Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Σάββατο 11 Μαΐου 2024

Ψαλμός 102: Ερμηνεία:05 .τὸν ἐμπιπλῶντα ἐν ἀγαθοῖς τὴν ἐπιθυμίαν σου, ἀνακαινισθήσεται ὡς ἀετοῦ ἡ νεότης σου.


5 .τὸν ἐμπιπλῶντα ἐν ἀγαθοῖς τὴν ἐπιθυμίαν σου, ἀνακαινισθήσεται ὡς ἀετοῦ ἡ νεότης σου.
Τὸ «σου» πάει πάλι στὴν ψυχή, μὴν τὸ ξεχνᾶμε, μιλάει γιὰ τὴν ψυχή.

Ἡ ψυχὴ ἔχει ἐπιθυμία. Ἐμπί(μ)πλημι (ἀόρ. ἐνέπλησα), σημαίνει χορταίνω, ἱκανοποιῷ· ἐνεπίμπλημι (πληρῶ)· βλ. ἐπλήσθησαν ἅπαντες
Πνεύματος Ἁγίου (Πράξ. 2,4).

Τὸν ἐμπιπλῶντα, λοιπόν, αὐτὸν που γεμίζει, αὐτὸν ποὺ ἱκανοποιεῖ, αὐτὸν ποὺ πληροῖ ὅλες τὶς ἐπιθυμίες σου. Ὅλες; Ὄχι, ἀλλὰ μόνον «ἐν
ἀγαθοῖς», δηλαδὴ αὐτὲς ποὺ ἐμπεριέχουν στοιχεῖα τοῦ ἀγαθοῦ. Θυμηθεῖτε τὸ αἴτημα στὴ λειτουργικὴ δέηση: ... τὰ καλὰ καὶ συμφέροντα ταῖς
ψυχαῖς ἡμῶν, τοῦ Κυρίου δεηθῶμεν. Ποιὸ εἶναι τὸ κριτήριο τῆς ἀγαθῆς
ἐπιθυμίας ἀπὸ τὴ μὴ ἀγαθή; Δὲν τὸ ξέρουμε. Πασχίζουμε νὰ μάθουμε
ποιὰ εἶναι ἡ καλὴ ἐπιθυμία καὶ νὰ τὴν διακρίνουμε ἀπὸ τὴν ἰδιοτελὴ ἐπιθυμία. Τελικά, καλὴ ἐπιθυμία εἶναι νὰ ποιῶ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ καὶ
κακὴ ἐπιθυμία εἶναι νὰ μὴν ποιῶ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ποιὸς θὰ μοῦ ἀποκαλύψει τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ; Ἡ μεγάλη σύγχυση ποὺ ἔχουμε οἱ ἄνθρωποι, καὶ οἱ εὐσεβεῖς, καὶ οἱ ὑποψιασμένοι ἀκόμα ἄνθρωποι, εἶναι ἡ σύγχυση γύρω ἀπὸ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ἀρχετυπική στάση γιὰ τοὺς
πιστοὺς ἀποτελεῖ ἡ παρακαταθήκη ποὺ μᾶς ἀφήνει ὁ Χριστὸς στὸν κῆπο
τῆς Γεθσημανῆς, λίγο πρὶν τὴ σταύρωσή του, ὅταν ὑποτάσσεται πλήρως
στὸ θέλημα τοῦ Πατρός: Πλὴν οὐχ ὡς ἐγὼ θέλω, ἀλλὰ ὡς σύ (Ματθ.
26,29). Ὅλο μάλιστα τὸ ἔργο του συνοψίζεται σ᾿ αὐτὴ τὴ στάση: Οὐ ζητῶ τὸ θέλημα τὸ ἐμόν, ἀλλὰ τὸ θέλημα τοῦ πέμψαντός με Πατρός
(Ἰωάν. 5,30). Αλλά, τὸ θέλημα τοῦ Πατρὸς εἶναι κεκρυμμένον θέλημα
γιὰ τοὺς πιστούς. Ἡ μόνη δυνατότητα νὰ ὑποψιαστοῦμε τὸ θέλημα τοῦ
Πατρὸς εἶναι πάλι ἡ κοινωνία, ἡ ἀποδοχὴ τοῦ μυστηρίου τῆς Υιοθεσίας,
δὲν ὑπάρχει ἄλλος δρόμος.
Τελικὰ ἡ ἐπιθυμία τοῦ ἀνθρώπου φωτίζεται καὶ ἀναπαύεται στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Καὶ τίς ἡμῶν ἡ ἐπιθυμία;, διερωτᾶται ἕνας ἀπὸ τοὺς
ἑρμηνευτὲς πατέρες, ὁ Ἡσύχιος, γιὰ νὰ ἀπαντήσει: Κληθῆναι θεούς˙
τούτου γὰρ ἐπιθυμήσας ὁ Ἀδάμ, τῆς ἀπειρημένης ἐγεύσατο βρώσεως.
Ταύτην τοίνυν ἡμῶν ὁ Κύριος τὴν ἐπιθυμίαν ἀγαθοῖς ἐπλήρωσε, συμμόρφους ἡμᾶς ἑαυτοῦ καταστήσας τῇ δωρεᾷ τοῦ βαπτίσματος, ὥστε
καὶ θεοὺς διὰ τοῦτο προσαγορεύεσθαι χάριτι. Αὐτὸ ἐπιθύμησε ὁ ἄνθρωπος: νὰ γίνει Θεός. Ἐπιχείρησε νὰ ἱκανοποιήσει αὐτὴ τὴν ἐπιθυμία, ἀλλὰ μὲ λάθος τρόπο. Δὲν ἔγινε Θεός, ὅπως τὸ ἐπιχείρησε. Ἡ ἐπιθυμία ὅμως ἐκφράστηκε, τὸ βαθὺ εἶναι τοῦ ἀνθρώπου φωτίστηκε ἀπὸ αὐτὴ τὴν
ἐπιθυμία. Καὶ τελικὰ ὁ Θεὸς αὐτὴ τὴν ἐπιθυμία τὴν ἱκανοποίησε. Θέλεις
νὰ γίνεις Θεός; Θὰ σὲ κάνω Θεό. Καὶ στέλνει τὸν Υἱό του ποὺ γίνεται ἄνθρωπος. Καὶ ὁ ἄνθρωπος γίνεται Θεός, μᾶς ἔκανε νὰ εἴμαστε ἴδιοι μὲ
αὐτόν. Πῶς; Μὲ τὴ δωρεὰ τοῦ βαπτίσματος. Τὸ βάπτισμα εἶναι μία ἀναγέννηση τοῦ ἀνθρώπου, ἐντασσόμαστε σὲ ἕνα σῶμα, γινόμαστε μέλη
ἑνὸς σώματος καὶ ἀλλάζουμε ὅλη μας τὴν προοπτική. Αρχίζει ὁ δρόμος
πρὸς τὴ θέωση. Αρχίζει ὁ δρόμος γιὰ νὰ φτάσουμε στὴ θέωση, γιατὶ ὅλη
ἡ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου εἶναι αὐτὴ ἡ προοπτική – ὥστε καὶ θεοὺς διὰ τοῦτο προσαγορεύεσθαι χάριτι, συμπεραίνει ὁ Ἡσύχιος.
Στὴν πρώτη χριστιανικὴ κοινότητα, καὶ τὸ βλέπουμε κυρίως στὶς ἐπιστολὲς τοῦ ἀποστόλου Παύλου, ὅλοι οἱ βαπτισμένοι ὀνομάζονταν «ἅγιοι»,
ὄχι ἐπειδὴ ἦταν ἐνάρετοι, ἀλλὰ ἐπειδὴ εἶχαν βαπτιστεῖ, ἐπειδὴ ἀνῆκαν σ᾽
αὐτὴ τὴ συγκεκριμένη κοινότητα, ἦταν μέλη τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ:
«στέλνω τὰ χαιρετίσματά μου στοὺς ἁγίους τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κορίνθου», «στέλνω τὰ χαιρετίσματά μου στοὺς ἁγίους τῆς Ἐκκλησίας τῆς
Ρώμης». Ὅλοι ἅγιοι. Ἡ ἁγιότητα, δηλαδή, εἶναι ἐν δυνάμει παρούσα, καὶ
ἔχει συγχρόνως καὶ μία δυναμικὴ αὐτὴ ἡ ἁγιότητα.
Αλλά, λέει στὴ συνέχεια ὁ ποιητής, ἐὰν τὴν ἐπιθυμία σου αὐτὴ τὴν
γεμίσει ὁ Θεός, τὴν ἐκπληρώσει τὴν ἐπιθυμία σου, τὴν ἀγαθὴ βέβαια ἐπιθυμία σου, τότε θὰ ξαναγίνεις καινούργιος. Ὄχι θὰ ξαναγίνεις καινούργιος ἐπειδὴ εἶσαι γέρος, ἡ νεότης σου θὰ ξαναγίνει καινούργια. Κοιτάξτε
τὴν ἀντίφαση τοῦ ποιητῆ! Εἶσαι νέος καὶ θὰ γίνεις καινούργιος: ἀνακαινισθήσεται ὡς ἀετοῦ ἡ νεότης σου. Ἡ εἰκόνα ἑνὸς ἀετοῦ ποὺ ἀναγεννιέται βασίζεται στὴν ἀντίληψη ὅτι ὁ ἀετὸς ἔχει τὴ δυνατότητα, ὅταν τὸ ράμφος του καὶ τὰ φτερά του ἀδυνατίσουν, νὰ σπάει τὸ ράμφος του καὶ
νὰ μαδάει τὰ φτερά του ὥστε νὰ γίνουν καινούργια. Ὁ Ἠσαΐας θὰ μᾶς πεῖ ὅτι οἱ ὑπομένοντες τὸν Θεὸν ἀλλάξουσιν ἰσχύν, πτεροφυήσουσιν ὡς
ἀετοί, δραμοῦνται καὶ οὐ κοπιάσουσι, βαδιοῦνται καὶ οὐ πεινάσουσιν
(Ἠσ. 40,31 ) – θὰ ἀλλάξει ἡ δύναμή τους, θὰ πετάξουν ὡς ἀετοί, θὰ τρέξουν χωρὶς κόπο· οὔτε πείνα, οὔτε δίψα, οὔτε στέρηση, οὔτε κόπος.


Δεν υπάρχουν σχόλια: