Ὡς ἔσχατη ἔκπληξη,
ἀναστάσιμον χαράν κομίζουσα, ἄφησε ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης κ.κ. Βαρθολομαῖος
τήν ἀναγγελία τοῦ πέμπτου νέου Ἁγίου, τόν ὁποῖον ἡ Κωνσταντινουπολίτις Μητέρα Ἐκκλησία
συγκατέλεξε στήν χορεία τῶν ἐκλεκτῶν του Θεοῦ: πρόκειται γιά τον Γέροντα, Ὅσιο
πλέον, Σωφρόνιο Σαχάρωφ, κτήτορα καί ἱδρυτή τῆς ἐν τῷ Ἔσσεξ τῆς Ἀγγλίας Ἱερᾶς και
Σταυροπηγιακῆς Μονῆς τοῦ Τιμίου Προδρόμου.
Ὁ Ὅσιος
Σωφρόνιος (Σαχάρωφ) γεννήθηκε τό 1896 στή Μόσχα. Σπούδασε στήν Κρατική Σχολή
Καλῶν Τεχνῶν τῆς γενέτειράς του καί ἐπιδόθηκε στή ζωγραφική.
Μετά μικρή
περίοδο σπουδῶν στό Θεολογικό Ἰνστιτοῦτο τοῦ Ἁγίου Σεργίου στό Παρίσι, ἀναχώρησε
τό 1925 γιά τό Ἅγιον Ὄρος καί ἐγκαταβίωσε στήν Ἱερά Μονή τοῦ Ἁγίου
Παντελεήμονος. Ἐκεῖ γνώρισε καί συνδέθηκε στενά μέ τόν ἅγιο Σιλουανό. Ἡ
συνάντηση τοῦ Γέροντος Σωφρονίου μέ τόν
Ἅγιο ἀποτέλεσε
βασικό σταθμό στήν πνευματική του πορεία. Παρέμεινε κοντά στον Ἅγιο μέχρι τήν
κοίμησή του καί ἔπειτα, με τήν εὐλογία τοῦ Ἡγουμένου καί τῶν Γερόντων τῆς Ι.
Μονῆς, ἀποσύρθηκε στήν ἔρημό τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Ἀπό ἐκεῖ διακόνησε ὡς πνευματικός
στίς Ἱερές Μονές τοῦ Ἁγίου Παύλου, τοῦ Ὁσίου Γρηγορίου, τοῦ Ὁσίου Σίμωνος
Πέτρας, τοῦ Ὁσίου Ξενοφῶντος, καθώς καί σέ πολλά ἄλλα Κελλιά καί Σκῆτες.
Τό 1948 ἐξέδωσε στή
Γαλλία τά χειρόγραφα, πού τοῦ παρέδωσε ὁ ἅγιος Σιλουανός, ἐπισυνάπτοντας ἐκτενῆ
ἀνάλυση τῆς διδασκαλίας του καθώς καί μερικά βιογραφικά στοιχεῖα τοῦ Ἁγίου. Ἀπό
τό ἔτος 1959 ἐγκαταβίωσε στήν Ἱερά Πατριαρχική καί Σταυροπηγιακή Μονή τοῦ
Τιμίου Προδρόμου
στό Ἔσσεξ τῆς Ἀγγλίας, τῆς ὁποίας ὑπῆρξε ἱδρυτής, κτήτορας και πνευματικός
πατέρας. Κοιμήθηκε ἐν Κυρίῳ στίς 11 Ἰουλίου 1993. Τά συγγράμματά του τά ὁποῖα ἔγραφε
πρωτοτύπως στή ρωσική, μεταφράσθηκαν στήν ἀγγλική, ἀραβική, γαλλική, γερμανική,
ἰταλική, σερβική, σουηδική, φλαμανδική, ἰσπανική καί ἀποσπασματικά σέ πολλές ἄλλες
γλῶσσες.
Γράφει ὁ Ἀρχιμ.
Ζαχαρίας γιά τίς τελευταῖες ἡμέρες τῆς ζωῆς του: Τέσσερεις μέρες πρίν πεθάνει ἔκλεισε
τά μάτια του καί δέν ἤθελε νά μᾶς μιλήσει περαιτέρω. Τό πρόσωπό του ἦταν
φωτεινό κι ὄχι θλιμμένο, ἀλλά γεμάτο ἔνταση. Εἶχε τήν ἴδια ἔκφραση, ὅπως ὅταν
θά τελοῦσε τή λειτουργία. Δέν ἄνοιγε τά μάτια του, οὔτε πρόφερε λέξεις, ἀλλά
σήκωνε τό χέρι του εὐλογώντας μας. Μᾶς εὐλογοῦσε χωρίς λόγια κι ἐγώ καταλάβαινα
ὅτι θά ἔφευγε. Ἔτσι δέν ἤθελα νά τόν ἀπασχολῶ. Προηγουμένως συνήθιζα νά
προσεύχομαι, ὥστε ὁ Θεός νά ἐπεκτείνει τό γῆρας του, ὅπως λέμε στή λειτουργία
τοῦ Μεγάλου Βασιλείου «τό γῆρας περικράτησον». Ἀλλά κατά τή διάρκεια ἐκείνων τῶν
ἡμερῶν εἶδα ὅτι ἔφευγε κι ἔτσι ἄρχισα νά λέγω: «Κύριε δώρισε στόν δοῦλο σου πλουσίαν
εἴσοδο στή βασιλεία σου».
Π ρ ο σ ε υ χ ό
μ ο υ ν χρησιμοποιώντας τά λόγια τοῦ ἀποστόλου Πέτρου, ὅπως διαβάζουμε στή Β’ Ἐπιστολή
του (Β’ Πέτρου α’ 11). Ἔτσι ἔλεγα ἐπιμόνως: «Θεέ μου, δώρισε πλουσίαν εἴσοδον στον
δοῦλο σου καί τοποθέτησε τήν ψυχή του μαζί μέ τούς Πατέρες του» καί ὀνόμαζα ὅλους
τούς συντρόφους του ἀσκητές πού ἤξερα ὅτι εἶχε στό Ἅγιον Ὄρος, ἀρχίζοντας ἀπό
τόν Ἅγιο Σιλουανό καί μετά ὅλους τούς ἄλλους.
Τήν τελευταία
μέρα πῆγα νά τόν δῶ στίς ἕξι τό πρωΐ. Ἦταν Κυριακή καί τελοῦσα την πρωϊνή
λειτουργία, ἐνῶ ὁ πάτερ Κύριλλος μαζί μέ τούς ἄλλους ἱερεῖς θά τελοῦσαν τη δεύτερη.
Ἀντιλήφθηκα ὅτι ἐπρόκειτο νά μᾶς ἀφήσει τή μέρα ἐκείνη. Πῆγα καί ἄρχισα την Πρόθεση.
Οἱ Ὧρες ἄρχισαν στίς ἑφτά και μετά ἀκολούθησε ἡ Λειτουργία. Εἶπα μόνο τίς εὐχές
τῆς Ἀναφορᾶς, διότι στό μοναστήρι μας ἔχουμε τή συνήθεια νά τίς διαβάζουμε ἐκφώνως.
Γιά τίς ὑπόλοιπες ἡ προσευχή μου ἦταν συνεχῶς: «Κύριε, δώρισε πλουσίαν εἴσοδο
στή βασιλεία σου στόν δοῦλο σου».
Ἡ Λειτουργία ἐκείνη
ἦταν διαφορετική ἀπ᾽ ὅλες τίς ἄλλες. Τή στιγμή πού εἶπα, «Τά ἅγια τοῖς ἁγίοις» ὁ
πάτερ Κύριλλος εἰσῆλθε στο ἱερό. Κοιτάξαμε ὁ ἕνας τόν ἄλλο, ἄρχισε να κλαίει κι
ἐννόησα ὅτι ὁ πάτερ Σωφρόνιος εἶχε φύγει. Ρωτώντας ποιά ὥρα εἶχε ἀναχωρήσει, ἤξερα
ὅτι ἦταν ἡ ὥρα πού διάβαζα το εὐαγγέλιο.
Πῆγα παράμερα,
διότι ὁ πάτερ Κύριλλος ἤθελε νά μιλήσει μαζί μου καί μοῦ εἶπε:
«Μετάδωσε τήν
Κοινωνία στούς πιστούς καί μετά ἀνακοίνωσε τήν ἀναχώρηση τοῦ πατρός Σωφρονίου καί
κάνε τό πρῶτο Τρισάγιο, θά κάνω τό ἴδιο στή δεύτερη Λειτουργία». Ἔτσι
διαμοίρασα τον Ἀμνό καί μετάλαβα, μετέδωσα στούς πιστούς τή Θεία Κοινωνία καί
τελείωσα τή Θεία Λειτουργία. Δέν γνωρίζω πῶς τά κατάφερα. Μετά βγῆκα ἔξω καί εἶπα
στόν κόσμο:
«Ἀγαπητοί μου ἀδελφοί,
ὁ Χριστός ὁ Θεός μας εἶναι το σημεῖο τοῦ Θεοῦ γιά ὅλες τίς γενεές αὐτῆς τῆς ἐποχῆς,
διότι στά λόγια Του βρίσκουμε τή σωτηρία καί τή λύση κάθε ἀνθρώπινου
προβλήματος. Καί
τώρα πρέπει νά κάνουμε ὅπως μᾶς διδάσκει ἡ λειτουργία, δηλαδή νά εὐχαριστήσουμε,
νά ἱκετεύσουμε, να παρακαλέσουμε. Ἔτσι ἄς εὐχαριστήσουμε τόν Θεό πού μᾶς ἔχει
δώσει τέτοιο πατέρα, κι ἄς προσευχηθοῦμε γιά τήν ἀνάπαυση τῆς ψυχῆς του». «Εὐλογητός
ὁ Θεός ἡμῶν …», κι ἄρχισα τό Τρισάγιο. Τόν βάλαμε στην ἐκκλησία γιά τέσσερεις
μέρες, διότι ἡ Κρύπτη δέν ἦταν ἀκόμη τελειωμένη κι ὁ τάφος δέν εἶχε ἀκόμη
κτισθεῖ. Τόν ἀφήσαμε ἀκάλυπτο στήν ἐκκλησία γιά τέσσερεις μέρες καί συνεχῶς
διαβάζαμε τά ἅγια Εὐαγγέλια ἀπό τήν ἀρχή ὡς τό τέλος, ξανά καί ξανά, ὅπως εἶναι
τό ἔθος γιά ἱερεῖς. Διαβάζαμε τά ἅγια εὐαγγέλια καί διαβάζαμε Τρισάγια και ἄλλες
προσευχές. Εἴχαμε τίς ἀκολουθίες, τη Λειτουργία αὐτός ἦταν ἐκεῖ, στή μέση τῆς ἐκκλησίας
γιά τέσσερεις μέρες
Ἦταν σάν Πάσχα, ἦταν
τέτοια ὄμορφη κι εὐλογημένη ἀτμόσφαιρα! Κανένας δέν ἔδειξε ὁποιαδήποτε ὑστερία,
καθένας προσευχόταν μέ ἔμπνευση. Εἶχα ἕνα φίλο ἀρχιμανδρίτη, πού συνήθιζε νά ἔρχεται
στό Μοναστήρι κάθε χρόνο και νά περνᾶ λίγες ἑβδομάδες κατά τή διάρκεια τοῦ καλοκαιριοῦ,
τόν πατέρα Ἱερόθεο Βλάχο, ὁ ὁποῖος ἔγραψε τό βιβλίο «Μία βραδιά στήν ἔρημο τοῦ Ἁγίου
Ὄρους». Τώρα εἶναι μητροπολίτης Ναυπάκτου. Ἔφτασε μόλις ἔμαθε ὅτι ὁ πάτερ
Σωφρόνιος πέθανε. Αἰσθάνθηκε τήν ἀτμόσφαιρα καί μοῦ εἶπε: «Ἄν ὁ πάτερ Σωφρόνιος
δέν εἶναι ἅγιος, τότε δέν ὑπάρχουν ἅγιοι».
Ἔτυχε νά ἔχουμε
μερικούς μοναχούς ἀπό τό Ἅγιον Ὄρος, οἱ ὁποῖοι ἦρθαν γιά νά δοῦν τόν πάτερ
Σωφρόνιο, μά δέν τόν βρῆκαν ζωντανό. Ὁ πάτερ Τύχων ἀπό τή Σιμωνόπετρα ἦταν ἕνας
ἀπό αὐτούς. Κάθε φορά πού ἔρχονταν Ἕλληνες στήν Ἀγγλία γιά ἰατρικούς λόγους εἶχαν
τη συνήθεια νά ἔρχονται στό Μοναστήρι, για νά τούς διαβαστεῖ μία προσευχή ἀπό τον
πατέρα Σωφρόνιο, διότι πολλοί εἶχαν θεραπευθεῖ.
Τήν τρίτη ἤ τήν
τέταρτη μέρα μετά τόν θάνατο τοῦ π. Σωφρονίου ἦρθε μία οἰκογένεια μέ ἕνα παιδί
δεκατριῶν χρονῶν. Εἶχε ὄγκο στόν ἐγκέφαλο κι ἡ ἐγχείρησή του ἦταν καθορισμένη
γιά τήν ἑπόμενη μέρα. Ὁ πάτερ Τύχων ὁ Σιμωνοπετρίτης ἦλθε καί μοῦ εἶπε: «Αὐτοί
οἱ ἄνθρωποι εἶναι πολύ λυπημένοι ἦρθαν καί δέν βρῆκαν τόν πάτερ Σωφρόνιο. Γιατί
δέν διαβάζεις μερικές προσευχές για τό παιδί»; Τοῦ εἶπα, «ἄς πᾶμε μαζί. Ἔλα και
κάνε μου τόν ἀναγνώστη. Θά διαβάσουμε μερικές προσευχές στό ἄλλο παρεκκλήσι». Πήγαμε
καί διαβάσαμε τίς προσευχές γιά το παιδί καί στό τέλος ὁ πάτερ Τύχων εἶπε:
«Ξέρεις, γιατί δέν περνᾶτε τό παιδί κάτω ἀπό το φέρετρο τοῦ πάτερ Σωφρονίου; Θά
θεραπευθεῖ. Χάνουμε τόν χρόνο μας διαβάζοντας προσευχές». Τοῦ ἀπάντησα ὅτι δεν μποροῦσα
νά τό κάνω αὐτό, διότι ὁ κόσμος μποροῦσε νά πεῖ ὅτι μόλις ἔχει πεθάνει και ἤδη
προσπαθοῦμε νά προωθήσουμε την ἁγιοποίησή του.
«Νά τό κάνεις ἐσύ»,
τοῦ εἶπα. «Εἶσαι ἁγιορείτης μοναχός. Δέν θά πεῖ κανένας τίποτε». Πῆρε τό ἀγόρι ἀπό
τό χέρι καί το πέρασε κάτω ἀπό το φέρετρο. Τήν ἑπομένη ἔκαναν ἐγχείρηση στο παιδί
καί δέν βρῆκαν τίποτε. Ἔκλεισαν το κρανίο καί εἶπαν: «Λανθασμένη διάγνωση. Θά ἦταν
πιθανῶς φλόγωση». Ἔτυχε τό παιδί νά συνοδεύεται ἀπό ἕνα γιατρό ἀπό την Ἑλλάδα,
πού εἶχε τίς πλάκες ἀκτίνων Χ πού ἔδειχναν τόν ὄγκο, καί τούς εἶπε: «Ξέρετε καλά
τί σημαίνει αὐτή ἡ λανθασμένη διάγνωση!» Τό παιδί μεγάλωσε. Τώρα εἶναι 27 χρονῶν
καί εἶναι πολύ καλά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου