευόμαστε λοιπόν, ἐκεῖ, ἀλλὰ δὲν μαζευόμαστε μόνο ὡς ἐκπρόσωποι τοῦ ἑαυτοῦ μας. Μαζευόμαστε καὶ ὡς διαχειριστὲς τῆς Δημιουργίας. Γιατὶ ὅλη ἡ κτίση ἔχει δημιουργηθεῖ γιὰ αὐτὰ τὰ μέλη τοῦ σώματος τοῦ Υἱοῦ, γιὰ τὸν Υἱὸ ἔχει δημιουργηθεῖ. Πῶς θὰ φέρουμε ὅμως
τὴ Δημιουργία σ' αὐτὴ τὴ σύναξη; Θὰ τὴν φέρουμε μὲ τὰ στοιχεῖα τὰ
ἀντιπροσωπευτικὰ ποὺ ἔχουμε: ψωμί καὶ κρασί. Γι' αὐτὸ φέρνουμε στὴ
θεία Εὐχαριστία αὐτὰ τὰ δύο στοιχεῖα. Γιὰ νὰ καταθέσουμε, κατ' ἀρχὴν
τὴν πρόθεσή μας, κατὰ δεύτερον τὴ μετοχή μας, κατὰ τρίτον νὰ γίνουμε
κοινωνία. Σ' αὐτὴ τὴ Σύναξη λοιπόν, αὐτὸς ποὺ μᾶς συγκροτεῖ ὡς
ὁμάδα, δὲν εἶναι οὔτε ὁ Πατήρ, οὔτε ὁ Υἱός. Εἶναι παρόντες καὶ ὁ Πατὴρ3
καὶ ὁ Υἱὸς πάντοτε, ἀλλὰ αὐτὸς ποὺ μᾶς συγκροτεῖ ὡς ὁμάδα εἶναι ἕνα ἄλλο πρόσωπο ποὺ λέγεται Ἅγιο Πνεῦμα. Τὸ ἔχουμε ξαναπεῖ, μὲ τὴν
Ανάληψή του ὁ Χριστὸς ἔφυγε ἀπὸ τὴν ἱστορία, τὸ ἔργο ὃ δέδωκάς μοι ἐτελείωσα, λέει στὸν Πατέρα του. Σοῦ φέρνω τὸν ἄνθρωπο ποὺ ἦταν μακριά σου – αὐτὸ ἦταν τὸ ἔργο του. Τὸν πῆρα, τὸν προσέλαβα αὐτὸν τὸν ἄνθρωπο, τὸν ἔχω ἑνώσει, εἴμαστε ἕνα πρόσωπο μὲ αὐτὸν τὸν ἄνθρωπο
καὶ σοῦ τὸν φέρνω. Καὶ αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος κάθεται στὰ δεξιὰ τοῦ Πατρός, ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου. Στὴ θέση τοῦ Χριστοῦ ὑπάρχει τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Ὅταν φεύγει, πρὶν τὴν Ἀνάληψη, οἱ μαθητὲς φοβισμένοι καταθέτουν τὸ δέος τους. Καὶ τί τοὺς λέει; Συμφέρει ὑμῖν ἵνα ἐγὼ ἀπέλθω,
γιὰ σᾶς γίνεται αὐτό, πρέπει νὰ φύγω ἐγὼ γιὰ νὰ ἔρθει ὁ Ἄλλος. Αὐτὸς
ὁ Ἄλλος, λοιπόν, τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, μᾶς συγκροτεῖ ὡς σῶμα, καὶ ὡς
σῶμα ἀρχίζουμε νὰ προσευχόμαστε, νὰ εὐχαριστοῦμε, ὅπως λέμε. Προσφέρουμε τὴ Δημιουργία, τὸν ἑαυτό μας καὶ τὴ Δημιουργία ὡς ψωμὶ καὶ κρασὶ πρὸς τὸν οὐράνιο Πατέρα καὶ τοῦ ζητᾶμε αὐτὰ τὰ στοιχεῖα, ποὺ
εἶναι ὕλη, ὅπως ἦταν ὕλη τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ ποὺ γεννήθηκε ἀπὸ τὴν Παναγία, αὐτὰ τὰ στοιχεῖα νὰ τὰ κάνει γιό του. Δηλαδὴ τί τοῦ ξανα ζητᾶμε; Νὰ ξαναγεννηθεῖ ὁ Υἱός, νὰ ἔχουμε ξανὰ Χριστούγεννα. 

Ξανὰ ὁ Υἱὸς νὰ ἐνανθρωπήσει, αἰωνίως νὰ ἐνανθρωπεῖ ὁ Υἱός. Τὰ ἀναφέρουμε, λοιπόν, στὸν Πατέρα, καὶ ὁ Πατέρας μᾶς τὰ ξαναστέλνει ὡς Υἱό
του. Αὐτὸν τὸν Υἱὸ τὸν τρῶμε καὶ τὸν πίνουμε. Καὶ ἔτσι γίνεται ἡ κοινωνία. Ἀσφαλῶς προηγεῖται ἡ πρόθεση, ἀσφαλῶς προηγεῖται ἡ λαχτάρα,
ἀσφαλῶς προηγεῖται ἡ ἐνδιάθετη εἴσοδός μας σ' αὐτὴν τὴν κοινωνία.
Ἤδη ἀνέφερα πράγματα ποὺ εἶναι ἄυλα. Επισφραγίζονται ὅμως ὅλα
αὐτὰ μὲ ὕλη. Καὶ μάλιστα μέσῳ τῶν αἰσθήσεων. Γιατὶ αὐτὸ ποὺ εἶχε
πάντα σημασία γιὰ τὴ δική μας παράδοση, εἶναι νὰ ψηλαφοῦμε πράγματα, ὄχι νὰ ἐμπνεόμαστε ἀπὸ ἰδέες ἢ ἀπὸ μυθεύματα ἢ ἀπὸ στοχασμούς – πράγματα νὰ ψηλαφοῦμε. Ὅπως τὸν ψηλάφησαν τὸν Χριστὸ οἱ μαθητές του. Ὁ Θωμᾶς, ποὺ ἐκπροσωπεῖ ὅλους μας, καταθέτει μία ἔνσταση πάρα πολύ λογική: τί μοῦ λέτε γιὰ σῶμα, ὅτι ἀναστήθηκε; Νὰ
ἀκουμπήσω θέλω. Αὐτὸ τὸ ἀκούμπημα ἔχει σημασία. Ὁ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης ὅταν γράφει τὴν Α΄ Καθολική Επιστολή του, λέει ὅτι ἐμεῖς
δὲν μποροῦμε νὰ μὴν κηρύττουμε αὐτὰ ποὺ εἴδαμε, καὶ ἀκούσαμε (δύο
αἰσθήσεις, εἶδα καὶ ἄκουσα)· καὶ προσθέτει: καὶ αἱ χεῖρες ἡμῶν ἐψηλάφησαν. Καὶ ἐκεῖ, σὲ κάθε θεία Εὐχαριστία συντελεῖται αὐτὸ τὸ μυστήριο ποὺ περιγράφουν οἱ στίχοι τοῦ ψαλμοῦ, τὸ μυστήριο τῆς Υιοθεσίας, γινόμαστε Υἱοὶ τοῦ οὐρανίου Πατρός, ἑνωνόμαστε μὲ τὸν Υἱὸ καὶ γινόμαστε Υἱοὶ τοῦ οὐρανίου Πατρός.



Δεν υπάρχουν σχόλια: