Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Πέμπτη 9 Μαΐου 2024

ΕΡΜΗΝΕΊΑ 102 . ΨΑΛΜΟΎ.



ΕΡΜΗΝΕΊΑ 102 ΨΑΛΜΟΥ.

Τῷ Δαυΐδ.

 ΕΥΛΟΓΕΙ, ἡ ψυχή μου, τὸν Κύριον καί, πάντα τὰ ἐντός μου, τὸ ὄνομα τὸ ἅγιον αὐτοῦ· 2 εὐλόγει, ἡ ψυχή μου, τὸν Κύριον καὶ μὴ ἐπιλανθάνου πάσας τὰς ἀνταποδόσεις αὐτοῦ· 3 τὸν εὐιλατεύοντα πάσας τὰς ἀνομίας σου, τὸν ἰώμενον πάσας τὰς νόσους σου· 4 τὸν λυτρούμενον ἐκ φθορᾶς τὴν ζωήν σου, τὸν στεφανοῦντά σε ἐν ἐλέει καὶ οἰκτιρμοῖς· 5 τὸν ἐμπιπλῶντα ἐν ἀγαθοῖς τὴν ἐπιθυμίαν σου, ἀνακαινισθήσεται ὡς ἀετοῦ ἡ νεότης σου. 6 ποιῶν ἐλεημοσύνας ὁ Κύριος καὶ κρῖμα πᾶσι τοῖς ἀδικουμένοις. 7 ἐγνώρισε τὰς ὁδοὺς αὐτοῦ τῷ Μωυσῇ, τοῖς υἱοῖς ᾿Ισραὴλ τὰ θελήματα αὐτοῦ. 8 οἰκτίρμων καὶ ἐλεήμων ὁ Κύριος, μακρόθυμος καὶ πολυέλεος· 9 οὐκ εἰς τέλος ὀργισθήσεται, οὐδὲ εἰς τὸν αἰῶνα μηνιεῖ· 10 οὐ κατὰ τὰς ἀνομίας ἡμῶν ἐποίησεν ἡμῖν, οὐδὲ κατὰ τὰς ἁμαρτίας ἡμῶν ἀνταπέδωκεν ἡμῖν, 11 ὅτι κατὰ τὸ ὕψος τοῦ οὐρανοῦ ἀπὸ τῆς γῆς ἐκραταίωσε Κύριος τὸ ἔλεος αὐτοῦ ἐπὶ τοὺς φοβουμένους αὐτόν· 12 καθόσον ἀπέχουσιν ἀνατολαὶ ἀπὸ δυσμῶν, ἐμάκρυνεν ἀφ᾿ ἡμῶν τὰς ἀνομίας ἡμῶν. 13 καθὼς οἰκτείρει πατὴρ υἱούς, ᾠκτείρησε Κύριος τοὺς φοβουμένους αὐτόν, 14 ὅτι αὐτὸς ἔγνω τὸ πλάσμα ἡμῶν, ἐμνήσθη ὅτι χοῦς ἐσμεν. 15 ἄνθρωπος, ὡσεὶ χόρτος αἱ ἡμέραι αὐτοῦ· ὡσεὶ ἄνθος τοῦ ἀγροῦ, οὕτως ἐξανθήσει· 16 ὅτι πνεῦμα διῆλθεν ἐν αὐτῷ, καὶ οὐχ ὑπάρξει καὶ οὐκ ἐπιγνώσεται ἔτι τὸν τόπον αὐτοῦ. 17 τὸ δὲ ἔλεος τοῦ Κυρίου ἀπὸ τοῦ αἰῶνος καὶ ἕως τοῦ αἰῶνος ἐπὶ τοὺς φοβουμένους αὐτόν, καὶ ἡ δικαιοσύνη αὐτοῦ ἐπὶ υἱοῖς υἱῶν 18 τοῖς φυλάσσουσι τὴν διαθήκην αὐτοῦ καὶ μεμνημένοις τῶν ἐντολῶν αὐτοῦ τοῦ ποιῆσαι αὐτάς. 19 Κύριος ἐν τῷ οὐρανῷ ἡτοίμασε τὸν θρόνον αὐτοῦ, καὶ ἡ βασιλεία αὐτοῦ πάντων δεσπόζει. 20 εὐλογεῖτε τὸν Κύριον, πάντες οἱ ἄγγελοι αὐτοῦ, δυνατοὶ ἰσχύϊ ποιοῦντες τὸν λόγον αὐτοῦ τοῦ ἀκοῦσαι τῆς φωνῆς τῶν λόγων αὐτοῦ. 21 εὐλογεῖτε τὸν Κύριον, πᾶσαι αἱ δυνάμεις αὐτοῦ, λειτουργοὶ αὐτοῦ ποιοῦντες τὸ θέλημα αὐτοῦ· 22 εὐλογεῖτε τὸν Κύριον, πάντα τὰ ἔργα αὐτοῦ, ἐν παντὶ τόπῳ τῆς δεσποτείας αὐτοῦ· εὐλόγει, ἡ ψυχή μου, τὸν Κύριον.




Εἶναι γνωστὸς ὁ 102ος ψαλμὸς ὡς προτελευταῖος ψαλμὸς τοῦ Ἑξαψάλμου. Πρόκειται γιὰ ψαλμὸ εὐχαριστίας. Θεωρήθηκε μάλιστα, καὶ
στὴν ἰουδαϊκὴ καὶ στὴ χριστιανικὴ παράδοση, ὡς «τύπος» εὐχαριστιακῆς προσευχῆς. Ἀποδίδεται στὸν Δαβίδ, παρόλο ποὺ ἔχει μερικὰ
στοιχεῖα τὰ ὁποῖα δείχνουν ὅτι διαμορφώθηκε τελικὰ μετὰ τὴ βαβυλώνια αἰχμαλωσία, βασισμένος σὲ ποίημα τοῦ Δαβίδ.

1 Εὐλόγει, ἡ ψυχή μου, τὸν Κύριον καί, πάντα τὰ ἐντός μου, τὸ ὄνομα τὸ ἅγιον αὐτοῦ·


Ὁ πρῶτος στίχος εἰσάγει καὶ τὸ θέμα ποὺ διατρέχει δι᾿ ὅλου τοῦ ψαλμοῦ, καὶ ποὺ εἶναι μία σπουδὴ τοῦ ὀνόματος τοῦ Θεοῦ. Προσπαθώντας
ὁ ποιητὴς νὰ μᾶς πεῖ αὐτὸ τὸ ὄνομα, ἐκδιπλώνει
τον τρόπο διὰ τοῦ ὁποίου μᾶς γίνεται γνωστὸς ὁ Θεός. Γνωρίζει ὁ ποιητὴς ὅτι τὸ καθ᾿ αὐτὸ
 μποροῦμε ὅμως νὰ γνωρίσουμε τὸ πῶς τοῦ Θεοῦ, πῶς ὑπάρχει ὁ Θεὸς στην , χριστιανική διατύπωση δὲν γνωρίζουμε το τί τοῦ Θεοῦ, τί εἶναι κατὰ τὴν οὐσία του ὁ Θεός, το ὄνομα τοῦ Θεοῦ εἶναι ἄγνωστο, ἤ, γιὰ νὰ τὸ πῶ μὲ  την σχέση του μὲ τὴ Δημιουργία καὶ μὲ τὸ πλήρωμά της, δηλαδὴ μὲ τοὺς ἀνθρώπους.
Τὸ ἐρώτημα γιὰ τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ πρωτοδιατυπώνεται ἀπὸ τὸν Μωυσῆ στὴ θεοφάνεια τοῦ ὄρους Σινᾶ. 



Συγκεκριμένα, ὅταν ὁ Θεὸς καλεῖ τὸν Μωυσῆ στὸ ἔργο τῆς ἀπελευθέρωσης τοῦ λαοῦ του ἀπὸ τὴ δουλεία καὶ τῆς πορείας πρὸς τὴν ἐλευθερία, ὁ δεύτερος διατυπώνει τὸ ἐρώτημα; Ἰδοὺ ἐγὼ ἐξελεύσομαι πρὸς τοὺς υἱοὺς Ἰσραήλ, καὶ ἐρῶ πρὸς
αὐτούς· ὁ Θεὸς τῶν πατέρων ἡμῶν ἀπέσταλκέ με πρὸς ὑμᾶς. Ερωτήσουσί με τί ὄνομα αὐτῷ; Τί ἐρῶ πρὸς αὐτούς; Καὶ θὰ λάβει τὴν
ἀπάντηση: Καὶ εἶπεν ὁ Θεὸς πρὸς Μωυσῆν λέγων· ἐγώ εἰμι ὁ ὤν. Καὶ
εἶπεν· οὕτως ἐρεῖς τοῖς υἱοῖς Ἰσραήλ· ὁ ὢν ἀπέσταλκέ με πρὸς ὑμᾶς.
Καὶ εἶπεν ὁ Θεὸς πάλιν πρὸς Μωυσῆν· οὕτως ἐρεῖς τοῖς υἱοῖς Ἰσραήλ·
Κύριος ὁ Θεὸς τῶν πατέρων ἡμῶν, Θεὸς Ἀβραὰμ καὶ Θεὸς Ἰσαὰκ καὶ Θεὸς Ἰακὼβ ἀπέσταλκέ με πρὸς ὑμᾶς· τοῦτό μου ἐστιν ὄνομα αἰώνιον
καὶ μνημόσυνον γενεῶν γενεαῖς (Εξ. 3,13-15). Αὐτὴ ἡ διατύπωση δὲν φανερώνει ἀκριβῶς τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ τὸν τρόπο ποὺ ὑπάρχει στὴ σχέση του μὲ τὸν λαό του. «Ὁ ὢν» σημαίνει κατ᾽ ἀρχὴν τὴν πιστότητα τοῦ Θεοῦ στὶς ὑποσχέσεις του, στὴν ἐπαγγελία του, ὅπως αὐτὴ διατυπώθηκε στὸν Ἀβραάμ, καὶ ἐπαναδιατυπώθηκε στὸν Ἰσαάκ, στὸν Ἰακώβ, ἀλλὰ καὶ σὲ ὅλους τοὺς δικαίους, μέχρι τὴν ἐνανθρώπηση τοῦ Υἱοῦ του.
Ἂν μάλιστα ἐπιμείνουμε νὰ ἀντλήσουμε ἕνα ὄνομα ἀπὸ τὴν ἀποκάλυψη στὸ ὄρος Σινά, πιὸ κοντὰ θὰ εἴμαστε ἂν ποῦμε ὅτι τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ εἶναι
τὸ «ἐγώ εἰμι»· εἶμαι ὁ «ἐγώ εἰμι»· μὲ αὐτὴ τὴν ἔννοια, γιὰ ὅποιον ἀναφέρεται στὸν Θεό, ἀναφέρεται στὸν «αὐτός ἐστιν».



Οἱ Ο' μεταφράζουν μὲ τὴ διατύπωση «ἐγώ εἰμι ὁ ὢν» τρεῖς ἑβραϊκὲς
λέξεις τῆς ἑβραϊκῆς βίβλου: «Ἐχγὲ ἀσὲρ ἐχγέ», ποὺ κατὰ λέξη σημαίνουν: «Εἶμαι καὶ θὰ εἶμαι αὐτὸς ποὺ ἤμουν», δηλαδὴ ὁ ἴδιος Θεὸς ποὺ
ἀποκαλύφθηκε στοὺς πατέρες σου. Εἶμαι ὁ πιστὸς στὶς ἀνέκαθεν ὑποσχέσεις μου.

Πάντως, στὴν ἑβραϊκὴ παράδοση καταγράφεται μία λέξη ποὺ ὑποδηλώνει τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ εἶναι ἄγχη, δεν προφέρεται, δὲν διαβάζεται. Κατ' ουσίαν πρόκειται γιὰ σύμβολο. Εἶναι τὸ περίφημο τετρα γράμματο ποὺ τὸ γνωρίζουμε ὡς Γιαχβέ, καὶ ποὺ οἱ Ο' μεταγράφουν μὲ τὴ λέξη «Κύριος». Αργότερα, μετὰ τὴ βαβυλώνια αἰχμαλωσία, δηλαδὴ
μετὰ τὸν 6ο αι., γιὰ νὰ μὴν δημιουργεῖται σιωπὴ ὅταν διαβάζονταν κείμενα στὴν ἱερή τους Σύναξη, πρόφεραν αὐτὴ τὴ λέξη ἄλλοτε ὡς Γιαχβέ
καὶ ἄλλοτε ὡς Γιεχωβά. Τα φωνήεντα τὰ ἔπαιρναν ἀπὸ τὶς λέξεις Αδωνάϊ καὶ Ἐλωχίμ.



Ὁ Ἠσαΐας, ὅταν θὰ ἐπεξεργαστεῖ αὐτὴ τὴ θεολογία τῆς Πεντατεύχου, τῶν πρώτων πηγῶν τοῦ Ἰσραήλ, θὰ καλέσει τοὺς ἀνθρώπους, ἐξ ὀνόματος τοῦ Θεοῦ: Γίνεσθέ μοι μάρτυρες, καὶ ἐγὼ μάρτυς, λέγει Κύριος ὁ Θεός, καὶ ὁ παῖς μου, ὃν ἐξελεξάμην, ἵνα γνῶτε καὶ πιστεύσητε καὶ
συνῆτε ὅτι ἐγώ εἰμι. Εμπροσθέν μου οὐκ ἐγένετο ἄλλος Θεὸς καὶ μετ᾿
ἐμὲ οὐκ ἔσται (Ἠσ. 43,10). Εἶμαι ὁ ἕνας Θεός, αὐτὸς ποὺ ἤμουν πάντα καὶ θὰ εἶμαι πάντα. Ὁ παῖς τοῦ Γιαχβὲ στὸν Ἠσαΐα ἔχει ἕνα ἰδιαίτερο
περιεχόμενο, τελικὰ εἶναι ὁ Υἱός του, ὁ ὁποῖος ὀνομάζεται καὶ δοῦλος του,
ὁ δοῦλος τοῦ Γιαχβέ, ὁ παῖς τοῦ Γιαχβέ, ὁ ὁποῖος θὰ ἀποκαλυφθεῖ ἀργότερα  Ξανὰ τὸ «ἐγώ εἰμι». Αὐτὴ τὴ διατύπωση τὴν χρησιμοποιεῖ καὶ ὁ
Χριστός: «ἐγώ εἰμι», στὸ περιστατικὸ τῆς ὁδεύσεως ἐπὶ τῶν κυμάτων.



Ὅταν φοβοῦνται οἱ μαθητές του, φοβοῦνται τὴν τρικυμία καὶ τὸν καταποντισμό, ὁ «ἐγώ εἰμι» τοὺς σώζει. Ἐγώ εἰμι, μὴ φοβόσαστε.

Ἡ χριστιανικὴ παράδοση συνέχισε αὐτὴ τὴν ἀποφατικὴ ὁδὸ ὅσον ἀφορᾶ τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ. Κατὰ τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Θεολόγο, [Θεὸν] φράσαι μὲν ἀδύνατον, νοῆσαι δὲ ἀδυνατώτερον, καὶ αὐτὸ θὰ μᾶς ὁδηγήσει ἀργότερα στὴ διατύπωση τοῦ ἁγίου Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, ὁ ὁποῖος θὰ μᾶς πεῖ ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι ἄπειρος καὶ ἀκατάληπτος. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ἡ μόνη δυνατότητα γνώσεως τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ σχέση, δὲν ὑπάρχει ἄλλη δυνατότητα γνώσεως τοῦ Θεοῦ, παρ' ὅλο ὅτι μέσα στοὺς ἀνθρώπινους πολιτισμοὺς ἐπιχειρήθηκε ἡ κατανόηση τοῦ Θεοῦ καὶ ἔτσι ἔχουμε
τὴ γέννηση τῆς φιλοσοφίας. Η φιλοσοφία εἶναι μία ἀπόπειρα νὰ κατανοήσω τὸν Θεό, ἐνῶ ἡ θεολογία εἶναι μία ἀπόπειρα νὰ σχετισθῶ μὲ τὸν Θεό.
Ὅταν θὰ ἔρθει ὅμως ὁ Υἱός, τότε θὰ μάθουμε τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ. Καὶ τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ ποὺ ἔρχεται νὰ μᾶς ἀποκαλύψει ὁ Υἱὸς εἶναι ὅτι εἶναι
ὁ Πατέρας του. Τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ εἶναι ὁ Πατὴρ τοῦ Υἱοῦ του. Στην
ἀρχιερατική του προσευχή, στὸ Κατὰ Ἰωάννην εὐαγγέλιο, λέει ὁ Χριστός: Εφανέρωσά σου τὸ ὄνομα τοῖς ἀνθρώποις οὓς δέδωκάς μοι ἐκ
τοῦ κόσμου (Ἰωάν. 17,6), καὶ λίγους στίχους παρακάτω, στὸ ἴδιο κεφάλαιο, καὶ ἐγνώρισα αὐτοῖς τὸ ὄνομά σου καὶ γνωρίσω, ἵνα ἡ ἀγάπη
ἣν ἠγάπησάς με ἐν αὐτοῖς ᾖ, κἀγὼ ἐν αὐτοῖς (Ἰωάν. 17,26).



Ἡ σχέση Πατρὸς καὶ Υἱοῦ, ἡ φανέρωση ὅτι ὁ Υἱὸς ἔχει Πατέρα καὶ Πατέρας εἶναι τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ, ἐγκαινιάζει καὶ τὴ σχέση πιστοῦ καὶ
Χριστοῦ. Σ' αὐτὴ τὴν προσευχὴ λοιπόν, λέει ὅτι ὅπως ἐσὺ μὲ ἀγάπησες,
ἔτσι καὶ ἐγὼ τοὺς ἀγαπάω: ἵνα ἡ ἀγάπη ἣν ἠγάπησάς με ἐν αὐτοῖς ᾖ κἀγὼ ἐν αὐτοῖς.
Ὁ ἀπόστολος Παῦλος θὰ ἐπεξεργαστεῖ ἀργότερα αὐτὴ τὴ θεολογία περὶ τοῦ ὀνόματος τοῦ Θεοῦ, ὡς Υἱοῦ πλέον. Τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς εἶναι
ὁ Υἱός, αὐτὴ τὴ σημασία ἔχει καὶ ἡ ἐπίκληση ἁγιασθήτω τὸ ὄνομά σου
στὴν Κυριακὴ προσευχή· ὁ Υἱὸς εἶναι τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ, ἑπομένως, διὸ
καὶ ὁ Θεὸς αὐτὸν ὑπερύψωσε (τὸν Υἱὸς καὶ ἐχαρίσατο αὐτῷ ὄνομα τὸ
ὑπὲρ πᾶν ὄνομα (τὸ πρῶτο ὄνομα), ἵνα ἐν τῷ ὀνόματι Ἰησοῦ πᾶν γόνυ
κάμψῃ ἐπουρανίων καὶ ἐπιγείων καὶ καταχθονίων (Φιλιπ. 2,9).



Ἂν θέλουμε, τώρα, νὰ μάθουμε τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ, πρέπει νὰ στραφοῦμε στὸν Υἱό του. Μόνο ὁ Υἱὸς μπορεῖ νὰ μᾶς τὸ ἀποκαλύψει. Ὑπάρχει μία μυστικὴ γνώση αὐτοῦ τοῦ ὀνόματος, ἡ γνώση δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι ἐξωτερική. Ἡ μυστικὴ αὐτὴ γνώση εἶναι ἡ κοινωνία μὲ τὸν Υἱό. Ἡ κοινωνία μὲ τὸν Υἱὸ μᾶς ἀποκαλύπτει τὸν Πατέρα του. Κατ' οὐσίαν πίσω
ἀπὸ αὐτὴ τὴν κοινωνία μὲ τὸν Θεὸ ὑπάρχει, ἀναδύεται, καὶ ζητᾶμε νὰ
πραγματοποιηθεῖ ἕνα ἄλλο μυστήριο, τὸ μυστήριο τῆς Υιοθεσίας. Δὲν
μπορεῖς νὰ μάθεις τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ ἐὰν δὲν σχετιστεῖς μαζί του, ὄχι
σὲ ἠθικὸ ἐπίπεδο, οὔτε σὲ ψυχολογικὸ ἐπίπεδο, ἀλλὰ σὲ ὀντολογικὸ ἐπίπεδο, δηλαδὴ σὲ ὑπαρξιακὸ ἐπίπεδο. Πρέπει νὰ ἀποδεχθεῖς τὴ χάρη που
σοῦ προσφέρει νὰ εἶσαι Υιός του, μὲ τὸν ἴδιο τρόπο ποὺ εἶναι Υιός του ὁ Ἰησοῦς. Ἂν λοιπὸν ζητᾶμε μία σχέση μὲ τὸν Ἰησοῦ εἶναι γιὰ νὰ μπορέσουμε νὰ εἴμαστε οἱ υἱοὶ τοῦ οὐρανίου Πατρός.


Ἂς ἔρθουμε ξανὰ στὸν πρῶτο στίχο τοῦ ψαλμοῦ: Εὐλόγει, ἡ ψυχή μου, τὸν Κύριον και, πάντα τὰ ἐντός μου, τὸ ὄνομα τὸ ἅγιον αὐτοῦ. Γιατί λέει ἡ ψυχή μου καὶ γιατί λέει τὰ ἐντός μου; Η ψυχὴ στὴν ἑβραϊκή παράδοση, ὅταν γράφεται αὐτὸ τὸ ποίημα, ἀναφέρεται στὴν ὕπαρξη τοῦ ἀνθρώπου, τὴν ἐσωτερική του ύπαρξη. Εἶναι αὐτὸ ποὺ ἐνσυνειδήσει ἀντιλαμβάνεται ὡς ὑπαρξή του ὁ ἄνθρωπος καὶ δὲν μπορεῖ νὰ τὸ προσδιορίσει,
εἶναι ἀπροσδιόριστο· ἀλλὰ τὸ ζεῖ, ἔχει ἐπίγνωση αὐτῆς τῆς ὑπάρξεώς του,



Ἐνῶ τὰ ἐντός του εἶναι τὰ σπλάχνα του, τὰ νεφρά του, ἡ καρδιά του, όλα αὐτά. Αὐτὰ εἶναι ἡ ἐπίγεια κατάστασή του. Ξέρει ὅτι μὲ τὰ σπλάχνα θα
ἐπιβιώσει, θὰ ζήσει, ἡ λειτουργία τῶν σπλάχνων εἶναι αὐτὴ ποὺ τοῦ ἐπιτρέπει νὰ ζεῖ. Ἀλλὰ αὐτὴ ἡ ζωὴ εἶναι μία ἐπίγεια ζωή, ἡ ὁποία ἔχει τέλος. Ἐνῶ ἡ ψυχή του εἶναι πέραν τῆς ἀρχῆς καὶ τοῦ τέλους

Στοὺς Εβραίους ὑπάρχει μία σαφής διάκριση ἀνάμεσα στὸ σῶμα καὶ στην ψυχή. Ἀλλὰ ἡ ψυχὴ στὸν Ἑβραῖο δὲν εἶναι ταυτισμένη μὲ τὸ ὑλικὸ
στοιχεῖο τῆς ἀνθρώπινης φύσης του. Η ψυχὴ εἶναι πνεῦμα, τὸ πνεῦμα
δημιουργεῖ τὴν ψυχὴ καὶ ἡ ψυχὴ στὸν ἄνθρωπο δημιουργεῖται ἐπειδὴ ὁ
θεὸς τοῦ ἐμφυσᾶ τὴν πνοή του. Επομένως ἡ ψυχὴ ὡς κέντρο τῆς ὑπάρξεως τοῦ ἀνθρώπου, ἀόρατο μάλιστα κέντρο, τὸν ἀνάγει στη σχέση του
μὲ τὸν Δημιουργό του. Η λ. ψυχὴ σημαίνει ἀέρας. Οἱ Οι μεταφράζουν τὴν ἑβραϊκή λέξη ανέφες » ποὺ σημαίνει «ἀέρας», «πνοή», μὲ τὴ λέξη «ψυχή»,
ποὺ ἐπίσης σημαίνει ἀέρας, κάτι ποὺ πετάει. Δηλαδὴ δὲν πέφτουν στην πλατωνική παγίδα. Επίσης, ἡ Ἐκκλησία ἀργότερα μάχεται νὰ διαφυλάξει αὐτὴ τὴ βιβλικὴ σημασία τῆς ἔννοιας «ψυχή», ἀπέναντι στὴ φιλοσοφικὴ ἀντίληψη γιὰ προϋπαρξή της ἢ γιὰ αἰωνιότητα. Η βιβλικὴ παράδοση ἀντιλαμβάνεται τὴν αἰωνιότητα τῆς ψυχῆς ὡς αἰωνιότητα μνήμης.


 Αὐτὸς ποὺ ὑπῆρξε μπορεῖ ὡς μνήμη νὰ ἐξακολουθήσει νὰ ὑπάρχει ἀκόμα καὶ ἂν φύγει ἀπὸ τὴ ζωή. Ακόμα κι ἂν ὅλοι ξεχαστούν, υπάρχει πάντα ένας ποὺ τοὺς ἔχει στη μνήμη του, καὶ εἶναι ἡ μνήμη τοῦ Πατρός, ἡ μνήμη τοῦ Θεοῦ. Ἡ μνήμη τοῦ Θεοῦ κρατάει τὴν ὑπόσταση ὡς παρουσία. Γι' αὐτὸ καὶ τὸ κήρυγμα τῆς Ἐκκλησίας περὶ Ἀναστάσεως εἶναι τόσο κυρίαρχο καὶ τόσο οὐσιῶδες κήρυγμα, γιατὶ μᾶς δείχνει
ὅτι δὲν χάνεται ἡ ἀνθρώπινη υπόσταση καὶ τὸ ἀνθρώπινο πρόσωπο. Καὶ ὅταν ξαναϋπάρξει ὁ ἄνθρωπος, θὰ ξαναϋπάρξει ἐπειδὴ ὑπάρχει αὐτὴ ἡ μνήμη τοῦ Θεοῦ, ἡ μνήμη τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου ποὺ κρατάει ὁ Θεὸς
μέσα του καὶ θὰ ὑποστασιάσει ξανὰ τὴν ὕλη.

 Θυμόσαστε μετὰ τὴν ἕξοδο τοῦ Ἐπιταφίου, ὅταν γυρνᾶμε, διαβάζεται αὐτὴ ἡ ἐξαιρετική προφητεία τοῦ Ἰεζεκιήλ, ὁ ὁποῖος βλέπει κόκκαλα, ὀστά, καὶ αὐτὰ τὰ ὀστὰ σιγὰ σιγὰ γίνονται ἄνθρωποι, ἀποκτοῦν σάρκες, δέρμα. Μπορεῖ ὁ προφήτης νὰ πεῖ στὰ ὀστὰ «ἀναστηθεῖτε» καὶ νὰ τοῦ παρουσιαστοῦν ἀκέραίοι ἄνθρωποι, ἀλλὰ πίσω ἀπὸ αὐτὴ τὴν πράξη τῆς ἀναστάσεως ὑπάρχει ἡ βούληση τοῦ Πατρός: εἰπὲ τοῖς ὀστέοις. Ὁ οὐράνιος Πατὴρ ὁδηγεῖ τὸν προφήτη: εἰπέ. Ὅπως καὶ στὴν αὐγὴ τῆς ἱστορίας, ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ δημιουργεῖ τὸ κάθε τι, τὰ ὄντα.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΊΑ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΔΟΜΟΣ. ΨΑΛΩ ΤΟ ΘΕΩ ΜΟΥ ΕΩΣ ΥΠΑΡΧΩ. ΔΗΜΉΤΡΗΣ ΜΑΥΡΌΠΟΥΛΟΣ 

Δεν υπάρχουν σχόλια: