Ο βίος της μοναχής και ιατρού Αμβροσίας ως υπηρεσία προς
το Θεό και τους ανθρώπους. Μέρος Α.
Μαρία Τομπόλοβα
«Μόνον ο Κύριος, με τη δύναμη της χειρός Του, με στήριξε
και με βοήθησε σε δύσκολες στιγμές,
κι αυτές οι δύσκολες στιγμές ήταν τόσο πολλές!»
(Μοναχή Αμβροσία του Σαμόρντινο)
«Γεννήθηκα το
1870, στις 4 Απριλίου» – έτσι ξεκινά το βιβλίο με τον μακρύ τίτλο «Η ιστορία
μιας ηλικιωμένης γυναίκας, στην οποία ο Κύριος δεν έδωσε το έλεός Του χωρίς
αυτή να το αξίζει και που θεωρούσε τον εαυτό της πάντα ευτυχισμένο, ακόμη και
εν μέσω σοβαρών δυσκολιών». Το βιβλίο βασίζεται στις αυτοβιογραφικές σημειώσεις
και το ημερολόγιο της μοναχής Αμβροσίας του Σαμόρντινο[1], που έζησε μια μακρά
ζωή, γεμάτη από δραματικά γεγονότα. Έζησε δύο παγκόσμιους πολέμους, την
επανάσταση, τη δίωξη της Εκκλησίας, αντίκρυσε τα τρομερά δεινά των ανθρώπων της
γενιάς της και τα βίωσε και η ίδια: καταστροφή, πείνα, επιδημίες, αντίποινα.
Πολλά βάσανα και θλίψεις έπεσαν στο μερτικό αυτής της θαυμαστής γυναίκας: ο
θάνατος των αγαπημένων της, οι σοβαρές ασθένειες, η δοκιμασία μετά το κλείσιμο
του μοναστηριού, η σύλληψη, η φυλακή, η εξορία, η τρομερή φτώχεια, η
καταπονημένη εργασία. Αλλά πάντοτε και σε όλα, η μοναχή Αμβροσία, βασιζόταν
ταπεινά στο θέλημα του Θεού, αφήνοντας την καρδιά της ανοιχτή για αγάπη και
καλοσύνη. Ένα άτομο με καθαρή ψυχή και κρυστάλλινη εντιμότητα, γιατρός στο
επάγγελμα, θεράπευε όχι μόνο σώματα, αλλά και ανθρώπινες ψυχές. Ήταν ένα
σκεύος, που επέλεξε ο Θεός.
Η μοναχή Αμβροσία (κατά κόσμον Αλεξάντρα Ντμίτριεβνα
Ομπερουτσέβα) γεννήθηκε στο Σότσι σε στρατιωτική οικογένεια. Η οικογένεια
Ομπερουτσέβ διακρινόταν από την ευσέβεια και την καθαρότητα των ηθών. Υπήρχε
μια ατμόσφαιρα αγάπης για τον Θεό και ζούσε ο ένας για τον άλλον στο σπίτι κι
έτσι, η Αλεξάνδρα και ο μοναδικός αδελφός της, Μιχαήλ, είχαν μια ευτυχισμένη
παιδική ηλικία. Η Σάσενκα ήταν πολύ δεμένη με τη μητέρα της, για την οποία
μετέπειτα θα γράψει στα απομνημονεύματά της:
«Μιλούσε ήρεμα και λιγοστά, αλλά κάθε λέξη της ήταν ένας
αμετάβλητος νόμος για μας. Και ο πατέρας μου μας έλεγε: «όλοι πρέπει να ακούμε
τη μαμά». Υπήρχε ένα είδος ιδιαίτερης αγνότητας σε αυτήν, η οποία εκδηλωνόταν
στα λόγια της και σε ολόκληρη τη συμπεριφορά της. Όλοι ντρέπονταν ενώπιων της,
ήταν επιφυλακτικοί στο να πουν οτιδήποτε περιττό μπροστά της ή να κρίνουν
οποιονδήποτε».
Η μητέρα εξασφάλιζε στα παιδιά τη σταθερότητα μπροστά σε
δοκιμασίες, διότι σε αυτό μυήθηκε από την παιδική της ηλικία.
Όταν η Σάσενκα έμαθε να διαβάζει και να γράφει σε ηλικία
7 ετών, η αγαπημένη της δραστηριότητα ήταν η αντιγραφή προσευχών σε ένα
σημειωματάριο. Σπούδασε πρώτα στο γυμνάσιο του Σμολένσκ, στη συνέχεια στο
Ινστιτούτο Αλεξάντροβσκι της Μόσχας (1884-1889), από το οποίο αποφοίτησε με
ασημένιο μετάλλιο. Μια έντονη εντύπωση προκάλεσε στο νεαρό κορίτσι εκείνη την
εποχή το μικρό βιβλίο «Ο βίος του ιεραποστολικού πατρός Ντάμιαν Γουέστερ», το
οποίο περιέγραφε την αφοσίωση ενός νεαρού μοναχού: έχοντας προσβληθεί από
λέπρα, ένιωθε πιο κοντά στον Θεό και θεωρούσε τον εαυτό του τον πιο ευτυχισμένο
ιεραπόστολο. Το μυθιστόρημα του Φ. Μ. Ντοστογιέφσκι «Οι αδελφοί Καραμάζοφ»
συγκλόνισε επίσης την ψυχή της.
Αγαπώντας την συχνά άρρωστη μητέρα της, η Αλεξάντρα
λαχταρούσε να την δει υγιή και ως εκ τούτου είχε την επιθυμία να αφιερωθεί στην
ιατρική. Το 1897, έγραψε μια επιστολή στον αυτοκράτορα Νικόλαο Β΄ με το αίτημα
να της επιτραπεί να παρακολουθήσει διαλέξεις ιδιωτικά στην Ιατρική Σχολή του
Πανεπιστημίου της Μόσχας. Σε απάντηση, ελήφθη ένα μήνυμα ότι είχε γίνει δεκτή
στο νεοιδρυθέν Ιατρικό Ινστιτούτο Γυναικών της Αγίας Πετρούπολης – το μοναδικό
στη Ρωσία που παρείχε στις γυναίκες ανώτερη ιατρική εκπαίδευση. Η Αλεξάντρα
ξεκίνησε τις σπουδές της με μεγάλη χαρά: είχε την αίσθηση ότι διέσχιζε το κατώφλι
όχι ενός ινστιτούτου, αλλά ενός ιερού ναού. Έγραψε ευσυνείδητα τις διαλέξεις
των σεβάσμιων καθηγητών, ενώ αφιέρωνε πολύ χρόνο στην αίθουσα ανατομίας.
«Θυμάμαι τα συναισθήματα που βίωσα όταν εξετάσαμε τη δομή
ενός ζωντανού κυττάρου και ιστού σώματος κάτω από ένα μικροσκόπιο. Ένας
ιδιαίτερος κόσμος άνοιγε μπροστά μου, με εξέπληξε αυτή η υπέροχη δομή και
σεβάστηκε ακούσια τον Δημιουργό όλων αυτών», έγραψε στο ημερολόγιό της.
Η Σάσα, επίσης, δεν έχανε και τις διαλέξεις για τη
θεολογία που σπάνια παρακολούθησαν οι σπουδαστές.
Η κοινωνία εκείνης της εποχής βρισκόταν σε κατάσταση
βαθιάς εσωτερικής κρίσης. Η ίδια η ιδέα της αναδιοργάνωσης του κράτους, της
επανάστασης, ενθουσίαζε το μυαλό των νέων. Η επαναστατική μόλυνση διείσδυσε
επίσης και εντός των τειχών του Ιατρικού Ινστιτούτου, το οποίο έγινε το κέντρο
του φοιτητικού επαναστατικού κινήματος. Οι επαναστάτες ενέπλεκαν τους
συμμαθητές τους στους κύκλους τους. Η Σάσα Ομπερουτσέβα, αν και παρακολουθούσε
τις συναντήσεις τους, δεν υιοθετούσε τις απόψεις τους και αισθανόταν σαν ξένη σε
αυτό το περιβάλλον. Στις συναντήσεις, πάντα ψήφιζε ανοιχτά κατά των απεργιών.
Θα έπρεπε να έχουμε το θάρρος να πηγαίνουμε μόνοι και ενάντια στην κολεκτίβα.
Μια μέρα, φοβούμενη ότι το Ινστιτούτο θα μπορούσε να κλείσει λόγω μιας άλλης
απεργίας, ήρθε στην αίθουσα παρά τις απειλές σωματικής βίας. Μπροστά σε ένα
άδειο Ινστιτούτο, ο θυρωρός της φώναξε: «Γιατί ήρθατε, θα σας πυροβολήσουν,
στέκονται στη γωνία με περίστροφα!» Η Αλεξάντρα δεν φοβόταν, αλλά βρήκε έναν
καθηγητή και σχεδόν τον ανάγκασε να δώσει μια διάλεξη. Ως αποτέλεσμα, η απεργία
διακόπηκε και το Ινστιτούτο σώθηκε.
Στη διάρκεια της φοιτητικής περιόδου, η Αλεξάντρα
Ομπερουτσέβα, παρακολουθούσε διαλέξεις του διάσημου φιλόσοφου Βλαντίμιρ
Σολόβιεβ, του οποίου οι θρησκευτικές απόψεις ήταν πολύ κοντά της. Ευχαρίστησε
τον Θεό που της έστειλε αυτή τη συνάντηση στη ζωή της. Χωρίς να φοβάται τη
γελοιοποίηση από τους άθεους συμφοιτητές της, χωρίς το φόβο να την αποκαλούν
οπισθοδρομική, αυτή επισκεπτόταν το ναό. Και στη μετέπειτα ζωή της, η Αλεξάντρα
παρέμεινε πιστή στον εαυτό της, επέδειξε ακλόνητη θέληση και θάρρος στην
υπεράσπιση των ιδανικών και των πεποιθήσεών της – τόσο θρησκευτικών όσο και
κοινωνικών.
Στο πέμπτο έτος, οι σπουδαστές έκαναν πρακτική άσκηση στο
νοσοκομείο. Εδώ αντιμετώπισε για πρώτη φορά ανθρώπινο πόνο. Μερικοί
ετοιμοθάνατοι ζητούσαν από την Ομπερουτσέβα να είναι παρούσα στο θάνατό τους.
«Και από τότε είχα μια ιδιαίτερη στάση απέναντι στην ώρα
του θανάτου. Δεν ήταν κάτι ζοφερό, αντίθετα, αισθάνθηκα ότι συνέβαινε μια
μυστηριώδης συγχώνευση του γήινου με το ουράνιο», διαβάζουμε στο ημερολόγιό
της.
Πριν περάσει τις κρατικές εξετάσεις, επισκέφθηκε για
πρώτη φορά τις ερήμους της Όπτινα. Ο γέροντας αρχιμανδρίτης Βενέδικτος
(Ντιακόνοφ) και ο γέροντας π. Ιωσήφ (Λιτόβκιν) την συμβούλεψαν να πάει σε μοναστήρι.
Ο κελλάρης του Γέροντα Ιωσήφ π. Ανατόλι (Ποταπόφ) έγινε αργότερα ο πνευματικός
της.
Μετά την αποφοίτησή της από το Ινστιτούτο, η Αλεξάντρα
Νμίτριεβνα ξεκίνησε μια εξαντλητική δουλειά ως αγροτική γιατρός σε ένα από τα
χωριά της επαρχίας Σμολένσκ. Φτάνοντας στη δουλειά, έγραφε στο ημερολόγιό της:
«θα τους αντιμετωπίσω όλους όπως και τον πλησιέστερο συγγενή μου! Κάτι μεγάλο,
ιερό με περιμένει!»..Και στη μετέπειτα ζωή, η Αλεξάντρα Ομπερουτσέβα
αντιμετώπισε με σεβασμό, προσοχή και χριστιανική αγάπη κάθε άτομο που συνάντησε
στο μονοπάτι της ζωής της.
Η φήμη της νέας γιατρού εξαπλώθηκε γρήγορα σε όλη την
γύρω περιοχή και μέσα σε λίγες μέρες οι άνθρωποι ξεχύθηκαν στην υποδοχή
ασθενών. Έχοντας επίγνωση της ευθύνης της ως γιατρού, δεν αρνήθηκε ποτέ να
βοηθήσει κανέναν, δεχόμενη έως και 300 άτομα την ημέρα. Οι ασθενείς
μεταφέρονταν από τα μακρινά χωριά σε καροτσάκια και στη συνέχεια, λόγω της
στενότητας του χώρου της κλινικής εξωτερικών ασθενών, τους πλάγιαζαν σε
στρώματα στο έδαφος, ενώ η γιατρός Ομπερουτσέβα περνούσε από τους ασθενείς,
έκανε διάγνωση και έδινε τις συστάσεις και τα απαραίτητα φάρμακα (τα φάρμακα
στα αγροτικά νοσοκομεία ήταν δωρεάν). Ο πρόεδρος της τοπικής διοίκησης, έχοντας
έρθει κάποτε να επισκεφτεί το τμήμα της, το περιέγραψε ως εξής: «Αυτό είναι
κάτι ξεχωριστό, οι άνθρωποι έρχονται εδώ όχι σε εξωτερική κλινική, αλλά σαν σε
προσκύνημα». Μετά το ημερήσιο επισκεπτήριο, το οποίο έληγε στις 11 μ.μ.,
πήγαινε σε νυχτερινές κλήσεις. επιστρέφοντας σπίτι νωρίς το πρωί, και ξυπνούσε
από την άφιξη των πρώτων ασθενών. Ήταν αδιανόητο να αντέξει μια τόσο κοπιαστική
και φθοροποιό εργασία, φθάνοντας σε κατάσταση ημιλιποθυμίας για μεγάλο χρονικό
διάστημα, ώστε τελικά η Αλεξάντρα Ντμίτριεβνα μεταφέρθηκε σε νέο μέρος έξι
μήνες αργότερα – στο νεοιδρυθέν Νοσοκομείο της Οδησσού για εργαζόμενους με
5.000 κλίνες. Εδώ διέμενε στον κοιτώνα για τους γιατρούς και γευμάτιζε στο
εστιατόριο για το ιατρικό προσωπικό. Όταν η Αλεξάντρα Ντμίτριεβνα μπήκε στην
τραπεζαρία για πρώτη φορά, χωρίς να δει εικόνες, στράφηκε προς την ανατολή της
αίθουσας και προσευχήθηκε, γεγονός που εξέπληξε πολύ τους άπιστους συναδέλφους
της. Στο μέλλον, όλοι συνήθισαν στο γεγονός, ότι η γιατρός Ομπερουτσέβα δεν
κάθεται στο τραπέζι χωρίς προσευχή.
Στην Οδησσό, ένας γιατρός της έκανε πρόταση γάμου
(σύμφωνα με αυτήν, «καλός γιατρός και υπέροχος άνθρωπος»), αλλά αρνήθηκε,
θεωρώντας, ότι τα καθήκοντα μιας συζύγου και μιας μητέρας είναι ασυμβίβαστα με
τα καθήκοντα ενός γιατρού, που απαιτούν από αυτήν να αφιερωθεί εξ ολοκλήρου
στους ασθενείς. Στο Νοσοκομείο της Οδησσού, υπό την καθοδήγηση έμπειρων
γιατρών, η Αλεξάντρα απέκτησε ιατρική εμπειρία όχι μόνο ως θεραπευτής, αλλά και
ως χειρουργός για δύο χρόνια. Η ασθένεια του πατέρα της την ανάγκασε να φύγει
από την Οδησσό.
Μαρία Τομπόλοβα
Μετάφραση για την πύλη gr.pravoslavie.ru: Κωνσταντίνος
Θώδης
Πηγή: https://www.shamordino-m.ru/about/
Pravoslavie.ru
1/10/2024
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου